ΑΡΧ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΙΒΗΡΙΤΗΣ
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι τὸ μέτρο, ὁ ἅγιος ἄνθρωπος. Κι ὁ Ἀββὰς Ἰσαὰκ εἶναι ἕνα μέτρο γιὰ τὸν ἄνθρωπο, τὴ ζωὴ καὶ τὴν τέχνη καὶ τὴ δράση.
Ποῦ βρίσκεται! Πῶς ζεῖ! Πῶς γράφει! Τί ποίησι, τί φιλοσοφία, τί ψυχολογία κάνει! Πῶς δρᾶ, ἡσυχάζει, κινεῖται καὶ ἀκινητεῖ!
Μποροῦμε δὶ’ αὐτοῦ νὰ κρίνωμε τοὺς ἀνθρώπους; Δὲν εἶναι μεγάλος, μέγιστος, μοναδικός; Δὲν εἶναι ἀδικία ἢ αὐθάδεια νὰ συγκρίνωμε μὲ τέτοια μεγέθη ὅλους τους ἄλλους, ἐμᾶς, τοὺς κοινούς;
Θὰ ἀπαντοῦσα ἀδίσταχτα: ὄχι. Ἂν ἦταν κάποιος ποῦ ἀνέπτυξε μιὰ δράσι ἢ κάποιος ποῦ εἶχε μερικὰ ὅλως ἐξαιρετικὰ φυσικὰ χαρίσματα καὶ δὶ’ αὐτῶν κατέπληξε τὴν ἀνθρωπότητα, δὲν θὰ ἦταν σωστὸ νὰ τὸν πάρωμε σὰν μέτρο κρίσεως καὶ συγκρίσεως τῶν ἀνθρώπων. Ἐδῶ, ὅμως, συμβαίνει κάτι ἄλλο: Τοῦτος ὁ Ἀββὰς εἶναι μέγιστος καὶ ἀνθρωπινότατος. Εἶναι μεγάλος καὶ προσηνής. Κοντὰ τοῦ οἱ μεγάλοι νοιώθουν ἐλάχιστοι καὶ οἱ μικροὶ παίρνουν θάρρος, μποροῦν νὰ κινηθοῦν.
Δὲν κολακεύει τὸν ἕνα, οὔτε περιφρονεῖ τὸν ἄλλο. Δὲν ἀγνοεῖ τοὺς πόνους, τὶς κλίσεις καὶ τοὺς καημοὺς κανενός. Αὐτὸς εἶναι ἕνα ἄρτιο σύνολο. Ἕνας ὥριμος καρπὸς τοῦ Πνεύματος, ποῦ τὴν ὡριμότητά του φανερώνει μὲ τὸ χρῶμα, τὸ ἄρωμα, τὴν ἁπαλότητα, τὴ γεῦσι.
Εἶναι ἀνθρώπινος, ταπεινός· καταλαβαίνει, γνωρίζει βαθειὰ τὶς ἀδυναμίες τοῦ ταλαίπωρου κόσμου. Δὲν εἶναι κανεὶς κριτὴς ἄτεγκτος ἢ ἱεροεξεταστὴς ἀνίλεως. Εἶναι γνώστης τῶν ἀδυναμιῶν καὶ τῆς πτωχείας μας, μέτοχός της φύσεώς μας καὶ -ταυτόχρονα- κοινωνὸς τῆς χαρᾶς καὶ τῆς παρακλήσεως τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.
Δὲν διαπληκτίζεται μὲ κανένα. Δίδει ἀφορμὲς καὶ περιμένει. Λέει τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν...
ἀφήνει νὰ δράση μέσα μας.Καὶ γιὰ τὴ λογοτεχνία καὶ ἐξομολόγησι τῶν λογοτεχνῶν: Τὶς ξέρει, τὶς καταλαβαίνει, τὶς γνωρίζει, τὶς δέχεται. Εἶναι καὶ ὁ ἴδιος λογοτέχνης. Καὶ τόσο πολὺ λογοτέχνης, ποῦ φτάνει στὸ σημεῖο νὰ μὴν εἶναι. Ἔχει ξεπεράσει τὴ λογοτεχνία καὶ βρίσκεται στὸν ἐπέκεινα χῶρο, ὅπου ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο ὁ ἀληθινὸς πόνος καὶ ὁ καημὸς τῆς λογοτεχνίας.
Ὄντας μεγάλος, σέβεται τὸν μικρό, τὸν ταπεινό. Σέβεται καὶ τοὺς λογοτέχνες, τοὺς ἀγῶνες καὶ τὶς ἐξομολογήσεις τους, περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι οἱ ἴδιοι οἱ λογοτέχνες, ποῦ λίγο-πολὺ ὅλοι βρίσκονται στὸν χῶρο τῆς φθορᾶς, τῆς ἅμιλλας, τῆς ζήλειας καὶ τῆς προσπάθειας νὰ τὰ ξεπεράσουν ὅλα αὐτά.
Τὸ μήνυμα: Μπορεῖ νὰ γίνη ὁ ἄνθρωπος λίγο σὰν τὸν Ἀββᾶ Ἰσαάκ. Νὰ ἡσυχάση ἐν ὄσω ζῆ ἐπὶ γής. Καὶ νὰ ἐπιβιοὶ μέσα στοὺς πολλοὺς ἀειζώως, ἐνῶ θὰ ἔχη ἀπέλθει εἰς τὰς αἰωνίους μονάς.
Ἀκούγοντας ἕνα λογοτέχνη (παίρνουμε ὡς παράδειγμα τὸν Γιῶργο Ἰωάννου, ὅπως παρουσιάζεται στὰ "εἰς ἑαυτὸν") βλέποντας τὸν νὰ ἀγωνίζεται νὰ βρῆ μιὰ ἰσορροπία· νὰ ἀκροζυγιάση δίκαια τὴ ζωή του, τὸ ἔργο του· βλέποντας τὸν νὰ θέτη προβλήματα μεγάλα τιμίως, νὰ ψάχνη γιὰ τὸ γνήσιο καὶ αὐθεντικὸ στὸ περιεχόμενο καὶ στὴν ἔκφρασι τῆς δουλειᾶς του, δὲν μπορεῖς νὰ μείνης ἀσυγκίνητος. Ὅλος αὐτὸς ὁ ἀγώνας κάτι σου λέει. Κάτι μπορεῖ νὰ πῆ σ’ ὅποιον ἀγωνίζεται τίμια στὸν ὁποιονδήποτε δικό του τομέα. Μόνο κάτι μένει νὰ πῆς -ἐφ’ ὅσον τὸν βλέπεις νὰ βασανίζεται γιὰ τὸ γνήσιο. Καὶ αὐτὸ εἶναι ὁ λόγος τοῦ Κυρίου: "Ἔτι ἓν σοὶ λείπει":
Ἀφοῦ τὰ δίνεις ὅλα· ἀφοῦ ἐγκαταλείπεις τὰ σχετικά· ἀφοῦ ἔφτασες στὸ σημεῖο νὰ μὴ σὲ ἐνδιαφέρει ἡ προβολή· ἀφοῦ πονᾶς, σκέπτεσαι τὸν ἀναγνώστη σου, τὸν ἄνθρωπο· τότε γιατί δὲν κάνεις ἕνα ἀκόμη βῆμα; Τὸ βῆμα αὐτό σου τὸ δείχνει ὁ Ἀββὰς Ἰσαάκ.
Δὲν σοὺ λέει ὁ Ἀββάς, μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὰ γραπτά του, "ἐγκατάλειψε τὸν ἀγώνα σου". Δὲν ἀπορρίπτει τὴν προσπάθειά σου. Νοιώθει τὴ χαρὰ ποῦ ζῆς καὶ ἀπολαμβάνεις, γράφοντας καὶ δημιουργώντας τίμια. Δὲν σοὺ τὸ ἀρνεῖται. Δὲν θέλει νὰ σὲ σταματήση. Θέλει νὰ σὲ ἐλευθερώση ἀπὸ τὴν ἀνακύκλωσι τῆς φθορᾶς: νὰ σπάση τὸ φράγμα ποῦ σου δεσμεύει τὴν πορεία· νὰ σὲ σπρώξη στὰ ἄπατα νερὰ τοῦ μυστηρίου τῆς ζωῆς
Αὐτὸς βλέπει ὅτι ἐσὺ κλείνεις τὸν ἑαυτό σου. Φυλακίζεις τὸ εἶναι σου, ποῦ διψᾶ τὴν ἐλευθερία. Σταματᾶς τὴ λογοτεχνική σου ἐξέλιξι, περιορίζεις τὸν ὁρίζοντα τῆς ζωῆς σου, στερεῖς ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου ἀνοίγματα πρὸς νέες ἐπεκτάσεις -θανάτους καὶ ἀναστάσεις- ποῦ καταξιώνουν τὸν ἄνθρωπο καὶ καθιστοῦν ἀτέρμονη καὶ ἀέναη τὴ λογοτεχνικὴ δημιουργία καὶ τὴ χάρι της.
Ἀκολουθώντας πιστὰ τὸν Ἀββᾶ μπαίνεις πιὸ πολὺ μέσα στὸν ἄνθρωπο. Καὶ ὁ κάθε ἄνθρωπος σὲ σένα. Ὅλοι μαζὶ προχωρεῖτε ἀδελφωμένοι πρὸς τὴν καινὴ κτίσι, ἀναπνέετε στὸν ἥσυχο ἀέρα τῆς ἀδέσμευτης ἐλευθερίας. Αὐξάνεστε ἀτελείωτα καὶ διαστέλλεστε ἀσταμάτητα, ταπεινούμενοι, συστελλόμενοι, θυσιαζόμενοι γιὰ τὰ μέγιστα.
Στὴ σοβαρὴ λογοτεχνία ἀναμφίβολα βρίσκεις συμπυκνωμένη κάποια ἀνθρωπιά. Ἀναπαύεσαι, συμφωνεῖς. Παίρνεις στοιχεῖα ζωῆς. Ἡ ἀνάπαυσι ἔρχεται μέσα σου, καὶ μιὰ καινούργια δύναμι καὶ ὄρεξι ἀποκτᾶ ὁ ἐαυτός σου γιὰ τὴ συνέχισι τοῦ ἀγώνα. Ἀλλὰ ἡ τελικὴ ἀπειλὴ μένει ἀνοιχτή. Προχωρεῖς. Καὶ φτάνεις στὸν θάνατο, στὸν τάφο. Τότε οἱ φίλοι λογοτέχνες μπορεῖ νὰ σοὺ φέρουν μὲ ἀγάπη ἕνα μπουκέτο λουλούδια ἢ μιὰ ἀνθοδέσμη καλῶν καὶ μετρημένων λόγων. Δὲν μποροῦν, ὅμως, νὰ σὲ ἀπαλλάξουν ἀπὸ τὸν θάνατο· νὰ ἀκυρώσουν τὸν "ἔσχατο ἐχθρό". Τὸ νοιώθουν -ἄσχετα ἂν πολὺ θὰ τόθελαν νὰ εἶναι διαφορετικὰ- ὅτι βρίσκονται δώθε του θανάτου.
Μπορεῖ, ὅμως, ὁ ἄνθρωπος νὰ μπολιαστῆ σὲ ἕνα δέντρο ἀείζωο. Μπορεῖ νὰ γίνη "κλῆμα τῆς ἀμπέλου τῆς Ζωῆς". Μπορεῖ ἡ ἄσκησί του νὰ συνδεθῆ μὲ μιὰ ἄλλη. Μπορεῖ νὰ βαφτιστῆ ὁλόκληρος. Νὰ προσφερθῆ, νὰ πεθάνη, ὅπως τὸ ζητοῦν οἱ ἀληθινοὶ ἐραστὲς τῆς Ἀλήθειας. Καὶ πεθαίνοντας, συνθαπτόμενος ἐν τῷ θανάτω τοῦ Ἰησοῦ, νὰ συναναστηθῆ μαζί Του σὲ μιὰ καινὴ ζωή.
Ἔτσι, ἀπὸ τὴν πολλὴ ἀνθρωπιά, τὴν ὁποία πετυχαίνουν μὲ τὸν ἀγώνα καὶ τὸν κόπο ποῦ καταβάλλουν, οἱ ἀληθινοὶ λογοτέχνες μποροῦν νὰ προχωρήσουν φυσιολογικὰ στὴ θεανθρωπία.
Ὁ λόγος καὶ ἡ ὕπαρξι τοῦ λογοτέχνη ἐγκεντρίζεται στὴ ζωὴ τὴν αἰώνιο. Τρέφεται ἀπ’ αὐτήν. Τρέφεται ἀπὸ τὸν ἕνα Λόγο, "δὶ’ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν".
Τότε βρίσκουν αὐτὸ ποῦ προσδοκοῦν. Ψηλαφοῦν αὐτὸ ποῦ ὑπαινίσσονται καὶ ἐνσαρκώνουν αὐτὸ ποῦ ἐπιθυμοῦν. Συνεχίζουν τὸν ἀγώνα τὸν λογοτεχνικό. Τοὺς δίδεται τὸ ἀνέφικτο, τοὺς χαρίζεται ἐκεῖνο ποῦ "ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη".
Δὲν σταματᾶ κάπου ἡ πορεία, ἡ ἐπέκτασι, ἡ ἄνοδος. Συνέχεια προχωρεῖς. Ἀπεκδύεσαι τὴν προβολή. Ἐγκαταλείπεις τὴν ἄμυνα. Ὅλα σου κάνουν καλό. Μὲ ἄλλο ἀσχολεῖσαι. Ἀποφεύγεις τὰ ἀνθρώπινα καὶ βρίσκεις τοὺς ἀνθρώπους. Φτάνεις στὴ σιωπή. Καὶ μιλᾶ μὲ ἄλλο τρόπο ὁ λόγος καὶ ἡ ζωή σου.
Ὅταν ἀνεβῆ ἡ θερμοκρασία, κολλοῦν τὰ μέταλλα. Ἂν εἶσαι ἀπαιτητικὸς στὴ ζωή σου, μπορεῖς νὰ ἔλθης σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν Ἀββᾶ Ἰσαάκ. Αὐτὸς θὰ σὲ μυσταγωγήση στὰ κεκρυμμένα. Θὰ σὲ παραλάβη ἀπὸ ἐκεῖ ποῦ σταματᾶς. Θὰ σὲ πιάση ἀπὸ τὸ χέρι τότε ποῦ νοιώθεις ὅτι δὲν μπορεῖς νὰ ἀνεβῆς. Θὰ σὲ βοηθήση νὰ προχωρήσης στὸν δρόμο σου. Θὰ σοὺ ἀποκαλύψη -θὰ τὸ δὴς καὶ θὰ τὸ ζήσης μόνος σου- ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἡ μέλλουσα χαρίζεται στοὺς ἀνθρώπους, ἤδη ἀπὸ σήμερα.
Καὶ μένει ὁ Ἀββὰς κριτήριο καὶ μέτρο· γιὰ τούτη τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἄλλη· γιὰ τὴ διαγωγὴ καὶ τὸ γράψιμο· γιὰ τὴ δράσι καὶ τὴ θεωρία· γιὰ τὴν ἀντιμετώπισι κάθε εὐτυχίας ἢ συμφορᾶς· γιὰ τὴν ἀποκρυβῆ καὶ τὴ φανέρωσι· γιὰ τὴ σιωπὴ καὶ τὸν λόγο.
Ὅταν μετὰ ἀπὸ κάποια ἐμπειρία, μετὰ ἀπὸ γνωριμίες ἄλλης λογικῆς, χαρακτῆρος, γραψίματος, ἤθους ἢ καὶ λόγου, γυρίσης στὸν Ἀββᾶ, πάντοτε ἡ ἴδια ἐντύπωσι: Σὲ ὅλα τὰ σημεῖα, γιὰ ὅλα τὰ θέματα -γράψιμο, ἦθος, λόγο- παίρνει ἄριστα. Δὲν ὑπάρχει ἄλλο μέτρο πιὸ σταθερό, γιὰ νὰ μπορῆς γνήσια νὰ κρίνης τὰ πάντα: συμπεριφορὰ ἀνθρώπινη, φιλοσοφία ζωῆς· διάθεσι χρόνου· πορεία ἀπὸ τὸ πρόσκαιρο στὸ αἰώνιο· αὐστηρότης καὶ ἐπιείκεια...
Νὰ μὴν ἔχη χαλαρὴ μιὰ φράσι! Νὰ μὴν ὑπάρχη ἕνα πέρασμά του, τρόπος ἀντιμετωπίσεως, χαρακτήρας κριτικῆς, ποῦ νὰ μὴν τοῦ βάζης ἄριστα!
Καλῆς καὶ εὐλογημένης ὥρας γέννημα. Καρπὸς ὥριμος, ποῦ θέλγει καὶ χορταίνει κάθε πείνα. Κατανόησι, ποῦ ἀγκαλιάζει τὴν ὑφήλιο. Κλάμα, ποῦ μαλακώνει κάθε καρδιά. Μορφή, ποῦ ἐμπνέει κάθε χαρακτήρα. Εὐλογία, ποῦ φτάνει σὲ κάθε ἀπασχόλησι καὶ δρόμο ποῦ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ διαλέξη καὶ νὰ πάρη: Ὁ μουσικὸς βρίσκει τὴν ἁρμονία. Ὁ φιλόσοφος τὴ σοφία. Ὁ ἀνθρωπολόγος καὶ ψυχίατρος, τὴν πληρότητα τῆς ἐπιστήμης του. Ὁ ἐπαναστάτης, τὴ δύναμι. Ὁ ἡσυχαστής, τὴν καθοδήγησι. Ὁ γέρος, τὴν κατανόησι καὶ τὴ συντροφιά. Ὁ νέος, τὸν ἀέρα γιὰ τὴν περιπέτεια στὴν πιὸ ἀνοικτὴ καὶ φουρτουνιασμένη θάλασσα· καὶ ἀκόμη πιὸ πέρα. Ὁ πατέρας, τὸν δάσκαλο τῆς συμπεριφορᾶς πρὸς τὸ παιδί του. Ὁ σύζυγος, τὴν καθοδήγησι γιὰ τὴ συμβίωσι μὲ τὴ σύζυγό του. Ἡ μητέρα, τὴν ἄκρα στοργή, λεπτότητα καὶ τρυφερότητα. Ὁ ἑτοιμοθάνατος, τὴν παρηγοριά. Ὁ μπλεγμένος, τὴν ἀπολύτρωσι. Ὁ φυλακισμένος ἰσόβια, τὴν ἀπόλυτη ἐλευθερία τῆς κινήσεως καὶ βιοτής. Ὁ ἀνίατος, τὴ θεία ἐπίσκεψι καὶ τὴν ὁλοσώματη ἀνάληψι σὲ τόπο, χῶρο καὶ πολιτεία ὅπου τὰ πάντα μεταβάλλονται σὲ ἔκχυσι δακρύων εὐγνωμοσύνης.
Αὐτὸς βρίσκεται ἐκεῖ ὅπου δὲν βρίσκεται κανεὶς ἄλλος. Καὶ ὅμως, βρίσκει ἐν ἁρμονία ὅλους. Καὶ ὅλοι τὸν θεωροῦν ἀδιάπτωτα τὸν μόνον ἄνθρωπο, τὸν δικό τους, ποῦ τοὺς καταλαβαίνει, τοὺς μιλᾶ μὲ λεπτότητα. Τοὺς θεραπεύει τὰ πάθη, τοὺς χαρίζει κουράγιο, τοὺς "σφάζει" μὲ τὴν ἄκρα τοῦ συμπάθεια.
Ἐὰν κάποιος ἢ κάποιοι ἔπεσαν κάτω νεκροί, πληγωμένοι ἀπὸ ἕνα λόγο ἢ συμπεριφορά, ἔστω ἀκούσια, κάποιων· τοῦτος ὁ Ἀββὰς μόνο συγχωρεῖ τὰ ἀσυγχώρητα τῶν πολλῶν. Γνωρίζει τὰ ἀκατανόητα. Μαλακώνει τὸν πόνο τῶν φονιάδων. Ἀνασταίνει τὴ ζωὴ τῶν σκοτωμένων. Φωτίζει τοὺς τυφλούς. Χαρίζει πόδια στοὺς κουτσοὺς καὶ κάνει τοὺς σκληροὺς καὶ ἐγκληματίες νὰ κινοῦνται δίπλα του σὰν μικρὰ παιδιά, ἀθώα, ἄκακα καὶ ἄπλαστα.
Πῶς συμβαίνει αὐτό; Τοῦ χαρίστηκε, γιατί δέχτηκε ἄμεσα τὴν εὐλογία ὁλόκληρής της Τριαδικῆς Θεότητος, ἐπειδὴ ἦλθε ἡ ὥρα ἡ καλή, ποῦ τὰ πρόσφερε ὅλα γιὰ πάντα διὰ τῆς ταπεινώσεως στὸν Ἕνα καὶ Μόνον. Καὶ Αὐτὸς τοῦ χάρισε τὴν αἰωνιότητα τῆς εὐλογίας σ’ ὅλο τὸ εἶναι τοῦ διὰ παντός.
Φαίνεται, ὅταν γεννήθηκε, βαπτίσθηκε. Βαπτίσθηκε ὄντως ἐν τῷ θανάτω τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ ἔζησε τὴν ὑπὲρ ζωὴν καὶ ὑπὲρ θάνατον πολιτείαν.
Καὶ ὅταν πέθανε, πέρασε στὴ ζωὴ ὁλόκληρη αὐτός, ὁ πανάγιος καὶ ὑπὲρ ὧν, ἄλλως. Δὲν ξέρεις ἂν ἡ παρουσία τοῦ ἦταν ἐναργέστερη ὅταν ζοῦσε τὴν πρόσκαιρη ζωὴ ἢ ἂν ἡ βοήθεια καὶ συμπαράστασι πρὸς ὅλους εἶναι πιὸ ἐνεργῆς, ἀφοῦ ἄφησε τὴν ἱστορία καὶ τὴν ἐν σαρκὶ βιοτή του· καὶ ἀπομακρύνθηκε αἰσθητῶς ἀπὸ ὅλους.
Ἡ ζωὴ τοῦ διεστάλη διὰ τοῦ θανάτου. Ὁ νοῦς τοῦ κατηυγάσθη διὰ τῆς Χάριτος· τὸ σῶμα τοῦ γέμισε ἀπὸ τὴ ζωὴ ποῦ ξεπερνᾶ τὸν κόσμο ὅλο. Βρῆκε ἄλλη βάσι στηρίξεως· ἄλλη λογικὴ ὁμιλίας· ἄλλη συμπεριφορὰ πολιτείας· ἄλλη αἴσθησι πληροφορίας· ἄλλη ἀγάπη τῆς Ἀλήθειας· ἄλλη Ἀλήθεια -ἀκατανόητη καὶ ἄφατη- ποῦ ταυτίζεται μὲ τὸ ἔλεος. Καὶ αὐτὴ ἡ κατάστασι, ἡ λογική, τὸ ἦθος, ἡ ἐλευθερία, ἡ λεπτότης, τὸ ἄφοβο καὶ ἀτρόμητο, ζύμωσαν ὅλη του τὴν ὕπαρξι, πολιτεία καὶ τὸ εἶναι.
Ἔτσι, τὸ πρὶν καὶ τὸ μετὰ σ’ αὐτὸν δὲν χωρίζονται (χωρὶς νὰ μπλέκωνται). Ἡ αὐστηρότης καὶ ἡ ἐπιείκεια, τὸ ἴδιο· ὁ λόγος καὶ ἡ σιωπή, ἡ στάσι καὶ ἡ κίνησι, ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ἀγάπη, τὸ φῶς καὶ τὸ σκότος, ἡ πάλη καὶ ἡ ἡσυχία· γιατί ἔφτασε ὁλόκληρος, μὲ ὅλο τὸ σῶμα τῆς ὑπάρξεώς του, πάνω ἀπὸ τὴν ὕπαρξι. Προχώρησε ἐκεῖ ποῦ παύουν ὅλα: ἡ δράσις, ὁ ἀγώνας, ἡ προσευχή, ἡ ἐλευθερία. Ὅλα αὐτὰ ποῦ ἀγάπησε, ἐπεδίωξε καὶ πέτυχε ξεπεράστηκαν. Πέρασαν σὲ ἄλλο χῶρο καὶ πολιτεία, ξένη, ἀπλησίαστη γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Καὶ τὸ ἀπρόσιτο καὶ ἀνέφικτο -γιὰ τὸν ἄνθρωπο- πῆρε τὸν ἴδιο τὸν Ἀββᾶ, μὲ ὅλη τὴν πραμάτειά του, ἐκεῖ.
Χάθηκε. Καὶ βρέθηκε ἄλλως εἰς τὸ διηνεκές, καὶ γι’ αὐτοὺς ποῦ δὲν τὸν ζήτησαν, δὲν τὸν γνώρισαν, δὲν ἐνδιαφέρθηκαν ποτὲ γιὰ τὴ ζωή του, τὸν λόγο καὶ τὰ ἐνδιαφέροντά του.
Ἐὰν πολλοὶ δὲν ἐνδιαφέρθηκαν, ὁ Ἀββὰς ὅμως ἐνδιαφέρθηκε. Καὶ ἐπειδὴ ἔκανε τὸν ἑαυτὸ τοῦ κουρέλι, τὸν μοίρασε, τὸν διέλυσε· τὸν βρῆκε ἄλλως, τοῦ δόθηκε ἀπὸ τὸν Ἕνα καὶ Μοναδικό.
Τώρα, αὐτόν, τὸν ἐκ νεκρῶν ἀναστάντα καὶ μετὰ τὴν ἀπώλεια εὑρεθέντα ἑαυτό του· αὐτὸν ποῦ "θάνατος οὐκέτι κυριεύει", τὸν σκόρπισε καὶ τὸν σκορπᾶ, ὡς εὐλογία ἐλεημοσύνης καὶ πλοῦτο κατανοήσεως πρὸς πάντας· μὴ ζητώντας ἀπὸ κανένα τίποτε γιὰ τὸν ἑαυτό του, θέλοντας μόνο οἱ ἄλλοι νὰ κινηθοῦν ἐλεύθερα ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἐλπίζοντες. Καὶ νὰ ξέρουν ὅτι ἂν κάποτε κάπου βρεθοῦν, ποῦ ὁ δρόμος τελειώνει, ἡ μέρα τοὺς σβήνει, ἡ μοναξιὰ τοὺς πνίγει..., τότε νὰ μὴν τὰ χάσουν. Νὰ κάνουν λίγο ὑπομονή. Νὰ περιμένουν. Καὶ θὰ ἀνοίξη πόρτα· θὰ ἁπλωθῆ μπροστά τους δρόμος βατός· φῶς ἀνέσπερο θὰ ἀνατείλη· καὶ τὸ ἀστρικὸ χάος, ποῦ περονίασε μὲ τὴ μοναξιὰ τὸ εἶναι τους, θὰ γεμίση ἀπὸ παρουσία ἀγάπης, ἐλεημοσύνης. Θὰ φανερωθῆ τὸ ἀφανέρωτο καὶ ἄγνωστο γι’ αὐτούς.
Θὰ ἀκούσουν τὰ ἀνήκουστα, θὰ ψηλαφήσουν τὰ ἀναφή. Θὰ ἀναπαυθοῦν. Καὶ θὰ συνεχίσουν ἄλλως οἱ ἴδιοι, ὄντας διαφορετικοί, τὴν πορεία τοὺς τὴν ἀσταμάτητη, ποῦ εἶναι Αὐτός, ὡς πάσχα ἱερώτατο καὶ ἐπέκτασι ἀτελεύτητη.
* * *
Ἂν ὁ Ἀββὰς Ἰσαὰκ ἔχη τὸν ἀνεξιχνίαστο πλοῦτο τῆς Χάριτος· ἐὰν πολλοὶ λογοτέχνες μποροῦν πολλὰ νὰ πάρουν καὶ νὰ βοηθηθοῦν ἀπ’ αὐτόν...
Ὑπάρχει καὶ ἡ ξεχωριστὴ περίπτωσι τοῦ Ντοστογιέβσκι, ὅπου ἡ πνευματικὴ συγγένεια καὶ ὁμοιότης -παρ’ ὅλη τὴν ἐμφανῆ καὶ μεγάλη διαφορὰ- μὲ τὸν Ἀββᾶ εἶναι ἀναμφισβήτητη. Μποροῦμε νὰ ποῦμε: κοσμικὸς Ἀββὰς Ἰσαάκ.
Ἔτσι, μπορεῖς καὶ γι’ αὐτόν, τὸν ἱερὸ καὶ μέγιστο λογοτέχνη, νὰ μιλήσης στὸν ὑπερθετικὸ βαθμό, γιατί παραμένει ἐσαεὶ στὸ παγκόσμιο στερέωμα ἕνα παρήγορο φαινόμενο, ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ καὶ καρπὸς τοῦ Πνεύματος.
Δὲν σοὺ παριστάνει τὸν δάσκαλο. Δὲν σοὺ λέει κάτι ἐξωτερικὰ καὶ ἀνώδυνα. Σοὺ προσφέρει αὐτὸ ποῦ ἔρρευσε ἀπὸ τὴν καρδιά του, ποῦ δὲν εἶναι δικό του, ἀλλὰ τοῦ Πνεύματος.
Αὐτὸς ὁ ἐπαναστάτης πίστεψε στὸν Θεάνθρωπο καὶ ὁμολόγησε: "Ἄν μου ἀποδείξετε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, ἐγὼ θέλω τὸν Χριστό, κι ὄχι τὴν ἀλήθεια"· τὸν Χριστὸ ποῦ εἶπε: "Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. Τοῦτο εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες" (Ἰω. 7, 38-39).
Ἀπὸ μέσα τοῦ ρέουν ποταμοὶ παρακλήσεως, ποῦ τὴν κέρδισε μετὰ ἀπὸ χίλια βάσανα, πόνους, πειρασμούς, θανατικὲς ἀπειλὲς καὶ κάτεργα. Αὐτὴ παρασύρει καὶ ζωογονεῖ τοὺς πάντας. Ἔτσι, ἔχει νὰ πῆ καὶ λέει πολλά. Καὶ δὶ’ ὅλων προσφέρεται τὸ ἕνα· ἡ παράκλησι, ἡ παρηγοριὰ τοῦ Πνεύματος.
Αὐτός, σὰν νὰ κάθεται κάπου μόνος. Συζητᾶ μὲ τὸν ἑαυτό του. Διαλέγεται μὲ τὸ πολυπρόσωπο εἶναι του. (Εἶναι γνωστὸ τὸ λεγόμενο ὅτι στοὺς Ἀδελφοὺς Καραμάζωφ ὁ ἴδιος ὁ συγγραφέας αὐτοπεριγράφεται σ’ ὅλες τὶς μορφὲς τῶν ἀδελφῶν). Καὶ εἶναι ἀληθινός. Δημιουργεῖ κλίμα εὔκρατο γύρω του. Ἀναδίδει μαγευτικὴ μουσική. Σκορπᾶ ὑλικὸ πολύτιμο δωρεάν. Καὶ μαζεύεται ὅλος ὁ κόσμος γύρω του. τὸν ἀκούει. Μένει μαζί του. τὸν παίρνει μέσα του. τὸν δέχεται σὰν δικό του. Ποτίζεται ἡ ρίζα ἡ βαθειά του κάθε μαραμένου μὲ τὸ νερὸ ποῦ ρέει ἀπὸ ἐδῶ. Γιατρεύονται οἱ πόνοι καὶ συσφίγγονται οἱ παράλυτοι στὰ θερμὰ νερὰ τούτης τῆς ἰαματικῆς πηγῆς.
Ὁ Ντοστογιέβσκι παρακολουθεῖ τὴν ἱστορία ἔσωθεν. Ζῆ τὴν ἐμπειρία τῶν ἡρώων του. Γνωρίζει μὲ κοινωνία ζωῆς τί συμβαίνει μέσα τους. Καὶ αὐτὴ ἡ πείρα, ἡ μέσα γνῶσις, συνέχεια φανεροῦται στὴ διήγησι. Συναρμολογεῖ τὰ γεγονότα. Πλέκει τοὺς διαλόγους. Στρώνει τὶς φράσεις. Λέει κάτι ξεκάθαρα ἢ τὸ ἀφήνει νὰ ἐννοηθῆ. Πάντοτε, ὅμως, αὐτὸς ἀπὸ μέσα ὁδηγεῖ ἀπαρασάλευτα τὰ πράγματα ἐκεῖ ποῦ θέλει. Ή, καλύτερα, ὁ Χριστὸς τὰ κατευθύνει μὲ τὸ πανάγιο θέλημά Του.
Εἶναι ὅλα δονήσεις σεισμοῦ, τοῦ ὁποίου τὸ ἐπίκεντρο βρίσκεται στὰ βάθη τῆς ζωῆς τοῦ Ντοστογιέβσκι Ἔτσι, ὅταν κάτι φανερώνεται, κάτι κινῆται στὴν ἐπιφάνεια, σημαίνει ὅτι ταυτόχρονα, ἀπὸ τὸ βάθος μέχρι τὴν ἐπιφάνεια, ὅλο τὸ σῶμα τῆς γὴς -τὸ εἶναι τοῦ Ντοστογιέβσκι- δονεῖται καὶ μετέχει στὸ γεγονός. Αὐτὸς βρίσκεται ὁλόκληρος μέσα σὲ ὅλους τους ἥρωές του. Ταυτίζεται μ’ αὐτοὺς ἀσυγχύτως.
Πόσο παθιασμένα καὶ πειστικὰ ὑποστηρίζει τὴν κάθε μιὰ θέσι! Πῶς καὶ οἱ δύο πλευρές, οἱ δύο ἀπόψεις τοῦ ἴδιου θέματος, ἔχουν τὰ δίκια τους! Καὶ πῶς ἡ Ἀλήθεια, ποῦ εἶναι πρόσωπο θεανθρώπινο, ξεπερνᾶ τοὺς στοχασμοὺς ποῦ θέλουν νὰ ποῦν τὸ ἄρρητο ἢ τὶς ἀπόψεις ποῦ χωρίζουν τοὺς ἀνθρώπους!
Καὶ ὁ Ντοστογιέβσκι κυκλοφορεῖ ἀοράτως ἐν λευκοῖς μετὰ τοῦ Ἀναστάντος χαρίζοντας εἰρήνη καὶ χαρὰ στοὺς ἀπεγνωσμένους καὶ καταφρονημένους.
Σοὺ κάνει κριτική, χωρὶς νὰ σοὺ τὸ λέη. Σοὺ προσφέρει ὑγεία ψυχῆς ἀσχολίαστα. Σοὺ μιλᾶ, χωρὶς νὰ ἀπευθύνεται σὲ σένα. Σοὺ ἀναμοχλεύει σοβαρότατα προσωπικὰ θέματα, μονολογώντας καθ’ ἑαυτόν.
Καὶ ἐπειδὴ σὲ ἀφήνει ἐλεύθερο, πᾶς κοντά του. Ἐπειδὴ δὲν σοὺ κάνει τὸν δάσκαλο, τεντώνεις τὸ αὐτί σου. Ἐπειδὴ ἔχει αὐτὸ ποῦ θέλεις, μένεις πάντα, ἄθελά σου, δίπλα του.
Ἂν ζητοῦσε νὰ τὸν ἀκούσουν, αὐτὸ καὶ μόνο θὰ ἦταν ἱκανὸ νὰ διώξη τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ κοντά του. Θὰ ἦταν ἀπόδειξι ὅτι λέει ψέματα.
Τὸ ψεύτικο προβάλλεται καὶ ζητᾶ ὀπαδούς. Τὸ ἀληθινὸ τιμᾶται περιφρονούμενο καὶ σώζει αὐτοὺς ποῦ μποροῦν νὰ νοιώσουν τὴν ἀξία του.
Δὲν ἐπιδιώκει κάτι δικό του, ἀλλὰ φανερώνει ἐκεῖνο ποῦ λειτουργεῖ καὶ καταλήγει κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Κάνει φαινομενικὰ κάτι τὸ ἄσχετο ἢ καὶ μπλεγμένο. Οἱ ἥρωές του εἶναι συχνὰ παράφρονες, δαιμονισμένοι ἢ καὶ ἐγκληματίες. Οἱ ἱστορίες τοῦ εἶναι φορτωμένες καὶ περιπεπλεγμένες, ἀλλὰ ὁ ἄξονάς του σταθερός. Καὶ τὸ σημεῖο ὅπου ὁδηγεῖ, σαφὲς καὶ παρήγορο. Ὅλοι ἔρχονται ἑκούσια πρὸς αὐτόν, ἐκεῖ ποῦ βρίσκεται τὸ ἄγνωστο εἶναι τους, τὸ ἄλγος τοῦ νόστου.
"Ὅπου ἐὰν ἢ τὸ πτῶμα, ἐκεῖ συναχθήσονται οἱ ἀετοί". Καὶ οἱ ἄνθρωποι ἔρχονται στὸ πτῶμα, στὸν πόνο, στὸν τάφο, ἀπ’ ὅπου ἡ ζωή.
Πόσοι πολλοὶ ἀλληλοσπαρασσόμενοι, ποῦ δὲν μποροῦν νὰ ἀνεχθοῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἔχουν τὸν Ντοστογιέβσκι μέσα στὴν καρδιά τους! Ἔχουν τὴ φωτογραφία τοῦ μέσα στὸν πιὸ δικό τους χῶρο! Ἔχουν τὴ μαχαιριὰ τοῦ πόνου του νὰ αἱμορραγῆ καὶ νὰ μαλακώνη τὰ σωθικά τους!
Δὲν μπορεῖς νὰ διαβάσης τὸν Ντοστογιέβσκι, ἂν ζητᾶς τὰ τίμια, καὶ νὰ μείνης ὁ ἴδιος. Δὲν μπορεῖς νὰ τὸν διαβάσης, τὴν ὥρα ποῦ μπορεῖς νὰ πάρης τὸ μήνυμά του, καὶ νὰ τὸν ξεχάσης. Γίνεται δικός σου. Γίνεσαι δικός του. Ἀδελφωθήκατε σ’ ἕνα χῶρο βαθύ, ὑψηλό, εὐρύχωρο· σ’ ἕνα χῶρο ποῦ ἀνήκει σ’ ὅλους. Καὶ χωροῦν ὅλοι.
Ἡ φωνὴ τοῦ καταργεῖ τοὺς χωρισμούς. Ὁ λόγος τοῦ πάει βαθειά. Περνᾶ ὅλα τὰ γρανιτώδη πετρώματα τῆς ἀνθρώπινης σκληρότητος. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἔχει ἀντοχὴ ἀτσαλιοῦ καὶ εὐαισθησία ἀγγέλου. Μπαίνει στὸν πιὸ βαθὺ χῶρο τοῦ σπιτιοῦ σου, ὅπου δὲν μπῆκες ἀκόμη. Σοὺ τραγουδᾶ κάποιο τραγούδι τῶν προγόνων σου, ποῦ δὲν τὸ ἄκουσες ποτέ, ἐνῶ ὁ σκοπὸς τοῦ μυρμιδίζει στὸ αἷμα σου. Σὲ πάει πολὺ πίσω, στὴν ἀρχή, ἀπ’ ὅπου ὅλοι ξεκινᾶμε. Σὲ προχωρεῖ πολὺ μπροστά, στὸ μέλλον, ὅπου ὅλοι συναντιόμαστε, καὶ ἀγκαλιάζει ὁ φονιὰς τὸ θύμα καὶ ὁ σκοτωμένος τὸν φονιά.
Αὐτὸς ποῦ ἔχει μέσα τοῦ ἕνα πυράκτωμα ἀγάπης, ὡς πλοῦτο προσωπικῆς ζωῆς, καὶ μιὰ παράφορη δίψα τοῦ ἀπολύτου. Αὐτὸς ποῦ νοιώθει τὴ χάρι τῆς ταπεινώσεως καὶ τὴν ἀγγελικὴ λεπτότητα τοῦ μικροῦ παιδιοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς καρδιᾶς τοῦ πληγωμένου μέθυσου ἢ ἐγκληματία... Αὐτὸς ποῦ ζῆ, αἰσθάνεται καὶ κρύβει μέσα τοῦ ὅλους τους πόνους τοῦ κόσμου, τοὺς τύπους τῶν ἀνθρώπων, καὶ σὲ τίποτε δὲν θέλει νὰ βλάψη κανένα. Αὐτὸς ποῦ κρατᾶ ὅλα τὰ θέματα ἀνοιχτά, γιατί δὲν ἐλέχθη ἀκόμη ὁ τελικὸς λόγος ἀπὸ τὸν Θεὸν Λόγον, ποῦ μπορεῖ καὶ ὀφείλει νὰ τὸν πῆ, ἐπειδὴ εἶναι ἡ Ἀγάπη. Αὐτὸς ποῦ ἔχει αὐτὴ τὴν εὐαισθησία, μεγαλοθυμία καὶ εὐθύνη. Αὐτὸς ποῦ κανένα δὲν ἀγνοεῖ, δὲν ἀπορρίπτει, δὲν ἀδικεῖ, καὶ μᾶς ἀφήνει μόνους νὰ τὸ καταλάβωμε. Αὐτὸς ποῦ βασανίζεται, θυσιάζεται, πεθαίνει γιὰ τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν ἑνότητα ὅλων μας. Αὐτὸς ποῦ δὲν ζῆ χωρὶς τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ χάριν τῶν ἄλλων.
Αὐτὸς ὅταν μιλᾶ, ὅλοι σιωποῦν, γιὰ νὰ τὸν ἀκούσουν. Ἀκούγοντας τὸν, σβήνουν οἱ θόρυβοι καὶ τὰ παράσιτα. Καθένας ἀκούει τὴ βαθύτερη φωνὴ τοῦ ἑαυτοῦ του, γιατί ἀληθινὰ ἀκούγεται ὁ ἀπ' ἀρχῆς καὶ ἕνας Λόγος.
Αὐτὸς ἀνέβασε τὸ ἐπίπεδό της ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, τῆς δουλειᾶς καὶ τῆς δημιουργίας του, πιὸ ψηλὰ ἀπὸ ὅλους τους ἄλλους. Γιατί κατέβηκε στὰ κατώτατα μέρη. Δοκίμασε τὸν ἀβάστακτο πόνο καὶ δὲν δυσανασχέτησε. Ἀλλὰ ἀπὸ μέσα τοῦ βγῆκε λόγος καὶ διάθεσι εὐγνωμοσύνης γιὰ ὅλα του τὰ βάσανα. Πῆρε βοήθεια. Βρῆκε τὸ μυστικό. Δέχτηκε τὸ προζύμι τῆς Βασιλείας. Καὶ ὅλο τὸ φύραμα τῆς ζωῆς καὶ τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνέβηκε μὲ τὴ δραστικὴ ζύμη τῆς μελλούσης Βασιλείας.
Εἶναι ὁ πολὺ βασανισμένος καὶ παρηγορημένος· στὸν πιὸ βαθὺ ἅδη κατεβασμένος καὶ σὲ ὁλοφώτεινο οὐρανὸ ἀνεβασμένος. Πέρασε τὴ ζωηφόρο νέκρωσι. Ζῆ τὴ νεκρανάστασι. Γι’ αὐτό, ἔχει τὴ δυνατότητα καὶ τὴ χάρι νὰ δώση τὸ εὐαγγέλιο τῆς χαρᾶς πρὸς ὅλους.
Αὐτὸ γίνεται, ἐπειδὴ τὸ ζῆ. Λέγεται μόνο του. Καὶ δὶ’ ὅλων ὅσα λέει, δὶ’ ὅλων ὅσα βάζει τοὺς ἥρωές του νὰ λένε, νὰ τσακώνωνται, νὰ χαριεντίζωνται, φανερώνεται καὶ προσφέρεται αὐτό, τὸ ἕνα καὶ σωτήριο.
Νομίζει ὁ ἄλλος ὅτι, διαβάζοντας Ντοστογιέβσκι, διαβάζει ἀστυνομικὰ μυθιστορήματα ἢ συγγραφέα ἀνατόμο τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, ποῦ κάνει τὴ χαρτογράφησι τοῦ ἄγνωστου καὶ ἀπλησίαστου εἶναι μας. Ἔτσι εἶναι. Τὰ κάνει ὅλα αὐτά. Ἀλλὰ τὸ σημαντικότερο εἶναι ὅτι, δὶ’ ὅλων αὐτῶν, ἐνσταλάζει μέσα μας τὴν παράκλησι τοῦ Πνεύματος καὶ τὴ βεβαιότητα ὅτι ὑπάρχει Ἐκεῖνος ποῦ συνέχει τὰ πάντα· ἀγαπᾶ καὶ σώζει τὸν ἄνθρωπο.
Αὐτὸς ξέρει τὴν ἀλήθεια τῆς ζωῆς. Εἶναι γεμάτος βαριὰ χαρά. Ξέρει τί περιμένουν οἱ ἄλλοι ἀπ’ αὐτόν. Καὶ ποῦ ὀφείλει καὶ μπορεῖ τώρα νὰ τοὺς κατευθύνη:
Νὰ μὴ βιαστοῦν νὰ ἐλπίσουν, στηριζόμενοι σὲ πράγματα πρόσκαιρα, "ἐν οἶς οὐκ ἔστι σωτηρία".
Νὰ μὴ βιαστοῦν νὰ ἀπελπιστοῦν, νομίζοντας ὅτι ἡ ὅποια δοκιμασία τοὺς εἶναι ἀρρώστεια πρὸς θάνατον.
Ἔχει ὁ Θεὸς γιὰ ὅλους μας, ἀρκεῖ νὰ ταπεινωθοῦμε, νὰ συγχωροῦμε καὶ νὰ περιμένωμε.
Ἔτσι, εἴτε διαβάσεις τὸν Ἀββᾶ Ἰσαάκ, εἴτε τὸν Ντοστογιέβσκι, παίρνεις ἐν τέλει τὸ ἴδιο μήνυμα, τὴ χάρι καὶ τὴν παρηγοριά.
Αὐτὸς ὁ συγγραφέας εἶναι ἕνα βιωματικὸ καὶ ὁλοζώντανο σχόλιο στὸν Ἀββᾶ Ἰσαάκ. Καὶ "ντοστογιεβσκικά", μὲ ὅλα του τὰ ἔργα, πιστοποιεῖ καὶ ἐπικυρώνει τὴ διπλὴ βεβαιότητα τοῦ Ἀββᾶ (ποῦ εἶναι καὶ δική του):
Χωρὶς μεγάλους πειρασμούς, δὲν δίδονται μεγάλα χαρίσματα. Καί: Ἡ χαρὰ ἡ ἐν τῷ Θεῶ εἶναι ἰσχυροτέρα της παρούσης ζωῆς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου