26 Ιαν 2022

Ποιά φωνή θά ἀκούσουμε, γιά νά κάνουμε τό ἀναπόφευκτο καθῆκον μας ἔναντι τῆς Ἀληθείας;

Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος Μπραντσιανίνωφ περιγράφει μέ τρόπο μοναδικό τήν ἐσωτερική πάλη τῆς λογικῆς καί τοῦ θελήματος τῆς σάρκας μέ τήν φωνή τῆς συνειδήσεως, δηλαδή μέ τό ἀκατανίκητο κάλεσμα τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο σαγηνεύει καί σκλαβώνει τήν ψυχή καί τήν ὁδηγεῖ στήν Ἀλήθεια.
Βέβαια, στήν συγκεκριμένη περίπτωση, ἄπ` ὅπου παίρνουμε τήν ἀφορμή, ἀναφέρεται στό θέμα τῆς ἐπιλογῆς τοῦ μοναχικοῦ βίου. Μᾶς προσφέρει ὅμως ἕναν ἀσφαλῆ ὁδηγό, μιά «μέθοδο» πνευματική, τήν ὁποία μποροῦμε ἀνά πᾶσα στιγμή καί σέ κάθε περίσταση νά τήν διαχειριστοῦμε, γιά νά πορευτοῦμε στό κατά δύναμιν καί χάριτι Θεοῦ, εἰρηνικῶς καί ἀσφαλῶς, τόν δρόμο τῆς Ἀληθείας, μέσα στήν πρωτοφανῆ σύγχυση πού ἐπικρατεῖ ἰδιαίτερα σήμερα... στή ζωή μας, λόγῳ τῆς συγκατάθεσής μας νά ἀκολουθήσουμε τό θέλημά μας, ὑπό τοῦ πονηροῦ ὑποβαλλόμενοι. Λέει λοιπόν ὁ ἅγιος:

*«Ἡ λογική μου συμφωνοῦσε μέ τά ἐπιχειρήματα τῆς σάρκας μου. Ἄκουγα ὅμως μιά φωνή, τή φωνή τῆς καρδιᾶς μου νομίζω ἤ τοῦ φύλακα ἀγγέλου μου. Κι ἡ φωνή αὐτή μοῦ δήλωνε τή θέληση τοῦ Θεοῦ γιά μένα, γιατί ἦταν μιά φωνή ἀποφασιστική, κυριαρχική. Μοῦ ἔλεγε ἡ φωνή αὐτή:
  Αὐτό νά κάνεις! Αὐτό εἶναι τό καθῆκον σου, τό ἀναπόφευκτο καθῆκον σου!

Ἦταν τόσο δυνατή, τόσο ἐξουσιαστική ἡ φωνή αὐτή, ὥστε ὅλες οἱ εἰσηγήσεις τῆς λογικῆς καί οἱ γοερές καί εὐλογοφανείς προφάσεις τῆς σάρκας ἔμοιαζαν μπροστά της μηδαμινές, ἕνα τίποτα. Χωρίς παρόρμηση καί πάθος, ἀλλά σάν ἕνας σκλάβος, πού σαγηνεύτηκε ἀπό κάποια ἀκατανίκητη ὤθηση τῆς καρδιᾶς, ἀπό ἕνα εἶδος ἀκατανόητης καί ἀνερμήνευτης κλήσης, ἀσπάστηκα τόν μοναχισμό».

Πόση ἀνάγκη ἔχουμε ἀπό αὐτήν τήν ζωντανή ἐξομολογητική περιγραφή πού μᾶς προσφέρει ὁ ἅγιος μέ τό «κάλεσμα», τήν ἐσωτερική «πρόσκληση» πού δέχτηκε, γιά νά πορευτοῦμε στόν δρόμο τῆς Ἀλήθειας!

Ἡ φωνή πού φώναζε μέσα στήν καρδιά τοῦ Ἁγίου, ἡ ἴδια αὐτή φωνή παραστέκει καί φωνάζει μέσα στήν καρδιά του κάθε βαπτισμένου μέλους τῆς Ἐκκλησίας. Καί εἶναι τόσο ἰσχυρή, ὥστε «οἱ εἰσηγήσεις τῆς λογικῆς καί οἱ γοερές καί εὐλογοφανείς προφάσεις τῆς σάρκας μοιάζουν μπροστά της ὄντως μηδαμινές, ἕνα τίποτα», ὅπως λέει ὁ Ἅγιος, δίχως νά σημαίνει πώς αὐτή ἡ φωνή ἀκούγεται μόνο στήν περίπτωση τῆς κλήσης (ἤ κλίσης) πρός τόν μοναχισμό, ἀπό τήν ὁποία παίρνει τήν ἀφορμή. Τήν ἀκοῦμε νά φωνάζει, ἰσχυρή ἀλλά διακριτική, σέ ὅλες τίς κρίσιμες στιγμές καί τίς ἀποφάσεις τῆς ζωῆς μας, ἕτοιμη γιά τό σάλπισμα τό ἐγερτήριο, τό ἀφυπνιστικό καί σωτήριο στήν πάλη γιά τήν ἐπιλογή τῆς Ἀλήθειας. Αὐτός καί μόνο ὁ λόγος τοῦ Ἁγίου ἐπιβεβαιώνει γιά κάθε θέμα πνευματικό, ἀκόμη καί γιά τό "ἀσημαντότερο", τήν ὀρθότητα τῶν ἀποφάσεων πού θά πάρει στή ζωή του ὁ καθένας μας.

Μήπως δέν ἀκούγεται ἡ φωνή στά κατάβαθα τῆς κάθε ὑπάρξεως μέ ἀσύγκριτη ὑπεροχή ἔναντι τῶν ἄλλων μυρίων φωνῶν, οἱ ὁποῖες ἠχοῦν ὡς "Σειρήνων ἄσματα"; Εἶναι ἡ φωνή τοῦ Χριστοῦ, τῆς Αὐτοαγάπης, πού ἐγγυᾶται μυστικά τήν ὀρθότητα τῆς πορείας, τήν ὁποία ἐντυπώνει  στήν συνείδηση, μέ τήν ζωντανή ἐλπίδα νά παραστέκει καί νά τροφοδοτεῖ ἀδιαλείπτως τήν ὕπαρξη μέ θάρρος καί βεβαιότητα. Καθιστά δέ ζῶσα καί τόσο βέβαιη τήν προσδοκία, τό «εὐτυχές» ἀποτέλεσμα, τήν προσμονή τῆς ἐξόδου πρός τήν ἀληθινή ἐλευθερία, πρός τήν "ἀναψυχήν", ὡς ἤδη παροῦσα καί βιούμενη!

Στόν κάθε ἕνα ἐναπόκειται νά ἐπιλέξει ἐλεύθερα ποιά φωνή θά ἀκολουθήσει. Ἀπό τή μιά αὐτοί πού: «... στόμά ἔχουσι, καὶ οὐ λαλήσουσιν, ὀφθαλμοὺς ἔχουσι, καὶ οὐκ ὄψονται,  ὦτα ἔχουσι, καὶ οὐκ ἀκούσονται, ρῖνας ἔχουσι, καὶ οὐκ ὀσφρανθήσονται, χεῖρας ἔχουσι, καὶ οὐ ψηλαφήσουσι, πόδάς ἔχουσι καὶ οὐ περιπατήσουσιν, οὐ φωνήσουσιν ἐν τῷ λάρυγγι αὐτῶν». (Ψαλμ. 113,13-15), μπορεῖ νά μήν ἀκούσουν ἤ θά ἀδιαφορήσουν, θά ἀμελήσουν, θά ἐκνευριστοῦν, θά συγχυστοῦν, θά ταραχθοῦν ψυχικά, θά ὑβρίσουν τά ἅγια, ἐλεγχόμενοι ἀπό τήν ἰσχυρή «νύξη» τῆς φωνῆς αὐτῆς.

Ἀπό τήν ἄλλη αὐτοί πού θά στραφοῦν ἔσω, θά ἀκούσουν μέ εὐλάβεια τήν φωνή, θά ὑψώσουν χεῖρας εὐχαριστίας πρός τόν Θεό καί θά κραυγάζουν, δοξάζοντάς Τον γιά τό μέγα Του ἔλεος: «ὡς γλυκέα τῷ λάρυγγί μου τὰ λόγιά σου, ὑπὲρ μέλι τῷ στόματί μου. ἀπὸ τῶν ἐντολῶν σου συνῆκα· διὰ τοῦτο ἐμίσησα πᾶσαν ὁδὸν ἀδικίας. Λύχνος τοῖς ποσί μοῦ ὁ νόμος σοῦ καὶ φῶς ταῖς τρίβοις μου». (Ψάλμ.118,103-105) καί «...ἐπίβλεψον, εἰσάκουσόν μου, Κύριε ὁ Θεός μου· φώτισον τοὺς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον, μήποτε εἴπῃ ὁ ἐχθρός μου· ἴσχυσα πρὸς αὐτόν· οἱ θλίβοντές μέ ἀγαλλιάσονται, ἐὰν σαλευθῶ. ἐγὼ δὲ ἐπὶ τῷ ἐλέει σου ἤλπισα, ἀγαλλιάσεται ἡ καρδία μοῦ ἐπὶ τῷ σωτηρίῳ σου· ᾄσώ τῷ Κυρίῳ τῷ εὐεργετήσαντί μέ καὶ ψαλῶ τῷ ὀνόματι Κυρίου τοῦ Ὑψίστου». (Ψάλμ.12,4-6).

Ὅσον ἀφορᾶ δέ τήν  ὑπομονή καί τήν ἀντοχή στόν πειρασμό, ὁ ὁποῖος θά προκύψει ὁπωσδήποτε, μᾶς ἐπιβεβαιώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιά τήν ἔκβαση: «πειρασμὸς ὑμᾶς οὐκ εἴληφεν εἰ μὴ ἀνθρώπινος· πιστὸς δὲ ὁ Θεός, ὃς οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπὲρ ὃ δύνασθε, ἀλλὰ ποιήσει σὺν τῷ πειρασμῷ καὶ τὴν ἔκβασιν τοῦ δύνασθαι ὑμᾶς ὑπενεγκεῖν». (Ἀ΄ Κορ. 10,13).

Ὅσον ἀφορᾶ δέ τόν φόβο, ὁ ὁποῖος εἶναι φυσικό νά καταλαμβάνει τήν καρδιά διά τῶν ἐπιθέσεων τοῦ πονηροῦ, μᾶς ἀπαντᾶ ὁ ἀπόστολος Πέτρος: «ὅτι ὀφθαλμοὶ Κυρίου ἐπὶ δικαίους καὶ ὦτα αὐτοῦ εἰς δέησιν αὐτῶν, πρόσωπον δὲ Κυρίου ἐπὶ ποιοῦντας κακά. Καὶ τίς ὁ κακώσων ὑμᾶς, ἐὰν τοῦ ἀγαθοῦ μιμηταὶ γένησθε; ἀλλ᾿ εἰ καὶ πάσχοιτε διὰ δικαιοσύνην, μακάριοι. Τὸν δὲ φόβον αὐτῶν μὴ φοβηθῆτε μηδὲ ταραχθῆτε». (Ἀ΄ Πέτρ. 3,13-14).

(*Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο: "ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΚΑΙ ΠΛΑΝΗ"-EΚΔΟΣΗ: Πέτρου Μπότση)

Σάββας Ἠλιάδης
Δάσκαλος
Κιλκίς, 24-1-2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.