τοῦ Ἀθανασίου Νεοφωτίστου, ὁμοτίμου Προέδρου τῆς ΠΕΓ
Ἡ «μονολόγιστη» αὐτὴ προσευχή, ἡ «εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ», ἀποτελεῖ τὴν ἀκατάπαυστη κραυγὴ τοῦ πιστοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ πρὸς τὸ Θεὸ γιὰ τὴ σωτηρία του. Μ' αὐτὴ τὴν προσευχὴ μποροῦμε νὰ προσευχόμαστε παντοῦ καὶ πάντοτε σὲ κάθε δουλειὰ καὶ σὲ κάθε περίσταση. Μπορεῖ νὰ τὴ λέγει κανεὶς νοερὰ καὶ τὴν ὥρα τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀκολουθιῶν, ἀλλὰ κυρίως ὅταν ἐργασία ἡ ἀρρώστια, σὲ κρατοῦν, μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Μ' αὐτὴ τὴν «νοερὰ» προσευχή, ἡ φλεγόμενη ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου ψυχή, ἀναζητᾶ ἐπίμονα Αὐτὸν ποὺ μπορεῖ νὰ τὴν σώσει.
Εἶναι ἡ «εὐχὴ» «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησον μὲ» ἡ ζωντανὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ ρέει ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ μέσα στοὺς αἰῶνες καὶ συνοψίζει ὁλόκληρη τὴ δογματική της Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας.
Στὴν σύγχρονη ὅμως ἐποχή, ἐποχὴ τῆς ἀσύστολης προπαγάνδας καὶ τῆς ἀπάνθρωπης «ἐπιχείρησης» «διανοητικοῦ χειρισμοῦ» τῶν ἀτόμων ἀπὸ μέρους ὀργανώσεων καὶ ὁμάδων, ποὺ σὰν ἐπιδημία ἀναπτύσσονται καὶ δραστηριοποιοῦνται στὴν χώρα μας, παρατηρεῖται καὶ τὸ φαινόμενο τῆς παραπλάνησης τῶν χριστιανῶν καὶ τῆς βλασφημίας ὅτι δήλ. ἡ «εὐχὴ» τοῦ Ἰησοῦ εἶναι ἕνα εἶδος διαλογισμοῦ, εἶναι τὸ «μάντρα» τῶν χριστιανῶν κατὰ τὴν ὥρα τῆς «προσευχῆς-διαλογισμοῦ». Τὸ φαινόμενο αὐτό, τελευταία, ἔχει πάρει ἀνησυχητικὲς διαστάσεις κι ἔχει παρασύρει στὴν πλάνη ἀκόμη καὶ ποιμένες κυρίως χριστιανικῶν ὁμολογιῶν τῆς Δύσεως. Οἱ φίλοι ἀναγνῶστες ποὺ θὰ μοῦ κάνουν τὴν τιμὴ νὰ...
διαβάσουν τὸ ἄρθρο μου αὐτό, τοὺς παρακαλῶ νὰ διαβάσουν καὶ τὰ σχόλια τοῦ «Διαλόγου 13»: «ἕνα βιβλίο» καὶ «Τσάκρα ἡ ζωτικὰ κέντρα» στὶς σέλ. 24 καὶ 26 τοῦ περιοδικοῦ.Θεωροῦμε σκόπιμο, γιὰ νὰ ἀποδείξουμε τὴν ἀνέντιμη παραπλάνηση ἀπὸ μέρους κυρίως τῆς παραθρησκείας νὰ «στηρίξει» ἡ βλάσφημη αὐτὴ ταύτιση ν' ἀναφέρουμε ὅσο ὑποστηρίζει στὸ περιοδικὸ «Ἁρμονικὴ ζωὴ» (τεῦχος 1) ὁ Ρόμπερτ Νάτζεμυ ἱδρυτὴς τοῦ ὁμώνυμου «φιλοσοφικοῦ» του Κέντρου. Γράφει στὸ ἄρθρο τοῦ ὁ Νάτζεμυ: «παρ' ὅλο ποὺ πίστευα, πὼς ἡ Χριστιανικὴ θρησκεία θὰ πρέπει νὰ ἔχει μία ἀντίστοιχη μέθοδο μὲ τὸ διαλογισμὸ μὲ «μάντρα» ὄταν ἤρθα στην Ἑλλάδα συνειδητοποίησα τί ἀκριβῶς ἦταν αὐτό. Ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ εἶναι ἡ τελεία τεχνικὴ διαλογισμοῦ γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς καὶ γιὰ τοὺς μὴ Χριστιανοὺς ποὺ θὰ ἐνδιαφερόνταν».
Ὁ Νάτζεμυ μὲ αὐτὰ ποὺ διδάσκει προσπαθεῖ νὰ ἐπιφέρει ἀμηχανία, ἀναστάτωση καὶ σύγχυση σὲ ἀστήρικτους κυρίως ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν ὑπαρξιακὰ κενὰ καὶ ἐπιδιώκουν νέες ἀναζητήσεις καὶ ἀνθρώπινες ἐπιβεβαιώσεις. Προσέξτε, Ἀγαπητοὶ Ἀναγνῶστες τί «ὑποστηρίζει» σὲ ἄλλο σημεῖο τοῦ ἄρθρου του: «Δὲν ἔχει σημασία (!) ποιὸν ἀκοῦτε, τὸν Χριστό, τὸν Κρίσνα, τὸν Μωάμεθ, τὸ Σάι Μπάμπα, τὸ Σρὶ Ραμακρίσνα- ὅλοι αὐτὸ ἐπιβεβαιώνουν τὴν ἴδια ἀλήθεια (!)». «Ὅποιο μονοπάτι κι ἂν διαλέξετε, προχωρεῖστε... » προτρέπει στὸ τέλος τοῦ ἄρθρου του.
Θὰ ἔπαιρνε πολὺ χρόνο καὶ θὰ ἤθελε πολλὲς σελίδες γιὰ νὰ ἀναπτύξουμε σὲ μάκρος τὸ μέγα χάσμα τὸ ἀδιαπέραστο μεταξύ της «εὐχῆς» τοῦ Ἰησοῦ καὶ τοῦ διαλογισμοῦ, μεταξὺ Ἁγίου Ὅρους καὶ Ἰμαλαΐων. Θὰ ὑπογραμμίσουμε πάντως μὲ μεγάλη συντομία τρεῖς βασικὲς ὀντολογικὲς διαφορὲς μεταξὺ τῶν δύο ἀσυμβιβάστων αὐτῶν πραγματικοτήτων.
Ἡ πρώτη, οὐσιαστικὴ διαφορὰ εἶναι ὅτι στὴν «εὐχὴ» τοῦ Ἰησοῦ ἐκφράζεται ἔντονα ἡ πίστη στὸν προσωπικὸ Θεό, ὁ ὁποῖος δημιούργησε τὸν κόσμο, τὸν κυβερνᾶ καὶ τὸν ἀγαπᾶ. Πατέρας στοργικός, ἐνδιαφέρεται νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο, τὸ πλάσμα Τοῦ τὸ ἀγαπημένο. Ἡ «εὐχὴ μᾶς φέρνει σὲ κοινωνία ἀγάπης μὲ τὸ Θεὸ καὶ ἀποκτοῦμε τὴν συναίσθηση τῆς ὕψιστης τιμῆς ποὺ μᾶς δίδεται μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός του «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ» καὶ τὸν παρακαλοῦμε νὰ μᾶς ἐλεήσει: «ἐλέησον μέ». Καὶ ὁ Κύριος ἀπαντᾶ μὲ τὸ πλούσιο ἔλεός Του. Γνωρίζει ὁ ἀληθινὰ προσευχόμενος ὅτι ἡ σωτηρία ἐπιτυγχάνεται «ἐν τῷ Θεῶ» γι' αὐτὸ τὸν παρακαλεῖ συνεχῶς καὶ ἀκατάπαυστα νὰ τὸν ἐλεήσει. Ἡ ὀντολογικὴ διαφορὰ μεταξὺ «εὐχῆς» καὶ διαλογισμοῦ τῆς παραθρησκείας εἶναι τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γιὰ τὸν ὀρθόδοξο Χριστιανὸ δὲν ὑπάρχει τίποτε τὸ ἀνώτερο ἀπὸ τὴ διαπροσωπικὴ κοινωνία μὲ τὸ Χριστό. Μὲ τὴν προσευχὴ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησον μὲ» ἐκζητοῦμε τὸ ἔλεος καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατέρα μέσω τοῦ Υἱοῦ. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ μοναδικὴ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωὴ καὶ μέσω αὐτοῦ ὁδηγούμεθα πρὸς τὸν Πατέρα. Δὲν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος. «Οὐδείς ερχεται πρὸς τὸν Πατέρα, εἰ μὴ δὶ' Ἐμοῦ (Ἰω. Ἰδ' 6).
Αὐτὴ ἡ πραγματικότητα εἶναι γιὰ τὶς εἰσαγόμενες ἀνατολικὲς διδαακαλίες περὶ διαλογιαμοὺ σημεῖο καὶ «μέτρο» ὀντολογικῆς διαφορᾶς. Ἡ παραθρησκεία διακηρύττει τὴν ἀποθέωση τοῦ ἑαυτοῦ, τὴν αὐτολύτρωση, τὴν αὐτοθέωση «δὶ' ἑαυτοῦ καὶ ἐξ ἑαυτοῦ» δήλ. τὴν αὐτοσωτηρία. Αὐτὸ δήλ. ποῦ ἐπιχείρησε ὁ Ἀδὰμ καὶ δοκίμασε τὴν ὀδυνηρὴ πτώση καὶ τὸ θάνατο. Ἀπὸ τὰ γραπτά του Ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτη ποὺ μᾶς διέσωσε ὁ μακαριστὸς γέροντας π. Σωφρόνιος τὸ κεφάλαιο «ὁ Θρῆνος τοῦ Ἀδὰμ» εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ συνταρακτικότερα κείμενα. Γράφει σὲ μία παράγραφο ὁ Ἅγιος: «Ὀδυρόταν ὁ Ἀδὰμ κι ἔτρεχαν ποτάμι τὰ δάκρυα ἀπὸ τὸ πρόσωπό του κι ἔπεφταν στὸ στῆθος του καὶ στὴ γῆ. Μὲ δέος ἄκουγε ὅλη ἡ ἔρημός τους στεναγμούς του. Ζῶα καὶ πουλιὰ σιωποῦσαν ἀπὸ θλίψη. Κι ὁ Ἀδὰμ ὀδυρόταν, γιατί μὲ τὸ ἁμάρτημά του στερήθηκαν ὅλοι τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἀγάπη». Εἶχε γνωρίσει ὁ Ἀδὰμ τὸν προσωπικὸ Θεὸ καὶ τὴν ἀγάπη Του, γι' αὐτὸ μετὰ τὴν ἔξωση θλιβόταν πικρὰ καὶ ὀδυρόταν μὲ βαθεῖς στεναγμούς. Εἶναι λοιπὸν ἐντελῶς ξένες πρὸς τὴν ὀρθόδοξη πνευματικότητα κάθε «προσπάθεια γιὰ συνάντηση ἑνὸς ἀπρόσωπου «εἶναι» καὶ ἡ ἐπιδίωξη «ἀνύψωσης» στὸ «ἀπόλυτο μηδέν».
Μία ἄλλη ὀντολογικοῦ περιεχομένου διαφορὰ μεταξύ της εὐχῆς καὶ τοῦ διαλογισμοῦ εἶναι ἡ «στάση» τοῦ ἀσκητοῦ τῆς «εὐχῆς» καὶ τοῦ διαλογιζομένου, ὅταν ὁ ἕνας προσεύχεται καὶ ὁ ἄλλος διαλογίζεται. Ὁ ἀσκητὴς τῆς νοερᾶς προσευχῆς ἔχει ταπείνωση, ἀρετὴ ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἀφετηρία καὶ τὸ τέρμα τῆς Ὀρθόδοξης πνευματικῆς πορείας. «Διὰ ὅποιον μπῆκε στὴν πορεία τῆς πνευματικῆς ζωῆς» γράφει ὁ γέροντας Σωφρόνιος «γνωρίζει ὅτι ἡ ὑπερηφάνεια καὶ ἡ κενοδοξία ἐπισύρουν κάθε φθορὰ καὶ κάθε πτώση. Θεωρεῖ τὴν ὑπερηφάνεια τὴ ρίζα ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν καὶ τὸ σπόρο τοῦ θανάτου. Γι' αὐτὸ καταλαβαίνει ἀληθινὰ ὅτι ἡ ὅλη ἄσκησή του πρέπει νὰ ὁδηγεῖ στὴν ἀπόκτηση τῆς ταπείνωσης. Βλέπει μὲ τὰ πνευματικά του μάτια πὼς ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἡ καταστρεπτικὴ δύναμη ποὺ ἀπομακρύνει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ εἰσάγει στὸν κόσμο ἀναρίθμητες δυστυχίες καὶ θλίψεις. Εἶναι ἡ μάστιγα τῆς ἀνθρωπότητας, τὸ διαβολικὸ σπέρμα τοῦ θανάτου, ποὺ βυθίζει ὅλη τὴ γῆ στὸ σκότος τῆς ἀπόγνωσης».
Καὶ ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ἀτὰ γραπτά του μιλάει συνεχῶς γιὰ τὸ πνεῦμα τῆς ταπείνωσης. Λέγει στὸ κείμενό του μὲ τίτλο «Δίψα Θεοῦ»: «Ὁ Κύριος, ἀποκαλύπτει τὰ μυστήριά Του στὴν ταπεινὴ ψυχή. Σ' ὅλη τὴ ζωὴ τοὺς οἱ Ἅγιοι ἐταπείνωναν τὸν ἑαυτό τους κι ἐπάλευαν ἐναντίον τῆς ὑπερηφανείας». Καὶ προσεύχεται ὁ Ἅγιος Σιλουανός: «Κύριε δῶσε μου τὴ δύναμη νὰ ταπεινωθῶ μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο Σου. Κύριε ἀξίωσέ μας τῆς δωρεᾶς τῆς Ἁγίας σου ταπεινώσεως». Κάθε ὑπερηφάνεια, λοιπόν, εἶναι ξένα πρὸς τὸν ἀθλητὴ τῆς «εὐχῆς» τοῦ Ἰησοῦ. Ἀντίθετα ὁ διαλογιζόμενος «φουσκώνει» σὰν παγώνι. Δὲν λέγει «Σὺ Κύριε ἐλέησον μέ», ἀλλὰ «Ἐγὼ εἶμαι Αὐτός», δηλαδὴ ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος, «ἡ θεότητα στὴν ἀνεκδήλωτη μορφή». Ρώτησαν τὸν Σάι Μπάμπα γιατί λέγει ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος Θεός. «Καὶ σεῖς, θεοὶ εἶστε» ἀπάντησε. «Μόνο ποὺ ἐγὼ τὸ ξέρω (!) ἐνῶ ἐσεῖς δὲν τὸ ξέρετε!...» Ἡ ἀλαζονία στὸ ἔπακρον... Ὁ διαλογιζόμενος ἀντιστρέφει τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἐφαρμόζει στὸν ἑαυτό του: «Ἐγὼ εἰμὶ Κύριος ὁ Θεὸς ὁ ἐαυτός μου...»
Ὑπάρχει καὶ μία τρίτη οὐσιαστικὴ διαφορὰ μεταξύ της «εὐχῆς» τοῦ Ἰησοῦ καὶ τοῦ διαλογισμοῦ ποὺ εἶναι καὶ αὐτὴ ὀντολογική. Εἴπαμε παραπάνω ὅτι ὁ ὀρθόδοξος ἀσκητὴς τῆς «εὐχῆς» τοῦ Ἰησοῦ προσεύχεται καὶ παρακαλεῖ τὸν Κύριό Του, τὸν προσωπικὸ Θεό Του, καὶ αἰσθάνεται ὅτι βρίσκεται σὲ κοινωνία ἀγαπᾶς μὲ τὸν Δημιουργό Του, ἐνῶ στὸ διαλογιζόμενο ἀποδέκτης τῆς «προσευχῆς» εἶναι ὁ «ἐαυτὸς» δήλ. ἡ αὐτοῦ μεγαλειότης ὁ ἑαυτούλης του.
Ἡ κατεύθυνση ὅμως τῆς προσευχῆς καὶ τοῦ διαλογισμοῦ τῶν δύο δήλ. αὐτῶν πραγματικοτήτων δὲν ἑστιάζεται μόνο σ' αὐτὸ τὸ βασικότατο σημεῖο.
Στὸν ἄνθρωπο τῆς «εὐχῆς», στὸν Ὀρθόδοξο Χριστιανὸ δὲν ὑπάρχει ἀδιαφορία γιὰ τὸ γύρω κόσμο. Οἱ Χριστιανοὶ προσεύχονται διαρκῶς γιὰ ὅλους. Ὁ ὅσιος ἀσκητὴς Παρθένιος τοῦ Κιέβου ἐπιθυμοῦσε νὰ διεισδύσει στὸ μυστήριο τοῦ μοναχικοῦ σχήματος. Καὶ ἡ Θεοτόκος τοῦ εἶπε: «Μοναχὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ ἱκετεύει γιὰ ὅλο τὸν κόσμο». Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ἀναφωνεῖ σ' ἕνα γραπτό του. «Καλότυχη ἡ ψυχὴ ποὺ ἀγαπᾶ τὸν ἀδελφό της, γιατί ὁ ἀδελφός μας εἶναι ἡ ζωή μας. Καλότυχη ἡ ψυχὴ ποὺ ἀγαπᾶ τὸν ἀδελφό. Μέσα τῆς ζεῖ αἰσθητὰ τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου καὶ τὴν γεμίζει εἰρήνη καὶ χαρὰ καὶ αὐτὴ θρηνεῖ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Ἂν ὅμως δὲν ἀγαπᾶμε τὸν ἀδελφό, τότε δὲν ἔρχεται ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στὴν ψυχή». Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο τῶν γραπτῶν του θὰ πεῖ: «Νὰ προσεύχεσαι γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, σημαίνει νὰ χύνεις αἷμα».
Περιοδικὸ Διάλογος τεῦχος 16
Ι.Μ.Παντοκράτορος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου