Ἐπισκέφθηκα ὡς διάκος γιὰ πρώτη φορὰ τὸν π. Παΐσιο τὸ 1976 μαζὶ μὲ ἄλλον γνωστό μου διάκο. Τότε ἦταν στὸν Τίμιο Σταυρό.
Χτυπήσαμε καὶ περιμέναμε μὲ ἀγωνία. Εἶχα ἀκούσει διάφορα πράγματα γιὰ τὸν Γέροντα καὶ ἤθελα πολὺ νὰ τὸν γνωρίσω. Ἦρθε νὰ μᾶς ἀνοίξη. Ἦταν ἀδύνατος, τυλιγμένος μὲ μία κουβέρτα. Ἦταν χειμώνας. Στὴν συνομιλία μᾶς ἦταν πολὺ εὐδιάθετος, μᾶς ἔλεγε διάφορα ἀστεία. Νὰ πῶ τὴν ἀλήθεια ἀπογοητεύτηκα, διότι εἶπα μέσα μου: «Αὐτὸς εἶναι ὁ μεγάλος ἅγιος, ὁ θαυματουργὸς ποῦ λένε»; Μέσα μου εἶχα διαφορετικὴ εἰκόνα περὶ τῶν Ἁγίων. Τίποτα δὲν μᾶς εἶπε, μόνο ἀστεία μᾶς ἔλεγε καὶ μᾶς τάϊζε λουκούμια καὶ ἄλλα.
Φεύγοντας, ἐκεῖ στὸ συρματόπλεγμα πρὶν τὸν ἀποχαιρετήσουμε, τοῦ λέμε: «Γέροντα, πέστε μᾶς κάτι πνευματικό». Μᾶς ἅπαντα: «Τί νὰ σᾶς πῶ, βρὲ παιδιά; Νὰ κάνετε πολλὲς μετάνοιες». Ρωτᾶμε: «Πόσες μετάνοιες νὰ κάνουμε»; Δὲν ἀπάντησε, ἀλλὰ ἄλλαξε ἡ ὄψη του καὶ φάνηκε διαφορετικὸς καὶ ἐκείνη τὴν ὥρα εὐωδίασε ὅλος ὁ τόπος πάρα πολὺ ἔντονα. Τόση πολλὴ εὐωδία! Ὅλα εὐωδίαζαν! ὁ ἀέρας, οἱ πέτρες, τὰ δέντρα, τὰ πάντα.
Ὁ Γέροντας μᾶς εἶπε βιαστικά: «Γρήγορα, γρήγορα, ἄντε πάτε, πάτε». Τὸν...
χαιρετήσαμε καὶ χωρὶς νὰ ποῦμε τίποτε αἰσθανθήκαμε μία μεγάλη χαρὰ μέσα μας καὶ ἀρχίσαμε νὰ τρέχουμε. Δὲν ξέρω τί πάθαμε. Εὐωδία καὶ μεγάλη χαρά. Προχωρούσαμε ἔτσι τρέχοντας καὶ γελώντας καὶ ἡ εὐωδία μᾶς ἀκολουθοῦσε μέχρι ποῦ περάσαμε τὸ Μπουραζέρι.Ἐνῶ πρὶν ἀπὸ λίγο τὰ δικά μου συναισθήματα ἦταν ἀκριβῶς ἀντίθετα, μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ γεγονὸς αἰσθάνθηκα μεγάλη εὐλάβεια πρὸς τὸν Γέροντα.
Πηγή: Ἱερομονάχου Ἰσαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, σελίδες: 256-261 Ἔκδοσις Καλύβης Ἀναστάσεως, Καψάλα, Ἅγιον Ὅρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου