2 Φεβ 2011

Πόσοι ἀπὸ ἐμᾶς ἔχουμε διαβάσει ὁλόκληρο τὸν Ὕμνο εἰς τὴν ἐλευθερία; Ἰδοὺ ἡ εὐκαιρία!

Αλήθεια, πόσοι ἀπὸ ἐμᾶς ἔχουμε διαβάσει ὁλόκληρο τὸν "Ὕμνο εἰς τὴν Ἐλευθερία" (158 στροφές), ἀπὸ τὸν ὁποῖο οἱ δύο πρῶτες στροφὲς ἀποτελοῦν τὸν Ἐθνικό μας Ὕμνο; Φοβᾶμαι, λίγοι...
Κι ἀκόμα λιγότεροι - ἴσως ἐλάχιστοι- ἔχουμε μελετήσει πόση σοφία ὑπάρχει κρυμμένη σὲ κάθε λέξη του!

Κι ὅμως, πιστέψτε μέ, ἀξίζει τὸν κόπο γιατί οἱ περισσότεροι στίχοι τοῦ μοιάζουν σὰν νὰ μὴν γράφτηκαν τὸ 1823, ἀλλὰ σήμερα! Ἂν ἔχετε τὴ διάθεση καὶ τὸν χρόνο, σᾶς εὔχομαι καλὴ ἀνάγνωση!

"Ὕμνος εἰς τὴν Ἐλευθερίαν"
στίχοι: Διονύσιος Σολωμὸς
μελοποίηση: Νικόλαος Μάντζαρος

1. Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψη
Τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψη
Ποῦ μὲ βιὰ μετρᾶ τὴ γῆ.

2. Ἀπ’ τὰ κόκαλα βγαλμένη
Τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
Καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
Χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!

3. Ἐκεῖ μέσα ἑκατοικοῦσες
Πικραμένη, ἐντροπαλή,
Κι ἕνα στόμα ἀκαρτεροῦσες,
Ἔλα πάλι, νὰ σοὺ πεῖ.

4.


Ἄργειε νάλθη ἐκείνη ἡ μέρα,
Καὶ ἦταν ὅλα σιωπηλά,
Γιατί τάσκιαζε ἡ φοβέρα
Καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά.

5.
Δυστυχής! Παρηγορία
Μόνη σου ἔμενε νὰ λὲς
Περασμένα μεγαλεῖα
Καὶ διηγώντας τὰ νὰ κλαῖς.

6.

Καὶ ἀκαρτέρει, καὶ ἀκαρτέρει
Φιλελεύθερη λαλιά,
Ἕνα ἐκτύπαε τ’ ἄλλο χέρι
Ἀπὸ τὴν ἀπελπισιά.

7.

Κι’ ἔλεες: πότε, ἅ! πότε βγάνω
Τὸ κεφάλι ἀπὸ τς ἐρμιές;
Κι ἀποκρίνοντο ἀπὸ πάνω
Κλάψες, ἅλυσες, φωνές.

8.

Τότε ἐσήκωνες τὸ βλέμμα
Μὲς στὰ κλάμματα θολό,
Καὶ εἰς τὸ ροῦχο σου ἒσταζ’ αἷμα,
Πλῆθος αἷμα Ἑλληνικό.

9.

Μὲ τὰ ροῦχα αἱματωμένα
Ξέρω ὅτι ἔβγαινες κρυφὰ
Νὰ γυρεύης εἰς τὰ ξένα
Ἀλλὰ χέρια δυνατά.

Στροφὲς 10 ἕως 19

10.

Μοναχὴ τὸ δρόμο ἐπῆρες,
Ἑξανάλθες μοναχὴ
Δὲν εἲν’ εὔκολες οἱ θύρες,
Ἐὰν ἡ χρεία τὲς κουρταλή.

11.

Ἄλλος σου ἔκλαψε εἰς τὰ στήθια,
Ἀλλ’ ἀνασασιν καμιὰ
Ἄλλος σου ἔταξε βοήθεια
Καὶ σὲ γέλασε φρικτά.

12.

Ἄλλοι, ὀϊμέ! στὴ συμφορά σου
Ὁπού ἐχαίροντο πολύ,
Σύρε νάβρης τὰ παιδιά σου,
Σύρε ἐλέγαν οἱ σκληροί.

13.

Φεύγει ὀπίσω τὸ ποδάρι
Καὶ ὁλοκλήγορο πατεῖ
Ἢ τὴν πέτρα ἢ τὸ χορτάρι
Ποῦ τὴ δόξα σου ἐνθυμεῖ.

14.

Ταπεινότατή σου γέρνει
Ἡ τρισάθλια κεφαλή,
Σὰν πτωχοῦ ποὺ θυροδέρνει
Κι’ εἶναι βάρος του ἡ ζωή.

15.

Ναὶ ἀλλὰ τώρα ἀντιπαλεύει
Κάθε τέκνο σου μὲ ὁρμή,
Ποῦ ἀκατάπαυστα γυρεύει
Ἢ τὴ νίκη ἢ τὴ θανή.

16.

Ἀπ’ τὰ κόκαλα βγαλμένη
Τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
Καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
Χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!

17.

Μόλις εἶδε τὴν ὁρμή σου
Ὁ οὐρανός, ποὺ γιὰ τς ἐχθροὺς
Εἰς τὴ γῆ τὴ μητρική σου
Ἒτρεφ’ ἄνθια καὶ καρπούς.

18.

Ἐγαλήνευσε καὶ ἐχύθη
Καταχθόνια μία βοή,
Καὶ τοῦ Ρήγα σου ἀπεκρίθη
Πολεμόκραχτη ἡ φωνή.

19.

Ὅλοι οἱ τόποι σου σ’ἐκράξαν
Χαιρετώντας σὲ θερμά,
Καὶ τὰ στόματα ἐφωνάξαν
Ὅσα αἰσθάνετο ἡ καρδιά.

Στροφὲς 20 ἕως 29

20.

Ἐφωνάξανε ὡς τ’ ἀστέρια
Τοῦ Ἰονίου καὶ τὰ νησιά,
Καὶ ἐσηκώσανε τὰ χέρια
Γιὰ νὰ δείξουνε χαρά.

21.

Μ’ ὅλον ποῦναι ἁλυσωμένο
Τὸ καθένα τεχνικά,
Καὶ εἰς τὸ μέτωπο γραμμένο
Ἔχει: "Ψεύτρα Ἐλευθεριά".

22.

Γκαρδιακὰ χαροποιήθη
Καὶ τοῦ Βάσιγκτον ἡ γῆ,
Καὶ τὰ σίδερα ἐνθυμήθη
Ποῦ τὴν ἔδεναν καὶ αὐτή.

23.

Ἀπ’ τὸν πύργο τοῦ φωνάζει,
Σὰ νὰ λέη σὲ χαιρετῶ,
Καὶ τὴ χήτη τοῦ τινάζει
Τὸ Λεοντάρι τὸ Ἰσπανό.

24.

Ἐλαφιάσθη τῆς Ἀγγλίας
Τὸ θηρίο, καὶ σέρνει εὐθὺς
Κατὰ τ’ἄκρα τῆς Ρουσίας
Τὰ μουγκρίσματα τῆς ὀργῆς.

25.

Εἰς τὸ κίνημά του δείχνει
Πῶς τὰ μέλη εἲν’ δυνατὰ
Καὶ στοῦ Αἰγαίου τὸ κύμα ρίχνει
Μία σπιθόβολη ματιά.

26.

Σὲ ξανοίγει ἀπὸ τὰ νέφη
Καὶ τὸ μάτι τοῦ Ἀετοῦ,
Ποῦ φτερὰ καὶ νύχια θρέφει
Μὲ τὰ σπλάχνα τοῦ Ἰταλοῦ.

27.

Καὶ σ’ ἐσὲ καταγυρμένος,
Γιατί πάντα σὲ μισεῖ,
Ἒκρωζ’ ἔκρωζε ὁ σκασμένος,
Νὰ σὲ βλάψη, ἂν ἠμπορή.

28.

Ἄλλο ἐσὺ δὲν συλλογιέσαι
Πάρεξ ποὺ θὰ πρωτοπᾶς
Δὲν μιλεῖς καὶ δὲν κουνιέσαι
Στὲς βρισιὲς ὁπού ἀγρικᾶς.

29.

Σὰν τὸν βράχον ὁπού ἀφήνει
Κάθε ἀκάθαρτο νερὸ
Εἰς τὰ πόδια του νὰ χύνη
Εὐκολόσβηστον ἀφρό.

Στροφὲς 30 ἕως 39

30.

Ὁπού ἀφήνει ἀνεμοζάλη
Καὶ χαλάζι καὶ βροχὴ
Νὰ τοῦ δέρνουν τὴ μεγάλη,
Τὴν αἰώνιαν κορυφή.

31.

Δυστυχιά του, ὢ δυστυχιά του,
Ὁποιανοὺ θέλει βρεθεῖ
Στὸ μαχαίρι σου ἀποκάτου
Καὶ σ’ ἐκεῖνο ἀντισταθεῖ.

32.

Τὸ θηρίο π’ ἀνανογιέται,
Πῶς τοῦ λείπουν τὰ μικρά,
Περιορίζεται, πετιέται,
Αἷμα ἀνθρώπινο διψᾶ.

33.

Τρέχει, τρέχει ὅλα τὰ δάση,
Τὰ λαγκάδια, τὰ βουνά,
Κι ὅπου φθάση, ὅπου περάση,
Φρίκη, θάνατος, ἐρμιά.

34.

Ἐρμιά, θάνατος καὶ φρίκη
Ὅπου ἐπέρασες κι ἐσὺ
Ξίφος ἔξω ἀπὸ τὴ θήκη
Πλέον ἀνδρείαν σου προξενεῖ.

35.

Ἰδοὺ ἐμπρός σου ὁ τοῖχος στέκει
Τῆς ἀθλίας Τριπολιτσᾶς
Τώρα τρόμου ἀστροπελέκι
Νὰ τῆς ρίψης πιθυμᾶς.

36.

Μεγαλόψυχο τὸ μάτι
Δείχνει, πάντα ὅπως νικεῖ,
Καὶ ἂς εἲν’ ἅρματα γεμάτη
Καὶ πολέμιαν χλαλοή.

37.

Σοὺ προβαίνουνε καὶ τρίζουν
Γιὰ νὰ ἰδῆς πὼς εἲν’ πολλὰ
Δὲν ἀκοῦς ποὺ φοβερίζουν
Ἄνδρες μύριοι καὶ παιδιά;

38.

Λίγα μάτια, λίγα στόματα
Θὰ σᾶς μείνουνε ἀνοιχτὰ
Γιὰ νὰ κλαύσετε τὰ σώματα
Ποῦ θὲ νάβρη ἡ συμφορά.

39.

Κατεβαίνουνε, καὶ ἀνάφτει
Τοῦ πολέμου ἀναλαμπή.
Τὸ τουφέκι ἀνάβει, ἀστράφτει,
Λάμπει, κόφτει τὸ σπαθί.

Στροφὲς 40 ἕως 49

40.

Γιατί ἡ μάχη ἐστάθη ὀλίγη;
Λίγα τὰ αἵματα γιατί;
Τὸν ἐχθρὸ θωρῶ νὰ φύγη
Καὶ στὸ κάστρο ν’ ἀνεβῆ.

41.

Μέτρα… Εἲν’ ἄπειροι οἱ φευγάτοι,
Ὁπού φεύγοντας δειλιοῦν
Τὰ λαβώματα στὴν πλάτη
Δέχοντ’, ὥστε ν’ ἀνεβοῦν.

42.

Ἐκεῖ μέσα ἀκαρτερεῖτε
Τὴν ἀφεύγατη φθορὰ
Νά, σᾶς φθάνει, ἀποκριθῆτε
Στὶς νυκτὸς τὴ σκοτεινιά.

43.

Ἀποκρίνονται, καὶ ἡ μάχη
Ἔτσι ἀρχίζει, ὁπού μακριὰ
Ἀπὸ ράχη ἐκεῖ σὲ ράχη
Ἀντιβούιζε φοβερά.

44.

Ἀκούω κούφια τὰ τουφέκια,
Ἀκούω σμίξιμο σπαθιῶν,
Ἀκούω ξύλα, ἀκούω πελέκια,
Ἀκούω τρίξιμο δοντιῶν.

45.

Ἅ! Τί νύκτα ἦταν ἐκείνη
Ποῦ τὴν τρέμει ὁ λογισμός;
Ἄλλος ὕπνος δὲν ἐγίνη
Πάρεξ θάνατου πικρός.

46.

Τῆς σκηνῆς ἡ ὥρα, ὁ τόπος,
Οἱ κραυγές, ἡ ταραχή,
Ὁ σκληρόψυχος ὁ τρόπος
Τοῦ πολέμου καὶ οἱ καπνοί.

47.

Καὶ οἱ βροντές, καὶ τὸ σκοτάδι,
Ὁπού ἀντισκοφτε ἡ φωτιά,
Ἐπαράσταιναν τὸν ἅδη
Ποῦ ἀκαρτέρειε τὰ σκυλιά.

48.

Τ’ ἀκαρτέρειε. Ἐφαῖνοντ’ ἴσκιοι
Ἀναρίθμητοι γυμνοί,
Κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,
Βρέφη ἀκόμη εἰς τὸ βυζί.

49.

Ὅλη μαύρη μυρμηγικάζει,
Μαύρη ἡ ἐντάφια συντροφιά,
Σὰν τὸ ροῦχο ὁπού σκεπάζει
Τὰ κρεβάτια τὰ στερνά.

Στροφὲς 50 ἕως 59

50.

Τόσοι, τόσοι ἀνταμωμένοι
Ἐπετιοῦντο ἀπὸ τὴ γῆ,
Ὅσοι εἲν’ ἄδικα σφαγμένοι
Ἀπὸ τούρκικην ὀργή.

51.

Τόσα πέφτουνε τὰ θέρι
σμένα ἀστάχια εἰς τοὺς ἀγροὺς
Σχεδὸν ὅλα ἐκειὰ τὰ μέρη
Ἐσκεπάζοντο ἀπ’ αὐτούς.

52.

Θαμποφέγει κανέν’ ἄστρο,
Καὶ ἀναδεύοντο μαζί,
Ἀναβαίνοντας τὸ κάστρο
Μὲ νεκρώσιμη σιωπή.

53.

Ἔτσι χάμου εἰς τὴν πεδιάδα,
Μὲς στὸ δάσος τὸ πυκνό,
Ὅταν στέλνη μίαν ἀχνάδα
Μισοφέγγαρο χλωμό.

54.

Ἐὰν οἱ ἄνεμοι μὲς στ’ ἄδεια
Τὰ κλαδιὰ μουγκοφυσοῦν,
Σειοῦνται, σειοῦνται τὰ μαυράδια,
Ὁπού οἱ κλῶνοι ἀντικτυποῦν.

55.

Μὲ τὰ μάτια τοὺς γυρεύουν
Ὅπου εἲν’ αἵματα πηχτά,
Καὶ μὲς στ’ αἵματα χορεύουν
Μὲ βρυχίσματα βραχνά,

56.

Καὶ χορεύοντας μανίζουν
Εἰς τοὺς Ἕλληνας κοντά,
Καὶ τὰ στήθια τοὺς ἐγγίζουν
Μὲ τὰ χέρια τὰ ψυχρά.

57.

Ἐκειὸ τὸ ἔγγισμα πηγαίνει
Βαθιὰ μὲς στὰ σωθικά,
Ὅθεν ὅλη ἡ λύπη βγαίνει,
Καὶ ἄκρα αἰσθάνονται ἀσπλαχνιά.

58.

Τότε αὐξαίνει τοῦ πολέμου
Ὁ χορὸς τρομακτικά,
Σὰν τὸ σκόρπισμα τοῦ ἀνέμου
Στοῦ πελάου τὴ μοναξιά.

59.

Κτυποῦν ὅλοι ἀπάνου κάτου
Κάθε κτύπημα ποὺ ἐβγὴ
Εἶναι κτύπημα θανάτου,
Χωρὶς νὰ δευτερωθεῖ.

Στροφὲς 60 ἕως 69

60.

Κάθε σῶμα ἱδρώνει, ρέει
Λὲς καὶ ἐκεῖθεν ἡ ψυχὴ
Ἀπ’ τὸ μίσος ποὺ τὴν καίει
Πολεμάει νὰ πεταχθῆ.

61.

Τῆς καρδίας κτυπίες βροντᾶνε
Μὲς στὰ στήθια τοὺς ἀργά,
Καὶ τὰ χέρια ὁπού χουμᾶνε
Περισσότερο εἲν’ γοργά.

62.

Οὐρανὸς γι’αὐτοὺς δὲν εἶναι,
Οὐδὲ πέλαγο, οὐδὲ γῆ
Γι’ αὐτοὺς ὅλους τὸ πᾶν εἶναι
Μαζωμένο ἀντάμα ἐκεῖ.

63.

Τόση ἡ μάνητα καὶ ἡ ζάλη,
Ποῦ στοχάζεσαι, μὴ πὼς
Ἀπὸ μία μεριὰ καὶ ἀπ’ ἄλλη
Δὲν μείνη ἕνας ζωντανός.

64.

Κοίτα χέρια ἀπελπισμένα
Πῶς θερίζουνε ζωές!
Χάμου πέφτουνε κομμένα
Χέρια, πόδια, κεφαλές,

65.

Καὶ παλάσκες καὶ σπαθία
Μὲ ὁλοσκόρπιστα μυαλά,
Καὶ μὲ ὁλοσχιστὰ κρανία
Σωθικὰ λαχταριστά.

66.

Προσοχὴ καμία δὲν κάνει
Κανείς, ὄχι εἰς τὴ σφαγὴ
Πᾶνε πάντα ἐμπρός. Ὤ! Φθάνει,
Φθάνει, ἕως πότε οἱ σκοτωμοί;

67.

Ποῖος ἀφήνει ἐκεῖ τὸν τόπο,
Πάρεξ ὅταν ξαπλωθῆ;
Δὲν αἰσθάνονται τὸν κόπο
Καὶ λὲς κι’ εἶναι εἰς τὴν ἀρχή.

68.

Ὀλιγοστευαν οἱ σκύλοι,
Καὶ Ἀλλὰ ἐφώναζαν, Ἀλλὰ
Καὶ τῶν Χριστιανῶν τὰ χείλη
Φωτιὰ ἐφώναζαν, φωτιά.

69.

Λεονταρόψυχα ἐκτυπιοῦντο,
Πάντα ἐφώναζαν φωτιά,
Καὶ οἱ μιαροὶ κατασκορπιοῦντο,
Πάντα σκούζοντας Ἀλλά.

Στροφὲς 70 ἕως 79

70.

Παντοῦ φόβος καὶ τρομάρα
Καὶ φωνὲς καὶ στεναγμοὶ
Παντοῦ κλάψα, παντοῦ ἀντάρα,
Καὶ παντοῦ ξεψυχισμοί.

71.

Ἦταν τόσοι! Πλέον τὸ βόλι
Εἰς τ’ αὐτιὰ δὲν τοῦ λαλεῖ.
Ὅλοι χάμου ἐκτίτοντ’ ὅλοι
Εἰς τὴν τέταρτη αὐγή.

72.

Σὰν ποτάμι τὸ αἷμα ἐγίνη
Καὶ κυλάει στὴ λαγκαδιά,
Καὶ τὸ ἀθῶο χόρτο πίνει
Αἷμα ἀντὶς γιὰ τὴ δροσιά.

73.

Τῆς αὐγῆς δροσάτι ἀέρι,
Δὲν φυσᾶς τώρα ἐσὺ πλιὸ
Στῶν ψευδοπιστῶν τὸ ἀστέρι
Φύσα, φύσα εἰς τὸ ΣΤΑΥΡΟ.

74.

Ἀπ’ τὰ κόκαλα βγαλμένη
Τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
Καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
Χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!

75.

Τῆς Κορίνθου ἰδοὺ καὶ οἱ κάμποι
Δὲν λάμπ’ ἥλιος μοναχὰ
Εἰς τοὺς πλάτανους, δὲν λάμπει
Εἰς τ’ ἀμπέλια, εἰς τὰ νερά.

76.

Εἰς τὸν ἥσυχον αἰθέρα
Τώρα ἀθώα δὲν ἀντηχεῖ
Τὰ λαλήματα ἡ φλογέρα,
Τὰ βελάσματα τὸ ἀρνί.

77.

Τρέχουν ἅρματα χιλιάδες
Σὰν τὸ κύμα εἰς τὸ γιαλὸ
Ἀλλ’ οἱ ἀνδρεῖοι παλληκαράδες
Δὲν ψηφοῦν τὸν ἀριθμό.

78.

Ὢ τρακόσιοι! Σηκωθεῖτε
Καὶ ξαναλθετε σ’ ἐμᾶς
Τὰ παιδιὰ σᾶς θέλ’ ἰδεῖτε
Πόσο μοιάζουνε μέ σας.

79.

Ὅλοι ἐκεῖνοι τὰ φοβοῦνται
Καὶ μὲ πάτημα τυφλὸ
Εἰς τὴν Κόρινθο ἀποκλειοῦνται
Κι’ ὅλοι χάνουνται ἀπ’ ἐδῶ.

Στροφὲς 80 ἕως 89

80.

Στέλνει ὁ ἄγγελος τοῦ ὀλέθρου
Πείναν καὶ Θανατικὸ
Ποῦ μὲ σχῆμα ἑνὸς σκελέθρου
Περπατοῦν ἀντάμα οἱ δύο.

81.

Καὶ πεσμένα εἰς τὰ χορτάρια
Ἀπεθαίνανε παντοῦ
Τὰ θλιμμένα ἀπομεινάρια
Τῆς φυγῆς καὶ τοῦ χαμοῦ.

82.

Κι ἐσὺ ἀθάνατη, ἐσὺ θεία,
Ποῦ ὅ,τι θέλεις ἠμπορεῖς,
Εἰς τὸν κάμπο, Ἐλευθερία,
Ματωμένη περπατεῖς.

83.

Στὴ σκιὰ χεροπιασμένες,
Στὴ σκιὰ βλέπω κι’ ἐγὼ
Κρινοδάκτυλες παρθένες
Ὁπού κάνουνε χορό.

84.

Στὸ χορὸ γλυκογυρίζουν
Ὡραία μάτια ἐρωτικά,
Καὶ εἰς τὴν αὔρα κυματίζουν
Μαῦρα, ὁλόχρυσα μαλλιά.

85.

Ἡ ψυχή μου ἀναγαλλιάζει
Πῶς ὁ κόρφος καθεμιᾶς
Γλυκοβύζαστο ἑτοιμάζει
Γάλα ἀνδρείας καὶ ἐλευθεριᾶς.

86.

Μὲς στὰ χόρτα, τὰ λουλούδια,
Τὸ ποτήρι δὲν βαστῶ
Φιλελεύθερα τραγούδια
Σὰν τὸν Πίνδαρο ἐκφωνῶ.

87.

Ἀπ’τὰ κόκαλα βγαλμένη
Τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
Καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
Χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!

88.

Πῆγες εἰς τὸ Μεσολόγγι
Τὴν ἡμέρα τοῦ Χριστοῦ,
Μέρα ποὺ ἄνθισαν οἱ λόγγοι
Γιὰ τὸ τέκνο τοῦ Θεοῦ.

89.

Σοῦλθε ἐμπρὸς λαμποκοπώντας
Ἡ Θρησκεία μ’ ἕνα σταυρό,
Καὶ τὸ δάκτυλο κινώντας
Ὁπού ἀνεῖ τὸν οὐρανό.

Στροφὲς 90 ἕως 99

90.

Σ’αὐτό, ἐφώναξε, τὸ χῶμα
Στάσου ὁλόρθη, Ἐλευθεριὰ
Καὶ φιλώντας σου στὸ στόμα
Μπαίνει μὲς στὴν ἐκκλησιά.

91.

Εἰς τὴν τράπεζα σιμώνει
Καὶ τὸ σύγνεφο τὸ ἀχνὸ
Γύρω γύρω της πυκνώνει
Ποῦ σκορπάει τὸ θυμιατό.

92.

Ἀγρικάει τὴν ψαλμωδία
Ὁπού ἐδίδαξεν αὐτὴ
Βλέπει τὴ φωταγωγία
Στοὺς Ἁγίους ἐμπρὸ χυτή.

93.

Ποιοὶ εἲν’ αὐτοὶ ποὺ πλησιάζουν
Μὲ πολλὴ ποδοβολή,
Κι’ ἄρματ’, ἅρματα ταράζουν;
Ἐπετάχτηκες ἐσύ.

94.

Ἅ! Τὸ φῶς ποὺ σὲ στολίζει,
Σὰν ἡλίου φεγγοβολῆ,
Καὶ μακρόθεν σπινθηρίζει,
Δὲν εἶναι, ὄχι, ἀπὸ τὴ γῆ.

95.

Λάμψιν ἔχει ὅλη φλογώδη
Χεῖλος, μέτωπο, ὀφθαλμὸς
Φῶς τὸ χέρι, φῶς τὸ πόδι
Κι’ ὅλα γύρω σου εἶναι φῶς.

96.

Τὸ σπαθί σου ἀντισηκώνεις,
Τρία πατήματα πατᾶς,
Σὰν τὸν πύργο μεγαλώνεις,
Καὶ εἰς τὸ τέταρτο κτυπᾶς.

97.

Μὲ φωνὴ ποὺ καταπείθει
Προχωρώντας ὁμιλεῖς
Σήμερ’, ἄπιστοι, ἐγεννήθη
Ναί, τοῦ κόσμου ὁ Λυτρωτής.

98.

Αὐτὸς λέγει... Ἀφοκρασθῆτε:
Ἐγὼ εἲμ’ Ἄλφα, Ὠμέγα ἐγὼ
Πέστε, ποὺ θ’ ἀποκρυφθῆτε
Ἐσεῖς ὅλοι, ἂν ὀργισθῶ;

99.

Φλόγα ἀκοίμητήν σας βρέχω,
Ποῦ μ’ αὐτὴν ἂν συγκριθῆ
Κείνη ἡ κάτω ὁπού σᾶς ἔχω
Σὰν δροσιὰ θέλει βρεθῆ.

Στροφὲς 100 ἕως 109

100.

Κατατρώγει, ὡσὰν τὴ σχίζα,
Τόπους ἄμετρα ὑψηλούς,
Χῶρες, ὅρη ἀπὸ τὴ ρίζα,
Ζῶα καὶ δένδρα καὶ θνητούς.

101.

Καὶ τὸ πᾶν τὸ κατακαίει,
Καὶ δὲν σώζεται πνοή,
Πάρεξ τοῦ ἄνεμου ποὺ πνέει
Μὲς στὴ στάχτη τὴ λεπτή.

102.

Κάποιος ἤθελε ἐρωτήσει:
Τοῦ θυμοῦ τοῦ εἶσαι ἀδελφή;
Ποιὸς εἲν’ ἄξιος νὰ νικήσει,
Ἢ μὲ σὲ νὰ μετρηθεῖ;

103.

Ἡ γῆ αἰσθάνεται τὴν τόση
Τοῦ χεριοῦ σου ἀνδραγαθιά,
Ποῦ ὅλην θέλει θανατώσει
Τὴ μισόχριστη σπορά.

104.

Τὴν αἰσθάνονται, καὶ ἀφρίζουν
Τὰ νερά, καὶ τ’ ἀγρικῶ
Δυνατὰ νὰ μουρμουρίζουν
Σὰν νὰ ρυάζετο θηριό.

105.

Κακορίζικοι, ποῦ πάτε
Τοῦ Ἀχελώου μὲς στὴ ροή,
Κι ἐπιδέξια πολεμᾶτε
Ἀπὸ τὴν καταδρομή.

106.

Νὰ ἀποφύγετε! Τὸ κύμα
Ἔγινε ὅλο φουσκωτὸ
Ἐκεῖ εὐρήκατε τὸ μνῆμα
Πρὶν νὰ εὐρῆτε ἀφανισμό.

107.

Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει
Κάθε λάρυγγας ἐχθροῦ,
Καὶ τὸ ρεῦμα γαργαρίζει
Τὲς βασφήμιες τοῦ θυμοῦ.

108.

Σφαλερὰ τετραποδίζουν
Πλῆθος ἄλογα, καὶ ὀρθὰ
Τρομασμένα χλιμιτρίζουν
Καὶ πατοῦν εἰς τὰ κορμιά.

109.

Ποῖος στὸν σύντροφον ἁπλώνει
Χέρι, ὡσὰν νὰ βοηθηθῆ
Ποῖος τὴ σάρκα τοῦ δαγκώνει
Ὅσο ὁπού νὰ νεκρωθῆ.

Στροφὲς 110 ἕως 119

110.

Κεφαλὲς ἀπελπισμένες,
Μὲ τὰ μάτια πεταχτά,
Κατὰ τ’ἄστρα σηκωμένες
Γιὰ τὴν ὕστερη φορά.

111.

Σβιέται -αὐξαίνοντας ἡ πρώτη
Τοῦ Ἀχελώου νεροσυρμὴ-
Τὸ χλιμίτρισμα, καὶ οἱ κρότοι,
Καὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ γογγυσμοί.

112.

Ἔτσι ν’ ἄκουα νὰ βουίξη
Τὸν βαθὺν Ὠκεανό,
Καὶ στὸ κύμα του νὰ πνίξη
Κάθε σπέρμα Ἀγαρηνό.

113.

Καὶ ἐκεῖ ποῦ 'ναι ἡ Ἁγία Σοφία,
Μὲς στοὺς λόφους τοὺς ἑπτά,
Ὅλα τ’ἄψυχα κορμία
Βραχοσύντριφτα, γυμνά.

114.

Σωριασμένα νὰ τὰ σπρώξη
Ἡ κατάρα τοῦ Θεοῦ,
Κι ἀπ’ ἐκεῖ νὰ τὰ μαζώξη
Ὁ ἀδελφός του Φεγγαριοῦ.

115.

Κάθε πέτρα μνῆμα ἂς γένη,
Καὶ ἡ θρησκεία κι’ ἡ Ἐλευθεριὰ
Μ’ ἀργοπάτημα ἂς πηγαίνει
Μεταξύ τους, καὶ ἂς μετρᾶ.

116.

Ἕνα λείψανο ἀνεβαίνει
Τεντωτό, πιστομητό,
Κι’ ἄλλο ξάφνου κατεβαίνει
Καὶ δὲν φαίνεται καὶ πλιό.

117.

Καὶ χειρότερα ἀγριεύει
Καὶ φουσκώνει ὁ ποταμὸς
Πάντα πάντα περισσεύει
Πολυφλοίσβισμα καὶ ἀφρός.

118.

Ἅ! Γιατί δὲν ἔχω τώρα
Τὴ φωνὴ τοῦ Μωυσῆ;
Μεγαλόφωνα, τὴν ὥρα
Ὁπού ἐσβηοῦντο οἱ μισητοί.

119.

Τὸν Θεὸν εὐχαριστοῦσε
Στοῦ πελάου τὴ λύσσα ἐμπρός,
Καὶ τὰ λόγια ἠχολογοῦσε
Ἀναρίθμητος λαός.

Στροφὲς 120 ἕως 129

120.

Ἀκλουθάει τὴν ἁρμονία
Ἡ ἀδελφή του Ἀαρῶν,
Ἡ προφήτισσα Μαρία,
Μ’ ἕνα τύμπανο τερπνόν.

121.

Καὶ πηδοῦν ὅλες οἱ κόρες
Μὲ τὶς ἀγάλες ἀνοικτές,
Τραγουδώντας, ἀνθοφόρες,
Μὲ τὰ τύμπανα τερπνόν.

122.

Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψη
Τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψη
Ποῦ μὲ βιὰ μετράει τὴ γῆ.

123.

Εἰς αὐτήν, εἲν’ ξανουσμένο,
Δὲν νικιέσαι ἐσὺ ποτὲ
Ὅμως, ὄχι, δὲν εἲν’ ξένο
Καὶ τὸ πέλαγο γιὰ σέ.

124.

Τὸ στοιχεῖον αὐτὸ ξαπλώνει
Κύματ’ ἄπειρα εἰς τὴ γῆ,
Μὲ τὰ ὁποία τὴν περιζώνει,
Κι’ εἶναι εἰκόνα σου λαμπρή.

125.

Μὲ βρυχίσματα σαλεύει
Ποῦ τρομάζει ἡ ἀκοὴ
Κάθε ξύλο κινδυνεύει
Καὶ λιμιώνα ἀναζητεῖ.

126.

Φαίνετ’ ἔπειτα ἡ γαλήνη
Καὶ τὸ λάμψιμο τοῦ ἡλιοῦ,
Καὶ τὰ χρώματα ἀναδίνει
Τοῦ γλαυκότατου οὐρανοῦ.

127.

Δὲν νικιέσαι, εἲν’ ξακουσμένο,
Στὴν ξηρὰ ἐσὺ ποτὲ
Ὅμως, ὄχι, δὲν εἲν’ ξένο
Καὶ τὸ πέλαγο γιὰ σέ.

128.

Περνοῦν ἄπειρα τὰ ξάρτια,
Καὶ σὰν λόγγος στριμωχτὰ
Τὰ τρεχούμενα κατάρτια,
Τὰ ὁλοφούσκωτα πανιά.

129.

Σὺ τὲς δύναμές σου σπρώχνεις,
Καὶ ἀγκαλὰ δὲν εἲν’ πολλές,
Πολεμώντας, ἀλλὰ διώχνεις,
Ἀλλὰ παίρνεις, ἀλλὰ καῖς.

Στροφὲς 130 ἕως 139

130.

Μὲ ἐπιθύμια νὰ τηράζεις
Δύο μεγάλα σὲ θωρῶ,
Καὶ θανάσιμον τινάζεις
Ἐναντίον τοὺς κεραυνό.

131.

Πιάνει, αὐξάνει, κοκκινίζει,
Καὶ σηκώνει μία βροντή,
Καὶ τὸ πέλαο χρωματίζει
Μὲ αἱματόχροη βαφή.

132.

Πνίγοντ’ ὅλοι οἱ πολεμάρχοι
Καὶ δὲν μνέσκει ἕνα κορμὶ
Χάρου, σκιὰ τοῦ Πατριάρχη,
Ποῦ σ’ ἐπέταξαν ἐκεῖ.

133.

Ἐκρυφόσμιγαν οἱ φίλοι
Μὲ τς ἐχθρούς τους τὴ Λαμπρή,
Καὶ τοὺς ἔτρεμαν τὰ χείλη
Δίνοντας τὰ εἰς τὸ φιλί.

134.

Κειὲς τὲς δάφνες ποὺ ἐσκορπίστε
Τώρα πλέον δὲν τὲς πατεῖ,
Καὶ τὸ χέρι ὁπού ἐφιλῆστε
Πλέον, ἅ! Πλέον δὲν εὐλογεῖ.

135.

Ὅλοι κλαῦστε. Ἀποθαμένος
Ὁ ἀρχηγὸς τῆς Ἐκκλησιᾶς
Κλαῦστε, κλαῦστε κρεμασμένος
Ὡσὰν νάτανε φονιάς.

136.

Ἔχει ὀλάνοικτο τὸ στόμα
Π’ ὧρες πρῶτα εἶχε γευθῆ
Τ’ Ἅγιον Αἷμα, τ’ Ἅγιον Σῶμα
Λὲς πὼς θὲ νὰ ξαναβγῆ.

137.

Ἡ κατάρα ποὺ εἶχε ἀφήσει
Λίγο πρὶν νὰ ἀδικηθεῖ
Εἰς ὁποῖον δὲν πολεμήσει
Καὶ ἠμπορεῖ νὰ πολεμεῖ.

138.

Τὴν ἀκούω, βροντάει, δὲν παύει
Εἰς τὸ πέλαγο, εἰς τὴ γῆ,
Καὶ μουγκρίζοντας ἀνάβει
Τὴν αἰώνιαν ἀστραπή.

139.

Ἡ καρδιὰ συχνοσπαράζει...
Πλὴν τί βλέπω; Σοβαρὰ
Νὰ σωπάσω μὲ προστάζει
Μὲ τὸ δάκτυλο ἡ θεά.

Στροφὲς 140 ἕως 149

140.

Κοιτάει γύρω εἰς τὴν Εὐρώπη
Τρεῖς φορὲς μ’ἀνησυχιὰ
Προσηλώνεται κατόπι
Στὴν Ἑλλάδα, καὶ ἀρχινᾶ:

141.

Παλληκάρια μου! Οἱ πολέμιοι
Γιὰ σᾶς ὅλοι εἶναι χαρά,
καὶ τὸ γόνα σας δὲν τρέμει
Στοὺς κινδύνους ἐμπροστά..

142.

Ἀπὸ ἐσᾶς ἀπομακραίνει
Κάθε δύναμη ἐχθρικὴ
Ἀλλὰ ἀνίκητη μία μένει
Ποῦ τὲς δάφνες σᾶς μαδεῖ.

143.

Μία, ποὺ ὅταν ὡσὰν λύκοι
Ξαναρχόστενε ζεστοί,
Κουραμένοι ἀπὸ τὴ νίκη,
Ἄχ! Τὸν νοῦν σᾶς τυραννεῖ.

144.

Ἡ Διχόνοια ποὺ βαστάει
Ἕνα σκῆπτρο ἡ δολερὴ
Καθενὸς χαμογελάει,
Πάρ’ τό, λέγοντας, κι ἐσύ.

145.

Κειὸ τὸ σκῆπτρο ποὺ σᾶς δείχνει
Ἔχει ἀλήθεια ὡραία θωριὰ
Μὴν τὸ πιάστε, γιατί ρίχνει
Εἰσὲ δάκρυα θλιβερά.

146.

Ἀπὸ στόμα ὁπού φθονάει,
Παλληκάρια, ἂς μὴν ‘πωθεῖ,
Πῶς τὸ χέρι σᾶς κτυπάει
Τοῦ ἀδελφοῦ τὴν κεφαλή.

147.

Μὴν εἰποῦν στὸ στοχασμό τους
Τὰ ξένα ἔθνη ἀληθινά:
Ἐὰν μισοῦνται ἀνάμεσό τους
Δὲν τοὺς πρέπει ἐλευθεριά.

148.

Τέτοια ἀφήστενε φροντίδα
Ὅλο τὸ αἷμα ὁπού χυθεῖ
Γιὰ θρησκεία καὶ γιὰ πατρίδα
Ὅμοιαν ἔχει τὴν τιμή.

149.

Στὸ αἷμα αὐτό, ποὺ δὲν πονεῖτε
Γιὰ πατρίδα, γιὰ θρησκειά,
Σᾶς ὁρκίζω, ἀγκαλιασθεῖτε
Σὰν ἀδέλφια γκαρδιακά..

Στροφὲς 150 ἕως 158

150.

Πόσον λείπει, στοχασθεῖτε,
Πόσο ἀκόμη νὰ παρθεῖ
Πάντα ἡ νίκη, ἂν ἑνωθεῖτε,
Πάντα ἐσᾶς θ’ ἀκολουθεῖ.

151.

Ὢ ἀκουσμένοι εἰς τὴν ἀνδρεία!...
Καταστῆστε ἕνα σταυρό,
Καὶ φωνάξετε μὲ μία:
Βασιλεῖς, κοιτάξτε ἐδῶ.

152.

Τὸ σημεῖον ποὺ προσκυνᾶτε
Εἶναι τοῦτο, καὶ γι’αὐτὸ
Ματωμένους μᾶς κοιτᾶτε
Στὸν ἀγώνα τὸ σκληρό.

153.

Ἀκατάπαυστα τὸ βρίζουν
Τὰ σκυλιὰ καὶ τὸ πατοῦν
Καὶ τὰ τέκνα τοῦ ἀφανίζουν
Καὶ τὴν πίστη ἀναγελοῦν.

154.

Ἐξ αἰτίας τοῦ ἐσπάρθη, ἐχάθη
Αἷμα ἀθῶο χριστιανικό,
Ποῦ φωνάζει ἀπὸ τὰ βάθη
Τῆς νυκτός: Νὰ’ κδικηθῶ.

155.

Δὲν ἀκοῦτε, ἐσεῖς εἰκόνες
Τοῦ Θεοῦ, τέτοια φωνή;
Τώρα ἐπέρασαν αἰῶνες
Καὶ δὲν ἔπαυσε στιγμή.

156.

Δὲν ἀκοῦτε; Εἰς κάθε μέρος
Σὰν τοῦ Ἀβὲλ καταβοᾶ
Δὲν εἲν’ φύσημα τοῦ ἀέρος
Ποῦ σφυρίζει εἰς τὰ μαλλιά.

157.

Τί θὰ κάμετε; Θ’ ἀφῆστε
Νὰ ἀποκτήσωμεν ἐμεῖς
Λευθερίαν, ἢ θὰ τὴν λύστε
Ἐξ αἰτίας Πολιτικῆς;

158. Τοῦτο ἂν ἴσως μελετᾶτε,
Ἰδού, ἐμπρὸς σας τὸν Σταυρὸ
Βασιλεῖς! Ἐλᾶτε, ἐλᾶτε..
Καὶ κτυπήσετε καὶ ἐδῶ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.