20 Αυγ 2019

EΝΦΙΑ-λωμένη μεταπατερικὴ «θεολογία»

Γράφει ὁ Ἀναστάσιος Ὄμ. Πολυχρονιάδης, Δρ. Θεολογίας ΑΠΘ
Ὁ Πέτρος Βασιλειάδης, ὁμότιμος καθηγητὴς τοῦ Τμήματος Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ, ἀποτελεῖ ἔνθερμο ὑποστηρικτὴ τῆς μεταπατερικῆς «θεολογίας».
Μὲ ἀφορμή, λοιπόν, κάποιες σημειώσεις του σχετικὰ μὲ τὴ σύνοδο τῆς Κρήτης (2016), προβαίνουμε σὲ μία σύντομη ἔρευνα, ἡ ὁποία φανερώνει τὸ χάσμα ποὺ ὑφίσταται μεταξύ τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας καὶ τῆς μεταπατερικῆς, ποὺ ἐκφράζει ὁ Βασιλειάδης.
Εἰσαγωγικὰ
«3 ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ. ΟΙ 10 ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΔΥΣΤΥΧΩΣ...ΔΕΝ ΑΛΛΑΞΑΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ, ΤΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΦΥΣΙΚΑ. Ή ΜΑΛΛΟΝ ΠΟΥ ΤΟΝ ΑΛΛΑΞΑΝ ΠΡΟΣ ΤΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ. ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΤΟ ΟΥΚΡΑΝΙΚΟ ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ.
Ἡ ἐκκλησία μας δυστυχῶς ἐκ τῶν πραγμάτων ἀπέδειξε πὼς θέλει νὰ παραμείνει...
συνομοσπονδία ἀνεξάρτητων ἐκκλησιῶν, ἀλλὰ ὄχι ἡ ΕΚΚΛΗΣΙΑ τοῦ Χριστοῦ, ἡ μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολική.
Οἱ εὐθύνες εἶναι φανερὲς καὶ φυσικὰ ἐπιμερίζονται Θεολογικά, ὄχι μόνο ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἀνίκανη νὰ προχωρήσει ἀποφασιστικὰ στὴν ἐμβάθυνση τοῦ "ἀνθρωπολογικοῦ" ζητήματος, μὲ κορυφαία πτυχὴ του τὴν θέση καὶ τὸν ρόλο τῶν γυναικῶν (διακόνισσες, καὶ ὄχι μόνον), ἀλλὰ ἔχει πολὺ δρόμο ἀκόμη νὰ διανύσει καὶ στὸ "ἐκκλησιολογικό". Μία ΑΝΑΛΗΨΗ θὰ μᾶς σώσει. Χρόνια πολλὰ σὲ ὅλους».

Ἐδῶ, ὁ Πέτρος Βασιλειάδης, ὁμότιμος καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς ΑΠΘ καὶ νῦν διευθυντὴς τοῦ μεταπτυχιακοῦ προγράμματος «Ὀρθόδοξη Οἰκουμενικὴ Θεολογία» ΔΠΕ, μὲ ἀφορμὴ τὴ συμπλήρωση τριῶν χρόνων ἀπὸ τὴ σύνοδο τῆς Κρήτης (Καλοκαίρι 2016), σχολιάζει τὶς εὐθύνες τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὡς πρὸς τὴ μὴ ἐπίλυση διαφόρων προβλημάτων, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὸ Οὐκρανικό.
«Ἡ ἐκκλησία μας δυστυχῶς» ὑπογραμμίζει, «ἐκ τῶν πραγμάτων, ἀπέδειξε πὼς θέλει νὰ παραμείνει συνομοσπονδία ἀνεξάρτητων ἐκκλησιῶν, ἀλλὰ ὄχι ἡ ΕΚΚΛΗΣΙΑ τοῦ Χριστοῦ, ἡ μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολική». 
Ὡς ἐκ τούτων, σημειώνει, «ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἀνίκανη νὰ προχωρήσει ἀποφασιστικὰ στὴν ἐμβάθυνση τοῦ ἀνθρωπολογικοῦ ζητήματος», ὡς πρὸς «τὸν ρόλο τῶν γυναικῶν (διακόνισσες καὶ ὄχι μόνον)», ἐνῶ ἀκόμη τονίζει ὅτι «ἔχει πολὺ δρόμο νὰ διανύσει καὶ στὸ ἐκκλησιολογικό».

Μαθήματα στὴν Ὀρθοδοξία
Ὁ Βασιλειάδης μιλώντας στὰ ἀνωτέρω, ὡς δάσκαλος, ποὺ παραδίδει ἰδιαίτερα μαθήματα στὴν Ὀρθοδοξία, διαπιστώνει ὅτι ἡ μὴ ἐπίλυση διαφόρων ζητημάτων, στὴν ἐν λόγω σύνοδο, ἀποτελεῖ συνέχεια τοῦ προσκόμματος γιὰ τὸν ἁγιασμὸ τῶν πιστῶν, ἀφοῦ, ὅπως λέγει, μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο, ἡ «ἐκκλησία μας [...] θέλει νὰ παραμείνει συνομοσπονδία ἀνεξάρτητων ἐκκλησιῶν», μὲ συνέπεια νὰ μὴν πραγματώνει τὴν «ΕΚΚΛΗΣΙΑ τοῦ Χριστοῦ». 
Ἡ λογικὴ αὐτὴ φανερώνει μία ἀντίληψη, ποὺ ἀντιμετωπίζει τὴν εὐχαριστιακὴ κοινότητα ὡς ἕναν ἐγκόσμιο ὀργανισμό, ὅμοιο μ’ ἐκεῖνον ἑνὸς πολιτικοῦ σχηματισμοῦ, ὅπως περιγράφει ὁ ἴδιος σὲ ἄλλο του σχόλιο, σχετικὰ μὲ τὴν ἑλληνικὴ πολιτικὴ ἐπικαιρότητα.
Ὁπότε, δὲν ἀποτελεῖ ἔκπληξη καὶ ἡ θεώρηση, ἀπὸ μέρους του, τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς ἀνίκανης γιὰ τὴν ἐπίλυση τοῦ ἀνθρωπολογικοῦ ζητήματος καὶ ὡς ἔχουσας «πολὺ δρόμο ἀκόμη νὰ διανύσει καὶ στὸ ἐκκλησιολογικό».

Ἡ σύγχυση ποὺ συμβαίνει μὲ τὴν ἐν λόγω θέση τοῦ Βασιλειάδη, o oποῖος θεωρεῖ ὡς παρωχημένη κατηγορία σκέψεως τὴν Πατερικὴ καὶ ὡς ἐκ τούτου εὐστόχως χαρακτηρίστηκε «προπάτορας» τῆς μεταπατερικῆς σκέψης, ἔρχεται σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὰ γραφόμενα τοῦ νεοέλληνα δημιουργοῦ Ν.Γ.Πεντζίκη, στὸ βιβλίο του Πρὸς Ἐκκλησιασμὸν καὶ στὸ κεφάλαιο «Ἔρως τῆς Ἐκκλησίας»: «Μιὰ ξεχωριστὴ σωματικὴ αἴσθηση, ἐν Καβάλα, προσφάτως» σημειώνει, «μ’ ἔκαμε νὰ καταλάβω ὅτι ἀγαπῶ τὴν Ἐκκλησία· τὴν ἑλληνικὴ ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Τὴν ἄλλη μέρα ἐξηγοῦσα σὲ φίλους ὅτι ἡ αἰσθηματικὴ αὐτὴ τοποθέτηση ἔλυε ὅλα τὰ προβλήματα, πού μπορεῖ νὰ ’χει ὁ ἄνθρωπος». 

Στὴν ἴδια συνάφεια, τονίζοντας ἐξακολουθητικὰ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὁ Πεντζίκης, ὁμολογεῖ: «Μπορεῖ [...] αὐτὸ ποὺ συνήθως ἐννοοῦμε ὡς Ἐκκλησία, τὸ κτήριο ἤ ὁ κοινωνικὸς θεσμός, οἱ πέτρες καὶ ἡ λάσπη ἤ ὁ κάθε ταλαίπωρος θνητὸς ποὺ τὴν ὑπηρετεῖ, ὄχι μονάχα σήμερα, ἀλλὰ οὐδέποτε νὰ μὴν ὑπῆρξαν ἀξιόλογα. Ἐν συνεχείᾳ μάλιστα πρὸς ἐπίρρωση τῶν λεγομένων μου, ἐπρόσθεσα καὶ σχετικὰ ἀνέκδοτα ἀπὸ τὴν Ἀπόκρυφη ἱστορία τοῦ Προκοπίου κι’ ἀπὸ ἄλλους Βυζαντινοὺς Χρονογράφους. Τὸ ζήτημα ὅμως ἐν τέλει ὑπογράμμισα, δὲν εἶναι νὰ ἐξετάσουμε, ἄν ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι πράττουμε τὸ καλό, παρὰ ἐὰν εἶναι, ναὶ ἤ ὄχι ἀπὸ Θεοῦ καὶ κατὰ συγκατάβαση ἡ Ἐκκλησία μας ἐν Χριστῷ δωρεά, ὅπως καὶ ἡ ὕπαρξη μας, ἀσχέτως ἄν ἡμεῖς διὰ τοῦ παρόντος βίου τὴν κατασπιλώνουμε».

Ἡ Ἐκκλησία, ὅπως γράφει ὁ Phillip Sherrard, εἶναι ἄκτιστη καὶ κτιστή, μεταϊστορικὴ καὶ ἱστορική, ταυτόχρονα. Εἶναι ὁ τόπος τῆς σωτηρίας μας, τῆς μεταμόρφωσής μας. Ὁ τόπος τῆς μεταμόρφωσης ὅλων τῶν πλασμάτων. «Ἐμεῖς οἱ ζωντανοί», σημειώνει ὁ Πεντζίκης, στὴν Ἐκκλησία «μποροῦμε νὰ ἐπικοινωνοῦμε μὲ τοὺς ἁγίους καὶ τοὺς νεκρούς μας. Νὰ τοὺς τιμοῦμε καὶ νὰ συνδεόμαστε μαζί τους [...] Αὐτὴ ἡ αἴσθηση ὑπάρχει στὶς καταβολὲς τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ δὲν ἀπαντᾶται στὶς δυτικὲς ὁμολογίες». 

Συνεπῶς, ὅταν ἀρνούμαστε τὴν ἀλάνθαστη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, θέτοντας τοὺς ἑαυτούς μας ἐκτὸς αὐτῆς, δὲν ἀλλοιώνουμε τὴν Εὐχαριστιακὴ κοινότητα, ἀφοῦ ἡ δυναμική της δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα ἀνθρώπινης ἱκανότητας, ἀλλὰ δώρημα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Πάντα χορηγεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον [...] ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας». Ὅσο πιὸ ψηλὰ βρίσκεται ὁ πιστὸς στὴν κλίμακα τῆς Πνευματικῆς ζωῆς τόσο περισσότερο γίνεται ἐπιδεκτικός τῆς χάριτος τοῦ Παρακλήτου. Στὸν δὲ ἀπαθῆ, ὡς πρὸς τὴν ἁμαρτία, «ἡ ἔλευσις τοῦ Πνεύματος [...] διδάσκει αὐτὸν τὰ πάντα». 

Ὁπότε, σὲ καμία περίπτωση ἡ Ὀρθοδοξία δὲν καθίσταται «συνομοσπονδία ἀνεξάρτητων ἐκκλησιῶν», οὔτε δύναται νὰ χαρακτηριστεῖ ὡς «ἀνίκανη» ἢ ὡς ἔχουσα «πολὺ δρόμο ἀκόμη νὰ διανύσει», λόγω τῶν διαφόρων ζητημάτων ποὺ ἀντιμετωπίζει, ὅπως λέγει ὁ Βασιλειάδης. Ἐξάλλου, ὁ ἴδιος ὑπογραμμίζει σὲ ἄλλο κείμενό του, ἀπαντώντας οὐσιαστικὰ στὸν ἑαυτό του, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «Σῶμα Χριστοῦ». Γι’ αὐτό, ἄλλωστε, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, γράφει ἐκεῖνα τὰ ἀνεπανάληπτα: «Ἐκκλησίας οὐδὲν ἴσον [...] πολεμουμένη νικᾶ [...] ὑβριζομένη, λαμπροτέρα καθίσταται [...] κλυδωνίζεται, ἀλλ’ οὐ καταποντίζεται· χειμάζεται, ἀλλὰ ναυάγιον οὒχ ὑπομένει».

Ἀλλὰ καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ σύγκληση τῆς συνόδου τῆς Κρήτης, ὁ Βασιλειάδης σχολιάζοντας τοὺς προβληματισμοὺς διαφόρων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν περὶ τῆς συμμετοχῆς τους ἢ μὴ στὴν ἐν λόγω σύνοδο, σημείωνε ὅτι κάποιοι ἀγωνίζονται ὥστε νὰ μὴ συγκληθεῖ καὶ ἔτσι ἡ Ὀρθοδοξία «νὰ παραμείνει κλειστὴ στὸν ἐπαρχιώτικό της μικρόκοσμο».
«Εἶχα πρὸ καιροῦ προβλέψει», τονίζει, «ὅτι ὁ δρόμος πρὸς τὴν Πανορθόδοξη Σύνοδο τὸν Ἰούνιο στὴν Κρήτη θὰ εἶναι δύσβατος. Πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ τοὺς ἐνώνει μία καὶ μόνη ἐπιδίωξη: Νὰ παραμείνει ἡ Ὀρθοδοξία κλειστὴ στὸν ἐπαρχιώτικό της μικρόκοσμο, καὶ γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ ἀγωνίζονται μὲ κάθε μέσο νὰ ἀποτραπεῖ ἡ σύγκληση τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».

Ὁ Βασιλειάδης, δηλαδή, θεωρεῖ τὴν Ἐκκλησία περιθωριοποιημένη, χρησιμοποιώντας μάλιστα καὶ μία ὀξεία ἀπαξιωτικὴ ἔκφραση: «κλειστὴ στὸν ἐπαρχιώτικό της μικρόκοσμο».
Ὡσὰν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ μὴν ἐνεργεῖ στὴν Ἐκκλησία καὶ σὰν αὐτὴ νὰ εἶναι ἀνυπόστατη, ἄσχετη δηλαδὴ ἀπὸ τὸν ἐνυπόστατο Θεὸ Λόγο. Τέτοιες ἐκφράσεις παραπέμπουν σὲ ἐκκλησιαστικὸ μηδενισμό, ὁ ὁποῖος ἀκυρώνει συνθηματικὰ τὸ γεγονὸς τῆς σωτηρίας ὡς μαρτυρημένη πραγματικότητα.
Ὁ ἐκκλησιομηδενιστὴς λόγος, ποὺ θέτουμε ἐν προκειμένω σὲ κριτική, προσπαθεῖ νὰ καθηγητεύσει ἐπὶ τῆς Ὀρθοδοξίας, ὡσὰν αὐτὴ νὰ μὴν ἔχει τὰ ἔμπιστα πειστήρια τῆς μετοχῆς της στὸν σαρκωμένο Θεό, αὐτὸν ποὺ τὴν κάνει νὰ ἀληθεύει ἐν ἁγίοις.

Παραποίηση δημοκρατίας
Μπερδεύει ὁ Βασιλειάδης τὰ ἀνθρώπινα μὲ τὰ θεϊκὰ πράγματα καὶ θεωρεῖ ἀδύνατη τὴ μέθεξη τοῦ ἀνθρώπου στὸν Θεό. Ἐντύπωση, πάντως, προκαλεῖ ἡ ἐναντίωσή του στὴν Ἐκκλησία, ἀφοῦ σύμφωνα μὲ τὰ λεγόμενά του αὐτὴ στερεῖται πλέον συνοδικῶν θεσμῶν καθὼς καὶ τῆς διακονίας τῶν γυναικῶν (διακόνισσες).
Ὡς ἐκ τούτων, ἐκεῖνος ἐξάγει τὸ συμπέρασμα ὅτι: «Σήμερα ποὺ στὴν κοινωνία ἐπιδιώκεται πλήρης ἰσοτιμία, συμμετοχικότητα καὶ δημοκρατία, δυστυχῶς ἡ Ἐκκλησία συμπεριφέρεται ἀνορθόδοξα, ἀντιχριστιανικά, ἀντικοινωνικά, σὲ τελευταῖα ἀνάλυση ἀντι-δημοκρατικά».

Φαίνεται, πάντως, ὅτι ἡ συμμετοχὴ τοῦ Βασιλειάδη στὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν (ΠΣΕ), τοῦ δημιουργεῖ σύγχυση ὡς πρὸς τὴν ἔννοια τῆς συνομοσπονδίας ἀνεξάρτητων ἐκκλησιῶν (γεγονὸς ποὺ ἀποτελεῖ τὸ ΠΣΕ), μὲ τὶς κατὰ τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες παρὰ τὰ προβλήματα ποὺ μπορεῖ νὰ ἀντιμετωπίζουν, δὲν παύουν, οὔτε στιγμή, νὰ συγκροτοῦν ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΑ τὴ μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία.
Ἴσως αὐτὴ ἡ (κοσμικὴ) δημοκρατικότητα ποὺ «ψάχνει» ὁ Βασιλειάδης, στὴν Ἐκκλησία νὰ ἀποτελεῖ τελικὰ καὶ τὸ κύριο πρόβλημα (ἔλλειψη) τῆς δικῆς του (ἀδημοκρατικῆς) θεολογίας.

Σύμφωνα, μάλιστα, μὲ τὸν Ρῶσο φιλόσοφο Μπερντιάγιεφ, τὸ δημοκρατικὸ δὲν ταυτίζεται ἀναγκαία μὲ τὸ ἀληθινό, ἀλλὰ πάντα μὲ τὸ πλειοψηφικό, ἀσχέτως ἂν αὐτὸ εἶναι καλὸ ἢ κακό. «Ἡ δημοκρατία», σημειώνει ὁ Μπερντιάγιεφ, «δὲ γνωρίζει τὴν ἀλήθεια, γι’ αὐτὸ ἀφήνει στὴν πλειονοψηφία νὰ ἀποφασίζει τί εἶναι ἡ ἀλήθεια».

Ἐνῶ, στὴν ἴδια συνάφεια, λέγει ὅτι ἡ «δημοκρατία δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸν προσανατολισμό, τὴν τάση καὶ τὸ ἀντικείμενο τῆς λαϊκῆς θέλησης καὶ δὲν ἔχει κανένα κριτήριο, γιὰ νὰ διακρίνει τὴ γνήσια ἢ κίβδηλη κίνηση μέσω τῆς ὁποίας ἐξωτερικεύεται ἡ θέληση τοῦ λαοῦ καὶ γιὰ νὰ προσδιορίζει τὴν ποιότητα αὐτῆς τῆς θέλησης. Ἡ λαϊκὴ κυριαρχία δὲν ἔχει ἀντικείμενο ἀξιολογικῆς ἀναφορᾶς. Ἡ δημοκρατία μένει ἀπέναντι στὸ καλὸ καὶ τὸ κακό. Εἶναι ἀνεκτική, ἐπειδὴ εἶναι ἀδιάφορη· καὶ εἶναι ἀδιάφορη, γιατί ἔχασε τὴν πίστη της στὴν ἀλήθεια, ὥστε δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ἀποφασίσει γι’ αὐτήν».

Ὁ πολιτικὸς θεολόγος
Ἡ λογική τοῦ (πολιτικοθεολόγου) Βασιλειάδη τὸν ὁδηγεῖ στὴν ἐξύψωση συγκεκριμένου πρώην πολιτικοῦ προσώπου, ὡσὰν νὰ πρόκειται περὶ ἀπεσταλμένου τοῦ Θεοῦ, προκρίνοντας, μάλιστα, τὶς ἀπόψεις του ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ, ὅπως ὑποστηρίζει, ἐντός της δὲ λειτουργοῦν πλέον οἱ συνοδικοὶ θεσμοί, ἐνῶ οἱ ἀπόψεις τοῦ ἐν λόγω πρώην πολιτικοῦ, «ἀποτελοῦν», γιὰ τὸν Βασιλειάδη, «κάτι σὰν δεύτερο εὐαγγέλιο».

Γράφει ὁ ἴδιος: «Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἑκάστοτε παρεμβάσεις τοῦ Βενιζέλου ἔχουν ἰδιαίτερη βαρύτητα, ὄχι μόνον γιὰ τὸν ἐκκλησιαστικό, ἀλλὰ καὶ τὸν εὐρύτερο κοινωνικὸ χῶρο. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ κρυστάλλινες ἐπιστημονικὰ ἀπόψεις του, ἀλλὰ καὶ ἡ εὐαισθησία του σὲ ζητήματα θρησκευτικοῦ προβληματισμοῦ, ἀποτελοῦν κάτι σὰν δεύτερο εὐαγγέλιο – ὄχι φυσικὰ ἐπειδὴ προέρχονται ἀπό… Εὐάγγελο. Με αὐτὲς δημιουργεῖται ἕνα δημοκρατικὸ δίχτυ προστασίας καὶ ἀποφεύγονται οἱ πιθανὲς ἀντιδράσεις γιὰ κοινωνικὰ ζητήματα ἀσυνήθιστα ἢ μὴ συμβατὰ μὲ τὴν χριστιανικὴ παράδοση, ὄχι μόνον στοὺς ὑγιῶς σκεπτόμενους θεολόγους τῆς χώρας μας, ἀλλὰ καὶ σὲ κάποιο βαθμὸ καὶ τῆς θεσμικῆς Ἐκκλησίας, ὅταν αὐτὴ βρίσκεται στὶς συμπληγάδες τοῦ θρησκευτικοῦ φονταμενταλισμοῦ ἀπὸ τὴ μία, καὶ τοῦ δῆθεν νεωτερικοῦ στὴν οὐσία ὅμως ἄκρατου φονταμενταλιστικοῦ λαϊκισμοῦ ἀπὸ τὴν ἄλλη».

Πρὶν ἀπὸ αὐτὰ ὁ Βασιλειάδης σημειώνει γιὰ τὸν Βενιζέλο ὅτι: «Ἀποτελεῖ μοναδικὸ φαινόμενο διανοούμενου, ὁ ὁποῖος κινεῖται μὲ ἄνεση ὄχι μόνον σὲ ἐπιστημονικοὺς χώρους πέραν τῆς εἰδικότητός του – καὶ δὲν ἀναφέρομαι» σημειώνει «στὰ ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα στὰ ὁποῖα θὰ ἀναφερθῶ πολὺ σύντομα στὴ συνέχεια – κυρίως στὰ οἰκονομικά, στὰ ὁποῖα ἡ θητεία του καὶ οἱ ἐπιτυχίες του δὲν ἔχουν προηγούμενο γιὰ τὸν κάθε σκεπτόμενο Ἕλληνα, ἀνεξαρτήτως πολιτικῶν, ἰδεολογικῶν, ἀκόμη καὶ οἰκονομικῶν πεποιθήσεων. Ἀποτελεῖ μὲ λίγα λόγια τὴν προσωποποίηση τοῦ ἀρχαιο-ἑλληνικοῦ ἀποφθέγματος πὼς ‘‘μόνον ὅταν οἱ φιλόσοφοι (διάβαζε στὴν νεωτερικὴ ἐποχὴ βαθυστόχαστοι ἐπιστήμονες) κυβερνήσουν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει πρόοδος στὸ λαό’’. Θὰ μποροῦσε μὲ ἄλλα λόγια νὰ τοῦ ἀνατεθεῖ ἐν λευκῶ ἡ διακυβέρνηση μίας χώρας», καταλήγει ὁ Βασιλειάδης.

Πέραν τοῦ ἕρποντος λόγου, ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω ἀναφερόμενα τοῦ Βασιλειάδη, φαίνεται ὅτι αὐτὸς λησμονεῖ, γιὰ παράδειγμα, τὸν τρόπο τῆς ἐξαγγελίας τοῦ φόρου ἠλεκτροδοτούμενων ἀκινητῶν, τὸν μετέπειτα ἀποκαλούμενο Ἑνιαῖο Φόρο Ἀκίνητης Περιουσίας (ΕΝΦΙΑ) ἀπὸ τὸν τότε ὑπουργὸ οἰκονομικῶν Εὐάγγελο Βενιζέλο, στὴ Διεθνῆ Ἔκθεση Θεσσαλονίκης τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 2011 (11/9/11): «Χρειαζόμαστε μία ἐθνικὴ συλλογικὴ προσπάθεια», εἶχε δηλώσει τότε ὁ Βενιζέλος καὶ συνέχισε: «νὰ πάρουμε ὅλοι μαζὶ τὸ βάρος γιὰ νὰ πετύχουμε τὸ στόχο μας».
«Χρειαζόμαστε κάτι ποὺ νὰ εἶναι δίκαιο καὶ κοινωνικὰ ἀποδεκτό, ποὺ νὰ διαφοροποιεῖ τὸν πλούσιο ἀπὸ τὸν φτωχὸ καὶ νὰ ἀποδώσει ἄμεσα καὶ νὰ μὴν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν φοροεισπρακτικὸ μηχανισμό. Γιὰ τὸ λόγο αὐτό θα ἐπιβληθεῖ τέλος στὴν ἀκίνητη περιουσία μεσοσταθμικα 4 εὐρὼ ἀνὰ τετραγωνικὸ μέτρο, μέσω τῶν λογαριασμῶν τῆς ΔΕΗ».

Τί νὰ πρωτοσχολιάσει κάποιος γιὰ τὴ συγκεκριμένη ἐξαγγελία καὶ τὸν δυσάγγελο ἀντιδημοκρατισμὸ τῆς ἀντιλαϊκῆς πρακτικῆς πού βαφτίζεται, ὡς μὴ ὄφειλε, σπουδαῖος; Τί νὰ παρατηρήσει γιὰ ἕνα φόρο ποὺ «χτύπησε» ἀνηλεῶς τοὺς φτωχούς, ἀλλὰ καὶ τὴ λεγόμενη μεσαία τάξη;
Ἐν ὀνόματι ποιᾶς δικαιοσύνης ἔπραξε ὁ Βενιζέλος καὶ μιλᾶ ἐν προκειμένω ὁ Φιλοβενιζέλος; Δὲν ἀποτέλεσε ὁ ΕΝΦΙΑ «χτύπημα» τῆς πρώτης κατοικίας τῶν εὐρισκομένων σὲ οἰκονομικὴ ἀνάγκη; Τί ποσοστὸ τοῦ πληθυσμοῦ μπορεῖ νὰ ἀνταποκριθεῖ στὴν καταβολὴ αὐτοῦ τοῦ φόρου;

Τί ἀπέδειξε ἡ ἱστορία; Πόσοι εἶναι οἱ ἀνείσπρακτοι φόροι τοῦ ΕΝΦΙΑ; Ἐφόσον, εἶναι τόσο δίκαιο μέτρο, κατὰ τὸν πρώην πολιτικὸ καὶ τὸν ἀκόλουθό του θεολόγο, γιατί ὀνομάστηκε, ἐπὶ τὸ λαϊκώτερον, ὡς «χαράτσι»; Γιατί, ὁ ἕλληνας τὸν συνέδεσε μὲ τὸν κεφαλικὸ φόρο τῆς Τουρκοκρατίας; 
Ἐὰν αὐτὴ ἡ ἐξαγγελία συνέβαινε στὴ Θεσσαλονίκη τῆς ἐποχῆς τοῦ ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα τί πύρινους λόγους θὰ εἶχε συγγράψει ὁ ἅγιος, ὅμοιους μὲ ἐκείνους τοῦ «Κατὰ Τοκιζόντων»;

Ἡ εἴσπραξη μάλιστα τοῦ συγκεκριμένου φόρου καὶ ἐκεῖ ἔγκειται ἡ ἀκόμα μεγαλύτερη ἀπανθρωπία του, θὰ γινόταν, ὅπως σημειώνει ὁ πρώην πολιτικός, μέσω τοῦ λογαριασμοῦ ἑνὸς πρώτιστου κοινωνικοῦ ἀγαθοῦ, δηλαδὴ τῆς ἠλεκτρικῆς ἐνέργειας, ὥστε νὰ ἔχει ἄμεση ἀπόδοση καὶ ταυτόχρονα νὰ εἶναι ἀποσυνδεδεμένος ἀπὸ «τὸν φοροεισπρακτικὸ μηχανισμό», γεγονὸς ποὺ ὄντως συνέβη τὰ πρῶτα χρόνια εἴσπραξής του.
Δηλαδή, ἀσθενὴς μὲ μηχανικὴ ὑποστήριξη, ποὺ δὲ διέθετε τὸ ἀπαραίτητο ποσὸ χρημάτων γιὰ τὴν πληρωμὴ τοῦ λογαριασμοῦ τῆς ἠλεκτρικῆς ἐνέργειας μαζὶ μὲ τὸν ΕΝΦΙΑ θὰ ἔπρεπε νὰ ὁδηγηθεῖ στὴν ἀπόγνωση καὶ στὴν ἀπώλεια τῆς ζωῆς του. 

Ἐνδεχομένως ὅμως, ὁ Βασιλειάδης δὲν ἀντιμετώπιζε οἰκονομικὸ πρόβλημα, ὡς πρὸς τὴν πληρωμή του, ὁπότε πιθανόν, ἐξ ἰδίων κρίνοντας τὰ ἀλλότρια, θέτει καὶ αὐτὸ τὸ μέτρο στὰ κριτήρια τῆς σκέψης του περὶ παροχῆς «ἐν λευκῶ» ἀνάθεσης διακυβέρνησης τῆς χώρας στὸν πρώην πολιτικό. Φυσικά, ὁ ἀδιάκριτος αὐτὸς φόρος παραμένει ἐνεργὸς καὶ τὰ πιθανὰ χρέη ποὺ δημιουργεῖ συσσωρεύονται στὴν ἐφορία, μὲ τὶς ὅποιες τραγικὲς συνέπειες συνεπάγεται τὸ γεγονός, ἰδίως γιὰ τοὺς φτωχότερους. 

Ἂν διαβάσουμε, μάλιστα, τὴ σχετικὴ ἀνακοίνωση τοῦ Ἐπαγγελματικοῦ Ἐπιμελητηρίου Ἀθηνῶν, σχετικὰ μὲ τὴν εἴσπραξη τοῦ ΕΝΦΙΑ, δὲ θὰ ἐμπιστευθοῦμε τὸ οἰκονομικὸ αἰσθητήριο τοῦ Βασιλειάδη: «Ἡ ἐπιβολὴ τοῦ ΕΝΦΙΑ», σύμφωνα μὲ τὸ Ἐπιμελητήριο, «ἀπέτυχε νὰ φέρει τὰ προσδοκώμενα φορολογικὰ ἔσοδα, τὰ ὁποῖα στὴν πραγματικότητα δὲν ἀντιπροσωπεύονται ἀπὸ τὶς εἰσπράξεις του [...] καθὼς σὲ αὐτὲς δὲν συνυπολογίζονται οἱ ἀπώλειες φορολογικῶν ἐσόδων ποὺ προκύπτουν ἀπὸ τὴ μείωση α) τοῦ διαθέσιμου εἰσοδήματος, β) τῆς ἀξίας τῆς ἀκίνητης περιουσίας καὶ τῆς κατανάλωσης ποὺ συνδέεται μὲ αὐτὴ καὶ γ) τῶν ἐπενδύσεων σὲ κατοικίες λόγω αὐξημένου κινδύνου καὶ μείωσης τῶν τιμῶν τους, σὲ σύγκριση μὲ τὸ κόστος κατασκευῆς». Ὁπότε, ἡ ἀναγγελία τοῦ ἐν λόγω φόρου σὲ καμία περίπτωση δὲν ἀναδεικνύει τὶς πολιτικὲς ἱκανότητες τοῦ πρώην ὑπουργοῦ Οἰκονομικῶν.

Ὁ Ὀρθόδοξος μοναχισμὸς
Ἕνα ἄλλο θέμα ποὺ ἀπασχόλησε παλαιότερα τὸν Βασιλειάδη ἦταν ὁ Ὀρθόδοξος μοναχισμός. Σύμφωνα, μὲ τὴ διαπίστωσή του, αὐτὸς «ἀπομακρύνεται ἢ καὶ βρίσκεται στὸν ἀντίποδα τῆς ἐσχατολογίας τῆς Κ.Δ., λόγω τῆς ἀλλοίωσής του πού, ὅπως διατείνεται, ὑπέστη ἀπὸ τὴν ὠριγενικὴ πνευματικότητα».
Σημείωνε μάλιστα πὼς «οἱ μοναχοὶ συνειδητὰ ἀποκόπηκαν ἀπὸ τὴν κοινὴ λατρεία, σὲ μία προσπάθεια ἐπιδόσεως στὴν ἀδιάλειπτη προσευχή», μὲ συνέπεια τὴν «ἀλλοίωση», κατ’ αὐτόν, «τῆς εὐχαριστιακῆς πνευματικότητας μὲ τὴν ἔκπτωσή της σὲ μία θεραπευτικὴ πρακτική». 

Χωρίς, λοιπόν, τὶς ἐπιστημονικὰ ἀπαραίτητες παραπομπὲς σὲ μαρτυρημένες πηγές, ὁ Βασιλειάδης ἐξάγει τὰ δικά του, ἐξάπαντος αὐθαίρετα, συμπεράσματα, τὰ ὁποῖα «στηρίζει στὴν αὐθεντία ἑτερόδοξων ἐρευνητῶν», περὶ τῆς «δῆθεν» ἀλλοίωσης τοῦ γεγονότος τῆς Εὐχαριστίας ἀπὸ τοὺς ἐν ἀσκήσει μονάζοντες.
Ἐνῶ συμβαίνει ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο. Ὁ μοναχισμὸς τελεῖ τὰ πάντα μὲ κέντρο τὴν Εὐχαριστία. Ζεῖ καὶ ὑπάρχει μέσα στὴ Θεία Λειτουργία, βιώνοντας ἀπὸ τὸν νῦν αἰώνα τὰ ἔσχατα.

Ὁ ἀσκητισμός, γράφει ὁ Εὐδοκίμοφ, «ἀκολουθεῖ βῆμα πρὸς βῆμα τὴν πορεία τῶν μυστηρίων», γι’ αὐτὸ ἔχει τὸ δυναμισμὸ μίας ἀτελεύτητης ἐσχατολογικῆς, «πρὸς τὰ ἐμπρός», πορείας τόσο στὴν παροῦσα ζωὴ ὅσο καὶ στὴ μελλοῦσα.
Γιὰ τὸ ἴδιο θέμα, ἐντύπωση προκαλεῖ ἡ στάση τοῦ Βασιλειάδη ὡς πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Παντελεήμονος Παπαγεωργίου, ποὺ ὁ ἴδιος δηλώνει ὅτι τιμᾶ ἰδιαίτερα (ὡς ἐπίτιμος πρόεδρος τοῦ CEMES, δηλαδὴ τοῦ Κέντρου Οἰκουμενικῶν, Ἱεραποστολικῶν καὶ Περιβαλλοντικῶν Μελετῶν «Μητροπολίτης Παντελεήμων Παπαγεωργίου»).

Σύμφωνα, λοιπόν, μὲ ὅσα γράφει ὁ μακαριστὸς Καθηγούμενος τῆς Μονῆς Γρηγορίου, π. Γεώργιος Καψάνης, στὸν ἀφιερωματικὸ τόμο πρὸς τιμὴν τοῦ ἀοιδίμου ἱεράρχη, τὸν ὁποῖον ἐπιμελήθηκε ὁ ἴδιος ὁ Βασιλειάδης καὶ ἐξέδωσε ἡ Ἱερὰ Μητρόπολις Ἐδέσσης, ὁ μακαριστὸς μητροπολίτης διατηροῦσε πολλὴ ἀγάπη πρὸς τὸν Ἁγιορείτικο Μοναχισμό.

«Οὐδέποτε, μάλιστα, ζήτησε κανονικὸ ἀπολυτήριο ἀπὸ τὴ Μονὴ τῆς μετανοίας του (Μονὴ Γρηγορίου), ἀλλὰ βρισκόταν στὰ ἐγκόσμια μὲ τὴν ἄδεια καὶ εὐλογία της, ἐπιτελώντας, κατὰ κάποιο τρόπο, τὴ διακονία του ‘‘ὡς διακόνημα’’. Διατηροῦσε μάλιστα συχνὴ ἀλληλογραφία μὲ τὴ Μονή, ἐνημερώνοντάς την «πάντοτε [...] διὰ τὰ κατ’ αὐτόν». Το Ἁγιορείτικο πνεῦμα τοῦ Παντελεήμονος Α΄καθίσταται φανερό, συνεχίζει ὁ π. Γεώργιος, στὸ φιλακόλουθο τοῦ χαρακτήρα του, στὴν ἀγάπη του γιὰ τὶς Ἱερὲς Ἀκολουθίες καὶ φυσικὰ στὴν τέλεση τῆς Ἀναίμακτης Μυσταγωγίας, ὅπου ὁ μητροπολίτης πολὺ προσεκτικός, πράος καὶ εὐλαβὴς ἱερουργοῦσε ὑποδειγματικά. Διάβαζε καθημερινὰ τὶς Ἀκολουθίες, σύμφωνα μὲ τὸ πρόγραμμα κάθε μοναχοῦ, ἐνῶ, ὡς μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, ὅπως τὸν ἄκουγαν κάποια πνευματικά του παιδιά, προσευχόταν τὴ νύχτα καὶ ἔκανε μετάνοιες. Ὑπῆρξε «Ἱεράρχης ποὺ μύριζε λιβάνι, ὅπως λέγει ὁ λαός μας», συμπληρώνει ὁ Καθηγούμενος π. Γεώργιος.

Τὸ μυστικό τοῦ Βασιλειάδη
Περνώντας, τώρα, σὲ μία ἄλλη θεματική, διαβάζουμε τὸ σχολιασμὸ τοῦ Βασιλειάδη στὸ βιβλίο τοῦ Στέλιου Ράμφου, Τὸ Μυστικό τοῦ Ἰησοῦ: «Τὸ Μυστικό τοῦ Ἰησοῦ», γράφει, «σχεδιάστηκε γιὰ νὰ τεκμηριώσει τὶς διαπιστώσεις του (ἐνν. Ράμφου), ἀνατρέχοντας στὰ πορίσματα τῆς βιβλικῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας τῶν τελευταίων δύο αἰώνων. Πρωταρχική του μέριμνα ἦταν νὰ ἀνατρέξει στὸν πρωτογενῆ θεολογικὸ λόγο, ὅπως αὐτὸς καταγράφεται στὰ ἱστορικὰ κείμενα τοῦ ἀρχέγονου χριστιανισμοῦ, καὶ κυρίως στὰ εὐαγγέλια, χωρὶς τὶς μεταγενέστερες ἑρμηνευτικές τους κατανοήσεις. 

Ὃπως χαρακτηριστικὰ τονίζει, ‘‘ἔτσι μόνο θὰ ξεπεράσουμε τὸ πνίγος τῆς δογματοπαγοὺς θεολογίας καὶ θὰ ἀναπνεύσουμε καθαρὸν ἀέρα’’. Μὲ γλώσσα διαπεραστική, ἔντονα ὑπαινικτική, γεμάτη κρυφοὺς φωτισμούς, ποὺ γιὰ τὸν ἔμπειρο ἀναγνώστη μπορεῖ κάλλιστα νὰ χαρακτηριστεῖ μεταθεολογική, μᾶς παρουσιάζει μία πραγματικὰ χαρισματικὴ πραγματεία, εἶδος ποὺ δυστυχῶς ἔχει πρὸ πολλοῦ ἐκλείψει ἀπὸ τὸ εὐρύτερο θεολογικὸ στερέωμα. Μὲ μεγάλη ἱκανοποίηση διαπίστωσα ὅτι ἐπὶ τέλους ἕνας ‘‘ὀρθόδοξος στοχαστὴς’’ ἦρθε νὰ ἐπισημοποιήσει μὲ τὸν πιὸ κατηγορηματικὸ τρόπο αὐτὸ ποὺ πασχίζει σὲ μεγάλο βαθμὸ – ἂν ὄχι πάντοτε μὲ ἐπιτυχία- νὰ ἐπιβάλει τὰ τελευταία πενήντα χρόνια στὸν τόπο μας ἡ Ὀρθόδοξη βιβλικὴ ἐπιστήμη, τὴν αὐτόνομη δηλαδὴ προσπέλαση τοῦ γεγονότος ‘‘Χριστὸς’’ καὶ τῆς διαχρονικότητας τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου».

Ἀπὸ τὸν ἀνωτέρω σχολιασμὸ προκύπτει ὅτι, ὁ Βασιλειάδης μαζὶ μὲ τὸν Ράμφο κινδυνεύουν νὰ “πεθάνουν”, ἀφοῦ τοὺς κόβεται ἡ ἀνάσα μὲ τὴ δῆθεν δογματοπαγὴ θεολογία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Μάλιστα, ὁ Βασιλειάδης σημειώνει γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ὅτι: «Ἡ δογματική της θεολογία συνεχίζει νὰ στηρίζεται ἀποκλειστικὰ στὴν πατερικὴ θεολογία», ἐνῶ κατόπιν ἐπιτείνει τὸ λόγο του, ὑπογραμμίζοντας πὼς «Φαίνεται νὰ ἔχει στερέψει ὁ ζωντανὸς θεολογικὸς στοχασμός».

Δηλαδὴ τὸ πνίγος τοῦ Ράμφου καὶ τοῦ θαυμαστή του Βασιλειάδη ὀφείλεται στὴν Πατερικὴ ἑρμηνευτική τοῦ Εὐαγγελικοῦ λόγου! Λόγος, ποὺ ἔρχεται σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὸ Consensus Patrum, ὅπως χαρακτηριστικὰ ἐκφράζεται στὸ ρηθὲν τοῦ Μεγάλου Βασιλείου σχετικὰ μὲ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ὅπως λέγει: «τῷ βουλήματι τῆς Γραφῆς ἠκολούθησαν» ἢ ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης σὲ μία ἐκ τῶν πολλῶν εἰσαγωγικῶν ἀναφορῶν του σὲ παράθεση Πατερικῶν ἀποσπασμάτων: «ἀκουσόμεθα τῶν κορυφαιοτάτων πατέρων».
Ἐνῶ σύμφωνα μὲ τὴν ἑρμηνεία συγχρόνου θεολόγου, τοῦ Νικολάου Βασιλειάδη, Πατέρες στὴν Ἐκκλησία ἀποκαλοῦνται «ὅσοι [...] ἀκολούθησαν πιστῶς τὴν Ἁγ. Γράφην καὶ ἐνεβάθυναν στὰ νοήματά της».

Πόση ἀντίθεση, λοιπόν, πάλι μεταξύ τῆς γραφῆς τοῦ Πέτρου Βασιλειάδη καὶ ἐκείνης τοῦ Ν.Γ. Πεντζίκη, ὅταν ὁ τελευταῖος τονίζει: «Μόνο διὰ μέσου τῶν Ἁγίων πιστεύω ὅτι μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀναφερθεῖ στὸν Θεό. Οἱ Ἅγιοι ἀποτελοῦν τὴν ὁλοκλήρωσή μας, ἐπέκεινα τῶν θνητῶν ἀτομικῶν ὁρίων. Ἀποτελοῦν τὸ διαχρονικὸ σχῆμα τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ἐγγύηση τῆς συνέχειας καὶ ἑνότητας. Τὸ μνημικὸ καὶ ἐλπιδοφόρο τρόπο ὀρθῆς ἀντίληψης περὶ ψυχῆς καὶ πνεύματος, ἐπέκεινα τῆς ἄμεσα ἀντιληπτῆς σωματικῆς ἐμφάνειας. Ἡ λατρεία τους ἐπιτρέπει τὸν πανηγυρισμὸ τῆς ἀγάπης στὸ ἐσωτερικό τῆς ὕπαρξης ἀνεξάρτητα ἀπὸ κάθε παράγγελμα, ἠθικὸ καὶ κοινωνικό. Λατρεύω θὰ πεῖ γίνομαι δοῦλος. Δοῦλος τῶν Ἁγίων Πατέρων πού στάθηκαν ἐν τῷ κόσμω δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ».

Ἀλλὰ καὶ στὸ βιβλίο του Τὸ μυθιστόρημα τῆς κυρίας Ἔρσης ὁ Ν.Γ. Πεντζίκης ὑπογραμμίζει: «Δὲν ἤξερα τί ἤμουν ὅταν ἀπορροφήθηκα στὴν ἀνάγνωση τοῦ Ἑορτολογίου, μὲ τὶς μνῆμες τῶν Ἁγίων Πατέρων ποὺ ξεχωρίζοντας ἀπὸ τὶς ἐργάσιμες πανηγυρίζονται ἐπίσημα. Ὅταν ἄρχισα ν’ ἀντιγράφω ἐπέπλεα ἐπὶ τοῦ κειμένου, ὅπως κολπώνονται μὲ οὔριο ἄνεμο τὰ πανιά, γεμάτος ἀπὸ μιὰ αἴσθηση λεπτότερη ἀπ’ τὸ πιὸ ἀκονισμένο μαχαίρι, ποὺ μ’ ἔκανε νὰ ξεχωρίζω τὸ χτὲς ἀπὸ τὸ σήμερα καὶ τ’ αὔριο. Ἔβλεπα τὸν Χρόνον ποὺ προέρχεται ἤ μένει καὶ ἔρχεται νὰ μὴν εἶναι πολτὸς, μάζα ἀχαρακτήριστη, λάσπη, ἀλλὰ ζυμωτὸ ψωμὶ καὶ τὰ χείλη μου ἔλεγαν ‘‘Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν”».

«Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας πού μὲ τὰ δάκρυά τους γεώργησαν τὴν Ἔρημο», ὅπως ἀναφέρει ὁ Πεντζίκης, σὲ ἄλλο σημεῖο τοῦ βιβλίου.
Στὴν ἴδια συνάφεια τοῦ Πεντζικικοῦ λόγου, ὁ π. Βασίλειος Γοντικάκης, Προηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἰβήρων, σὲ εὐχαριστήρια ἐπιστολή του πρὸς τὸν θεσσαλονικιὸ δημιουργό, μὲ ἀφορμὴ τὴν πρώτη ἔκδοση τοῦ βιβλίου Πρὸς Ἐκκλησιασμὸν ἀπὸ τὸ Πατριαρχικὸ Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, γράφει: «Πλησιάζοντας, ζυγώνοντας ἐλάχιστα, λίγες φορές, στὰ ρεῖθρα τέτοιων μυστικῶν πηγῶν τῶν Πατέρων πίστεψα μέσα μου πὼς δὲν ὑπάρχει ἀλλοῦ ζωὴ ἀφοῦ ἐδῶ ἀναβλύζει τὸ πλήρωμα. Ὅλα τὰ ἄλλα ποὺ δὲν βαπτίζονται ἐδῶ καὶ δὲν βγαίνουν ἀπὸ δῶ –ἀφοῦ πεθάνουν- εἶναι μισερὰ καὶ καταδικασμένα».

Ἐδῶ, δηλαδή, βρίσκεται τὸ πλήρωμα, σύμφωνα μὲ τὸν π. Βασίλειο· στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας τῶν Πατέρων. Ὅλα τὰ ἄλλα χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὸν Προηγούμενο τῆς Μονῆς Ἰβήρων «μισερὰ καὶ καταδικασμένα».
Ἐξ’ οὐ καὶ ἡ ὀνομασία τοῦ Πατριαρχικοῦ Ἱδρύματος Θεσσαλονίκης, ποὺ ἐξέδωσε τὸ βιβλίο· Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν καὶ ὄχι Μετα-Πατερικῶν, δηλαδὴ μισερῶν καὶ καταδικασμένων πραγμάτων.

Ἐπιλογικὰ
Ἡ ὁδός, τῆς μεταπατερικῆς θεολογίας, δηλαδὴ τῆς μεταθεολογικῆς γλώσσας, τὴν ὁποία ἐνθέρμως ὑποστηρίζει ὁ Βασιλειάδης, ἀποτελεῖ τὴ μεταχριστιανικὴ παραχαρακτική τῆς Ὀρθόδοξης ἐκκλησιολογίας ὁδό.
Εἶναι ἡ ὁδός, ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ ἐπιβάλουν, ἐν πολλοῖς, οἱ (ἀντεκκλησιαστικὲς) Βιβλικὲς σπουδὲς στὴν Ἑλλάδα,  ὅπου «ἡ θανατηφόρος ἔλλειψη ὀσμῆς θυμιάματος» καθίσταται καθημερινὰ ὁλοένα καὶ πιὸ «καθηγητικὴ» ἐνάντια στὸ Ὀρθόδοξο δόγμα· εἶναι ὅμως, αὐτὴ ἡ ἐπαρτικὴ καθηγεσία ὅλως ἀνεπιστημονική.
Ἔτσι, ἡ δυσοσμία της «πνίγει» τὸν Βασιλειάδη καὶ τὸν Ράμφο. Ἐδῶ κυριαρχεῖ ἡ συνθηματοποίηση τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ «βίωση» τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ὡς φορέος παραπολιτικῆς θεολογίας, ποὺ εἶναι ὁπωσδήποτε στείρα καὶ ἠδονόδοξη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.