8 Αυγ 2010

Τί εἶναι ἡ θεία ἀποκάλυψη;

π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζοπούλου
ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ;
(Συνοπτικὰ)

Σύμφωνα μὲ τὴν ὀρθόδοξη πίστη ἡ Ἐκκλησία δὲν θεμελιώνεται πάνω σὲ γραπτὰ κείμενα, ἀλλὰ στὴν ὁμολογία πὼς ὁ Χριστὸς εἶναι Θεάνθρωπος, πὼς δηλαδὴ στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἑνώθηκε ὁ Θεὸς μὲ τὸν ἄνθρωπο «ἀδιαιρέτως, ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀχωρίστως», καὶ ὁ ἄνθρωπος ἦλθε σὲ πραγματικὴ κοινωνία μὲ τὸν Θεό, στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἑνώθηκε ὑποστατικά, δηλαδὴ σὲ μία καὶ μοναδικὴ ὑπόσταση, ὁ Θεὸς καὶ ὁ ἄνθρωπος.

Ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ συνεχίζει νὰ εἶναι ὑποστατικὰ ἑνωμένος μὲ τὸ σῶμα Του καὶ σὰν κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πάντοτε ἑνωμένος μαζί μας (Μάτθ. ἰη' 20. κὴ' 20). Τὴν παρουσία τοῦ Χρίστου ἐνεργοποιεῖ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας (Ἃ' Κόρ. Ἰβ' 3), γι' αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι «στύλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Ἃ' Τίμ. γ' 15. Πρβλ. Ἃ' Κόρ. β' 7-11).

Στὸ σῶμα τοῦ Χρίστου, «στοὺς ἁγίους» παραδόθηκε ἡ ἁγία μας πίστη «ἅπαξ», μία γιὰ πάντα- ὅποιος δὲν ἀνήκει σ' αὐτὸ τὸ σῶμα, δὲν μπορεῖ νὰ ἑρμηνεύσει σωστὰ τὴν ἁγία Γραφὴ (Β' Θέσ. γ' 6. Β' Πέτρ. γ' 16. Ἰούδα 3-4). Μ' αὐτὴ τὴν ἔννοια ἡ ἱερὴ παράδοση εἶναι ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἱερὴ μνήμη τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ διαφυλάσσεται σὰν...πολύτιμος θησαυρὸς (Β' Τίμ. ἃ' 13-14).

Ἡ ἁγία Γραφὴ δὲν περιλαμβάνει τὴν πληρότητα τῆς θείας ἀποκάλυψης. Ἤδη ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὑπογραμμίζεται ἡ σημασία τῆς προφορικῆς παράδοσης καὶ ἡ φροντίδα γιὰ τὴ μετάδοσή της ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεὰ (Ψάλμ. μγ' 2 / μδ' 1. Ἰωὴλ ἃ' 3). Ἡ Καινὴ Διαθήκη σημειώνει πὼς δὲν περιέχει τὴν πληρότητα τῶν λόγων καὶ τῶν ἔργων τοῦ Χριστοῦ (Ἰω. κὰ' 25).

Ἡ ἴδια ἡ ἁγία Γραφὴ κάνει χρήση τῆς παράδοσης (Ἀριθ. κὰ' 14-15. Μάτθ. β' 23. Πράξ. κ' 35. Β' Τίμ. γ' 8. Ἰούδα 14). Ὁ Χριστὸς δὲν παρακίνησε τοὺς μαθητές του νὰ γράψουν βιβλία, ἀλλὰ νὰ κηρύξουν, ὑποσχόμενος πὼς θὰ βρίσκεται γιὰ πάντα μαζί τους (Μάτθ. κὴ' 20) καὶ ὅτι θὰ τοὺς ἀποστείλει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο γιὰ νὰ μείνει μαζί τους (Ἰω. Ἰδ' 16), νὰ τοὺς διδάξει καὶ νὰ τοὺς ὑπενθυμίσει τὸ κήρυγμα Τοῦ (Ἰω. Ἰδ' 25-26), νὰ τοὺς ὁδηγήσει «εἰς ὅλην τὴν ἀλήθεια», ἀποκαλύπτοντας σ' αὐτοὺς τὸ βαθύτερο νόημα τῶν λόγων τοῦ Χρίστου, ὅλα ἐκεῖνα ποὺ μὲ τὶς δικές τους δυνάμεις δὲν μποροῦσαν νὰ «βαστάξουν» (Ἰω. ἰστ' 12-15).

Ἀλλὰ καὶ οἱ ἀπόστολοι δὲν περιορίσθηκαν στὰ γραπτὰ κείμενα- μετέδωσαν στοὺς πρώτους χριστιανοὺς πολὺ περισσότερα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ κατέγραψαν «διὰ χάρτου καὶ μελάνης» (Β' Ἰω. 12. Γ' Ἰω. 13-14. Ἃ' Κόρ. ἴα' 34). Μερικὰ ἀπὸ τὰ γραφόμενα ἀποδείχθηκαν ὅτι ἔχουν καιρικὴ σημασία, γιατί δὲν διατηρήθηκαν στὴ Ἐκκλησία: ὁ ἀριθμὸς τῶν διακόνων (Πράξ. στ' 3), τὸ τάγμα τῶν χηρῶν (Ἃ' Τίμ. ἐ' 9), τὸ κάλυμμα τῶν γυναικὼν (Ἃ' Κόρ. ἴα' 5), τὸ νίψιμο τῶν ποδιῶν (Ἰω. ἰγ' 14).

Στὸ κέντρο τῆς ἁγίας Γραφῆς εἶναι τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ (Ἰω. ἐ' 38-39. Γάλ. γ' 24), χωρὶς τὸ Χριστὸ δὲν μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε τὴν ἁγία Γραφὴ (Β' Κόρ. γ' 14). Ἔτσι ἡ ἑνότης στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ στὴ Ἐκκλησία, ἐξασφαλίζει τὴν καθαρότητα τῆς εὐαγγελικῆς ἀληθείας (Ἃ' Τίμ. γ' 15).

Ἡ ἁγία Γραφὴ δὲν ἀπευθύνεται σὲ διασκορπισμένα ἄτομα, ἀλλὰ σὲ πιστούς, ποὺ εἶναι συγκροτημένοι σὲ ἕνα σῶμα. Ἡ ἱερὴ παράδοση εἶναι ἡ ἀτμόσφαιρα μέσα στὴ ὅποια τὸ σῶμα ζεῖ καὶ κατανοεῖ ὀρθὰ τὴν ἀλήθεια, εἶναι ἡ διαρκὴς ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ συνείδησή της, ὄχι προσωπικὲς γνῶμες, διδασκαλίες, ἐντάλματα ἀνθρώπων (πρβλ. Ἤσ. κθ' 13. Μάτθ. ἴε' 3.4.9. Μάρκ. ζ' 8. Κόλ. β' 8).

Μ ε βάση τὸ θησαυρὸ τῆς ἱερῆς μνήμης τῆς Ἐκκλησίας, ἡ μελέτη τῆς ἅγιας Γραφῆς ὁδηγεῖ στὴ ἑνότητα, ὄχι στὴ διάσπαση τῆς Ἐκκλησίας. Μ' αὐτὸ τὸν τρόπο ἐκπληρώνεται ἡ ἐπιθυμία τοῦ Χριστοῦ γιὰ ἑνότητα τῶν πιστῶν (Ἰω. Ἰζ' 20-21). Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἀπόστολοι συνιστοῦσαν τοὺς χριστιανοὺς νὰ κρατοῦν τὶς παραδόσεις, δηλαδὴ τὸν θησαυρὸ ποὺ τοὺς ἐμπιστεύθηκαν (Ἃ' Κόρ. ἴα' 2. Φιλιπ. δ' 9), «εἴτε διὰ λόγου, εἴτε δὶ' ἐπιστολῆς» (Β' Θέσ. β' 15. πρβλ. Β' Τίμ. ἃ' 13).

Οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας τοποθετήθηκαν στὴ θέση αὐτὴ γιὰ νὰ ἀγρυπνοῦν, νὰ εἶναι δηλαδὴ φύλακες (= ἐπίσκοποί) της καθαρότητας τῆς ζωῆς καὶ τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας (Πράξ. κ' 28-31): «νὰ ἀναζωπυρὴς τὸ χάρισμα τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖον εἶναι ἐν σοῖ διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν μου... Κράτει τὸ ὑπόδειγμα τῶν ὑγιαινόντων λόγων, τοὺς ὁποίους ἤκουσας παρ' ἐμοῦ... τὴν καλὴν παρακαταθήκην φύλαξον διὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου του ἐνοικοῦντος ἐν ἠμὶν» (Β' Τίμ. ἃ' 6. 13. 14), «καὶ ὅσα ἤκουσας παρ' ἐμοῦ διὰ πολλῶν μαρτύρων, ταῦτα παράδος εἰς πιστοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι θὰ εἶναι ἱκανοὶ νὰ διδάξουν καὶ ἄλλους» (Β' Τίμ. β' 2).

Μὲ ἄλλα λόγια ἡ ἀποστολικὴ διαδοχὴ συμβαδίζει μὲ τὴν ἀποστολικὴ διδαχή. Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια κατανοοῦμε τοὺς λόγους τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου (110): «Διότι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἡ ἀληθινή μας ζωή, εἶναι ἡ γνώμη τοῦ Πατρός, ὅπως ἐπίσης καὶ οἱ ἐπίσκοποι οἱ ὁποῖοι ἔχουν κατασταθεῖ εἰς τὰ πέρατα τῆς γὴς εἶναι μὲ τὴν γνώμη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ («ἐν Ἰησοῦ Χριστοῦ γνώμη»). Λοιπόν, πρέπει καὶ σεῖς νὰ παρακολουθεῖτε τὴ γνώμη τοῦ ἐπισκόπου, πράγμα τὸ ὁποῖο καὶ κάμνετε, διότι τὸ ἄξιόν του ὀνόματος τοῦ πρεσβυτέριό σας, τὸ ὅποιον εἶναι καὶ τοῦ Θεοῦ ἄξιο, εἶναι συνηρμοσμένο μὲ τὸν ἐπίσκοπο, ὅπως οἱ χορδὲς εἰς τὴν κιθάρα» (Ἴγν., Ἔφεσ. III, 2-IV,1).

Ἡ διδασκαλία αὐτὴ δὲν εἶναι σημερινὴ- εἶναι πρωτοχριστιανικὴ πεποίθηση:
«Ἀπὸ τὰ δόγματα καὶ τὰς ἀληθείας ποὺ φυλάσσει ἡ Ἐκκλησία, ἄλλα μὲν τὰ ἔχομε πάρει ἀπὸ τὴν γραπτὴν διδασκαλίαν, ἄλλα δὲ ποὺ μυστικῶς ἔφθασαν μέχρις ἠμῶν τὰ ἔχομε κάμει δεκτὰ ἐκ τῆς παραδόσεως τῶν ἀποστόλων. Καὶ τὰ δύο στοιχεῖα, καὶ ἡ γραπτὴ καὶ ἡ προφορικὴ παράδοσις, ἔχουν τὴν αὐτὴν σημασίαν διὰ τὴν πίστιν. Καὶ κανεὶς ἐξ ὅσων ἔχουν καὶ μικρᾶν γνῶσιν τῶν ἐκκλησιαστικῶν θεσμῶν δὲν ἐγείρει ἀντίρρησιν ἐπ' αὐτῶν. Διότι ἂν ἐπιχειρούσαμε νὰ ἐγκαταλείψωμεν ὅσα ἐκ τῶν ἐθῶν εἶναι ἄγραφα, διότι δῆθεν δὲν ἔχουν μεγάλην σημασίαν, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβωμε θὰ ἐζημιώναμε τὸ εὐαγγέλιον εἰς τὴν οὐσίαν του ἡ μᾶλλον θὰ μετατρέπαμε τὸ κήρυγμα εἰς κενὸν νοήματος ὄνομα» (Μ. Βασιλ., Περὶ Ἁγίου Πνεύματος, κζ' 66).
Στὴν ἐποχὴ λοιπὸν τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὅποιος εἶχε ἀκόμη καὶ «μικρᾶν γνῶσιν τῶν ἐκκλησιαστικῶν θεσμῶν», παραδεχόταν πὼς ἡ θεία ἀποκάλυψη διαφυλάχθηκε μυστικὰ στὴ Ἐκκλησία σὲ ὅλη της τὴν πληρότητα. Γιὰ παράδειγμα ὁ Μ. Βασίλειος ἀναφέρει τὴ συνήθεια «οἱ ἐλπίζοντες εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» νὰ φανερώνουν τὴν πίστη τους «μὲ τὸ νὰ κάνουν τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ».
Ἐδῶ λοιπὸν ἔχουμε βασικὴ διαφορὰ μὲ τὸν προτεσταντικὸ κόσμο. Τὸ ἀξίωμα «μόνη ἡ Γραφὴ» ἀφήνει ἀκάλυπτη καὶ αὐτὴ τὴν ἴδια τὴ Γραφή, ἐκτεθειμένη στὴ «ἑρμηνευτικὴ αὐθεντία» καὶ στὸ «ἀλάθητό» του καθενὸς πάστορα.
Ἡ ἁγία Γραφὴ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀπολυτοποιηθεῖ, γιατί αὐτὸ θὰ ἀνπκαθιστοῦσε τὸ ζωντανὸ Χριστὸ μὲ τὸ γράμμα τῆς Βίβλου, ποὺ θεοποιεῖται ξεκομμένο ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν ἅγιων (Ἰούδα 3). Ἡ ἁγία Γραφὴ εἶναι «λόγος γιὰ τὸν Θεὸ ποὺ πέρασε ἀπὸ τὴν καρδιὰ τῶν ἅγιων εἶναι ὁ περὶ Θεοῦ λόγος τοῦ Θεοῦ» (Γ.Μεταλληνός), ἡ ἀλήθεια ποὺ παραδόθηκε «ἅπαξ» στοὺς ἅγιους (Ἰούδα 3) καὶ μάλιστα ὄχι ὁλόκληρη ἡ ἀλήθεια, ἀλλὰ μέρος της. Δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ ξεκομμένη ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία (Ἃ' Τίμ. γ' 15).

Ἐγχειρίδιο αἱρέσεων καὶ παραχριστιανικῶν ὁμάδων
π. Ἀντώνιος Ἀλεβιζόπουλος
Δρ. Θεολογίας, Δρ. Φιλοσοφίας

ΠΗΓΗ:Ι.Μ.ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.