31 Μαΐ 2022

Ἔμεινε κανείς πού δέν ἤπιε τό «τρελό νερό»;

Γράφει ὁ Δημήτριος Νατσιός
δάσκαλος-Κιλκίς
«Μιά φορά κι ἕναν καιρό», λέει ὁ μῦθος, «ἤτανε ἕνας σουλτᾶνος, καλός καί δίκαιος καί εἶχε ἕναν βεζύρη, πού ἤτανε καί αὐτός καλός καί ἦταν κι ἀστρολόγος. Μιά μέρα ὁ βεζύρης λέγει τοῦ σουλτάνου, πώς εἶδε κάποια σημάδια στόν οὐρανό πώς θά βρέξει στόν κόσμο ἕνα νερό τρελό, καί πώς ὅποιος τό πιει αὐτό τό νερό, θά τρελαίνεται. Καί πώς ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πού ζοῦνε στήν ἐπικράτειά τους θά πιοῦνε καί θά χάσουνε τά λογικά τους, καί δέν θά νιώθουνε πιά τίποτα, μήτε τί εἶναι σωστό καί τί εἶναι ψεύτικο, μήτε τί εἶναι καλό καί τί εἶναι κακό, μήτε τί εἶναι νόστιμο καί τί ἄνοστο, μήτε τί εἶναι...δίκαιο καί τί ἄδικο.

Σάν τ' ἄκουσε αὐτά τά λόγια ὁ Σουλτᾶνος γυρίζει καί λέγει στόν βεζύρη: Ἀφοῦ θά τρελαθεῖ ὅλος ὁ κόσμος, πρέπει νά κοιτάξουμε νά μήν τρελαθοῦμε κι ἐμεῖς, γιατί ἀλλιῶς πῶς θά τούς κρίνουμε μέ δικαιοσύνη; Τοῦ λέγει ὁ βεζύρης πώς ὁ λόγος του εἶναι σωστός καί πώς θά 'πρεπε νά προστάξει νά μαζέψουνε ἀπό τό καλό νερό πού πίνανε, καί νά τό φυλάξουμε μέσα στίς στέρνες, γιά νά μήν πίνουνε ἀπό τό χαλασμένο καί κρίνουμε παλαβά κι ἄδικα, μά δίκαια, ὅπως ἔχουνε χρέος. Ἔτσι κι ἔγινε. Σέ λίγον καιρό ἔβρεξε στ' ἀλήθεια, καί τό νερό ἤτανε τρελό νερό, καί τρελαθήκανε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, καί δέν γνωρίζανε οἱ καημένοι τί τούς γίνεται, καί εἴχανε τό ψεύτικο γιά ἀληθινό, τό κακό γιά καλό, τό ἄδικο γιά δίκαιο. Μά ὁ σουλτᾶνος κι ὁ βεζύρης πίνανε ἀπό τό καλό νερό πού εἴχανε φυλαγμένο, καί δέν τρελαθήκανε, ἀλλά κρίνανε τόν κόσμο μέ δικαιοσύνη. Μά ὁ κόσμος τά 'βλεπε ἀνάποδα καί δέν ἤτανε εὐχαριστημένος ἀπό τήν κρίση τοῦ σουλτάνου καί τοῦ βεζύρη καί φωνάζανε πώς τούς ἀδικοῦνε καί κοντεύανε νά σηκώσουνε ἐπανάσταση. Μετά ἀπό καιρό, σάν εἴδανε κι ἀποείδανε, ὁ σουλτᾶνος κι ὁ βεζύρης, χάσανε τό κουράγιο τους, καί λέγει ὁ σουλτᾶνος στό βεζύρη: Τοῦτοι οἱ φουκαρᾶδες ἀληθινά χάσανε τά φρένα τους καί τά βλέπουνε ὅλα ἀνάποδα κι ὅπως πᾶμε, μπορεῖ νά μᾶς σκοτώσουν ἐπειδή θέλουμε νά τούς κρίνουμε μέ δικαιοσύνη γιά νά εὐτυχήσουνε. Τό λοιπόν, βεζύρ ἀφέντη, ἄϊντε νά χύσουμε τό καλό νερό ἀπό τίς στέρνες, καί νά πιάσουμε νά πίνουμε κι ἐμεῖς ἀπό τό τρελλό νερό, νά γίνουμε σάν κι αὐτούς καί τότε θά μᾶς καταλαβαίνουνε καί θά μᾶς ἀγαπᾶνε. Ἔτσι κι ἔγινε. Ἤπιαν καί αὐτοί ἀπό τό παλαβό νερό καί τρελλαθήκανε, καί κρίναμε τρελλά κι ἄδικα, κι ὁ κόσμος ἀπόμεινε εὐχαριστημένος καί πολυχρονίζανε τόν σουλτᾶνο».

