28 Μαΐ 2010

Ἅλωση τῆς Πόλης, θρῦλοι καί παραδόσεις


Τρίτη 29 Μαΐου: Οἱ Τοῦρκοι ἀρχίζουν τήν ἐπίθεση ἀπό τήν πύλη τοῦ Ἄγ. Ρωμανού ὅπου τό τεῖχος ἦταν σχεδόν κατεστραμμένο. Οἱ πρῶτες ἐπιθέσεις ἀποκρούσθηκαν μετά ἀπό μάχη σῶμα μέ σῶμα στίς ὁποῖες ἦταν παρόντες ὁ Ἰουστινιάνης καί ὁ Κῶν/νός. Σ' αὐτή τή μάχη τραυματίστηκε ὁ Ἰουστινιάνης καί κατέφυγε στό Γαλατά.
ΜΙΑ ΛΑΪΚΗ ΑΦΗΓΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΗ ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΟ ΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΗ: "Ἡ κακή τύχη ἠθέλησε καί ἐλαβώθη ὁ καπετάνιος Γιουστουνιᾶς ( Ἰουστινιάνης) μέ μία σαϊττέα εἰς τά σαγόνια καί ἔτρεχε τό αἷμα εἰσέ ὅλο του τό κορμί, καί ἐσκιάχθη νά μήν ἀποθάνη, καί δέν ἐμίλησε λόγον νά βάλη ἄλλον εἰς τόν τόπον του, μόνε ἄφησε τόν πόλεμον καί ἔφυγε κρυφά, διά νά μήν τζακιστοῦνε οἱ σύντροφοί του. Καί ἐμπήκανε οἱ ἐχθροί μέσα. Ὁπού ἄν ἤθελε ἀφήσει ἄλλον εἰς τόν τόπον τόν, δέν ἠθέλανε ἐμπή, οἱ ἐχθροί καί ἤθελε κρατεῖ τόν πόλεμον καί δέν ἤθελε χάσει τήν χωράν, τόσο ὅτι ἀκόμα ἀντιστέκανε οἱ Ρωμαῖοι καί πολεμούσανε ἀνδρείως- καί ἐσκλήρυνε πολλά ὁ πόλεμος. Καί ὁ βασιλεύς, ὡσάν•..... ἔμαθε ὅτι ἐλαβώθη ὁ καπετάνιος καί ἔφυγε, τότε ἐπήγαινε μέ ἀναστεναγμόν νά τόν εὐρή, καί ἐρωτᾶ ποῦ 'να τόν εὐρή. Καί οἱ πολεμιστάοες, οἱ σύντροφοί του, ἐπολεμούσανε χωρίς καπετάνιο. ἀμή ἀρχίσανε καί αὐτοί καί ἄφηναν τόν πόλεμον καί ἐφεύγανε. Τότε ἐπήρανε οἱ Τοῦρκοι θάρρος πολύ καί οἱ Ρωμαῖοι ἐόειλιασανε πολλά. Καί ἐτοῦτα ἐγίνισαν ὄιατιεφυγε ὁ καπετάνιος, ὁπού ἔκαμνε χρεία νά στέκη καί νά πολεμᾶ ἕως νά ἀποθάνη εἰς τήν τιμήν του, καί ἤθελε ὄιοει θάρρος καί τῶν συντρόφων του, ὄιατι ὅλη ἡ δύναμη τοῦ Τούρκου ἤτανε εἰς ἐκείνην τήν μερέα. Καί οἱ ἐλεεινοί Ρωμαῖοι ἀμή ἐλιγοστεύανε καί δέν ἠμπορουσανε νά ἀντισταθοῦνε εἰσέ τόσο πλῆθος Τούρκων". (Βαρβερινός κώδικας)

