Πρώτη: γιὰ ὑπενθύμιση δική του.
Δεύτερη: πρὸς ὠφέλεια τῶν ἄλλων.
Τρίτη: ἡ συγγραφὴ ἀπὸ ὑπακοή».
Οἱ ἅγιοι Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας μας ἔγραφαν ἑδραζόμενοι καὶ ἐκκινούμενοι καὶ ἀπὸ τὶς τρεῖς αἰτίες. Αὐτὸ εἶναι περιττὸ νὰ σημειωθεῖ. Οἱ θεόπνευστες γραφές τους, τὰ μυρίπνοα ἄνθη τους, νῦν καὶ ἀεὶ θὰ μοσχοβολοῦν, θὰ φωτίζουν τὸν κόσμο καὶ θὰ ὁδηγοῦν ὅσους «κλήσεως ὀρθοδόξου τυγχάνουν» στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Εἴμαστε στὴν καρδιὰ τῆς ἄνοιξης. Βγῆκαν ἐπιτέλους «τὰ ἄνθια καὶ οἱ καρποί». «Ἡ φύσις ηὖρε τὴν καλὴ καὶ τὴν γλυκιά της ὥρα», γιὰ νὰ θυμηθοῦμε καὶ Διονύσιο Σολωμό. Καὶ γιὰ νὰ συμπληρώσω τὴν παρότρυνση τοῦ Ἐλύτη, ὀφείλουμε, «ὅταν θολώνει ὁ νοῦς καὶ μᾶς βρίσκει τὸ κακό», νὰ μνημονεύσουμε καὶ τὸν ἄλλο κεραστὴ τῆς ἀειθαλοῦς μας Παράδοσης, τὸν ἀνοξείδωτο Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Ἂν μὴ τί ἄλλο καὶ οἱ δύο ἔγραφαν πρὸς ὠφέλεια ἄλλων. Καὶ εὐτυχῶς στὶς ἡμέρες τους δὲν ὑπῆρχαν τὰ «σχόλια» τῶν ἀναγνωστῶν στὰ διάφορα ἱστολόγια, τὰ ὁποία τροφοδοτοῦν ἐν πολλοῖς τὴν ἔπαρση καὶ τὴν δοκησισοφία. Ἔχουν οἱ παρδαλοειδεῖς παρουσιαστὲς τῶν μεγαλοκαναλιῶν τὶς μετρήσεις τηλεθέασης, ἔχουμε καὶ ἐμεῖς οἱ ποικιλώνυμοι γραφιάδες, τὰ «χτυπήματα» καὶ τά… ἄυλα χειροκροτήματα τῶν ἐπισκεπτῶν, ὅλα βέβαια πρὸς ὠφέλειαν τοῦ ἑαυτοῦ μας ποὺ διψᾶ γιὰ ἀναγνώριση. Ἂς γυρίσουμε ὅμως στὴν ἀκατάκριτο, ἀληθῆ καὶ ἀνόθευτο γραφὴ τοῦ Παπαδιαμάντη. Διαβάζω τοῦτες τὶς ἡμέρες τὰ λεγόμενα θρησκευτικά του ἄρθρα. Χαρακτηριστικό τῆς ταπείνωσης τοῦ Παπαδιαμάντη εἶναι ἡ, ἐν εἴδει ἐξομολογήσεως, συγγνώμη ποὺ ζητᾶ ἀπὸ τὸν Ἀη Γιώργη, ἐπειδὴ ἀναφέρεται σ΄αὐτόν. «Κι ἐμένα, Ἄη μου Γιώργη, νὰ μοῦ συγχωρήσης τὸ εὐτελὲς καὶ σχεδὸν παιγνιῶδες τοῦτο ἀρθρίδιον, συγκαταβαίνων εἰς τὴν ἀδυναμίαν μου, καθὼς συγκατέβης εἰς τὴν ἁπλοϊκότητα τοῦ παιδίου του παίζοντος τὶς ἀμάδες. Θεώρησόν με ὡς παιδίον τὰς φρένας, καίτοι ἀνδρᾶν τὴν ἡλικίαν». (Ἔκδ. «Γιοβάνης», τόμ. 5, σελ. 343). Δὲν