29 Ιαν 2021

Ἅγιος Νεομάρτυς Δημήτριος ὁ Χιοπολίτης

Λάμπρου Κ. Σκόντζου, Θεολόγου - Καθηγητοῦ
Μία πλειάδα Νεομαρτύρων εἶχε ἐξισλαμισθεῖ μὲ τὸ ζόρι καὶ κατόπιν ἐπιστρέφοντες στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ὑπέστησαν τὸ μαρτύριο. Σὲ αὐτὴ τὴν κατηγορία ἀνήκει καὶ ὁ ἅγιος Νεομάρτυς Δημήτριος ὁ Χιοπολίτης.
Γεννήθηκε στὴ Χίο, στὴ συνοικία Παλαιοκάστρο, στὰ τέλη τοῦ 18ου αἰώνα ἀπὸ γονεῖς φτωχοὺς καὶ ἁπλοϊκούς, ἀλλὰ ὅμως μὲ στερεὴ εὐσέβεια καὶ πίστη στὸ Θεό. Ὅταν μεγάλωσε μετέβη μὲ τὸν μεγαλύτερο ἀδελφό του Ζαννή στὴν Κωνσταντινούπολη πρὸς ἀναζήτηση ἐργασίας, διότι ἡ ζωὴ στὸ ἄγονο νησὶ ἦταν δύσκολη. Προσλήφτηκαν σὲ κάποια ἐπιχείρηση ὡς κλητῆρες. Μετὰ ἀπὸ καιρὸ ὁ ἀδελφός του παντρεύτηκε καὶ ἀργότερα ἀρραβωνιάστηκε καὶ ὁ Δημήτριος μία νέα ἀπὸ τὸ Σταυροδρόμι τῆς Πόλης. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν πῆρε τὴ συγκατάθεση τοῦ ἀδελφοῦ του καὶ τοῦ ἀφεντικοῦ του, ἐκδιώχτηκε ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ τὴν ἐργασία του.

Τὸ γεγονὸς αὐτὸ λύπησε ἰδιαίτερα τὸ Δημήτριο καὶ τὸν ἔριξε σὲ ἀπελπισία, διότι δὲν εἶχε καθόλου χρήματα νὰ ζήσει. Ἀλλὰ μέσα στὴ λύπη καὶ τὴν...

ἀπόγνωσή του θυμήθηκε ὅτι κάποιος ἐπιφανὴς καὶ πλούσιος τοῦρκος τοῦ ὄφειλε κάποια χρήματα, ἀπὸ παλιὰ δούλεψή του σ’ αὐτόν. Πῆγε λοιπὸν νὰ τοῦ τὰ ζητήσει, μὴ γνωρίζοντας τὴν τραγωδία ποὺ τὸν περίμενε. Τὴν καλοστημένη παγίδα ποὺ τοῦ εἶχε στήσει ὁ διάβολος.

       Ὅταν ἔφτασε στὸ ἀρχοντικό τοῦ τούρκου, ὁ ἴδιος ἔλειπε καὶ τοῦ ἄνοιξε ἡ κόρη του, μία ἔκφυλη νέα. Μόλις ἀντίκρισε τὸ Δημήτριο, ὁ ὁποῖος ἦταν τότε εἴκοσι δύο ἐτῶν καὶ ἀσυνήθιστα ὄμορφος, κυριεύτηκε ἀπὸ σφοδρὸ ἐρωτικὸ πόθο γι’ αὐτόν. Τὸν καλοδέχτηκε, τὸν ὁδήγησε στὸ σαλόνι τοῦ σπιτιοῦ καὶ τὸν φίλεψε καφὲ καὶ γλυκίσματα καὶ καπνό. Τοῦ εἶπε νὰ περιμένει τὸν πατέρα της, προκειμένου νὰ τοῦ δώσει τὰ χρωστούμενα. Μετὰ ἀπὸ λίγο δὲν ἔχασε καιρὸ καὶ τοῦ ἐπιτέθηκε μὲ ἀνήθικες προθέσεις. Ἐκεῖνος σάστισε καὶ τὴν ἀπώθησε. Τότε ἐκείνη τὸν προειδοποίησε πὼς ἂν δὲν ἑνέδιδε στὶς πορνικὲς ὀρέξεις της θὰ τὸν κατηγοροῦσε ὅτι τῆς ἐπιτέθηκε ἐκεῖνος καὶ τότε τὸ μόνο ποὺ θὰ τὸν ἔσωζε ἦταν ὁ ἐξισλαμισμός, διαφορετικὰ ὁ θάνατος. Ὁ Δημήτριος δυστυχῶς ἐνέδωσε καὶ διέπραξε τὴν ἁμαρτία, χωρὶς νὰ τὸ θέλει ὁ ἴδιος, ἀλλὰ γιὰ νὰ γλυτώσει τὴ ζωή του, ὅπως ἔγραψε ἀργότερα στοὺς δικούς του. Ἀλλὰ καὶ δεύτερη δυστυχία τὸν βρῆκε, ἡ τουρκοπούλα δὲν τοῦ ἐπέτρεπε πιὰ νὰ φύγει ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ ἔβαλε φρουροὺς νὰ τὸν φυλάγουν, γιὰ νὰ συνηθίσει στὴ νέα του ζωή. 

       Πόνος καὶ θλίψη κυρίευσαν τὴν ψυχή του. Κάθε μέρα καὶ περισσότερο συνειδητοποιοῦσε τὸ μεγάλο κρίμα ποὺ ἔβαλε στὸ κεφάλι του. Προσπάθησε ἀρκετὲς φορὲς νὰ τὸ σκάσει ἀλλὰ δὲν τὰ κατάφερε.

       Πέρασαν δύο ἐφιαλτικοὶ μῆνες στὸ τούρκικο ἀρχοντικό. Προσευχόταν μυστικὰ καὶ παρακαλοῦσε τὸ Θεὸ νὰ τὸν ἀπαλλάξει ἀπὸ αὐτὸ τὸ μαρτύριο. Κάποιο βράδυ, στὴν περίοδο τοῦ ραμαζανίου καὶ ἐνῶ ὅλοι στὸ σπίτι κοιμοῦνταν βαθιά, ἀπὸ τὸ πολὺ φαγητὸ καὶ ποτό, ἔκαμε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ κατόρθωσε νὰ ξεφύγει. Ἔτρεξε στὴ συνοικία τοῦ Σταυροδρομίου στὸ σπίτι ἑνὸς φίλου του Χριστιανοῦ, τὸν ὁποῖο παρακάλεσε νὰ τὸν κρύψει. Ἐκεῖνος τὸν δέχτηκε καὶ τὸν ἔκρυψε. Ὁ Δημήτριος κλεισμένος στὸ ἀπόμερο δωμάτιό του ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητα μέρα καὶ νύχτα. Θρῆνοι καὶ κοπετοὶ ἀκουγόταν σὲ ὅλο τὸ σπίτι. Ξερίζωνε τὰ μαλλιά του καὶ ξέσχιζε τὰ μάγουλά του ἀπὸ τοὺς θρήνους του καὶ τὸ κακὸ ποὺ τὸν βρῆκε, Κάκιωνε τὸν ἑαυτό του, ποὺ δὲν ἀντιστάθηκε στὴν ἔκφυλη τουρκοπούλα. Παρακάλεσε τὸ φίλο του νὰ ἔρθει πνευματικὸς στὸ σπίτι γιὰ νὰ ἐξομολογηθεῖ τὸ μεγάλο κρίμα του. Ἐξομολογήθηκε μὲ ἀστείρευτα δάκρια, μετανιώνοντας πικρὰ γιὰ τὴν διπλὴ ἁμαρτία του, τὴν πορνεία καὶ τὴν ἀποστασία.

      Ἡ ἐξομολόγηση ἁπάλυνε τὸν πόνο του καὶ γαλήνεψε τὴν ψυχή του. Εἶχε πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ μαρτυρήσει, προκειμένου νὰ ξεπλύνει τὸ ἀνόμημά του. Ἔστειλε μήνυμα στὸν ἀδελφό του νὰ συμφιλιωθεῖ μαζί του καὶ ἔστειλε γράμμα στοὺς γονεῖς του, στὸ ὁποῖο τοὺς ἐξηγοῦσε τὴν πρόθεσή του νὰ ὁμολογήσει τὸ Χριστό, κάτι ποὺ δὲν ἔκαμε ὅταν ἔπρεπε. Τοὺς ζητοῦσε νὰ τὸν συγχωρήσουν γιὰ τὶς ἀνάρμοστες πράξεις του καὶ νὰ μὴ λυπηθοῦν, ἀλλὰ νὰ χαροῦν γιὰ τὴν ἀπόφασή του νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸ Χριστό. Νὰ τοῦ δώσουν τὴν εὐχή τους νὰ μὴ δειλιάσει στὰ βασανιστήρια ποὺ τὸν περίμεναν. Τὸ γράμμα τὸ ἔδωσε στὸν πνευματικό του νὰ τὸ στείλει ἐκεῖνος στοὺς γονεῖς του, συμπληρώνοντας τὸ μαρτυρικό του τέλος. 

      Κατόπιν ἄρχισε μία σκληρὴ προετοιμασία, μὲ ἀδιάκοπη προσευχή, νηστεία μὲ ἐλάχιστο ψωμὶ καὶ νερό, ἀμέτρητες μετάνοιες, ἀγρυπνία καὶ ἀνάγνωση ψυχωφελῶν βιβλίων. Δὲν ἄργησε νὰ ἀξιωθεῖ θείων ὀπτασιῶν καὶ ἀποκαλύψεων, τὶς ὁποῖες διηγοῦνταν στὸν πνευματικό του. Ἐκεῖνος προσπάθησε νὰ τὸν ἀποτρέψει ἀπὸ τὸ μαρτύριο, λέγοντάς του πὼς ὑπῆρξε κίνδυνος νὰ δειλιάσει ἀπὸ τοὺς ἀφόρητους πόνους καὶ πὼς ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι τρόποι σωτηρίας. Τὸν συμβούλεψε νὰ φύγει μακριὰ καὶ νὰ ζήσει ἐν μετανοία. 

      Ἀλλὰ ὁ Δημήτριος παρέμεινε ἀμετάπειστος. Τότε ὁ ἱερέας τοῦ διάβασε τὶς κανονισμένες εὐχές, τὸν ἔχρισε μὲ ἅγιο Μύρο, τὸν κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ τοῦ ἔδωσε τὴν εὐχή του.

      Τὴν ἄλλη ἡμέρα βγῆκε ἀπὸ τὴν κρυψώνα του καὶ κατευθύνθηκε στὸν Καϊμακάμη (ἀστυνομικὸ διευθυντὴ) τῆς Πόλης. Παρουσιάστηκε μπροστά του καὶ μὲ θάρρος  τοῦ εἶπε: «Ἄρχοντά μου, γνωρίζετε ὅτι ἐγὼ ἤμουν Χριστιανὸς ἀλλὰ μὲ πίεσαν καὶ μὲ ἀνάγκασαν νὰ δεχθῶ τὴν μιαρὴ καὶ καταφρονημένη θρησκεία σας. Ὅμως ἐγὼ ἤμουν καὶ εἶμαι Χριστιανὸς καὶ Χριστιανὸς θέλω νὰ πεθάνω. Γι’ αὐτὸ ἦρθα ἐδῶ γιὰ νὰ ὁμολογήσω μπροστά σου πὼς ἔκανα λάθος καὶ νὰ κηρύξω τὴν ἀλήθεια τῆς ἁγίας πίστεώς μου. Ἔκανα λοιπὸν μεγάλο λάθος, τὸ ὁμολογῶ. Μία εἶναι ἡ πίστη, τῶν εὐσεβῶν καὶ ὀρθοδόξων Χριστιανῶν». Τὴν ἴδια στιγμὴ πέταξε τὸ κάλυμμα τῆς κεφαλῆς του, τὸ ὁποῖο φοροῦσαν οἱ μουσουλμάνοι. Ὅποιος τὸ ἔβγαζε δημόσια σήμαινε τὴν ἄρνηση τοῦ Ἰσλάμ.

      Ὁ Καϊμακάμης συγκράτησε τὸ θυμό του, πῆρε τὸ φέσι καὶ τοῦ τὸ ἔδωσε, τάζοντας ἀξιώματα καὶ χρήματα ἂν τὸ φοροῦσε καὶ γινόταν μουσουλμάνος. Ἀλλὰ ὁ Δημήτριος δὲν τοῦ ἔδινε σημασία. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἔδωσε διαταγὴ νὰ τὸν κλείσουν στὴν πιὸ σκοτεινὴ καὶ ὑγρὴ φυλακή, δένοντάς του τὰ πόδια μὲ ἁλυσίδες καὶ τὸ λαιμὸ μὲ τὸ βασανιστικὸ ξύλο. Ἀλλὰ ὁ ἅγιος καὶ πάλι δὲν δειλίασε, ἀλλὰ χαιρόταν καὶ περίμενε μὲ ἀνυπομονησία τὸ μαρτύριο. Τὴν ἄλλη μέρα τὸν ὁδήγησαν ξανὰ στὸν Καϊμακάμη γιὰ μία ὕστερη προσπάθεια νὰ πεισθεῖ νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Ὅμως ἐκεῖνος ἔμεινε ἀπαθὴς μπροστὰ στὶς δελεαστικὲς προτάσεις καὶ τὶς φοβέρες τους.

      Ἐκείνη τὴν ἡμέρα συνέβη πέθανε αἰφνιδίως ὁ Καϊμακάμης καὶ τὴ θέση του πῆρε ἄλλος πιὸ αὐστηρὸς καὶ φανατικὸς Καϊμακάμης, ὁ ὁποῖος πίεζε ἀσφυκτικὰ τὸ Δημήτριο νὰ ἀλλάξει γνώμη. Ἐπειδὴ ὅμως εἶδε τὴν ἀδιαλλαξία του, τὸν παρέδωσε στοὺς ἀνελέητους ἀστυνομικούς του νὰ τὸν βασανίσουν. Τοῦ ἔδωσαν πάνω ἀπὸ ἑπτακόσιους ραβδισμοὺς καὶ τὸν γύμνωσαν καὶ ξάπλωσαν σὲ βασανιστικὴ σανίδα, δένοντάς του σφικτᾶ καὶ ρίχνοντάς του παγωμένο νερὸ στὸ σῶμα (ἦταν χειμώνας καὶ ἔκανε δριμὺ ψύχος). Μετὰ ἔκαιγαν κεραμίδια καὶ τοῦβλα τὰ ὁποῖα ἔβαζαν στὸ πρόσωπο καὶ τὶς μασχάλες του. Ὁ Μάρτυς τὰ ὑπόμενε χωρὶς νὰ βγάλει τὴν παραμικρὴ κραυγή, παρὰ μόνο δοξολογοῦσε τὸ Θεό, ὁ Ὁποῖος τὸν ἀξίωσε νὰ πάθει γιὰ χάρη Του!

      Ἡ τουρκοπούλα, ἡ ὁποία τὸν εἶχε παρασύρει στὴν ἁμαρτία, ἔμαθε γι’ αὐτὸν καὶ πῆγε στὴ φυλακὴ νὰ τὸν δεῖ. Προσπάθησε μὲ δόλιους λόγους νὰ τὸν πείσει νὰ ἀρνηθεῖ τὸ Χριστό, νὰ τὸν παντρευτεῖ καὶ νὰ τὸν κάνει ἄρχοντα. Ἀλλὰ καὶ πάλι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ τὸν προστάτεψε. Ὁ Δημήτριος ἔμεινε ἀπαθὴς στὶς αἰσχρὲς προτάσεις τῆς ἀσελγοῦς μουσουλμάνας.

       Οἱ συμπατριῶτες του χριστιανοὶ τῆς Πόλης συγκέντρωσαν χρήματα γιὰ νὰ τὸν ἐξαγοράσουν ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἰσχυριζόμενοι ὅτι ἦταν τρελός. Οἱ Τοῦρκοι συμφώνησαν ἀλλὰ διαφώνησε ὁ Δημήτριος, ὁ ὁποῖος δὲν δέχτηκε τὴν ἀπελευθέρωσή του καὶ τοὺς παράγγειλε νὰ προσεύχονται γιὰ ἐκεῖνον, νὰ κρατηθεῖ ὡς τὸ τέλος ἑδραῖος στὸ μαρτύριό του.

       Μετὰ ἀπὸ ἐννέα δραματικὲς ἡμέρες ἀφόρητων βασανιστηρίων, βγῆκε ἡ καταδικαστικὴ ἀπόφαση: θάνατος διὰ ἀποκεφαλισμοῦ. Τὸ ὁδήγησαν στὸν τόπο τῆς ἐκτέλεσης, ὅπου εἶχαν μαζευτεῖ πολλοὶ μουσουλμάνοι νὰ χαροῦν τὸ θάνατο τοῦ «ἀπίστου», ἀλλὰ καὶ πολλοὶ χριστιανοὶ νὰ θαυμάσουν τὸν ἡρωικὸ Μάρτυρα τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ὁ δήμιος σήκωσε τὸ φονικὸ ξίφος, ὁ Δημήτριος ἀναφώνησε: «Μνήσθητί μου, Κύριε, ἐν τῇ βασιλείᾳ Σου». Σὲ ἐλάχιστα δευτερόλεπτα φτερούγησε ἡ ψυχή του στὰ οὐράνια, γιὰ νὰ συναντήσει τὸ Χριστό. Ἦταν 29 Ἰανουαρίου τοῦ 1802.

        Ἀλλὰ ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἔγινε τὸ ἀπροσδόκητο. Οἱ παρακολουθοῦντες τὸ μαρτυρικὸ τέλος τοῦ Μάρτυρα ὅρμησαν γιὰ νὰ πάρουν κάτι ἀπὸ τὸ ἁγιασμένο σῶμα του. Βουτοῦσαν ὑφάσματα στὸ αἷμα του καὶ ἔπαιρναν τεμάχια ἀπὸ τὰ αἱματοβαμμένα ροῦχα του. Μάταια προσπαθοῦσαν οἱ δήμιοι νὰ τοὺς ἐμποδίσουν, μὲ ραβδισμοὺς καὶ προπηλακισμούς! Μάλιστα δόθηκε ἐντολὴ νὰ μὴν δοθεῖ τὸ τίμιο λείψανό του στοὺς χριστιανοὺς νὰ ταφεῖ, ἀλλὰ νὰ ριχτεῖ στὴ θάλασσα. Ὅμως κάποιος δήμιος, προφανῶς δωροδοκούμενος, τὸ παρέδωσε νὰ ταφεῖ στὴ νῆσο Πρώτη, μέσα σὲ ναὸ ἑνὸς μοναστηρίου.

      Ὁ τάφος του ἦταν πηγὴ θαυμάτων, τὰ ὁποία ἀναφέρει στὸ συναξάρι του ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος Πάριος, ὁ ὁποῖος τὸ κατέγραψε. Ἡ μνήμη του τιμᾶται στὶς 29 Ἰανουαρίου.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.