Ἡ ἀποχώρηση τοῦ Ἰουστινιάνη προκάλεσε σύγχυση καί οἱ Τοῦρκοι ἄρχισαν νά εἰσβάλλουν στήν Πόλη κατά μᾶζες. Ἀκολούθησε ἡ τελική ἀντίσταση κατά τήν ὁποία ὁ Κῶν/νός ἔπεσε πολεμώντας ὡς ἁπλός στρατιώτης. Κι o καῖσαρ, ὅταν ἄκουσε πῶς ἔγινε πιά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐπῆγε στή μεγάλη ἐκκλησία, ἔπεσε καί προσκύνησε ζητώντας ἔλεος ἀπό τό Θεό κι ἄφεση ἁμαρτιῶν. Ἀποχαιρέτισε τόν Πατριάρχη, ὅλο τόν ὑπόλοιπο κλῆρο, τή ρήγισσα, προσκύνησε σ' ὅλα τά σημεῖα κι ἐβγῆκε ἀπό τό ναό, πίσω ἐβόησε ὅλος ὁ κλῆρος κι ὅλοι ὅσοι βρέθηκαν τότε ἐκεῖ, γυναῖκες καί παιδιά ἀμέτρητα τόν ξεπροβόδισαν μέ θρήνους κι ἀναστεναγμούς, τόσο πού ἔλεγες ὅτι ἡ μεγάλη ἐκκλησία ἐσάλεψε ἀπό τόν τόπο της, κι ἐμένα μου φαίνεται ὅτι ἤ βουή τους θά ἔφτασε κείνη τή στιγμή ἴσαμε τόν οὐρανό. Καθώς ἔβγηκε ἀπό τήν ἐκκλησία εἶπε ἕνα μόνο: "Ὅποιος θέλει νά θυσιαστεῖ γιά τούς ἱερούς ναούς καί τήν ὀρθόδοξη πίστη μας, ἄς μέ ἀκολουθήσει" καί καβαλίκεψε τό φαρί του κι ἐτράβηξε γιά τή Χρυσή Πύλη - ἐκεῖ ἐνόμισε ὅτι θά βρεῖ τόν ἄπιστο. Τόν ἀκολούθησαν ὡς τρεῖς χιλιάδες πολεμιστές. Μπροστά στήν πύλη εἶδαν πάρα πολλούς Τούρκους ποῦ καρτεροῦσαν νά πιάσουν τόν καίσαρα. Τούς ἐσκότωσαν ὅλους αὐτούς. 'Ἔτσι ὁ καῖσαρ ἔφτασε ἴσαμε τήν πύλη, μά ἀπό τούς πολλούς σκοτωμένους δέν ἠμποροῦσε νά προχωρήσει ἄλλο καί πάλι βρέθηκαν μπροστά του ἄλλοι Τοῦρκοι κι ἐπολέμησαν καί μ' αὐτούς ὡς τό θάνατο. Ἐκεῖ ἔπεσε ὁ εὐσεβής καῖσαρ Κωνσταντῖνος ὑπέρ τῶν ἱερῶν ναῶν καί τῆς ὀρθοδοξίας, μῆνας Μάιος, τήν 29η μέρα, ἀφοῦ ἐσκότωσε μέ τό χέρι του, ὅπως ἔλεγαν ὅσοι ἔμειναν ζωντανοί, πάνω ἀπό 600 Τούρκους, κι ἔτσι ἀλήθεψε ὁ χρησμός: "Μέ Κωνσταντῖνο ἔγινε καί πάλι μέ Κωνσταντῖνο θ' ἀποθάνει". Γιατί οἱ ἁμαρτίες ἔρχεται ἤ ὥρα καί κρίνονται ἀπό τό θεό καί, καθώς λέγεται, οἱ κακουργίες κι οἱ ἀνομίες καταλύουν τούς θρόνους τῶν ἰσχυρῶν.

29η Μαΐου, 2:30 τό μεσημέρι: Ἡ χιλιόχρονη βυζαντινή αὐτοκρατορία εἶχε καταλυθεῖ. Καμιᾶς πολιτείας ἡ πτώση δέν θρηνήθηκε τόσο πολύ ὅσο τῆς Πόλης τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἐπειδή ὡς τό 1453 εἶχε παραμείνει τό ἀδούλωτο προπύργιο τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους. Ἡ ἀντίσταση τῶν πολιορκουμένων μπροστά στούς πολυάριθμους ἄπιστους γιά τήν πατρίδα καί τή θρησκεία, ἔμεινε χαραγμένη στόν ὑπόδουλο Ἑλληνισμό καί δημιούργησε τήν ἐθνική συνείδηση στούς 4 αἰῶνες σκλαβιᾶς. .... Οἱ Ἕλληνες μόλις διέτρεξε ἡ φήμη πώς ἔπεσε ἡ Πόλη, ἄλλοι ἄρχισαν νά τρέχουν πρός τό λιμάνι στά πλοῖα τῶν Βενετσιάνων καί τῶν Γενοβέζων καί καθώς ὁρμοῦσαν πολλοί πάνω στά πλοῖα βιαστικά καί μέ ἀκαταστασία χάνονταν, γιατί βουλίαζαν τά πλοῖα. Καί ἔγινε ἐκεῖνο πού συνήθως γίνεται σέ τέτοιες καταστάσεις. Μέ θόρυβο, φωνές καί χωρίς καμιά τάξη ἔτρεχαν νά σωθεῖ ὁ καθένας μέσα σέ σύγχυση...
Ἕνα μεγάλο πλῆθος ἄνδρες καί γυναῖκες, πού ὅλο καί μεγάλωνε ἀπό τούς κυνηγημένους, στράφηκε πρός τόν πιό μεγάλο ναό τῆς Πόλης, πού ὀνομάζεται Ἅγια Σοφιά. Μαζεύτηκαν ἐδῶ ἄνδρες, γυναῖκες καί παιδιά. Σέ λίγο ὅμως πιάστηκαν ἀπό τούς Τούρκους χωρίς ἀντίσταση. Πολλοί ἄνδρες σκοτώθηκαν μέσα στό ναό ἀπό τούς Τούρκους. Ἄλλοι πάλι σ' ἄλλα μέρη τῆς Πόλης πῆραν τούς δρόμους χωρίς νά ξέρουν γιά πού. Σέ λίγο ἄλλοι σκοτώθηκαν, ἄλλοι πιάστηκαν καί πολλοί ὅμως ἀπό τούς Ἕλληνες φάνηκαν γενναῖοι ἀντιστάθηκαν καί σκοτώθηκαν, γιά νά μή δοῦν τίς γυναῖκες καί τά παιδιά τούς σκλάβους.
"Σέ ὅλη τήν Πόλη τίποτε ἄλλο δέν ἔβλεπες παρά αὐτούς πού σκότωναν καί αὐτούς πού σκοτώνονταν αὐτούς πού κυνηγοῦσαν καί κείνους πού ἔφευγαν". Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, "Ἀπόδειξις ἱστοριῶν" (μετάφραση). Ὁ λαός διέδιδε μέ τό τραγοῦδι τοῦ τό σκληρό μήνυμα ὡς θέλημα Θεοῦ. Πῆραν τήν πόλιν, πῆραν τήν, πῆραν τή Σαλονίκη, πῆραν καί τήν Ἁγία Σοφιά, τό μέγα Μοναστῆρι, πού εἶχε τριακόσια σήμαντρα κι ἑξήντα δυό καμπάνες κάθε καμπάνα καί παπάς, κάθε παπάς καί διάκος. Σιμά νά βγοῦν τά ἄξια κι ὁ βασιλιάς τοῦ κόσμου φωνή τούς ἠρθ' ἐξ οὐρανοῦ κι ἀπ' Ἀρχαγγέλου στόμα. Στίς 2:30 τό μεσημέρι ἡ χιλιόχρονη Βυζαντινή Αὐτοκρατορία τό σύμβολο τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ, εἶχε καταλυθεῖ.

Ἡ Λαϊκή μοῦσα θρηνεῖ γιά τήν ἅλωση τῆς Πόλης: "Πάψετε τό Χερουβικό, κι ἄς χαμηλώσουν τ' Ἅγια γιατί εἶναι θέλημα Θεοῦ, ἡ Πόλη νά τουρκέψη". "Ἡ Δέσποινα ταράχτηκε καί δάκρυσαν οἱ εἰκόνες". Ἀλλά τό γενναῖο φρόνημα τοῦ ἔθνους μέ αἰσιοδοξία δηλώνει: "Σώπασε, κυρά Δέσποινα, μήν κλαίς καί μή δακρύζης, πάλι μέ χρόνια μέ καιρούς, πάλι δικά μας θά' ναί". Θρῆνος κλαυθμός καί ὀδυρμός καί στεναγμός καί λύπη, Θλῖψις ἀπαραμύθητος ἐπεσεν τοῖς Ρωμαίοις. Ἐχάσασιν τό σπίτιν τους, τήν Πόλιν τήν ἁγία, τό θάρρος καί τό καύχημα καί τήν ἀπαντοχήν τους. Τίς τό 'πεν; Τίς τό μήνυσε; Πότε 'λθεν τό μαντάτο; Καράβιν ἐκατέβαινε στά μέρη τῆς Τενέδου καί κατέργον τό ὑπάντησε, στέκει καί ἀναρωτᾶ τό: -"Καράβιν, πόθεν ἔρκεσαι καί πόθεν κατεβαίνεις;" -"Ἐρκομαι ἄκ τά' ἀνάθεμα κι ἐκ τό βαρύν τό σκότος, ἄκ τήν ἀστραποχάλαζην, ἄκ τήν ἀνεμοζάλην ἀπέ τήν Πόλην ἔρχομαι τήν ἀστραποκαμένην. Ἐγώ γομάριν Δέ βαστῶ, ἀμέ μαντάτα φέρνω κακά διά τούς χριστιανούς, πικρά καί δολωμένα." (δημοτικό, ἀπόσπασμα).

Παραδοσιακοί καί θαυμαστοί θρῦλοι, ἀναπτύχθηκαν γύρω ἀπό τήν ἅλωση τῆς Πόλης, γιά νά θρέψουν τίς ἐλπίδες καί τό θάρρος τοῦ ἔθνους ἐπί αἰῶνες. "ΠΑλι μέ ΧρΟνουΣ καί καιροΥΣ" Ὅταν ἔπεσε ἡ Κωνσταντινούπολη στούς Τούρκους, ἕνα πουλί ἀνέλαβε νά πάει ἕνα γραπτό μήνυμα στήν Τραπεζούντα στήν Χριστιανική Αὐτοκρατορία τοῦ Πόντου γιά τήν Ἅλωση τῆς Πόλης. Μόλις ἔφτασε ἐκεῖ πῆγε κατευθείαν στή Μητρόπολη πού λειτουργοῦσε ὁ Πατριάρχης καί ἄφησε τό χαρτί μέ τό μήνυμα πάνω στήν Ἅγια Τράπεζα. Κανείς δέν τολμοῦσε νά πάει νά διαβάσει τό μήνυμα. Τότε πῆγε ἕνα παλλικάρι, γιός μίας χήρας, καί διάβασε τό ἄσχημο μαντάτο "Πᾶρθεν ἡ Πόλη, Πᾶρθεν ἡ Ρωμανία". Τό ἐκκλησίασμα καί ὁ Πατριάρχης ἄρχισαν τόν θρῆνο, ἀλλά ὁ νέος τους ἀπάντησε "Κι ἄν ἡ Πόλη ἔπεσε, κι ἄν πᾶρθεν ἡ Ρωμανία, πάλι μέ χρόνους καί καιρούς, πάλι δικά μας θά' ναί". Πᾶρθεν ἡ Ρωμανία Ἕναν πουλίν, καλόν πουλίν ἐβγαῖν' ἀπό τήν Πόλην οὐδέ στ' ἀμπέλια κόνεψεν οὐδέ στά περιβόλια, ἐπῆγεν καί-ν ἐκόνεψεν ἅ σου Ἠλί' τόν κάστρον. Ἐσεῖξεν τ' ἕναν τό φτερόν σό αἷμα βουτεμένον, ἐσεῖξεν τ' ἄλλο τό φτερόν, χαρτίν ἔχει γραμμένον, Ἀτό κανείς κι ἀνέγνωσεν, οὐδ' ὁ μητροπολίτης ἕναν παιδίν, καλόν παιδίν, ἔρχεται κι ἀναγνώθει. Σίτ' ἀναγνώθ' σῖτε κλαίγει, σῖτε κρούει τήν καρδίαν. "Ἀλί ἐμᾶς καί βάι ἐμᾶς, πᾶρθεν ἡ Ρωμανία!" Μοιρολογοῦν τά ἐκκλησιᾶς, κλαῖγνε τά μοναστήρια κι ὁ Γιάννες ὁ Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται, -Μή κλαίς, μή κλαίς Ἀϊ-Γιάννε μου, καί δερνοκοπισκᾶσαι -Ἡ Ρωμανία πέρασε, ἡ Ρωμανία 'πάρθεν. -Ἡ Ρωμανία κι ἄν περασεν, ἀνθεῖ καί φέρει κι ἄλλο. (Δημοτικό τραγοῦδι τοῦ Πόντου).

"ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΠΟΥ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ ΝΑ ΚΥΛΑΕΙ": Οἱ περισσότεροι τοπικοί θρῦλοι γιά τήν ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης μοιάζουν σέ ἕνα σημεῖο: ὅλοι δείχνουν ὅτι ὁ χρόνος σταμάτησε μέ τήν κατάληψη τῆς ἱερῆς πόλης τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπό τούς ἄπιστους Τούρκους καί ὅτι ἡ τάξη στόν κόσμο θά ἐπανέλθει μέ τήν ἀνακατάληψη τῆς Βασιλεύουσας ἀπό τούς Ἕλληνες. Ἔτσι, καί στήν Ἤπειρο ὑπάρχει μιααντίστοιχη λαϊκή δοξασία. Συγκεκριμένα, ἕνα πουλί φέρνει τήν ἀναγγελία τῆς πτώσης τῆς Πόλης σέ μία ὁμάδα βοσκῶν πού ἐκείνη τή στιγμή ποτίζουν τά κοπάδια τους σέ ἕνα ποτάμι, Ὁ θρῦλος λέει ὅτι στό ἄκουσμα τῆς φοβερῆς εἴδησης τά νερά τοῦ ποταμίου σταμάτησαν νά κυλᾶνε, ἀφοῦ καί τό φυσικό στοιχεῖο θεώρησε ὅτι ἡ πτώση τῆς Κωνσταντινούπολης ἦταν κάτι τό ἀνήκουστο. Τό ποτάμι θά συνεχίσει καί πάλι νά κυλάει, μόλις ἀπελευθερωθεῖ ἡ Πόλη, συνεχίζει ὁ λαϊκός θρῦλος...

"ΤΑ ΨΑΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΓΕΡΟΥ": Κάποιος καλόγερος εἶχε ψαρέψει σέ ἕνα ποτάμι ψάρια καί τά τηγάνιζε κοντά στήν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ. Τή στιγμή ἐκείνη ἀκούστηκε ἀπό ἕνα πουλί τό μήνυμα τῆς πτώσης τῆς Κωνσταντινούπολης στούς Τούρκους. Ὁ καλόγερος σάστισε καί ἀμέσως τά μισοτηγανισμένα ψάρια πήδησαν ἀπό τό τηγάνι καί ξαναβρέθηκαν στό ποτάμι. Ἐκεῖ ζοῦν αἰώνια μέχρι τή στιγμή τῆς ἀπελευθέρωσης τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπό τούς Τούρκους, ὅποτε καί θά ξαναβγοῦν γιά νά συνεχιστεῖ τό τηγάνισμά τους.

"Ὁ Πύργος τῆς Βασιλοπούλας": Στά κάστρα τοῦ Διδυμότειχου ἕνας κυκλικός πύργος, ὁ ψηλότερος ὀνομάζεται "πύργος τῆς βασιλοπούλας". Ἡ παράδοση λέει πώς κάποτε ὁ βασιλιάς διασκέδαζε κυνηγώντας καί στή θέση τοῦ ἄφησε τήν κόρη του. Ὅταν τόν εἰδοποίησαν ὅτι ἔρχονται οἱ Τοῦρκοι εἶχε τόση ἐμπιστοσύνη στήν ὀχυρότητα τοῦ κάστρου ὥστε εἶπε: "ἄν σηκωθεῖ ἀπό τή χύτρα ὁ κόκορας καί λαλήσει, θά πιστέψω ὅτι κυριεύτηκε ἡ πόλη.". Οἱ Τοῦρκοι ὅμως χρησιμοποίησαν δόλο καί ἔδειξαν τό χρυσοκέντητο μαντήλι τοῦ βασιλιᾶ στήν κόρη του. Αὐτή μόλις τό εἶδε, τούς παρέδωσε τό κλειδί τοῦ κάστρου κι ἔγινε αἰτία τῆς ἅλωσης. Ὅταν κατάλαβε πώς τήν ξεγέλασαν, δέν ἄντεξε τήν ντροπή καί αὐτοκτόνησε πέφτοντας ἀπό τόν πύργο. Ἀπό τότε ὁ πύργος λέγεται τῆς βασιλοπούλας.

"0I ΚΡΗΤΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ": Ἔ νᾶν ἀπό τούς πύργους τῶν τειχῶν τῆς Πόλης τόν ὑπεράσπιζαν τρία ἀδέρφια, ἄρχοντες Κρητικοί πού πολεμοῦσαν μέ τό μέρος τῶν Βενετῶν (ἡ Κρήτη τότε ἦταν κάτω ἀπό τήν κυριαρχία τῶν Βενετῶν). Μετά τήν πτώση τῆς πόλης τά τρία ἀδέρφια καί οἱ ἄντρες τούς ἐξακολουθοῦσαν νά πολεμοῦν καί παρά τίς λυσσώδεις προσπάθειες τούς οἱ Τοῦρκοι δέν εἶχαν κατορθώσει νά καταλάβουν τόν πύργο. Γιά τό περιστατικό αὐτό ἐνημερώθηκε ὁ Σουλτάνος καί ἐντυπωσιάστηκε ἀπό τήν παλικαριά τους. Ἀποφάσισε, λοιπόν, νά τούς ἐπιτρέψει νά φύγουν μέ ἀσφάλεια ἀπό τόν πύργο καί νά πάρουν ἕνα καράβι μέ τούς ἄντρες τους καί νά γυρίσουν στήν Κρήτη. Πραγματικά ἡ πρόταση τοῦ ἔγινε δεκτή μέ τή σκέψη ὅτι ἔπρεπε νά μείνουν ζωντανοί γιά νά πολεμήσουν νά ξαναπάρουν τή Βασιλεύουσα πίσω ἀπό τούς ἀπίστους. Ἔτσι οἱ Κρητικοί ἐπιβιβάστηκαν στό πλοῖο τους καί ξεκίνησαν γιά τό νησί τους. Τό πλοῖο δέν ἔφτασε ποτέ στήν Κρήτη καί ὁ θρῦλος λέει ὅτι περιπλανιοῦνται αἰώνια στό πέλαγος μέχρι τή στιγμή πού θά ξεκινήσει ἡ μάχη γιά τήν ἀνακατάληψη τῆς Πόλης ἀπό τούς Ἕλληνες. Τότε τό πλοῖο τῶν Κρητικῶν θά τούς ξαναφέρει στήν Κωνσταντινούπολη γιά νά πάρουν καί αὐτοί μέρος στή μάχη καί νά ὁλοκληρώσουν τήν ἀποστολή τους καί τό ἑλληνικό ἔθνος νά ξανακερδίσει τήν Πόλη.
ΘΑΝΟΣ ΕΥΗ koukfamily

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.