Χωρὶς νὰ χάσει χρόνο ὁ Ὅσιος Πέτρος ἄρχισε νὰ προσεύχεται στὸν Ἅγιο καὶ Δίκαιο Συμεὼν τὸν Θεοδόχο καὶ νὰ τὸν παρακαλάει νὰ τὸν ἐλευθερώσει ἀπὸ τὰ δεσμά.
Πράγματι, μετὰ ἀπὸ μερικὲς ἡμέρες τοῦ ἐμφανίστηκε ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Θεοδόχος καὶ τὸν ρώτησε: “ἐὰν σὲ ἐλευθερώσω ἀπὸ τὰ δεσμά, θὰ κρατήσεις τὴν ὑπόσχεση ποὺ ἔδωσες στὸν Θεὸ ὅτι θὰ γίνεις Μοναχός;” ὁ Ὅσιος Πέτρος δεσμεύτηκε μὲ ὅρκους πλέον, ὅτι θὰ κρατήσει τὴν ὑπόσχεσή του κι ἔτσι ὁ Ἅγιος Συμεών, ἀκουμπώντας μὲ τὴν ράβδο του τὰ σιδερένια δεσμὰ τοῦ Πέτρου, τὸν ἐλευθέρωσε. Ἡ πόρτα τοῦ κελλιοῦ του ἄνοιξε μόνη της καὶ ὁ Ὅσιος δραπέτευσε σὰν νὰ μὴν ὑπῆρχαν φρουροί.
Χωρὶς νὰ ἐπιστρέψει στὴν Κωνσταντινούπολη, μετέβηκε στὴν Ρώμη, ὅπου ἔγινε Μοναχός, κρατώντας ἔτσι τὴν ὑπόσχεσή του.
Ἀπ’ ἐκεῖ ἐπιβιβάστηκε σὲ πλοῖο μὲ ἄγνωστο προορισμό, μὴ ξέροντας ποὺ νὰ πάει νὰ μονάσει. Καθὼς καθόταν μόνος του στὸ κατάστρωμα καὶ εἶχε ἀρχίσει νὰ τὸν παίρνει ὁ ὕπνος ἀπὸ τὴν κούραση, βλέπει πάλι ἐν ὀράματι τὸν Ἅγιο Νικόλαο, ἀλλὰ αὐτὴν τὴν φορὰ μαζὶ μὲ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, νὰ συνομιλοῦν γιὰ τὸ ποὺ πρέπει νὰ μονάσει καὶ σὲ ποιὸν τόπο. Στὴν συνομιλία τους ἄκουσε καθαρὰ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο νὰ λέει στὸν Ἅγιο Νικόλαο τὰ ἑξῆς: “Εἶναι ἕνας τόπος ποὺ τὸν ἔχω διαλέξει ἀπὸ ὅλη τὴν Γῆ καὶ ζήτησα ἀπὸ τὸν Υἱό μου νὰ εἶναι κλῆρος δικός μου καὶ περιβόλι μου. Μπαίνει κατὰ πολὺ μέσα στὴν θάλασσα καὶ ἔχει ὅρος ὑψηλό. Θὰ τὸν παραδώσω στὸν ἀνδρῶο μοναχισμὸ καὶ θὰ εἶναι ἄβατος γιὰ τὶς γυναῖκες. Ὅποιος μονάσει σ’ αὐτὸ τὸ Ὅρος καὶ μείνει ὅλη του τὴν ζωὴ ἐν μετανοία, ἐγὼ θὰ πρεσβεύσω γιὰ τελεία ἄφεση ἁμαρτιῶν. Ἐγὼ θὰ εἶμαι τροφός, ἰατρὸς καὶ παραμυθία, σύμβουλος γι’ αὐτὰ ποὺ πρέπει νὰ κάνουν καὶ γι’ αὐτὰ ποὺ δὲν πρέπει. Ἐγὼ θὰ προστατεύω αὐτὸ τὸ Ὅρος, τὸ ὁποῖο θὰ ὀνομαστεῖ Ἅγιο καὶ θὰ εἶναι περιβόλι δικὸ μου”. Αὐτὰ ἄκουσε ὁ Ὅσιος Πέτρος νὰ λέει ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος στὸν Ἅγιο Νικόλαο καὶ ἀμέσως συνῆλθε ἀπὸ τὴν ὀπτασία. Συνεχίζοντας τὸ πλοῖο τὴν πορεία του, περνοῦσε μπροστὰ ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὅρος, ἀλλὰ πρὸς ἔκπληξη ὅλων τό πλοῖο σταμάτησε νὰ πλέει καὶ ἀκινητοποιήθηκε. Ὁ καπετάνιος καὶ οἱ ναῦτες δὲν μποροῦσαν νὰ ἐξηγήσουν τὸ γεγονός, ὅμως ὁ Ὅσιος Πέτρος κατάλαβε ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ τόπος γιὰ τὸν ὁποῖο μιλοῦσε ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος. Ἀφοῦ ἔπεισε τὸν καπετάνιο καὶ τοὺς ναῦτες, τὸν κατέβασαν στὴν ξηρὰ καὶ τὸ πλοῖο ἀμέσως συνέχισε τὴν πορεία του. Ὁ Ὅσιος κατευθύνθηκε πρὸς τοὺς πρόποδες τοῦ Ἄθωνα καὶ κατοίκησε μέσα σὲ σπηλιά, ὅπου ἔμεινε ἐκεῖ μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, τρώγοντας μόνο ἄγρια χόρτα.
Οἱ μεγάλοι ἀσκητικοί του ἀγῶνες μέσα στὸ σπήλαιο, ἐπιβραβεύτηκαν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἔτσι ἔφτασε σὲ μέτρα πνευματικῆς τελιότητος. Λίγο πρὶν τὴν ὀσιακὴ του κοίμηση, τὸν ἐπισκέφθηκε κάποιος κυνηγός, στὸν ὁποῖο καὶ διηγήθηκε ὅλα τά προαναφερθέντα γεγονότα. Ὁ κυνηγὸς μὲ τὴν σειρὰ του τὰ κατέγραψε καὶ παρέδωσε τὸ χειρόγραφο (το ὁποῖο σώζεται μέχρι σήμερα σὲ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Ὅρους) στοὺς πρώτους Μοναχοὺς ποὺ εἶχαν ἀρχίσει νὰ συνάζονται στὰ ὅρια τῆς σημερινῆς Μονῆς τῶν Ἰβήρων. Ἀργότερα ἀπ’ αὐτὸ τὸ χειρόγραφο, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τὸν 14ον αιώνα, συνέγραψε τὸν βίο τοῦ Ὁσίου Πέτρου τοῦ Ἀθωνίτου καὶ ἡ Ἐκκλησία μας τὸν τιμᾶ στὶς 12 Ἰουνίου.
Τὰ ὅσα ἄκουσε ὁ Ὅσιος Πέτρος ἀπὸ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἐπαληθεύτηκαν ὅλα, στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων. Τὸ Ὅρος ὀνομάστηκε Ἅγιο καὶ γέμισε ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη μὲ Μοναχούς. Χτίστηκαν Μοναστήρια, Σκῆτες, Καλύβες καὶ κατοχυρώθηκε τὸ Ἄβατο μὲ Αὐτοκρατορικὰ χρυσόβουλα. Ἡ ἴδια ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος προστάτευσε αὐτὸ ἀπὸ πειρατές, Τούρκους, Γερμανοὺς καὶ πολλοὺς ἄλλους ἐχθρούς. Δὲν ἔλειψε ποτὲ τὸ σιτάρι καὶ τὸ λάδι ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὅρος, σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεση τῆς Παναγίας, ποὺ εἶπε ὅτι Αὐτὴ θὰ εἶναι Τροφός. Πάντα μὲ θαυματουργικὸ τρόπο γέμιζαν οἱ ἀποθῆκες τροφίμων τῶν Μονῶν, μὲ τὰ ἀπαραίτητα τρόφιμα. Καὶ σὰν ἀπόδειξη ὅτι πρεσβεύει γιὰ τελεία ἄφεση ἁμαρτιῶν, εἶναι ὅτι οἱ Μοναχοὶ στὸ Ἅγιον Ὅρος ὅταν πεθαίνουν δὲν παγώνουν, ἀλλὰ παραμένουν εὔκαμπτοι καὶ μὲ θερμοκρασία σώματος, μέχρι τὴν ἄλλη ἡμέρα ὅπου καὶ τοὺς θάπτουν στὸν τάφο.
Μέχρι σήμερα ἡ ἴδια ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, στέκεται φρουρὸς ἀπροσπέλαστος γιὰ τὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ ἀλίμονο σ’ αὐτὸν ποὺ θὰ τολμήσει νὰ βλάψει μὲ τὸν ὁποιονδήποτε τρόπο αὐτὸν τὸν τόπο.
Ποίημα - Ὅσιος Πέτρος ὁ Ἀθωνίτης:
12 Ἰουνίου
Γεννήθηκε ὁ Ἅγιος
στοῦ Κωνσταντίνου Πόλι, Μεγάλωσε καὶ ὁ
βασιλιὰς εἰς τὸν στρατὸ τὸν βάζει, Ἔγινε τότε πόλεμος,
τὸν πιάσαν οἱ βάρβαροι, Σὲ φρούριο ἀραβικὸ
τὸν εἴχανε κλεισμένο, Ὁ Πέτρος ἐκαταλαβε
γ᾿ αὐτὰ ποὺ εἶχε πάθει, Ἔκλαιγε καὶ
μετάνιωσε γιατὶ εἶχε ἀθετήσει, Ἐπέρασε πολὺν καιρὸ
στὴ φυλακὴ κλεισμένος, Τὸν ἅγιο Νικόλαο στὴ
θλίψη του τὴν τόση, Στὸν ἅγιο Νικόλαο εἶπε
τὴν ἁμαρτία, Ὅταν τὸν παρακάλεσε
τοῦ εἶχε πεῖ ἀκόμη, Μιὰ ἑβδομάδα
προσευχή, νηστεία, ἀγρυπνοῦσε, Ὁ Ἅγιος Νικόλαος εὐθὺς
κοντά του τρέχει, Ἀκόμα τοὖπε ὁ Ἅγιος
γιὰ νὰ παρακαλέσῃ, Οἱ ἅγιοι Νικόλαος
καὶ Συμεὼν στὴ φυλακὴ πηγαίνουν, Ὁ Ἅγιος Νικόλαος τὸν
ὁδηγεῖ στὴ Ρώμη, Ὁ Ἅγιος Νικόλαος εἰδοποιεῖ
τὸν Πάπα, Ὁ Πάπας τὸν ἐκούρευσε,
καλόγερο τὸν κάνει, Ὁ Πέτρος τότε ἔφυγε
εὐθὺς ἀπὸ τὴ Ρώμη, Τριάντα δύο
γραμμάρια ψωμὶ ἦν ἡ τροφή του, Καὶ εὐθὺς κατόπιν ἄραξαν
σὲ ἥσυχο λιμάνι, Ὄμορφα ταξιδεύανε
στὴ θέσι ὅμως περδίκι, Οἱ ναῦτες τότε ἀπόρησαν
σὰν εἴδανε τὸ θαῦμα, Τοὺς εἶπε ὅτι ἔπρεπε
ἐκεῖ νὰ τὸν ἀφήσουν, Οἱ ναῦτες ἐλυπηθηκαν
διὰ τὴν συντροφιά του, Ἀφοῦ ἐκεῖ τὸν ἄφησαν,
τοὺς εἶχε εὐλογήσει, Ὁ Πέτρος μόνος ἔμεινε
κάνει τὴν προσευχή του, Εὑρῆκε ἕνα σπήλαιο
μὲ ἄγρια θηρία, Κάθισε ἐκεῖ ὁ Ἅγιος
κάνει τὴν προσευχή του, Τὴν τόλμη, τὴν ἀνδρεία
του καὶ τὴν ὑπομονή του, Ξεσήκωσε τοὺς
δαίμονες μὲ τόξα καὶ μὲ βέλη, Ὁ Ἅγιος ἐσήκωσε τὰ
μάτια τῆς ψυχῆς του, Σὰν ἄκουσαν οἱ
δαίμονες ὄνομα Παναγία, Καὶ πάλι
προσευχήθηκε εἰς τὸν Θεὸν Πατέρα, Πενήντα ἡμέρες
πέρασαν, ἦρθαν μὲ ἄλλο τρόπο, Στὸν Ὅσιο ὁρμήσανε
γιὰ νὰ τὸν θανατώσουν, Κάνει σημεῖο τοῦ
σταυροῦ εὐθὺς στὸ πρόσωπό του, Ξανὰ παρουσιάζεται ὁ
σατανᾶς ἐμπρός του, Νὰ φύγῃ ἀπ᾿ τὸ
σπήλαιο, στὸν κόσμο νὰ γυρίσῃ, Ἀκόμα καὶ μὲ
κήρυγμα κόσμο θὰ ὠφελήσῃ, Κλονίστηκε ὁ Ἅγιος,
ταράχτηκε ἡ ψυχή του, Τοῦ λέγει· ἐδῶ μὲ ἔφερε
ἡ Παναγιὰ Μητέρα, Σὰν ἄκουσε ὁ
δαίμονας ὄνομα Παναγία, Καὶ πάλι σὰν ἐπέρασαν
ἑπτὰ περίπου ἔτη, Τοῦ λέγει· εἶμαι ἀρχάγγελος,
Θεὸς σοῦ παραγγέλνει, Δὲν φεύγω, λέγει, ἀπ᾿
ἐδῶ ποὺ ἔχω κατοικία, Ὁ διάβολος σὰν ἤκουσε
ὄνομα Παναγία, Ὁ Πέτρος ὁ μακάριος
γνώρισε πονηρία, Ὁ Ἅγιος Νικόλαος
μαζὶ καὶ ἡ Παναγία, Τοῦ λένε· τώρα καὶ ἑξῆς
διάβολο μὴ φοβᾶται, Τὴν ἄλλη μέρα τὸ
πρωὶ ἄγγελος φέρνει μάννα, Ὁλόγυμνος ἐγύριζε τὴν
γῆ τὴν εἶχε κλίνη, Ὑπέμεινε τὰ λυπηρὰ
στὴν ἀνθρωπίνη φύσι, Κάποτε κάποιος
κυνηγὸς πῆγε νὰ κυνηγήσῃ, Ἡ ἔλαφος ἐστάθηκε
στὸ σπήλαιο Ὁσίου, Ὁ κυνηγὸς τὸν ἀσκητὴ
εἶδε καὶ ἐφοβήθη, Ἄνθρωπος εἶμαι ἁμαρτωλός,
τοῦ εἶπε, σὰν ἐσένα, Συγκίνησε τὸν κυνηγὸ
καὶ ἤθελε μαζί του, Τότε τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος
στὸ σπίτι του νὰ πάῃ, Καὶ τὴν περιουσία
σου δῶσ᾿ ἐλεημοσύνη, Τὸ ἔτος ὅταν πέρασε
ὁ κυνηγὸς διαβαίνει, Πρῶτος πῆγε στὸ
σπήλαιο ὁ κυνηγὸς κατόπι, Τὸν ζήτησε ὁ
κυνηγός, τὸν βλέπει ἀποθαμένο, Καὶ τότε ἐλυπήθηκε ὁ
κυνηγὸς καὶ κλαίει, Ἦν καὶ ἀδελφὸς τοῦ
κυνηγοῦ τὸν εἴχανε μαζί τους, Ἄγγιξε τ᾿ ἅγιο
λείψανο τότε ὁ δαιμονισμένος, «Πέτρε, γυμνέ,
ξυπόλητε, πενήντα τρία χρόνια, Οἱ ἄλλοι ὅταν ἄκουσαν
δαίμονας νὰ μιλάει, Σὲ λίγη ὥρα ἔλαμψε Ὁσίου
λείψανό του, Ὁ ἄνθρωπος κάτω στὴ
γῆ ἦταν σὰν πεθαμένος, Ὁ ἀσθενὴς τότε εὐθὺς
κάνει εὐχαριστία, Οἱ μοναχοὶ μὲ
δάκρυα τὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου, Τὸ πλοῖο ἐσταμάτησε
εἰς τὴν μονὴν Ἰβήρων, Στὴν ἐκκλησία τὄβαλαν
καὶ θαύματα τελοῦσε, Ὁ κυνηγὸς καὶ ὁ ἀδελφὸς
ἐπῆραν εὐλογία Τὸ ἱερόν του
λείψανο τοῦ Πέτρου τοῦ Ὁσίου, Ὦ Ἀθωνίτη Ἅγιε κάνε
τὴν προσευχή σου, |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου