28 Μαρ 2016

Πορίσματα-ψήφισμα τῆς Θεολογικῆς ἡμερίδος μὲ θέμα: «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος» Μεγάλη προετοιμασία, χωρὶς προσδοκίες.

Μὲ τὴ Χάρη καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ, σήμερα Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016, πραγματοποιήθηκε στὸ Στάδιο Εἰρήνης καὶ Φιλίας, αἴθουσα «Μελίνα Μερκούρη», στὸ Νέο Φάληρο Πειραιῶς, Θεολογικὴ - Ἐπιστημονικὴ Ἡμερίδα, μὲ θέμα: «ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ: Μεγάλη προετοιμασία, χωρὶς προσδοκίες». Δεῖτε πλῆρες ρεπορτάζ ΕΔΩ.
Τὴν διοργάνωση, τὴν ὁποία πραγματοποίησαν οἱ Ἱερὲς Μητροπόλεις Γλυφάδας, Γόρτυνος καὶ Μεγαλοπόλεως, Κυθήρων καὶ Πειραιῶς, καθὼς καὶ ἡ Σύναξις Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν, ἐτίμησαν μὲ τὴν παρουσία τους σεβασμιώτατοι Ἀρχιερεῖς, Καθηγούμενοι καὶ Γερόντισσες Ἱερῶν Μονῶν, ἁγιορεῖτες Πατέρες, κληρικοί, πρόεδροι χριστιανικῶν Σωματείων καὶ Ὀργανώσεων, Καθηγητὲς Θεολογικῶν Σχολῶν καὶ Θεολόγοι καὶ γύρω στοὺς χίλιους πιστούς. Τὴν Ἡμερίδα...
διοργάνωσε πενταμελὴς Ἐπιστημονικὴ  Ἐπιτροπή: α) ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, β) ὁ Πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Μεταλληνός, Ὁμ. Καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, γ) ὁ Πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης, Ὁμ. Καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. δ) ὁ Ἀρχιμανδρίτης π. Ἀθανάσιος Ἀναστασίου, Προηγούμενος τῆς Ἱ. Μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, καὶ ἐ) ὁ κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης, Καθηγητὴς τῆς Δογματικῆς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ. Στὴν Ἡμερίδα παρέστη καὶ ἀπηύθυνε χαιρετισμὸ ὁ Ἐπίσκοπος Μπαντσὲν κ. Λογγίνος τῆς Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ προϊστάμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας ἁγίου Ὅρους π. Σάββας. Ἐπίσης ὁ Μητροπολίτης Λόσετς τῆς Βουλγαρικῆς Ἐκκλησίας κ. Γαβριὴλ ἐκπροσωπήθηκε ἀπὸ τὸν π. Ματθαῖο Βουλκανέσκου, κληρικὸ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς, ὁ ὁποῖος καὶ ἀνέγνωσε τὸν χαιρετισμό του.

Τὸ γενικὸ θέμα τῆς Ἡμερίδος ἀναπτύχθηκε σὲ τέσσερις Συνεδρίες ἀπὸ τοὺς εἰσηγητές: τοὺς Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἰερόθεον, Γλυφάδας κ. Παῦλον, Κυθήρων κ. Σεραφείμ, καὶ Γόρτυνος καὶ Μεγαλοπόλεως κ. Ἱερεμίαν, τοὺς πανεπιστημιακοὺς καθηγητές, τὸν πρωτ. π. Γεώργιο Μεταλληνόν, τὸν πρωτ. π. Θεόδωρο Ζήση, τὸν κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη, τὸν πανοσ. ἀρχιμ. π. Σαράντη Σαράντο, Διδάκτορα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, τὸν πανοσ. ἀρχιμ. π. Ἀθανάσιο Ἀναστασίου, τὸν πρωτ. π. Πέτρο Heers, διδάκτορα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ., τὸν πρωτ. π.  Ἀναστάσιο Γκοτσόπουλο, Θεολόγο, (Μr. Θεολογίας), ἐφημέριο Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Νικολάου Πατρῶν, τὸν πανοσ. ἀρχιμ. π. Παῦλο Δημητρακόπουλο, Θεολόγο, (Μr. Θεολογίας), Διευθυντὴ τοῦ Γραφείου Αἱρέσεων τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς, τὸν κ. Σταῦρο Μποζοβίτη, Θεολόγο – Συγγραφέα, μέλος τῆς Ἀδελφότητος Θεολόγων ὁ «Σωτὴρ» καὶ τὸν πρωτ. π. Ἄγγελο Ἀγγελακόπουλο, Θεολόγο, κληρικὸ τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς.
Ἀπὸ τὶς εἰσηγήσεις καὶ τὸν ἐπακολουθήσαντα διάλογο προέκυψε καὶ ἐγκρίθηκε ὁμοφώνως τὸ παρὰ κάτω Ψήφισμα- Πόρισμα:

1) Ἡ Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι καρπὸς τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως, ἐμπειρία τῆς Πεντηκοστῆς. Δὲν νοεῖται Ἐκκλησία χωρὶς Θεολογία καὶ δὲν νοεῖται Θεολογία ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, τὴν ὁποία ἐξέφρασαν οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Πατέρες καὶ οἱ ἅγιες Σύνοδοι. Ὅταν μία Σύνοδος δὲν θεολογεῖ ὀρθοδόξως, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι γνήσια Ὀρθόδοξη Σύνοδος, ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὸ Ὀρθόδοξο πλήρωμα. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ συμβεῖ, ὅταν οἱ συμμετέχοντες στὴ Σύνοδο δὲν ἔχουν τὴν πείρα τῶν θεουμένων Πατέρων, ἢ τουλάχιστον δὲν ἀκολουθοῦν αὐτούς, χωρὶς νὰ τοὺς παρερμηνεύουν. Στὴν περίπτωση αὐτὴ τὰ συνοδικὰ μέλη διατυπώνουν κακόδοξες διδασκαλίες, ἢ ἐπηρεάζονται ἀπὸ πολιτικές, ἢ ἄλλες σκοπιμότητες. Ἡ σύγχρονη ἐκκλησιαστικὴ πραγματικότητα ἀπέδειξε, ὅτι σήμερα πολλὰ ὑψηλὰ ἱστάμενα πρόσωπα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας ἐπηρεάζονται, ὡς μὴ ὄφειλε, ἀπὸ πολιτικοὺς παράγοντες. Σὲ πολλὲς ἐπίσης περιπτώσεις δημιουργοῦνται στὶς ἐνδοεκκλησιαστικὲς σχέσεις ἀντιπαλότητες, ἢ κυριαρχοῦν ἐθνικιστικὲς καὶ πολιτικὲς σκοπιμότητες.

2) Μετὰ ἀπὸ μία μακρὰ ἱστορία προετοιμασίας τῆς συγκλήσεως τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, ἐνενήντα τριῶν ἐτῶν, διαπιστώνουμε ἀπὸ τὴν θεματολογία, τὰ προσυνοδικὰ κείμενα καὶ τὶς δηλώσεις τῶν διοργανωτῶν, ὅτι ὑπάρχει μεγάλο ἔλλειμμα Συνοδικότητος, ἔλλειμμα θεολογικῆς πληρότητος, σαφήνειας καὶ ἀκρίβειας τῶν πρὸς συζήτησιν κειμένων καὶ ἀκόμη μεγαλύτερο ἔλλειμμα ὡς πρὸς τὴν θεολογικὴ ὀρθότητα, μὲ τὴν ὁποία αὐτὰ εἶναι διατυπωμένα. Πιὸ συγκεκριμένα:

3) Ἡ μὴ συμμετοχὴ ὅλων τῶν ἐπισκόπων στὴν μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ Σύνοδο, ἀλλὰ  μόνον εἰκοσιτεσσάρων ἀπὸ κάθε Τοπικὴ Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία, εἶναι ξένη πρὸς τὴν Κανονικὴ καὶ Συνοδική μας Παράδοση. Τὰ ὑπάρχοντα  ἱστορικὰ στοιχεῖα μαρτυροῦν ὄχι ἀντιπροσώπευση, ἀλλὰ τὴν μεγαλύτερη δυνατὴ συμμετοχὴ ἐπισκόπων ἀπὸ ὅλες τὶς ἐπαρχίες τῆς ἀνὰ τὴν Οἰκουμένην Ἐκκλησίας. Ἐπίσης ὁ μὴ χαρακτηρισμός της ὡς Οἰκουμενικῆς, μὲ τὸν ἀπαράδεκτο ἰσχυρισμό, ὅτι δὲν μποροῦν νὰ συμμετάσχουν σ’ αὐτὴν οἱ «χριστιανοὶ τῆς Δύσεως», ἔρχεται σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τοὺς ἁγίους Πατέρες, οἱ ὁποῖοι συγκροτοῦσαν τὶς Ἅγιες Συνόδους ἐρήμην τῶν αἱρετικῶν. Κατ’ ἀκολουθίαν εἶναι ἀπαράδεκτο οἱ διοργανωτές της νὰ ἔχουν τὴν ἀξίωση τὸ κύρος της νὰ εἶναι ἰσοδύναμο καὶ ἰσάξιο μὲ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Ἀλλὰ οὔτε καὶ Πανορθόδοξος, μπορεῖ νὰ ἀποκληθεῖ ἡ ἐν λόγω Σύνοδος, διότι προφανῶς ἀποκλείεται ἡ συμμετοχὴ ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων.

Ἐξ’ ἴσου ἀμάρτυρο στὴν Ἐκκλησιαστικὴ καὶ Κανονική μας Παράδοση, καὶ γι’ αὐτὸ ἀπαράδεκτο, εἶναι τὸ σχῆμα: μία ψῆφος-μία Ἐκκλησία, μὲ ἀπαραίτητη τὴν ὁμοφωνία ὅλων τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Ὁ κάθε ἐπίσκοπος δικαιοῦται νὰ ἔχει ἰδικὴ του ψῆφο, καὶ στὶς ἀποφάσεις τῶν μὴ δογματικῶν θεμάτων, νὰ ἰσχύσει ἡ ἀρχή: «ἡ ψῆφος τῶν πλειόνων κρατείτω». Ἀπαράδεκτο θεωροῦμε ἐπίσης νὰ προαποφασίζονται τὰ θέματα καὶ ὁ τρόπος ὀργανώσεως τῆς Συνόδου χωρὶς τὸ κυρίαρχο σῶμα τῶν κατὰ τόπους Ἱεραρχιῶν τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν νὰ ἔχει ἐκφράσει συνοδικῶς τὴν ἐπὶ  τῶν θεμάτων αὐτῶν τοποθέτησή των.

4) Οἱ μέχρι τώρα γενόμενοι Διαχριστιανικοὶ Διάλογοι τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὴν Ἑτεροδοξία κατέληξαν σὲ τραγικὴ ἀποτυχία, τὴν ὁποία ὁμολογοῦν σήμερα καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι οἱ πρωτεργάτες των. Ἡ δῆθεν προσφερόμενη βοήθεια μέσω τῶν Διαλόγων γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν Ἑτεροδόξων στὴν ἐν Χριστῷ ἀλήθεια καὶ τὴν Ὀρθοδοξία διαψεύδεται καὶ ἀποδεικνύεται ἀνύπαρκτη. Τελικὰ οἱ Διάλογοι ἐξυπηρέτησαν καὶ προώθησαν τοὺς στόχους τῆς Νέας Ἐποχῆς καὶ τῆς Παγκοσμιοποιήσεως. Ἕνα σημαντικὸ κενὸ ποὺ παρουσιάζουν τὰ πρὸς συζήτησιν ἐν τὴ μελλούση Συνόδω προσυνοδικὰ κείμενα, εἶναι τὸ γεγονός, ὅτι παραδόξως ἀπουσιάζει σ’ αὐτὰ ἡ κριτικὴ ἀξιολόγηση τῆς μέχρι σήμερα πορείας τόσο τῶν διμερῶν Θεολογικῶν Διαλόγων μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῶν λοιπῶν χριστιανικῶν κοινοτήτων, ὅσο καὶ τῆς συμμετοχῆς της στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση καὶ τὸ Π.Σ.Ε., ἡ ὁποία ὑπῆρχε στὰ κείμενα τῆς Γ΄ Προσυνοδικῆς.

5) Τὸ προσυνοδικὸ κείμενο μὲ τίτλο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον» παρουσιάζει κατὰ συρροὴ τὴν θεολογικὴ ἀσυνέπεια, ἢ καὶ ἀντίφαση. Ἔτσι, τὸ ἄρθρο 1 διακηρύσσει τὴν ἐκκλησιαστικὴ αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας, θεωρώντας αὐτὴν –πολὺ σωστὰ– ὡς τὴν «Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία». Ὅμως, στὸ ἄρθρο 6 παρουσιάζει μία ἀντιφατικὴ πρὸς τὸ παραπάνω ἄρθρο (1) διατύπωση. Σημειώνεται χαρακτηριστικά, ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὴν ἱστορικὴν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν μὴ εὐρισκομένων ἐν κοινωνία μετ’ αὐτῆς».

Ἐδῶ γεννᾶται τὸ εὔλογο θεολογικὸ ἐρώτημα: Ἂν ἡ Ἐκκλησία εἶναι «ΜΙΑ», κατὰ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως καὶ τὴν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας (Ἄρθρ. 1), τότε, πῶς γίνεται λόγος γιὰ ἄλλες Χριστιανικὲς Ἐκκλησίες; Εἶναι προφανές, ὅτι αὐτὲς οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες εἶναι ἑτερόδοξες. Οἱ ἑτερόδοξες ὅμως «Ἐκκλησίες» δὲν μποροῦν νὰ κατονομάζονται καθόλου ὡς «Ἐκκλησίες» ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους, ἐπειδὴ δογματικῶς θεωρούμενα τὰ πράγματα δὲν μπορεῖ νὰ γίνεται λόγος γιὰ πολλότητα «Ἐκκλησιῶν», μὲ διαφορετικὰ δόγματα καὶ μάλιστα σὲ πολλὰ θεολογικὰ θέματα. Κατὰ συνέπεια, ἐνόσω οἱ «Ἐκκλησίες» αὐτὲς παραμένουν ἀμετακίνητες στὶς κακοδοξίες τῆς πίστεώς τους, δὲν εἶναι θεολογικὰ ὀρθὸ νὰ τοὺς ἀναγνωρίζουμε –καὶ μάλιστα θεσμικὰ– ἐκκλησιαστικότητα, ἐκτός τῆς «Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας».

Στὸ ἴδιο ἄρθρο (6) ὑπάρχει καὶ δεύτερη σοβαρὴ θεολογικὴ ἀντίφαση. Στὴν ἀρχὴ τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ σημειώνεται τὸ ἑξῆς: «Κατὰ τὴν ὀντολογικὴν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νὰ διαταραχθῆ». Στὸ τέλος, ὅμως, τοῦ ἴδιου ἄρθρου γράφεται, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μὲ τὴν συμμετοχή της στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση ἔχει ὡς «ἀντικειμενικὸν σκοπὸν τὴν προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρὸς τὴν ἑνότητα». Ἐδῶ τίθεται τὸ ἐρώτημα: Ἐφόσον ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δεδομένη, τότε τί εἴδους ἑνότητα Ἐκκλησιῶν ἀναζητεῖται στὸ πλαίσιο τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως; Μήπως ὑπονοεῖται ἡ ἐπιστροφὴ τῶν δυτικῶν χριστιανῶν στὴ ΜΙΑ καὶ μόνη Ἐκκλησία; Κάτι τέτοιο ὅμως δὲν διαφαίνεται ἀπὸ τὸ γράμμα καὶ τὸ πνεῦμα σύνολου τοῦ Κειμένου. Ἀντίθετα, μάλιστα, δίνεται ἡ ἐντύπωση, ὅτι ὑπάρχει δεδομένη διαίρεση στὴν Ἐκκλησία καὶ οἱ προοπτικὲς τῶν διαλεγομένων ἀποβλέπουν στὴν διασπασθεῖσα ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.

6) Τὸ ὡς ἄνω κείμενο κινεῖται στὰ πλαίσια τῆς νέας οἰκουμενιστικῆς Ἐκκλησιολογίας, ἡ ὁποία ἔχει ἐκφραστεῖ ἤδη κατὰ τὴν Β΄ Βατικανὴ Σύνοδο. Αὐτὴ ἡ νέα Ἐκκλησιολογία ἔχει ὡς βάση τὴν ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος ὅλων τῶν χριστιανικῶν ὁμολογιῶν, (βαπτισματικῆ θεολογία). Οἱ συντάκτες τοῦ κειμένου, προκειμένου νὰ προσδώσουν κανονικὴ ἐγκυρότητα καὶ συνοδικὴ νομιμότητα στὴν κακόδοξη αὐτὴ Ἐκκλησιολογία, ἐπικαλοῦνται τὸν 7ο Κανόνα τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ τὸν 95ο τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς. Ὡστόσο οἱ ἐν λόγω Ἱεροὶ Κανόνες ρυθμίζουν μόνο τὸν τρόπο εἰσδοχῆς στὴν Ἐκκλησία τῶν μετανοημένων αἱρετικῶν, καὶ δὲν ἀναφέρονται καθόλου στὸ «ἐκκλησιαστικὸ status» τῶν αἱρέσεων, οὔτε στὴ διαδικασία διαλόγου τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν αἵρεση. Οὔτε, ἀσφαλῶς,  ὑπονοοῦν τὸ «ὑποστατὸν» τῶν μυστηρίων τῶν ἑτεροδόξων, οὔτε ὅτι οἱ  αἱρέσεις παρέχουν σώζουσα Θεία Χάρη.

Οὐδέποτε ἡ Ἐκκλησία ἀναγνώρισε καὶ διεκήρυξε ἐκκλησιαστικότητα στὴν πλάνη καὶ στὴν αἵρεση. Ἡ «μερὶς τῶν σωζομένων» γιὰ τὴν ὁποία ὁμιλοῦν οἱ ἐν λόγω Ἱεροὶ Κανόνες  βρίσκεται  μόνο στὴν Ὀρθοδοξία καὶ ὄχι στὴν αἵρεση.  Ἡ οἰκονομία, ποὺ εἰσηγοῦνται οἱ παραπάνω Κανόνες, δὲν μπορεῖ νὰ ἐφαρμοστεῖ στοὺς Δυτικοὺς (Ρωμαιοκαθολικοὺς καὶ Προτεστάντες), γιατί στεροῦνται τὶς θεολογικὲς προϋποθέσεις καὶ τὰ κριτήρια ποὺ θέτουν οἱ συγκεκριμένοι Κανόνες. Καί, ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει οἰκονομία στὴν δογματικὴ αὐτοσυνειδησία τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ Δυτικοὶ καλοῦνται νὰ ἀρνηθοῦν τὶς αἱρέσεις τους, νὰ τὶς ἀναθεματίσουν, νὰ ἐγκαταλείψουν τὶς Θρησκευτικὲς Κοινότητές τους, νὰ κατηχηθοῦν καὶ νὰ ζητήσουν ἐν μετανοία τὴν διὰ τοῦ Βαπτίσματος ἔνταξή τους στὴν Ἐκκλησία. 

7) Τὸ ἴδιο, ὡς ἄνω, κείμενο πουθενὰ δὲν ἀναφέρεται σὲ κακοδοξίες, ἢ πλάνες, τὶς ὁποῖες νὰ προσδιορίζει συγκεκριμένα, ὡσὰν τὸ πνεῦμα τῆς πλάνης νὰ μὴν δραστηριοποιεῖται πλέον σήμερα. Τὸ κείμενο δὲν ἐπισημαίνει καμία αἵρεση, καὶ καμία διαστροφὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς διδασκαλίας καὶ ζωῆς στὸν ἐκτός τῆς Ὀρθοδοξίας εὑρισκόμενο χριστιανικὸ κόσμο. Ἀντίθετα οἱ κακόδοξες καὶ αἱρετικὲς παρεκκλίσεις ἀπὸ τὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων καὶ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων χαρακτηρίζονται «παραδεδομένες θεολογικὲς διαφορές, ἡ τυχὸν νέες διαφοροποιήσεις» (§ 11), τὶς ὁποῖες καλοῦνται ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ ἡ ἑτεροδοξία νὰ «ὑπερβοῦν» (§ 11). Τὸ ζητούμενο γιὰ τοὺς συντάκτες εἶναι ἡ ἑνότητα τῶν «Ἐκκλησιῶν» καὶ ὄχι ἡ ἑνότητα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ὑπάρχει πουθενὰ πρόσκληση σὲ μετάνοια καὶ σὲ ἄρνηση καὶ καταδίκη τῶν πλανῶν καὶ ἐτεροδιδασκαλιῶν ποὺ παρεισέφρησαν στὴ ζωὴ τῶν αἱρετικῶν αὐτῶν Κοινοτήτων.

8) Τὸ ὡς ἄνω κείμενο κάνει ἐκτεταμένη ἀναφορὰ στὸ Π.Σ.Ε. (§§ 16-21) καὶ ἀποτιμᾶ θετικὰ τὴν συμβολή του στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση, ἐπισημαίνοντας τὴν πλήρη καὶ ἰσότιμη συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν σ’ αὐτὴν καὶ τὴν συμβολὴ τους «εἰς τὴν μαρτυρίαν τῆς ἀληθείας καὶ τὴν προαγωγὴν τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν» (§ 17). Ὡστόσο ἡ εἰκόνα ποὺ μᾶς δίδει τὸ κείμενο σχετικὰ μὲ τὸ Π.Σ.Ε. εἶναι ψευδὴς καὶ ἐπίπλαστη. Κατ’ ἀρχὴν αὐτὴ καθ’ ἑαυτὴν ἡ ἔνταξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σ’ ἕναν ὀργανισμὸ ποὺ ἐμφανίζεται ὡς ὑπερεκκλησία καὶ ἡ συνύπαρξη καὶ συνεργασία της μὲ τὴν αἵρεση συνιστᾶ παραβίαση τῆς κανονικῆς τάξεώς της καὶ ἀθέτηση τῆς ἐκκλησιολογικῆς αὐτοσυνειδησίας της.

Ἡ θεολογικὴ ταυτότης τοῦ Π.Σ.Ε. εἶναι σαφῶς προτεσταντική. Ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δὲν ἔγινε μέχρι σήμερα δεκτὴ στὸ σύνολό της ἀπὸ τὶς προτεσταντικὲς ὁμολογίες τοῦ Π.Σ.Ε, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν 70ετη ἱστορία του. Ὅλα δείχνουν, ὅτι τὸ ἐπιδιωκόμενο στὸ Π.Σ.Ε. εἶναι ἡ ὁμογενοποίηση τῶν ὁμολογιῶν - μελῶν του μέσω ἑνὸς μακροχρονίου συμφυρμοῦ. Τὸ κείμενο ἀποκρύπτει τὴν πραγματικὴ εἰκόνα τῶν μέχρι σήμερα γενομένων Διαλόγων μὲ τὶς προτεσταντικὲς ὁμολογίες-μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. καὶ τὸ ἀδιέξοδο στὸ ὁποῖο αὐτοὶ ἔχουν φθάσει σήμερα. Πέραν τούτου δὲν καταδικάζονται, τὰ ἀπαράδεκτα ἀπὸ Ὀρθοδόξου ἀπόψεως κοινὰ κείμενα τῶν Γενικῶν Συνελεύσεων τοῦ Π.Σ.Ε, (Πόρτο Ἀλέγκρε, Πουσᾶν κλπ.) καὶ ἐπὶ πλέον ἀποσιωπῶνται πλεῖστα ὅσα ἐκφυλιστικὰ φαινόμενα, τὰ ὁποῖα συναντοῦμε σ’ αὐτό, ὅπως «Λειτουργία τῆς Λίμα», intercommunion, διαθρησκειακὲς συμπροσευχές, χειροτονία γυναικῶν, περιεκτικὴ γλώσσα, ἀποδοχὴ τοῦ σοδομισμοῦ ἀπὸ πολλὲς ὁμολογίες κλπ.

9) Ἡ ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου τὸ 1924 ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἦταν μονομερὴς καὶ πραξικοπηματικὴ ἐνέργεια, γιατί δὲν ἔγινε μὲ πανορθόδοξη ἀπόφαση. Διέσπασε τὴν λειτουργικὴ ἑνότητα μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ προκάλεσε σχίσματα καὶ διαιρέσεις μεταξὺ τῶν πιστῶν. Στὴν ἀλλαγὴ συνήργησαν καὶ ὤθησαν ἑτερόδοξες ὁμολογίες καὶ μυστικὲς ἑταιρεῖες, μέσω τοῦ πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη.

Ἦταν προσμονὴ ὅλων καὶ δέσμευση τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει Σύνοδος νὰ συζητήσει καὶ νὰ ἐπιλύσει τὸ θέμα. Δυστυχῶς κατὰ τὴν μακρὰ προσυνοδικὴ διαδικασία Παπικοὶ καὶ Προτεστάντες ἔθεσαν στοὺς Ὀρθοδόξους νέο θέμα, τὸν «κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα», μὲ συνέπεια νὰ στραφεῖ πρὸς τὰ ἐκεῖ τὸ ἐνδιαφέρον καὶ νὰ ἀτονήσει ἡ συζήτηση γιὰ τὴν θεραπεία τοῦ τραύματος τῆς λειτουργικῆς ἑνότητος στὸν ἑορτασμὸ τῶν ἀκινήτων ἑορτῶν, ποὺ προκλήθηκε χωρὶς λόγο καὶ ποιμαντικὴ ἀνάγκη. Στὴν τελικὴ φάση τῆς Συνόδου καὶ χωρὶς συνοδικὲς ἀποφάσεις τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν τὸ θέμα τοῦ Ἡμερολογίου ἀποσύρθηκε ἀπὸ τὸν κατάλογο τῶν θεμάτων, ἐνῶ ἦταν τὸ κατ’ ἐξοχὴν ἐπεῖγον καὶ φλέγον θέμα.

10) Ἡ ἱστορία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, μᾶς βεβαιώνει ὅτι αὐτὲς συνεκαλοῦντο κάθε φορᾶ ποὺ κάποια αἵρεση ἀπειλοῦσε τὴν ἁγιοπνευματικὴ ἐμπειρία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας καὶ τὴν ἔκφρασή της ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα. Ἀντίθετα, ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει Σύνοδος συγκαλεῖται ὄχι γιὰ νὰ ὁριοθετήσει τὴν πίστη ἔναντι τῆς αἱρέσεως, ἀλλὰ γιὰ νὰ παράσχει θεσμικὴ ἀναγνώριση καὶ νομιμοποίηση τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν στηρίζεται στὴν ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀλλὰ ἀντίθετα τὴν ὑποβαθμίζει καὶ τὴν ὑποτιμᾶ, τὴν περιθωριοποιεῖ καὶ τὴν παραβλέπει.

Ἡ συνολικὴ διαδικασία, ἡ προπαρασκευὴ καὶ ἡ θεματολογία τῆς Συνόδου εἶναι ἀποτέλεσμα ἐπιβολῆς μίας ἐκκλησιαστικῆς ὀλιγαρχίας, ποὺ ἐκφράζει μία ἀκαδημαϊκή, ἀποστεωμένη, ἄνευρη καὶ ἀποπνευμάτιστη θεολογία, ἀποκεκομμένη ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα. Ἔσχατος κριτής, τῆς ὀρθότητας καὶ τῆς ἐγκυρότητας τῶν ἀποφάσεων τῶν Συνόδων εἶναι τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ κληρικοί, οἱ  μοναχοὶ καὶ ὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος, μὲ τὴν γρηγοροῦσα ἐκκλησιαστικὴ καὶ δογματική του συνείδηση ἐπικυρώνει, ἢ ἀπορρίπτει τὶς ἀποφάσεις των. Ὅμως στὴν μέλλουσα Σύνοδο ἀπουσιάζει παντελῶς αὐτὴ ἡ σημαντικὴ παράμετρος, καθ’ ὅτι, ἐκφράστηκε ἐπισήμως, ὅτι φορέας τῆς ἐγκυρότητας τῶν ἀποφάσεών της θὰ εἶναι ἡ Συνοδικότητα καὶ ὄχι τὸ Ὀρθόδοξο Πλήρωμα.

11) Μία ἄλλη βασικὴ προϋπόθεση γνησιότητας τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου εἶναι ἡ ἀναγνώριση ὑπ’ αὐτῆς ὡς Οἰκουμενικῶν τῶν θεωρούμενων ὡς τοιούτων στὴ συνείδηση τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματός τῆς Ἡ΄ (879-880) ἐπὶ ἱεροῦ Φωτίου καὶ τῆς Θ΄ (1351), ἐπὶ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, συγκληθεισῶν, οἱ ὁποῖες εἶχαν ὅλα τὰ στοιχεῖα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ εἶχαν καταδικάσει τὶς αἱρετικὲς κακοδοξίες τοῦ Παπισμοῦ. Ἀλλὰ τέτοιο ἐνδεχόμενο δὲν προκύπτει ἀπὸ τὴν θεματολογία καὶ τὰ προσυνοδικὰ κείμενα.

12) Ἡ ὀρθόδοξη νηστεία εἶναι τόσο ἑδραιωμένη στὴ συνείδηση τῶν ὀρθοδόξων ποιμένων καὶ τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ, ὥστε δὲν χρειάζεται καμία σύντμηση, ἢ προσαρμογή. Οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀνάγκη νὰ ἀποκτήσουν περισσότερο ὀρθόδοξη παιδεία καὶ ἀσκητικὸ φρόνημα, γιὰ νὰ μπορέσουν μὲ τὸ παράδειγμά τους καὶ τὸν ἀσύλληπτο πλοῦτο τῆς ἁγιοπατερικῆς γραμματείας νὰ διδάξουν διακριτικὰ τὸ ποίμνιό τους. Ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἐφαρμόζει χριστοφιλανθρωπότατα σὲ ὅλα τὰ μήκη καὶ πλάτη τῆς οἰκουμένης τὴν οἰκονομία σὲ ὅλο τὸ μεγαλεῖο της.  Εἶναι τόσα πολλὰ τὰ κείμενα περὶ νηστείας ὅλων τῶν ἁγίων Πατέρων, ποὺ ἀναλύουν τὶς παθοκτόνες καὶ σωτήριες παραμέτρους της, ὥστε δὲν ἀξίζει ὁ εὐτελισμὸς ποὺ ὑφίσταται ἀπὸ τὴν μινιμαλιστικὴ νοοτροπία τῶν μεταπατερικῶν ἀνανεωτῶν, οἱ ὁποῖοι κόπτονται γιὰ τὸν σύγχρονο κόσμο. Ἂν ἡ μέλλουσα Σύνοδος ἐπιβάλει νέες μεταρρυθμίσεις ἡμερῶν τῆς νηστείας καὶ τροφῶν, θὰ μιμηθεῖ τὸν ὁλοκληρωτισμό, ποὺ χαρακτηρίζει τὸ Κανονικὸ Δίκαιο τοῦ Παπισμοῦ, τὸ ὁποῖο καθορίζει θεσμικὰ καὶ ἀσφυκτικὰ ἀκόμα καὶ τὴν οἰκονομία. 

13) Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ 20 αἰῶνος ὁ Οἰκουμενισμὸς ἐκφυλλίζεται καὶ μεταλλάσσεται σὲ πανθρησκειακὸ ὅραμα. Οἱ ἀτέλειωτες διαθρησκειακὲς συναντήσεις καὶ συμπροσευχὲς Ὀρθοδόξων μὲ ἡγέτες θρησκειῶν τοῦ κόσμου (π.χ. Ἀσίζη), μαρτυροῦν ὅτι ἀπώτερος στόχος τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ἡ συνένωση τῶν θρησκειῶν σὲ ἕνα τερατῶδες σχῆμα, τὴν ἐφιαλτικὴ Πανθρησκεία, ἡ ὁποία ἐπιδιώκει νὰ ἐκμηδενίσει τὴ σώζουσα ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ διαθρησκειακὴ συνεργασία μὲ τὶς ἄλλες θρησκεῖες εἶναι ἀδύνατον νὰ δικαιωθεῖ, οὔτε νὰ θεμελιωθεῖ στὴν ἁγία Γραφὴ καὶ στὴν Ὀρθόδοξη Πατερικὴ Θεολογία. Ὁ θεόπνευστος λόγος τοῦ ἀποστόλου εἶναι ξεκάθαρος: «Μὴ γίνεσθε ἐτεροζυγοῦντες ἀπίστοις. Τὶς γὰρ μετοχὴ δικαιοσύνη καὶ ἀνομία; Τὶς δὲ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος;» (Β΄Κόρ.6,14). Ἐπίσης τὸ ἰδανικό της εἰρηνικῆς συνυπάρξεως, τὸ ὁποῖο κατὰ κόρον προβλήθηκε στοὺς Διαθρησκειακοὺς Διαλόγους, καθίσταται ἀδύνατο, διότι ἔρχεται σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, «εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν καὶ ὑμᾶς διώξουσιν», (Ἰω.15,20), καὶ μὲ τὸν λόγον τοῦ ἀποστόλου «πάντες δὲ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται», (Β΄Τίμ.3,14).

Οἱ μετέχοντες στοὺς μέχρι τώρα γενομένους Διαλόγους, δὲν μπόρεσαν δυστυχῶς νὰ μεταφέρουν ἀνόθευτη τὴν Ὀρθόδοξη χριστιανικὴ διδασκαλία, ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ προσελκύσουν ἔστω καὶ ἕνα ἀλλόθρησκο στὴν Ὀρθοδοξία. Ἀντίθετα μάλιστα ἔφθασαν στὸ ἀξιοθρήνητο κατάντημα νὰ παρασυρθοῦν σὲ πλάνες καὶ αἱρέσεις καὶ νὰ διατυπώνουν βλάσφημες δηλώσεις, σκανδαλίζοντες τὸν πιστὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, παρασύροντες στὴν πλάνη τοὺς ἀσθενεῖς στὴν πίστη καὶ προκαλοῦντες ἔτσι μεγίστη πνευματικὴ φθορὰ καὶ διάβρωση τοῦ Ὀρθοδόξου φρονήματος. Παρὰ τὴν πληθώρα τῶν μέχρι τώρα γενομένων Διαλόγων, ὁ ἰσλαμικὸς φανατισμός, ὄχι μόνον δὲν καταστέλλεται, ἀλλὰ γιγαντώνεται ὅλο καὶ περισσότερο,

14) Οἱ ἀγῶνες τῶν Προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, μαζὶ μὲ τοὺς ἀγῶνες τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, θὰ πρέπει νὰ μᾶς ἐμπνέουν καὶ νὰ μᾶς ὁδηγοῦν γιὰ τὴν διαφύλαξη τῆς πολύτιμης παρακαταθήκης μας. Ἀπόπειρα νοθεύσεως τῆς μωσαϊκῆς θρησκείας, παρατηροῦμε καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὅπου, στὴν ἀρχή, χαναανϊτικὰ καὶ ἀργότερα βαβυλωνιακὰ καὶ αἰγυπτιακὰ στοιχεῖα ἀπειλοῦσαν νὰ νοθεύσουν τὴν πίστη στὸν Ἕνα Θεό. Μεγάλοι ἄνδρες (Προφῆτες, βασιλεῖς, πολιτικοὶ ἄρχοντες, κλπ.) ἀγωνίστηκαν μὲ σθένος γιὰ τὴν διαφύλαξη τῆς καθαρῆς μωσαϊκῆς θρησκείας. Ἰδιαιτέρως ἀγωνίστηκαν κατὰ τῶν διαφόρων ψευδοπροφητῶν, οἱ ὁποῖοι ἀναφαίνονταν  κατὰ καιρούς.

Συνοψίζοντας τὰ παρὰ πάνω, συμπεραίνουμε ὅτι ἡ μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος δὲν θὰ εἶναι οὔτε Μεγάλη, οὔτε Ἁγία, διότι μὲ βάση τὰ μέχρι σήμερα δεδομένα, δὲν προκύπτει ὅτι αὐτὴ θὰ εἶναι σύμφωνη μὲ τὴν Συνοδικὴ καὶ Κανονικὴ Παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅτι θὰ λειτουργήσει ὄντως ὡς γνήσια συνέχεια τῶν ἀρχαίων μεγάλων Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων. Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο εἶναι διατυπωμένα τὰ δογματικοῦ χαρακτῆρος προσυνοδικὰ κείμενα δὲν ἀφήνουν κανένα περιθώριο ἀμφιβολίας, ὅτι ἡ ἐν λόγω Σύνοδος ἀποσκοπεῖ νὰ προσδώσει ἐκκλησιαστικότητα στοὺς ἑτεροδόξους καὶ νὰ διευρύνει τὰ κανονικὰ καὶ χαρισματικὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας.

Ὡστόσο, καμία Πανορθόδοξη Σύνοδος δὲν μπορεῖ νὰ ὁριοθετήσει διαφορετικὰ τὴν μέχρι σήμερα ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν ὑπάρχουν ἐπίσης ἐνδείξεις, ὅτι ἡ ἐν λόγω Σύνοδος θὰ προχωρήσει σὲ καταδίκη τῶν συγχρόνων αἱρέσεων καὶ πρωτίστως τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἀντίθετα μάλιστα ὅλα δείχνουν ὅτι ἡ μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος ἐπιχειρεῖ νὰ τὴν νομιμοποιήσει καὶ νὰ τὴν ἑδραιώσει. Ὡστόσο, οἱ ὅποιες ἀποφάσεις της μὲ οἰκουμενιστικὸ πνεῦμα εἴμαστε ἀπολύτως βέβαιοι, ὅτι δὲν θὰ γίνουν δεκτὲς ἀπὸ τὸν κλῆρο καὶ τὸν πιστὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἡ ἴδια θὰ καταγραφεῖ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία ὡς ψευδοσύνοδος.

1 σχόλιο:

  1. Πανορθόδοξη Σύνοδος: πανορθόδοξος προϋπολογισμός των 70.000.000 ευρώ.

    http://www.vimaorthodoxias.gr/arxeio/item/78743-δώστε-και-σώστε-για-την-πανορθόδοξη

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.