Στό «Εὐλογημένο Καταφύγιο» τοῦ Φώτη Κόντογλου περιέχεται ὁ μῦθος τοῦ «τρελοῦ νεροῦ».

Ἀμφιβάλλει κανείς ὅτι το πάλαι ποτέ «ἀπέραντο φρενοκομεῖο» τοῦ γερο-Καραμανλῆ εἶναι ὅσο ποτέ ἄλλοτε ἐπίκαιρο; Καλό νερό ὑπάρχει σ' αὐτόν τόν τόπο, φυλαγμένο, λέει ὁ Κόντογλου, «μέσα στή στέρνα τῆς παράδοσης», εἶναι «τό ὕδωρ τό ζών». Δέν νομίζω ὅτι μπορεῖ κάποιος σήμερα νά ἑρμηνεύσει, νά κατανοήσει μέ νηφαλιότητα τά δρώμενα. Τό «παλαβό νερό» τό ἤπιαν πρῶτα οἱ Ἕλληνες πολιτικοί καί σέ μεγαλύτερες ποσότητες οἱ Εὐρωπαῖοι τάχα καί ἰθύνοντες. (Ἡ Τουρκιά δέν πίνει νερό. Μόνο αἷμα ἀθώων...).... Μά κι , ὁ ἁπλός λαός μέ αὐτά πού βλέπουμε καί τά καταπίνουμε ἀμάσητα, πρέπει μᾶλλον νά εἴμαστε ποτισμένοι, μέχρι μυελοῦ ὀστέων, μέ τό «τρελό νερό». Γιά τούς Φράγκους, τούς ἀναθεματισμένους Εὐρωπαίγους, μας τά ἔλεγε ὁ Μακρυγιάννης: «...Κι ὅλοι οἱ τίμιοι Ἕλληνες δέν θέλει κανένας οὔτε νά σᾶς ἀκούσει οὔτε νά σᾶς ἰδῆ, ὅτι μᾶς φαρμάκωσε ἡ κακία σας ὄχι τῶν φιλανθρώπων ὑπηκόγωνε σᾶς, ἐσᾶς τῶν ἀνθρωποφάγων όπ' οὖλο ζωντανούς τρῶτε τούς ἀνθρώπους καί ὑπερασπίζεστε τούς ἄτιμους καί παραλυμένους καί καταντήσετε τήν κοινωνία παραλυσία».

Ἀνήκομεν εἰς τήν Δύσιν, μᾶς ἔλεγαν οἱ δῆθεν «ἐθνάρχες» μας. ( Πρῶτος καί τελευταῖος πού δικαιοῦται αὐτό τόν ἐξαίσιο τίτλο εἶναι ὁ Καποδίστριας), καί τό πιστεύαμε ἐμεῖς οἱ αὐτόχθονες ἰθαγενεῖς.

Καί προσπαθήσαμε, κάναμε θυσίες, καί ματώσαμε καί κατασκοτωθήκαμε σέ πεδία τιμῆς, καί ὑπέγραφαν οἱ νενέκοι μέ χέρια καί ποδάρια μνημόνια καταστροφῆς, γιατί; Γιά νά γίνουμε Εὐρωπαῖοι. Καί ποιό τό ἀποτέλεσμα; Οὔτε Εὐρωπαῖοι γίναμε, μά χάσαμε καί τήν ἑλληνικότητά μας. «Ἔμαθε καί ξένην γλῶσσαν κι ὅταν ὁμιλεῖ κοιτάζω / Εἶναι Ἕλλην, εἶναι Φράγκος; Ἀπορῶ καί τόν θαυμάζω», θά μᾶς ἔλεγε ὁ ἀγωνιστής τοῦ '21 καί συγγραφέας Χουρμούζης. Ἡ παροῦσα σχιζοφρένεια δέν ἑρμηνεύεται, εἶναι νέας κοπῆς στόν ἑλληνικό βίο, εἶναι ἰός ἄγνωστος, μόνο σέ φαιδρά πρόσωπα, σάν αὐτά πού ἐπιπολάζουν στήν πολιτική σκηνή τῆς χώρας θά μποροῦσε νά ἐκκολαφτεῖ.

Καταφεύγω πάλι σέ μῦθο. Τί νά κάνω; Ἀνασύρω τά ἀειλαμπῆ πετράδια τῆς παράδοσης, κείμενα τιμαλφῆ ἀπό τήν βιβλιοθήκη τοῦ Γένους. Αἴσωπος. Τίτλος «σκώληξ καί δράκων». Ἐν πρώτοις τό πρωτότυπο: «Συκέα παρ' ὁδόν ἤν.,ἥν.,ἦν. Σκώληξ δέ θεασαμένη δράκοντα κοιμώμενον ἐζήλωσεν αὐτοῦ τό μῆκος. Βουλομένη δέ αὐτῷ ἐξισωθῆναι, παραπεσοῦσα ἐπειρᾶτο ἑαυτήν ἐκτείνειν μέχρις οὐ,οὗ ὑπερβιαζομένη ἔλαθε ραγεῖσα». Ἀπόδοση στήν νεοελληνική: «Μία συκιά ἦταν πλάϊ σ' ἕνα δρόμο. Ἕνα σκουλήκι πού εἶδε ἕνα μεγάλο φίδι νά κοιμᾶται, ζήλεψε τό μῆκος του. Θέλοντας νά τό φτάσει, ξάπλωσε καί προσπαθοῦσε νά τεντωθεῖ, ὥσπου ἀπ' τό πολύ ζόρι τήν πάτησε καί κόπηκε στά δύο».

Ζηλέψαμε, οἱ φουκαρᾶδες, τήν Εὐρώπη, τόν πλοῦτο της, τήν ἄνεσή της. Τίς μηχανές της, τά μεγαλεῖα της, τίς παλαβομάρες της. Τίς χάντρες καί τά καθρεφτάκια, τά μπακίρια καί τίς λαμαρῖνες τά περάσαμε γιά μαλάματα καί κοσμήματα. Δέν μᾶς ἄρεσαν τά πολυτίμητα τζιβαϊρικά τῆς γιαγιᾶς μας, τά ἀνταλλάξαμε μέ... τάπερ τῆς κουζίνας. «Οἱ Ἕλληνες ἀεί ἐν θαύμασι τιθέασι (βλέπουν) τά ἀλλότρια ἤ τά οἰκεῖα». Ἀρχαῖον πάθος.  Καί ἀκόμη «ἀπροκάλυπτος περιφρόνησις τῶν πατρίων μας καί τῆς θρησκείας ἀκόμη, ὡς δεῖγμα εὐρωπαϊκῆς προοόδου». (Χουρμούζης).

Γίναμε σκώληκες (νεοταξοσκώληκες), ζηλέψαμε τό μῆκος τοῦ εὐρωπαϊκοῦ ὄφεως, τεντωθήκαμε, τανυστήκαμε ἐπ' ἄκρων ὀνύχων γιά νά γίνουμε κράτος «ἐφάμιλλον τῶν εὐρωπαϊκῶν», ἀλλά ἀπό τό πολύ ζόρι καί τέντωμα, κοπήκαμε στό δύο, διαλυθήκαμε. Καί βέβαια, ὅταν γίνεσαι σκουλήκι (ὁμιλῶ κυρίως γιά τήν «φωτισμένη» ἡγεσία μας,) μήν διαμαρτύρεσαι πού σέ ποδοπατοῦν.  Αὐτή ἡ περιρρέουσα ἀσχήμια ὤθησε κάποτε καί τόν πρᾶο καί εὐγενικό Κόντογλου νά βροντοφωνάξει: «Καθαρίστε ἀπό τήν πνευματική πανούκλα τήν δυστυχισμένη τήν Ἑλλάδα, γιά νά μπορέσουνε νά δουλέψουνε οἱ ἄξιοι δουλευταρᾶδες. Τά σκουλήκια, γιά νά σώσουνε τήν τιποτένια ὕπαρξή τους, δέν ἀφήνουνε καμμιά ψυχή ἄξια νά ὀρθοποδήσει, ἀπό συμφέρον κι ἀπό φθόνο. Ὅλοι οἱ πνευματικοί σαλταδόροι ἔχουνε πιάσει τά πόστα. Καί εἶναι δεμένοι μεταξύ τους, ὅπως εἶναι οἱ κάμπιες κολλημένες ἡ μιά πάνω στήν ἄλλη. Μόλις τίς χωρίσει κανένας ψοφᾶνε. Ἔτσι πρέπει νά γίνει καί μέ τίς ἀνθρωποκάμπιες πού μαραζώνουνε τό ὁλόδροσο πνευματικό δέντρο τῆς φυλῆς μας».



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.