23 Οκτ 2025

Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος

Ἅγιος Ἀπόστολος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος, πρῶτος ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων (23 Ὀκτωβρίου)

Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ἦταν υἱὸς τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ Μνήστορος ἀπὸ τὸν πρῶτο του γάμο. Εὐλογήθηκε παρὰ Θεοῦ ὅταν ἦταν ἀκόμη στήν κοιλία τῆς μητρὸς του, καὶ ὑπῆρξε τόσο δίκαιος στόν βίο του ὥστε ὅλοι οἱ Ἑβραῖοι τὸν ἀποκαλοῦσαν «Δίκαιο» καὶ «Ὠβλία», ποὺ στά ἑβραϊκὰ σημαίνει «προμαχὼν λαοῦ» καὶ «δικαιοσύνη». Ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἥδη ἡλικία, ὁ Ἰάκωβος ἔζησε μέ τὴν πιὸ αὐστηρὴ ἄσκηση. Δέν ἔπινε κρασί οὔτε ἄλλα δυνατὰ ποτά. Μιμούμενος τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Προδρομο, δέν ἔτρωγε ποτέ τίποτε ἀπὸ ὅσα ἔχουν πνοὴ ζωῆς μέσα τους. Ξυράφι ποτὲ δέν πέρασε ἐπὶ τῆς κεφαλῆς του, ὅπως ὁρίζει ὁ Νόμος γιά ὅσους ἀφιερώνονται στόν Θεὸ (Ἀριθ. 6, 5). Ποτὲ του δέν λουζόταν καὶ δέν χριόταν μέ ἔλαιο, προκρίνοντας τή μέριμνα τῆς ψυχῆς ἔναντι ἐκείνης τοῦ σώματος.
Μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, οἱ Ἀπόστολοι ὁμοφώνως ἐξέλεξαν τὸν δίκαιο Ἰάκωβο πρῶτο ἐπίσκοπο Ἱεροσολύμων. Τέλειος σὲ ὅλες τίς ἀρετὲς τῆς πράξεως καὶ τῆς θεωρίας, ὁ Ἰάκωβος μόνος εἰσερχόταν στά Ἅγια τῶν Ἁγίων τῆς Καινῆς Διαθήκης -ὄχι μία φορά τὸν χρόνο ὅπως ἔπραττε ὁ ἀρχιερεὺς τῶν Ἰουδαίων- ἀλλὰ κάθε μέρα γιά νά τελέσει τὰ ἅγια Μυστήρια. Ἐνδεδυμένος ὕφασμα λινό, εἰσερχόταν μόνος στόν Ναό, καὶ ἐπὶ ὧρες στεκόταν γονυπετὴς πρεσβεύοντας ὑπὲρ... τοῦ λαοῦ καὶ τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου, σὲ βαθμό πού τὰ γόνατά του ἔγιναν σκληρὰ σὰν πέτρα.

Προήδρευσε τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου καὶ σχετικά μέ τὸ ἂν πρέπει νά περιτέμνονται οἱ ἐθνικοί πού ἀσπάζονταν τή χριστιανική πίστη, πρότεινε νά μὴν ἐπιβαρύνονται οἱ προσήλυτοι μέ τίς ἐπιταγὲς τοῦ παλαιοῦ Νόμου ἀλλὰ νά τοὺς ζητηθεῖ νά ἀπέχουν μόνον τῆς πορνείας καὶ τῶν εἰδωλοθύτων (Πραξ. 15, 20). Συνέταξε ἐπίσης τὴν ἐπιστολή πού φέρει τὸ ὄνομά του στήν Ἁγία Γραφή. Στήν ἐπιστολὴ αὐτὴ διορθώνει ὅσους θεωροῦν τὸν Θεὸ ὡς αἰτία τῶν κακῶν: «ὁ γὰρ Θεὸς ἀπείραστός ἐστι κακῶν, πειράζει δὲ οὐδένα· ἕκαστος δὲ πειράζεται ὑπὸ τῆς ἰδίας ἐπιθυμίας ἐξελκόμενος καὶ δελεαζόμενος» (Ἰακ. 1, 13-14).

Προτρέπει ἐπίσης τοὺς χριστιανοὺς νά μὴν περιοριστοῦν στήν ὁμολογία τῆς πίστεώς τους στόν Χριστό, ἀλλὰ νά ἀκτινοβολεῖ ἡ πίστη τους μέσα ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς. «Ὥσπερ γὰρ τὸ σῶμα χωρὶς πνεύματος νεκρόν ἐστιν, οὕτω καὶ ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων νεκρά ἐστι» (Ἰακ. 2, 26). Προσθέτει πολλὲς ἄλλες συμβουλὲς γιά τό πῶς νά διάγει κανεὶς βίο θεάρεστο καὶ νά ἀποκτήσει τή σοφία τὴν παρὰ Θεοῦ, διδάσκοντάς μας νά ἀναγνωρίζουμε ἐν παντὶ τὸ δῶρο τοῦ Κυρίου: «πᾶσα δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστι καταβαῖνον ἀπὸ τοῦ πατρὸς τῶν φώτων, παρ’ ᾧ οὐκ ἔνι παραλλαγὴ ἢ τροπῆς ἀποσκίασμα (Ἰακ. 1, 17). Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος συνέταξε ἐπίσης τή Θεία Λειτουργία, ποὺ φέρει τὸ ὄνομά του καὶ ἀποτελεῖ πηγὴ ὅλων τῶν λειτουργιῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Περὶ τὸ ἔτος 62 μ.Χ., ἡ Ἰουδαία βρισκόταν σὲ ἀταξία καὶ ἀναρχία μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἡγεμόνος Φήστου· οἱ Ἑβραῖοι, ποὺ εἶχαν ἀποτύχει στήν ἀπόπειρά τους νά θανατωθεῖ ὁ Παῦλος (Πραξ. 25-26), στράφηκαν κατὰ τοῦ Ἰακώβου, τοῦ ὁποίου ἡ φήμη ὡς δικαίου ἔκανε τὸν λαὸ νά ἐμπιστεύεται τὸ κήρυγμά του. Πολλοί, κόσμος ἁπλὸς ἀλλὰ καὶ πρόκριτοι, εἶχαν ἀσπαστεῖ τὴν πίστη καὶ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι ἐφοβοῦντο ὅτι ἐντὸς ὀλίγου ὅλοι θὰ ἀναγνώριζαν στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ τὸν Μεσσία.

Παρουσιάστηκαν τότε στόν ἐπίσκοπο Ἱεροσολύμων, πλήρεις ὑποκρισίας, ἐπαίνεσαν τὴν ἀρετὴ καὶ τή δικαιοσύνη του καὶ τοῦ εἶπαν: «Παρακαλοῦμεν σέ, τὸν δίκαιο καὶ ἀμερόληπτο, νά προτρέψεις τὸν λαό πού σύντομα θὰ συναθροιστεῖ γιά τὸ Πάσχα νά μὴν ὑποπέσει σὲ πλάνη σχετικά μέ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ. Παρακαλοῦμεν νά ἀνέλθεις στό πτερύγιο τοῦ Ναοῦ ὥστε νά σὲ βλέπει καὶ νά σὲ ἀκούει ὅλος ὁ λαός, καὶ οἱ ἐθνικοὶ ἀκόμη πού θὰ συγκεντρωθοῦν γιά τὴν ἑορτή».

Ὅταν ὁ Ἰάκωβος ἀνέβηκε στό πτερύγιο τοῦ Ναοῦ, οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι τοῦ φώναξαν μέσα ἀπὸ τὸ πλῆθος: «Εἰπὲ ἡμῖν, δίκαιε, εἰς τί νά πιστεύσωμεν διότι ὁ λαὸς πλανᾶται καὶ ἀκολουθεῖ Ἰησοῦν τὸν σταυρωθέντα, Φανέρωσέ μας ποῖος εἶναι αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς». Ὁ δὲ Ἰάκωβος, μὲ στεντόρεια φωνὴ ἀπάντησε: «Διατί μέ ἐρωτᾶτε διὰ τὸν Υἱὸν τοῦ Ἀνθρώπου; Ἐκεῖνος κάθεται τώρα στόν οὐρανό, δεξιὰ τῆς Δυνάμεως τοῦ Πατρὸς Του καὶ θὰ ἔλθει πάλι καθεζόμενος ἐπὶ νεφελῶν γιά νά κρίνει μέ δικαιοσύνη τὴν οἰκουμένην ἅπασα».

Πολλοὶ ἦταν ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι πίστεψαν στή μαρτυρία τοῦ Ἰακώβου καὶ ἀνέκραξαν: «Ὡσαννὰ τῷ υἱῷ Δαβίδ!» Οἱ γραμματεῖς ὅμως καὶ οἱ φαρισαῖοι ἔτριξαν τοὺς ὀδόντας καὶ φώναξαν: «Ὡς καὶ ὁ Δίκαιος ἐπλανήθη!» Ἔτρεξαν στό πτερύγιο τοῦ Ναοῦ καὶ ἔριξαν καταγής τὸν Δίκαιο, γιά νά πληρωθεῖ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ Ἠσαΐου τοῦ δήσωμεν τὸν δίκαιον, ὅτι δύσχρηστος ἡμῖν ἐστι» (Ἡσ. 3, 10). Παρὰ τὸ ὕψος ἀπὸ τὸ ὅποιο ἔπεσε, ὁ Ἰάκωβος δέν σκοτώθηκε πέφτοντας καὶ οἱ Ἰουδαῖοι ἄρχισαν νά τὸν λιθοβολοῦν. Ὁ Ἅγιος σηκώθηκε καὶ γονατίζοντας ἀνέκραξε πρὸς τὸν Θεό, κατὰ μίμηση τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Στεφάνου (Λουκ, 23, 34-Πράξεις 7, 59- 60): «Ἱκετεύω σὲ Θεέ μου καὶ Πατέρα ἐπουράνιε, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσιν!»

Κι ἐνῶ προσευχόταν γιά τοὺς διῶκτες καὶ δημίους του, ἕνας Ἰουδαῖος ἀπὸ τὸ πλῆθος, κατελήφθη ἀπὸ μανία βλέποντας τὴν ἀκλόνητη ἀγάπη τοῦ Δικαίου· πῆρε τὸ ξύλο μέ τὸ ὁποῖο στράγγιζαν τὰ ὑφάσματα, τὸν κτύπησε στήν κεφαλὴ καὶ ἔτσι ὁ Ἰάκωβος ὁ Δίκαιος μαρτύρησε τὴν πίστη του στόν Σωτήρα Χριστό. Τὸν ἐνταφίασαν ἐπὶ τόπου κοντὰ στόν Ναό. Τόση ἦταν ἡ φήμη τῆς ἀρετῆς τοῦ Ἰακώβου ὥστε ἀκόμη καὶ οἱ πλέον σκεπτικιστὲς Ἑβραῖοι θεώρησαν τὸν μαρτυρικὸ του θάνατο ὡς αἰτία τῆς πολιορκίας καὶ τῆς καταστροφῆς τῆς Ἱερουσαλὴμ τὸ ἔτος 70 μ.Χ.

Πηγή: Νέος Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ὀκτώβριος, ἐκδ. Ἴνδικτος, σ. 273-275)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.