31 Μαΐ 2011

Ὁ γέροντας Πορφύριος καὶ οἱ Χίπηδες


Ὁ Γέροντάς μοῦ διηγήθηκε: «Μιὰ φορὰ μὲ ἐπισκὲφθηκε ἕνας χίπης. Ἦταν ντυμένος μὲ κάτι πολὺ χρῶμα, παράξενα ροῦχα, φοροῦσε χαϊμαλιὰ καὶ κοσμῆ ματα καὶ ζητοῦσε νὰ μὲ δεΐ. Οἳ μοναχὲς ἀνησύχησαν, ἦρθαν καὶ μὲ ρώτησαν καὶ εἶπα, ἂς περάσει. Μόλις κάθισε ἀπέναντί μου εἶδα τὴν ψυχή του. Εἶχε καλὴ ψυχή, ἀλλὰ πληγωμένη καὶ γιά αὐτὸ ἐπαναστατημένη. Τοῦ μίλησα μὲ ἀγάπη κι ἐκεῖνος συγκινήθηκε. Γέροντα, μοῦ λέει, κανεὶς μέχρι σήμερα δὲ μοῦ μίλησε ἔτσι. Εἶπα τὸ ὄνομά του κι ἐκεῖνος παραξενεύθηκε, πῶς τὸ γνώριζα. Έ, τοϋ λέω, ὃ Θεὸς φανέρωσε καὶ τ' ὄνομά σου καὶ ὅτι ταξίδεψες μέχρι τὴν Ἰνδία καὶ γνώρισες ἔκεϊ τοὺς γκοὺ-ροῦ καὶ τοὺς ἀκολούθησες. "Ἀπόρησε πιὸ πολύ. Τοῦ εἶπα κι ἄλλα πράγματα γιὰ τὸν ἑαυτό του, κι ἔφυγε εὐχαριστημένος. Τὴν ἄλλη ἑβδομάδα, νὰ σοὺ καὶ κατὰ φθάνει ὃ ἴδιος μὲ μία παρέα χίπηδες. Μπῆκαν ὅλοι μαζὶ στὸ κελί μου καὶ κάθισαν γύρω μου. Ἦταν μαζί τους καὶ μία κοπέλα. Τοὺς συμπάθησα πολύ. Ἦταν καλὲς ψυχές, ἀλλὰ πληγωμένες. Δὲν τοὺς μίλησα γιὰ τὸ Χριστό, γιατί εἶδα ὅτι....

δὲν ἦταν ἕτοιμοι ν' ἀκούσουν. Τοὺς μίλησα στὴ γλώσσα τους, γιὰ πράγματα ποῦ τοὺς ἐνδιέφεραν. Ὅταν τελειώσαμε καὶ σηκώθηκαν νὰ φύ­γουν, μοΰ εἶπαν: Γέροντα, θέλουμε μιὰ χάρη: Νὰ μᾶς ἐπιτρέψεις νὰ σοϋ φιλήσουμε τὰ πόδια. "Ἐγὼ ντράπηκα, ἀλλὰ τί νὰ κάνω, τοὺς ἄφησα. Μετά μου ἔδωσαν δῶρο μιὰ κουβέρτα. Θὰ φωνάξω νὰ τὴ φέρουν, νὰ τὴ δεῖς. Εἶναι πολὺ ὡραία. "Ἔπειτα ἀπὸ καιρὸ μὲ ἐπισκέφθηκε ἢ κοπέλα, ἢ χίπισσα, μόνη της. Τὴν ἔλεγαν Μαρία. Εἶδα ὅτι ἢ Μαρία ἦταν πιὸ προχωρημένη στὴν ψυχὴ ἀπό τους φίλους της καὶ τῆς πρωτομίλησα γιὰ τὸ Χριστό. Δέχτηκε τὰ λόγιά μου. Ἦρθε κι ἄλλες φορές, ἔχει πάρει καλὸ δρόμο. Εἶπε μάλιστα ἢ Μαρία στοὺς φίλους της: «Βρὲ παλιόπαιδα, δὲν φαντάσθηκα ποτέ, ὅτι θὰ γνώριζα τὸ Χριστό, μέσα ἀπὸ μιὰ χίπικη παρέα».

Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση τὸ περιστατικό. Τὸ διορατικὸ καὶ ποιμαντικὸ χάρισμα τοϋ Γέροντα συνεργάσθηκαν γιὰ νὰ ἑλκύσουν, μὲ τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη, τὰ παραστρα­τημένα, ἄλλα ἀξιοσυμπάθητα αὐτὰ παιδιά, ποῦ ἴσως κάποιοι πιετιστὲς θὰ τὰ ἀντιμετώπιζαν μὲ περιφρόνηση. Τὰ παιδιὰ αὐτὰ ζήτησαν ἀπὸ τὸ Γέροντα κάτι, ποῦ μ' ἔκανε νὰ ντραπῶ γιὰ τὸν ἑαυτό μου: Νὰ φιλήσουν τὰ πόδια του· κι ἦταν ἢ πρώτη τους ἐπίσκεψη. "Ἐγὼ τόσα χρόνια πηγαινοερχόμουν καὶ δὲν εἶχα τὴν ταπείνωση νὰ διανοηθῶ κάτι τέτοιο. Τὰ παιδιά, σὰν τὴν ἁμαρτωλή, ποῦ ἔπλυνε τὰ πόδια τοῦ Χρίστου μὲ τὸ μύρο καὶ τὰ σκούπισε μὲ τὰ μαλλιά της, φίλησαν τὰ πόδια τοΰ Γέ­ροντα καὶ τοῦ χάρισαν καὶ μία κουβέρτα. Ὃ Γέροντας χαιρόταν τὸ δῶρο τους σὰν παιδί, ὄχι βέβαια γιὰ τὴν ὑλικὴ ἀξία του, ἀλλὰ γιὰ ὅ,τι πνευματικὸ συμβόλιζε. Θαύμασα τοὺς ἀπίθανους δρόμους ποῦ ἀκολουθεῖ ἢ θεία χάρη, γιὰ νὰ σώσει ψυχές. Ἀπὸ τὴν ἥμερα ἐκείνη φιλοῦσα κι ἔγω τὰ πόδια τοΰ Γέροντα, ὅπως ἦταν ξα­πλωμένος στὸ κρεβάτι, χωρὶς νὰ τὸν ἐρωτῶ. [Γ 102-4]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.