Γράφει ὁ Δημήτριος Νατσιός, Δάσκαλος
Ξεφύλλιζα αὐτὲς τὶς ἡμέρες ἕναν τόμο, τιτλοφορεῖται: «Ἡ ἐποποιΐα 1940-41», ἐκδόσεις «Ἀρχεῖον Ἱστορικὸν Σελίδων» (τοῦ 1965), ὁ ὁποῖος περιέχει, σὲ φωτοτυπίες, πρωτοσέλιδα ἐφημερίδων τῆς ἐποχῆς τοῦ 1940-41, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς μεγαλειώδους νίκης. Σὲ πολλὰ διαβάζουμε κείμενα πολεμικῶν ἀνταποκριτῶν.
Σ’ ἕνα ἀπ’ αὐτὰ ὁ Ἀλέκος Λιδωρίκης (δημοσιογράφος καὶ γνωστὸς θεατρικὸς συγγραφέας 1907-1988), τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1941, γράφει στὴν ἐφημερίδα «Η ΝΙΚΗ», γιὰ «τὸ μεγάλο μυστικό τῶν πολεμιστῶν μας». Ζεῖ μὲ τοὺς στρατιῶτες, μοιράζεται τὰ πάθια καὶ τοὺς καημούς τους, χαίρεται καὶ καμαρώνει τὴν ἀντρειοσύνη τους. «Κάπου στὸ μέτωπο», ὅπως σημειώνει, συναντᾶ ἕναν φαντάρο.
Ἀντιγράφω: «Αὐτὸ πού μου ‘κᾶνε κατάπληξη, πού μου ‘δῶσε συγκίνηση, ποὺ ἔκθαμβο μὲ κράτησε γιὰ ἀρκετὰ λεπτά, ἦταν τὸ θέαμα ἑνὸς φαντάρου, ποὺ κουρασμένος, τσακισμένος, μὲ γένεια ἀτίθασα καὶ ἄτακτα, αἱματωμένος, λασπωμένος, εἶχε τραβήξει μοναχὸς κάτω ἀπὸ ἕνα δέντρο καὶ κάτι χάραζε σ’ ἕνα χαρτί. Πλησίασα γιὰ νὰ τὸν δῶ, βέβαιος πὼς γράφει στὴν μάνα, στὴ γυναίκα του, στὸ σπίτι... Μὰ τί μεγάλο λάθος! Μὲ τὴ ὀρθογραφία ποὺ κρατῶ, διάβασα αὐτοὺς τοὺς στίχους:
“Βρε τὴ κανόνια, τὴ ντουφέκια, τὴ κακὸ/στοὺς Ἰταλοὺς σκορπίσαμαι παντοῦ τὸν πανικὸ/Βόηθα Χριστὲ καὶ Παναγιὰ καὶ σύ ἅγιου Ἀνδρέα/στὴ χάρη σου νὰ....