γράφει ὁ μέγιστος τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων ὡς ἐξουσίαν ἔχων οὔτε βουτᾶ τὸν καλάμό του στὰ θολόνερα τῆς ἐπίδειξης. Γράφει ὅπως ζεῖ καὶ ζεῖ ὅπως γράφει. Θυμίζει τὸ προεκτεθὲν τὴν παρρησία τοῦ Μακρυγιάννη στὸν Ἄη Γιάννη τὸν Πρόδρομο, «τὸν ἀληθινὸν φίλο καὶ εὐεργέτη» του, ὅταν τὸν «πέθανε εἰς τὸ ξύλο» ὁ θεῖος του στὸ «παγγύρι», ἐπειδὴ τζάκισε τὸ ντουφέκι του. Καὶ ἐκεῖνος, μὲ μετάνοιες καὶ φωνές, ἔκαμε «τὶς συμφωνίες μὲ τὸν ἅγιον». Μετάνοιες ὁ ἕνας, συγγνῶμες γιὰ τὴν εὐτέλειά του ὁ ἄλλος, ποιοί; Οἱ κορυφαῖοι, κατὰ τὸν Σεφέρη, συγγραφεῖς μας. Γι΄ αὐτὸ τὰ κείμενά τους, ἀκόμη καὶ ὅταν περιέχουν ὀδυνηρὲς ἀλήθειες καὶ κεντοῦν ἀποστήματα, ἀναδίδουν ἄρωμα ὀρθοδοξίας καὶ φιλοπατρίας. Σημειώνει ὁ Παπαδιαμάντης στὸ ἄρθρο του μὲ τίτλο «Θρησκευτικαὶ ἐορταί»: «Ὅταν ἐκανόνιζον τὰ τῶν θρησκευτικῶν ἑορτῶν οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας πατέρες, εἶχον ὑπ’ ὄψιν τους λαὸν εὐσεβῆ καὶ καρδίας ἐν φόβῳ Κυρίου, χρησιμοποιοῦσας ταύτας πρὸς τὴν θείαν λατρείαν καὶ τὴν προσευχήν. Πρῶτοι οὗτοι, ἂν ἠδύναντο νὰ προϊδωσι τίνι τρόπω χρησιμοποιούσι τὰ πλήθη τὴν ὑπὸ τῶν θρησκευτικῶν ἑορτῶν ἐπιβαλλομένην ἀργίαν, πρῶτοι οὗτοι θὰ ἐψήφιζον ὑπὲρ καταργήσεως αὐτῶν». Θὰ τὶς καταργοῦσαν οἱ Πατέρες τὶς θρησκευτικὲς ἀργίες, ἂν ἤξεραν ὅτι θὰ ἀσχολούμαστε μὲ τὴν ἔλλειψη ἢ τὴν τιμὴ τοῦ ὀβελία, ὅπως λένε καὶ ξαναλένε οἱ κολοκυθολογοῦντες τῶν δελτίων. Καὶ μακαρίζεται ἡ ἐποχὴ τοῦ Παπαδιαμάντη σὲ σύγκριση μὲ τὴν δικιά μας. Τότε σχεδὸν ὅλοι, εἴτε προφάσει εἴτε ἀληθεία, νήστευαν καὶ ἐκκλησιάζονταν. Τώρα τὸ πρωὶ «παπάρα μὲ γάλα καὶ δημητριακὰ» καὶ τὸ βράδυ «Ἀναστήτω ὁ Θεὸς» καὶ τροχαδὸν στὸ σπίτι γιὰ νὰ ντερλικώσουν… Καὶ ἂς εἴμαστε εἰλικρινεῖς. Πόσοι Ἕλληνες, βαπτισμένοι Χριστιανοί, αἰσθάνονται βαθιὰ λύπη καὶ ἀπογοήτευση γιὰ τὴν ὥρα τῆς ἐνάρξεως τῆς ἀναστάσιμης ἀκολουθίας; Μήπως δὲν χαίρονται κάποιοι ποῦ θὰ στρωθοῦν στὸ τραπέζι νωρίς, γλιτώνοντας στομαχικὲς παρενέργειες, ὅπως ἄκουσα μὲ τὰ ἴδια τὰ αὐτιά μου, ἀπὸ σοῦπερ χριστιανὸ κατὰ τὰ ἄλλα; Δὲν ὑπῆρχε παπὰς ποὺ ἔλεγε τὰ προηγούμενα χρόνια, πρὶν ἀπὸ τὸν κορονοϊό, μετὰ τὴν Ἀνάσταση, «καλὰ Χριστούγεννα» καὶ τὰ Χριστούγεννα, «καλὴ Ἀνάσταση», στοὺς πολυπληθεῖς ἐπισκέπτες τοῦ ναοῦ, γιατί τότε θὰ τοὺς ξανάβλεπε; Δὲν περίμεναν, παλαιότερα, οἱ ἱερεῖς τῶν χωριῶν ὅλους τους κατοίκους, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἐν ἀσθενεία ὄντες, γιὰ νὰ ποῦν τὸ «Χριστὸς ἀνέστη»; Εἶναι ψέματα αὐτά; Δὲν ἔρχονται, στὶς μέρες μας, οἱ περισσότεροι στὶς δώδεκα παρὰ πέντε καὶ φεύγουν καὶ πέντε; Εἴμαστε σήμερα λαὸς εὐσεβὴς μὲ φόβο Κυρίου στὶς καρδιές μας; Δὲν ξεβράστηκαν μὲ τὴν περίεργη αὐτὴ ἀσθένεια ἡ ἀσέβεια καὶ ἡ ἀπιστία μας; Νὰ ρωτήσω καὶ τοῦτο. Ἂν δὲν ὑπῆρχαν οἱ ἀποστάσεις καὶ τὰ λοιπὰ μέτρα προφύλαξης, θὰ γέμιζαν οἱ ναοί; (Δὲν εἰσέρχομαι σὲ θεολογικὲς ἀναλύσεις, γιατί οὔτε αξιος εἶμαι οὔτε τὰ κατέχω καλά. Καὶ δὲν εἶμαι καὶ ἀρκετὰ νέος γιὰ νὰ τὰ ξέρω ὅλα).
Ἀλλὰ ἂς γυρίσουμε στὰ λόγια τοῦ Παπαδιαμάντη, ποὺ ἔχουν τὴν χάρη, «νὰ κάνουσι κάθε καρδιὰ παρηγοριὰ νὰ πάρει». (Ἐρωτόκριτος). Στὸν ἐπίλογο τοῦ ἀναστάσιμου ἄρθρου του γιὰ τὸν Ἄη Γιώργη, θὰ γράψει προσευχητικῶς: «Ἀλλ’ εἴθε ν’ ἀνατείλη ταχύτερον, Ἄη μου Γιώργη, ἡ εὐλογημένη ἐκείνη ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Γένους καὶ ἔθνος τοσούτον ἔχον περικείμενος νέφος μαρτύρων, τοσούτους μετά σου πρέσβεις πρὸς Θεόν, ἐκ τοῦ αἵματός του καὶ ἐκ τῶν σπλάχνων του, δὲν μέλλει ποτὲ νὰ ἐγκαταλειφθῆ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τῶν πατέρων του. Εἴθε ν’ ἀνατείλη ἡ ἡμέρα ἐκείνη ὡς τάχιστα λεβέντη μου, ἀστραπόμορφε καὶ πρῶτε καβαλάρη, Ἄη μου Γιώργη, εἴθε!». Ἂς θεωροῦμε τοὺς ἑαυτοὺς μας μακάριους ποὺ εἴμαστε Χριστιανοὶ Ὀρθόδοξοι, θὰ πεῖ καὶ ὁ Κόντογλου, γιατί πολυτιμότερο πράγμα ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία, δὲν ὑπάρχει στὸν κόσμο. Καλὴ Ἀνάσταση!!
Δημήτρης Νατσιὸς
δάσκαλος-Κιλκὶς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου