Ναλπάντη Γεωργίου, Θεολόγου
1. Ἡ ταπεινοφροσύνη προϋπόθεση κάθε ἀρετῆς
Ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία θεωρεῖ σὰν βάση καὶ προϋπόθεση τῆς εὐσέβειας καὶ κάθε ἀρετῆς, τὴν ταπεινοφροσύνη (ἢ τὴν ταπεινότητα). Στὸν ἀντίποδα αὐτῆς, βρίσκεται ἡ ὑψηλοφροσύνη, ἡ ἔπαρση, τὸ ἀλαζονικὸ φρόνημα, μὲ ἄλλα λόγια ὁ «Φαρισαϊσμός» (ὅρος ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὴν σπουδαία παραβολὴ τοῦ Κυρίου, τοῦ «Τελώνου καὶ Φαρισαίου).
Μὲ τὴν παραβολὴ αὐτὴ ὁ Χριστὸς θέλησε νὰ μᾶς προφυλάξει ἀπὸ τὴν μεγάλη ἀρρώστια ποὺ ἀπειλεῖ τὴν ὑγιῆ θρησκευτικότητα καὶ εὐσέβεια, τὸν «Φαρισαϊσμό».Τὸ ἐπιτυγχάνει ἀνατέμνοντας δύο χαρακτηριστικοὺς τύπους ἀνθρώπων, τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς. ........
2. Ὁ τρόπος προσευχῆς εἶναι «τὸ θερμόμετρο τῆς εὐσεβείας»
Πράγματι, διότι, ἡ προσευχὴ εἶναι «τὸ θερμόμετρο τῆς εὐσεβείας», τὸ κριτήριο τῆς γνησιότητάς της. Ἔτσι, ὁ Κύριος μᾶς παρουσιάζει μέσα στὸν Ναὸ προσευχομένους, δύο χαρακτηριστικοὺς τύπους:
Ἑνὸς Φαρισαίου, ποὺ ἐκπροσωποῦσε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη τὴν συμμόρφωση στὸν «Νόμο» καὶ ἐνσάρκωνε τὴν πρακτικὴ εὐσέβεια καὶ
Ἑνὸς Τελώνη, ποὺ στὰ μάτια τοῦ λαοῦ ἦταν ἡ ἐνσάρκωση τῆς ἐκμετάλλευσης, τῆς ἀδικίας καὶ τῆς ἁμαρτωλότητας.
Μὲ τὴν ἀντίθεση αὐτή, ὁ Κύριος προσπαθεῖ νὰ ἀναδείξει καὶ νὰ σκιαγραφήσει τὴν ἀρρώστια τῆς φαινομενικῆς εὐσέβειας, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν «ὑποκρισία».
3. Ὁ Φαρισαῖος ἀρχίζει ἀπὸ τὴν αὐταρέσκεια καὶ καταλήγει στὴν κατάκριση.
Ὁ Φαρισαῖος ἀπαριθμεῖ στὸν Θεὸ τὰ προτερήματα καὶ τὶς ἀρετές του. Δείχνει αὐτοπεποίθηση καὶ αὐταρέσκεια, ἀναφέροντας τὶς (δῆθεν) ἀρετές του καὶ συγκρίνοντας τον ἑαυτό του μὲ τοὺς ἄλλους Ἔτσι βρίσκει τὸν ἑαυτὸν του πολὺ καλὸ καὶ ὅπως τὸν θέλει ὁ Θεός: «Οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποί των ἀνθρώπων,ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί… νηστεύω δὶς τοῦ Σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι ...», δηλ. «δὲν εἶμαι σὰν τοὺς ἄλλους, ἅρπαξ ἄδικος καὶ μοιχός». Ἐπιπλέον νηστεύω δύο φορὲς τὴν ἑβδομάδα καὶ δίνω τὸ δέκατον τῶν εἰσοδημάτων μου στὸν Ναό. Μέχρις ἐδῶ βέβαια λέει τὴν ἀλήθεια. Ἀλλὰ στὴν συνέχεια ἡ προσευχὴ του καταλήγει σὲ κατάκριση τῶν ἄλλων ἀνθρώπων ὅτι εἶναι «,…, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί…» καὶ ἰδιαίτερα τοῦ συμπροσευχομένου τοῦ Τελώνη «ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ Τελώνης». Στὴν κατάσταση αὐτὴ ὁ Φαρισαῖος βλέπει τὶς «καλές του πράξεις» σὰν προσωπικὰ κατορθώματα καὶ θεωρεῖ ὅτι δικαιοῦται ἐπαίνου.
Ἐδῶ, πρέπει νὰ ἀναφέρουμε, ὅτι γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς «οἱ καλὲς πράξεις» πρέπει νὰ εἶναι μιὰ φυσιολογικὴ κατάσταση. Σὰν παράδειγμα, μποροῦμε νὰ ἀναφέρουμε τὴν φυσιολογικὴ λειτουργία τῆς ἀναπνοῆς. Δὲν εἶναι κατόρθωμα ὅτι μποροῦμε νὰ ἀναπνέουμε, ἀφοῦ χωρὶς ἀναπνοὴ δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ ζήσουμε. Ἔτσι λοιπόν τὰ ἔργα ἀγάπης θὰ πρέπει γιὰ τὸν Χριστιανὸ νὰ εἶναι μιὰ φυσικὴ κατάσταση. Πρέπει ὁ Χριστιανὸς νὰ κάνει τὸ καλὸ τόσο ἁπλὰ καὶ φυσικά, ὅσο τὸ λουλούδι σκορπίζει χωρὶς ἰδιαίτερη προσπάθεια γύρω τὸ ἄρωμά του.
Τελικὰ ἡ ἀρετὴ τοῦ ἀνθρώπου ὅσο μεγάλη καὶ νὰ εἶναι, εἶναι ἐλλιπέστατη μπροστὰ στὴν τελειότητα καὶ ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ (ὡς «ράκος ἀποκαθημένης» λέει ἡ Π. Διαθήκη), δηλ. σὰν σκουπίδι, σὰν βρώμικο κουρέλι ἄνευ ἀξίας. Ὁ Κύριος, ἐν τούτοις μᾶς εἶπε γιὰ ὅσα ὀφείλουμε νὰ κάνουμε: «οὕτω καὶ ὑμεῖς, ὅταν ποιήσετε πάντα τὰ διαταχθέντα ὑμῖν, λέγετε ὅτι, δοῦλοι ἀχρεῖοι ἐσμέν, ὅτι ὃ ὀφείλομεν ποιῆσαι, πεποιήκαμεν». Ποῦ λοιπὸν μπορεῖ νὰ στηριχθεῖ ἡ καύχησή μας γιὰ τὰ καλά μας ἔργα;
Ὁ μεγάλος κίνδυνος τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς, εἶναι νὰ γίνει, ἡ περιαυτολογία καὶ ἡ καυχησιολογία «στάση ζωῆς». Δηλαδὴ νὰ ἀναμένει, ὁ δῆθεν στὰ ἔργα «εὐσεβής», τὴν δίκαιη ἀνταπόδοση ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ νὰ περιπέσει σὲ αὐτάρκεια. Νὰ νομίσει ὅτι εἶναι ἤδη «σωσμένος». Φαλκιδεύεται ἔτσι, ὅλος ὁ πνευματικός του ἀγώνας καὶ δημιουργεῖται ἔτσι ἡ ψευδαίσθηση «δικαίωσης», ἢ μᾶλλον «αὐτοδικαίωσης».
4. Ὁ Φαρισαῖος γίνεται καὶ ἀντικοινωνικὸς
Ὁ Φαρισαῖος ὅμως ἐκτός των ἄλλων γίνεται καὶ ἀντικοινωνικός. Διότι ἡ προσευχὴ τοῦ κορυφώνεται στὴν ἐξουθένωση τοῦ Τελώνη. Εἶναι τρέχουσα πρακτική, ὅτι ὁ ἀληθινὸς Χριστιανὸς μισεῖ τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ ποτὲ δὲν μισεῖ καὶ δὲν ἐξουθενώνει τὸν ἁμαρτωλό. Διότι ὁ ἁμαρτωλὸς μπορεῖ νὰ γίνει ὁ αὐριανὸς ἅγιος, ἂν μετανοήσει. Μπορεῖ νὰ συμβεῖ, ὁ σημερινὸς κατήγορος ποὺ κατακρίνει κάποιον γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, νὰ κατακριθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ (ἂν παραμένει κατήγορος) καὶ ὁ ἁμαρτάνων ἁμαρτωλὸς νὰ δικαιωθεῖ ἂν μετανοήσει. Ἔτσι, ὅπου ἐπικρατεῖ τὸ Φαρισαϊκὸ πνεῦμα, εἶναι ἀδύνατη ἡ συγκρότηση Χριστιανικῆς κοινωνίας, κοινωνίας ἀγάπης, δηλ. Ἐκκλησίας.
Ὁ «Φαρισαϊσμὸς» δημιουργεῖ ἀτομιστὲς καὶ ἀτομοκράτες. Διότι ὁ Φαρισαῖος περιορίζει τὸν κόσμο στὸ ἄτομό του. Κοινωνικὸ σῶμα εἶναι μόνο ὑπαρκτό, ὅπου κυριαρχεῖ ἡ πίστη στὴν συμπληρωματικότητα τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν ἄλλο. Ἐκεῖ, ποὺ μαθαίνει κανεὶς νὰ βλέπει καὶ νὰ προσέχει τὶς ἀρετὲς καὶ τὰ προσόντα τοῦ ἄλλου καὶ ὄχι τὶς ἀδυναμίες του. Ὁ ὁποιοσδήποτε ὅμως «Φαρισαῖος» δὲν αἰσθάνεται κανέναν γύρω του σὰν ἀδελφό του. Γιατί ὑπάρχει πρῶτα αὐτὸς καὶ ἔπειτα οἱ ἄλλοι. Ἤ μᾶλλον ὑπάρχουν καὶ οἱ ἄλλοι, ἀλλὰ μόνο γιὰ τὴν δική του ἐξυπηρέτηση καὶ εὐτυχία.
5. Ἡ αὐτοδικαίωση καταλήγει στὴν πρακτικὴ Ἀθεΐα
Ἀλλὰ ὁ «Φαρισαϊσμὸς» δὲν ἀλλοτριώνει μόνο τὴ συνείδηση καὶ τὴν κοινωνικὴ συμπεριφορὰ τοῦ ἀνθρώπου. Ἔχει καὶ βαρύτατες σωτηριολογικὲς συνέπειες. Μετατοπίζει τὸ κέντρο τῆς σωτηρίας μας ἀπὸ τὸν Θεό, στὸν ἑαυτό μας. Μᾶς ἐμποδίζει νὰ διακρίνουμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀπερίγραπτη Ἀγάπη Του, ποὺ μᾶς σῴζει, καὶ μᾶς κάνει νὰ προσέχουμε μόνο τὰ «καλά μας ἔργα». Ἔτσι φθάνουμε στὴν αὐτοδικαίωση καὶ στὴν αὐτοσωτηρία. Ἀλλὰ αὐτὸ τελικὰ καταντᾶ μιὰ πρακτικὴ μορφὴ ἀθεΐας. Δὲν ζητᾶμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ποὺ θὰ μᾶς σώσει. Δὲν ἔχουμε ἀνάγκη τὴν εὐσπλαχνία του, διότι θὰ μᾶς σώσουν (δῆθεν) τὰ καλά μας ἔργα. Ὁ Θεὸς μένει ἔξω ἀπὸ τὴν ζωή μας καὶ ἡ πίστη ὅτι Ἐκεῖνος ἀποτελεῖ τὴν μοναδικὴ δύναμη καὶ ἐλπίδα στὴ ζωή μας, γίνεται μετὰ ἀπὸ λίγο περιττή.
6. Ἡ σωτηρία εἶναι πάντοτε δωρεὰ καὶ χάρη τοῦ Θεοῦ
Ἀντίθετα ἡ στέρεη πεποίθηση ὅτι ὁποιεσδήποτε καὶ ὁσεσδήποτε εἶναι οἱ «καλές μας πράξεις», ἡ σωτηρία μας εἶναι πάντα « Δωρεὰ τοῦ Θεοῦ καὶ Χάρη». Ἡ σωτηρία μᾶς προέκυψε ἀπὸ τὸ ἀπολυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν Σταυρική Του θυσία. Καὶ δίνεται στοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὸν ἀναγνωρίζουν σὰν σωτήρα καὶ ζητοῦν τὸ ἔλεός Του, δωρεὰν καὶ χωρὶς προϋποθέσεις, ἔτσι ὥστε «πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀποληται, ἀλλ’ ἔχη ζωὴν αἰώνιον»2.
7. Ὁ «Φαρισαϊσμὸς» σκοτώνει τὴν γνήσια εὐσέβεια
Ἂν ὁ «Φαρισαϊσμὸς» σκοτώνει τὴν γνήσια θρησκευτικότητα καὶ ἀλλοιώνει τὴν ἀληθινὴ εὐσέβεια, ἡ συναίσθηση ὅτι δὲν εἴμαστε παρὰ «ἀνάξιοι χρεῶστες στὴν θεία Ἀγάπη», εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ θεμέλιό τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας μας. Τὰ καλά μας ἔργα θὰ πρέπει νὰ εἶναι ἄμεση συνέπεια τῆς ἐν Χριστῷ ἀνακαινίσεώς μας καὶ μιὰ φιλότιμη ἀνταπόκριση στὴν ἄφατη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν ὑπέρτατη Σταυρικὴ θυσία τοῦ Υἱοῦ Του, «ὅστις ἐκένωσεν ἑαυτὸν μορφὴν δούλου λαβὼν» καὶ «ἔγινεν ὑπήκοος (τῷ Πατρὶ) μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ Σταυροῦ».
Δικαίως λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία, ποὺ κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Κατανυκτικοῦ Τριωδίου ὑπενθυμίζει στοὺς Χριστιανοὺς τὶς βασικὲς προϋποθέσεις τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ὑπογραμμίζει τὴν ἀνάγκη μεταποιήσεως τοῦ «Φαρισαϊκοῦ φρονήματος» σὲ «τελωνικὸ φρόνημα». Γι’ αὐτὸ προτρέπει τοὺς πιστούς: «Φαρισαίου φύγωμεν (ἃς ἀποφύγουμε) ὑψηγορίαν καὶ Τελώνου μάθωμεν τὸ ταπεινὸν ἐν στεναγμοῖς» (Τροπάριο τοῦ Ὄρθρου τῆς Κυριακῆς του Τελώνου καὶ Φαρισαίου).
8. Ἡ ταπεινότητα ἀφήνει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ ἐργασθεῖ ἐντός μας
Ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος γίνεται «διάφανος» στὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἀφήνει ἀνοιχτὴ τὴν πόρτα τῆς ψυχῆς του, γιὰ νὰ μπεῖ μέσα του καὶ νὰ ἀρχίσει νὰ ἐργάζεται τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Γι’ αὐτὸ καὶ καμμία ἄλλη ἀρετὴ δὲν μπορεῖ νὰ κατορθωθεῖ χωρὶς τὴν ταπείνωση.
Κατὰ τοὺς Ἁγίους Πατέρες ἡ ταπείνωση εἶναι ἡ βάση καὶ τὸ «ἁρμόδεμα» ὅλων των ἀρετῶν, γι’ αὐτὸ καὶ ἀποτελεῖ τὸν πιὸ σύντομο δρόμο γιὰ τὸν Παράδεισο.
enromiosini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου