24 Μαρ 2012

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: Ὁμιλία πρός τούς Γυμνασιόπαιδες στήν Πνύκα


Παιδιά μου! Ες τόν τόπο τοτο, πού γώ πατ σήμερα, πατοσαν καί δημηγοροσαν τόν παλαιό καιρό νδρες σοφοί, καί νδρες μέ τούς ποίους δέν εμαι ξιος νά συγκριθ καί οτε νά φθάσω τά χνη τν. γώ πιθυμοσα νά σς δ, παιδιά μου, ες τήν μεγάλη δόξα τν προπατόρων μας, καί ρχομαι νά σς επ, σα ες τόν καιρό το γνος καί πρό ατο καί στερα π ατόν διος παρατήρησα, καί π ατά νά κάμωμε συμπερασμούς καί διά τήν μέλλουσαν ετυχίαν σας, μολονότι Θεός μόνος ξεύρει τά μέλλοντα. Καί διά τούς παλαιούς λληνας, ποίας γνώσεις εχαν καί ποία δόξα καί τιμήν χαιραν κοντά ες τά λλα θνη το καιρο τν, ποίους ρωας, στρατηγούς, πολιτικούς εχαν, διά τατα σς λέγουν κάθ μέραν ο διδάσκαλοί σας καί ο πεπαιδευμένοι μας. γώ δέν εμαι ρκετός. Σς λέγω μόνον πώς ταν σοφοί, καί πό δ πραν καί δανείσθησαν τά λλα θνη τήν σοφίαν τν.
Ες τόν...
τόπον, τόν ποον κατοικομε, κατοικοσαν ο παλαιοί λληνες, πό τούς ποίους καί μες καταγόμεθα καί λάβαμε τό νομα τοτο. Ατοί διέφεραν πό μς ες τήν θρησκείαν, διότι προσκυνοσαν τές πέτρες καί τά ξύλα. φο στερα λθε στόν κόσμο Χριστός, ο λαοί λοι πίστευσαν ες τό Εαγγέλιό του, καί παυσαν νά λατρεύουν τά εδωλα. Δέν πρε μαζί του οτε σοφούς οτε προκομμένους, λλ πλούς νθρώπους, χωρικούς καί ψαράδες, καί μέ τή βοήθεια το γίου Πνεύματος μαθαν λες τές γλσσες το κόσμου, ο ποοι, μολονότι που καί ν βρισκαν ναντιότητες καί ο βασιλες καί ο τύραννοί τους κατέτρεχαν, δέν μπόρεσε κανένας νά τούς κάμη τίποτα. Ατοί στερέωσαν τήν πίστιν.
Ο παλαιοί λληνες, ο πρόγονοί μας, πεσαν ες τήν διχόνοια καί τρώγονταν μεταξύ τους, καί τσι λαβαν καιρό πρτα ο Ρωμαοι, πειτα λλοι βάρβαροι καί τούς πόταξαν. στερα λθαν ο Μουσουλμάνοι καί καμαν ,τι μποροσαν, διά νά λλάξη λαός τήν πίστιν του. κοψαν γλσσες ες πολλούς νθρώπους, λλ στάθη δύνατο νά τό κατορθώσουν. Τόν να κοπταν, λλος τό σταυρό το καμε. Σάν εδε τοτο σουλτάνος, διόρισε να βιτσερέ [ντιβασιλέα], ναν πατριάρχη, καί το δωσε τήν ξουσία τς κκλησίας. Ατός καί λοιπός κλρος καμαν ,τι τούς λεγε σουλτάνος. στερον γιναν ο κοτζαμπάσηδες [προεστοί] ες λα τά μέρη. τρίτη τάξη, ο μποροι καί ο προκομμένοι, τό καλύτερο μέρος τν πολιτν, μήν ποφέρνοντες τόν ζυγό φευγαν, καί ο γραμματισμένοι πραν καί φευγαν πό τήν λλάδα, τήν πατρίδα τν, καί τσι λαός, στις στερημένος πό τά μέσα τς προκοπς, κατήντησεν ες θλίαν κατάσταση, καί ατή αξαινε κάθε μέρα χειρότερα• διότι, ν ερίσκετο μεταξύ του λαο κανείς μέ λίγην μάθηση, τόν λάμβανε κλρος, στις χαιρε προνόμια, σύρετο πό τόν μπορο τς Ερώπης ς βοηθός του γίνετο γραμματικός του προεστο. Καί μερικοί μήν ποφέροντες τήν τυραννίαν το Τούρκου καί βλέποντας τές δόξες καί τές δονές πού νελάμβαναν ατοί, φηναν τήν πίστη τους καί γίνοντο Μουσουλμάνοι. Καί τοιουτοτρόπως κάθε μέρα λαός λίγνευε καί πτώχαινε.
Ες ατήν τήν δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί πό τούς φυγάδες γραμματισμένους μετάφραζαν καί στελναν ες τήν λλάδα βιβλία, καί ες ατούς πρέπει νά χρωστομε εγνωμοσύνη, διότι εθύς πού κανένας νθρωπος πό τό λαό μάνθανε τά κοινά γράμματα, διάβαζεν ατά τά βιβλία καί βλεπε ποίους εχαμε προγόνους, τί καμεν Θεμιστοκλς, ριστείδης καί λλοι πολλοί παλαιοί μας, καί βλέπαμε καί ες ποίαν κατάσταση ερισκόμεθα τότε. θεν μας λθεν ες τό νο νά τούς μιμηθομε καί νά γίνουμε ετυχέστεροι. Καί τσι γινε καί προόδευσεν ταιρεία.
ταν ποφασίσαμε νά κάμωμε τήν πανάσταση, δέν συλλογισθήκαμε οτε πόσοι εμεθα οτε πώς δέν χομε ρματα οτε τι ο Τορκοι βαστοσαν τά κάστρα καί τάς πόλεις οτε κανένας φρόνιμός μας επε «πού πάτε δ νά πολεμήσετε μέ σιταροκάραβα βατσέλα», λλά ς μία βροχή πεσε ες λους μας πιθυμία τς λευθερίας μας, καί λοι, καί κλρος μας καί ο προεστοί καί ο καπεταναοι καί ο πεπαιδευμένοι καί ο μποροι, μικροί καί μεγάλοι, λοι συμφωνήσαμε ες ατό τό σκοπό καί κάμαμε τήν πανάσταση.
Ες τόν πρτο χρόνο τς παναστάσεως εχαμε μεγάλη μόνοια καί λοι τρέχαμε σύμφωνοι. νας πγεν ες τόν πόλεμο, δελφός του φερνε ξύλα, γυναίκα το ζύμωνε, τό παιδί το κουβαλοσε ψωμί καί μπαρουτόβολα ες τό στρατόπεδον καί άν ατή μόνοια βαστοσε κόμη δυό χρόνους, θέλαμε κυριεύσει καί τήν Θεσσαλία καί τήν Μακεδονία, καί σως φθάναμε καί ως τήν Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τούς Τούρκους, πού κουγαν λληνα καί φευγαν χίλια μίλια μακρά. κατόν λληνες βαζαν πέντε χιλιάδες μπρός, καί να καράβι μίαν ρμάδα…
γώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, ξ ατίας τν περιστάσεων, μεινα γράμματος καί διά τοτο σς ζητ συγχώρηση, διότι δέν μιλ καθώς ο δάσκαλοί σας. Σς επα σα διος εδα, κουσα καί γνώρισα, διά νά φεληθτε πό τά περασμένα καί πό τά κακά ποτελέσματα τς διχονοίας, τήν ποίαν νά ποστρέφεσθε, καί νά χετε μόνοια. μς μή μς τηρτε πλέον. Τό ργο μας καί καιρός μς πέρασε. Καί α μέραι τς γενες, ποία σς νοιξε τό δρόμο, θέλουν μέτ λίγον περάσει. Τήν μέρα τς ζως μς θέλει διαδεχθ νύκτα το θανάτου μας, καθώς τήν μέραν τν γίων σωμάτων θέλει διαδεχθ νύκτα καί αριανή μέρα. Ες σς μένει νά σάσετε καί νά στολίσετε τόν τόπο, πού μες λευθερώσαμε• καί, διά νά γίνη τοτο, πρέπει νά χετε ς θεμέλια της πολιτείας τήν μόνοια, τήν θρησκεία, τήν καλλιέργεια το θρόνου καί τήν φρόνιμον λευθερία.
Τελειώνω τό λόγο μου. Ζήτω βασιλεύς μς θων! Ζήτω ο σοφοί διδάσκαλοι! Ζήτω λληνική Νεολαία!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.