Γράφει ὁ Ἀρχιμ. Ἰωὴλ Κωνστάνταρος
«Τὰ μικρὰ παιδιὰ φοβοῦνται τὸ σκοτάδι, ἀντιθέτως, οἱ μεγάλοι τό φῶς...».
Ὁ χρόνος κυλοῦσε μὲ τὸν παράδοξο ρυθμό του, ἀφήνοντας τὴν παρακαταθήκη τῶν αἰώνων καὶ ἀποτυπώνοντας στὸ χῶρο τὸ πέρασμά του τὸ τρομακτικό. Κάποιοι τὸ ἔβλεπαν «συμβολικὰ» καὶ κάποιοι ἄλλοι μέσα ἀπὸ «τὴ γλυπτική τοῦ χρόνου»...
Ἡ ἀγωνία τοῦ ἀνθρώπου γι' αὐτὸ ποὺ ἐσώψυχα λαχταροῦσε, εἶχε φθάσει πλέον στὸ ἀποκορύφωμά της. Δὲν θὰ μποροῦσε καὶ δὲν ἄντεχε ἄλλη προσμονή. Εἶχε φθάσει τὸ «πλήρωμα τοῦ χρόνου». Ἡ Ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου, μὲ κομμένη τὴν ἀνάσα, εἶδε τὸ πρωτόγνωρο. Νὰ γεμίζει δηλ. ὁ χῶρος καὶ ὁ χρόνος, ἀπὸ Αὐτὸν ποὺ «ἔκλινεν οὐρανοὺς καὶ κατέβη». Καὶ μονομιᾶς τὰ ἐρωτηματικά τῶν αἰώνων ἔγιναν θαυμαστικὰ καὶ μετατράπηκαν σὲ «οὐράνιες δοξολογίες».
Ἤδη, ἀπὸ καιρό, ἀπὸ αἰῶνες, τὰ μεγάλα πνεύματα τῶν Προφητῶν εἶχαν δώσει μὲ κάθε δυνατὴ ἀκρίβεια τὰ....
στοιχεῖα αὐτά, ποὺ ὅταν συναρμολογηθοῦν παρουσιάζουν τὸν Μεγάλο Ἀναμενόμενο τῶν γενεῶν.
Ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλα σημεῖα τῆς γῆς, ὅπου δίνονταν οἱ «χρησμοὶ» γιὰ θέματα σπουδαῖα καὶ γενικοῦ ἐνδιαφέροντος, ὅταν ἀργότερα, κατὰ τὸν τέταρτο αἰώνα μ.Χ., κάποιος «νοσταλγὸς» ποὺ μίσησε ὅσο ἐλάχιστοι τὴν «Σαρκωμένη Ἀλήθεια», θέλησε νὰ λάβει τὸν χρησμὸ τῶν Δελφῶν γιὰ τὴν προσπάθειά του νὰ ἐπαναφέρει τὴν «ρακένδυτη» εἰδωλολατρεία, ἔλαβε τὴν ἑξῆς ἀπάντηση: «Εἴπατε τῷ βασιλεῖ, χαμαὶ πέσε δαίδαλος αὐλά. Οὐκέτι Φοῖβος ἔχει καλύβην, οὗ μάντιδα δάφνην, οὐ παγᾶν λαλέουσαν. Ἀπέσβετο καὶ λάλον ὕδωρ».
Καὶ ὅπως εἶναι γνωστό, αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ τελευταῖος χρησμὸς τῶν Δελφῶν πρὸς τὸν Ἰουλιανὸ τὸν ἐπονομαζόμενο Παραβάτη, τὸ 362 μ.Χ., προαναγγέλοντας τὸ τέλος τοῦ δωδεκαθέου καὶ γενικῶς τῆς ἀπάτης τῆς εἰδωλολατρείας.
Ἔτσι λοιπόν, ξαναρχίζει ὁ διάλογος ποὺ εἶχε διακοπεῖ μέσα στὸν Παράδεισο καὶ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ δῶ καὶ μπρός, ἔχει τὴν δυνατότητα στὴν κυριολεξία νὰ ἀτενίζει τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ!
Βέβαια, ὅπως μελετοῦμε στὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο, αὐτὴ ἡ θέα τοῦ Θεοῦ, ἡ θέα δηλ. τοῦ Θεανδρικοῦ προσώπου, δὲν ἔχει σὲ ὅλους τα ἴδια ἀποτελέσματα. Ὅσοι ἔχουν καὶ διαθέτουν καλοπροαίρετη τὴν διάθεση, καταλαβαίνουν καὶ αἰσθάνονται ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ «Υἱὸς τοῦ Θεοῦ»! Ἀντιθέτως, ὅσοι ἔχουν καταστρέψει τὴν καθαρότητα τοῦ ψυχικοῦ τους ὀφθαλμοῦ, στὴ θέα τοῦ Προσώπου Του, βγάζουν μίσος καὶ παράγουν κακία.
Ἃς μὴ μᾶς κάνει τοῦτο ἐντύπωση. Τὸ βλέπουμε ἄλλωστε καὶ σ' αὐτὴ τὴν καθημερινότητά μας.
Συμβαίνει ἀρκετὲς φορὲς νὰ κοιτάζουν πολλοὶ ἄνθρωποι τὸ ἴδιο πράγμα. Ὁ καθένας ὅμως τὸ βλέπει μὲ διαφορετικὸ τρόπο. Μέσα ἀπὸ τὰ «δικά του μάτια». Ἀναλόγως δηλ. μὲ τὴν ψυχική του διάθεση.
Ἃς δοῦμε αὐτὸ ποὺ λέμε, μέσα ἀπὸ ἕνα παράδειγμα. Δύο ἄνθρωποι προσηλώνουν τὸ βλέμμα τους σὲ μιὰ βυζαντινὴ εἰκόνα. Ὁ πιστὸς ποὺ ἔχει ἀγωνισθεῖ νὰ καλλιεργήσει τὸν ψυχικό του κόσμο, βλέπει τὴν εἰκόνα καὶ ὁ νοῦς του «ἀνέρχεται στὸ πρωτότυπο», ἀποδίδοντας τὴν προσκύνηση τῆς τιμῆς ποὺ πρέπει στὸ εἰκονιζόμενο πρόσωπο.
Ἀντιθέτως, ὁ ἄλλος, αὐτὸς ποὺ ἔχει κολλημένη τὴν καρδιά του στὴν ὕλη, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ τῆς ψυχῆς του «ἀπολαμβάνουν τὸ ἔρεβος», θὰ ρίξει τὴν ματιά του στὴν εἰκόνα καὶ θὰ τὴν ἐπεξεργάζεται ἀπὸ «καλλιτεχνικῆς» καὶ κυρίως ἀπὸ «οἰκονομικῆς» ἀπόψεως.
Κάτι δηλ. ποῦ συμβαίνει καὶ μὲ τὰ θεόπνευστα κείμενα τοὺς ζωντανοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὁ εὐλαβής, ὁ ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας, θὰ κρατήσει μὲ δέος στὰ χέρια του τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο γιὰ νὰ τὸ μελετήσει καὶ νὰ ἐμβαθύνει στοὺς «λόγους τῆς χάριτος». Ἀντιθέτως, ὁ «κριτικὸς ἐπιστήμονας», θὰ τὸ ἁρπάξει γιὰ νὰ τὸ «κομματιάσει». Καὶ μάλιστα σὲ ὅσα περισσότερα στοιχεῖα ποὺ γι' αὐτὸν δὲν φαίνονται «γνήσια» θὰ πέσει ἡ ματιά του, τόσο καὶ μεγαλύτερος στὴν «ἐπιστήμη του» θὰ παρουσιαστεῖ. Θὰ θεωρηθεῖ μάλιστα ἀπὸ ὁρισμένους καὶ ὡς «μεγάλος θεολόγος»...
Τί νὰ κάνουμε φίλοι μου; Ὅλα τα πράγματα ἔχουν νὰ κάνουν μὲ τὰ «μάτια» μας καὶ μὲ τὸ τί τὰ ἔχουμε μάθει νὰ βλέπουν ἢ νὰ μὴν βλέπουν.
Γι' αὐτὸ καὶ ἕνας ποιητὴς ποὺ εἶχε ἀγαπήσει «ἐξ' ἁπαλῶν ὀνύχων» τὸν Κύριό τῆς Δόξης, ἔχοντας μάθει καὶ προσέχοντας ἀπὸ μικρὸ παιδάκι, τὸ ποῦ νὰ ρίχνει τὰ βλέμματά του, ἔγραψε:
«Χριστέ μου, δὲν θέλω τίποτε,
ἀπ' ὅσα οἱ ἄνθρωποι ζητοῦνε.
Μόνο δυὸ μάτια θέλω παιδικά,
ποῦ νὰ μποροῦν νὰ σὲ κοιτοῦνε».
Μάλιστα, φίλοι μου. Αὐτὸ εἶναι. Νὰ βλέπει κανεὶς κατάματα τὸν Ἰησοῦ καὶ ν' ἀποδέχεται ὡσὰν μικρὸ παιδὶ μέσα στὴν καρδιὰ του τὴν πίστη Του. Τὴν πίστη ποὺ Αὐτὸς μόνο χαρίζει. Τὴν πίστη ποὺ ξεπερνᾶ τὴν ὁποιαδήποτε «λογικὴ» καὶ ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ παραμένει ἕνα «παιδί»! Ἄλλωστε τὸ μήνυμα εἶναι ξεκάθαρο: «ἀμὴν λέγω ὑμίν, ἐὰν μὴ στραφεῖτε καὶ γένησθε ὡς τὰ παιδία, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» . Ἡ διαβεβαίωσις τοῦ Κυρίου εἶναι ξεκάθαρη. Ἐὰν δὲν ἀλλάξετε φρόνημα καὶ δὲν γίνετε ταπεινοί, ἀθῶοι καὶ ἀπονήρευτοι σὰν τὰ παιδιά, δὲν θὰ μπεῖτε στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Πράγματι, δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη χαρὰ καὶ ὀμορφότερη ἀπόλαυση, ἀπὸ τὸ νὰ βλέπει κανεὶς στὰ λαμπερά τους μάτια τὰ μικρὰ παιδιά. Αὐτά, μέσα στὴν ἀθωότητά τους, διατηροῦν «τὸν λύχνον τοῦ σώματος φωτεινόν» . Αὐτὸς δὲ εἶναι καὶ ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο οἱ μεγάλοι αἰσθάνονται νὰ λάμπουν τὰ ἀγγελικά τους προσωπάκια. Καὶ ποιὸς ξέρει, ἄραγε, κάποιες φορὲς τί βλέπουν αὐτὰ τὰ ματάκια μέσα στὸ Ναό, καὶ μάλιστα ὅταν οἱ γονεῖς τοὺς τὰ φέρουν ἐνώπιόν τοῦ Ἁγίου ποτηρίου ὥστε νὰ γίνουν «σύσσωμα καὶ συναῖμα Χριστοῦ»!
Μεγάλοι ἅγιοί τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ ἀγωνίστηκαν νὰ διατηρήσουν τὴν παιδικὴ – παρθενικὴ ἁγνότητα, ὁμολογοῦν ὅτι τὰ βαπτισμένα νήπια, ἀπολαμβάνουν τέτοιου εἴδους «θεωρία», ὅπως ἀκριβῶς καὶ οἱ κορυφαῖοι ὅσιοι καὶ ἡσυχαστές!
Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ ἀρκεῖ ἡ παρουσία ἑνὸς τέτοιου «ἐπιγείου ἀγγέλου», γιὰ νὰ γαληνεύσει ἡ ἠλεκτρισμένη ἀτμόσφαιρα μέσα στὸ σπίτι καὶ γιὰ νὰ ὁδηγήσει τὴν ταραγμένη σκέψη τῶν γονέων στὴν ἀλήθεια ὅτι ἀξιώθηκαν νὰ καταστοῦν «συνδημιουργοί τοῦ Θεοῦ»!
Ἐὰν ὅμως, ἀντιθέτως, θελήσει κανεὶς ν' ἀπορρίψει τὴν παιδικὴ πίστη καὶ ἁπλότητα, ἐὰν δηλ. βιαστεῖ νὰ «μεγαλώσει» καὶ νὰ «ἀνοίξει τὰ μάτια του», τότε πράγματι θὰ τ' ἀνοίξει, ἐὰν δὲν τὰ «βγάλει», ὅμως θὰ ἔχει καταντήσει ὄχι μόνο νὰ μὴ μπορεῖ νὰ διασταυρώσει τὸ βλέμμα του μὲ αὐτὸν τὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ θὰ ἔχει ξεπέσει στὴν φρικτὴ ἐκείνη περίπτωση, γιὰ τὴν ὁποία ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀναφέρει: «ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρὸς ἡ, ὅλον το σῶμα σου σκοτεινὸν ἔσται, εἰ οὒν τὸ φῶς τὸ ἐν σοῖ σκότος ἐστι, τὸ σκότος πόσον;» Ἐὰν δηλ. ὁ ὀφθαλμός σου εἶναι ἄρρωστος καὶ τυφλωμένος, ὅλο το σῶμα σου θὰ εἶναι σκοτεινό. Ἐὰν δὲ τὸ ἐσωτερικό σου φῶς (ὁ νοῦς καὶ ἡ συνείδηση) εἶναι σκοτάδι, τὸ σκοτάδι πόσο θὰ εἶναι;
Ὥστε λοιπόν, τὰ μικρὰ παιδάκια καὶ ὅσοι θέλουν καὶ προσπαθοῦν νὰ διατηρήσουν τὴν παιδικὴ ἁγνότητα, χαίρονται τὸ φῶς καὶ ἀποστρέφονται τὸ σκοτάδι. Ἀντιθέτως, ὅσοι «γνώρισαν» καὶ «ἔβγαλαν τὰ μάτια τους» καὶ ἐπιμένουν, τελικῶς ὁ μόνος χῶρος ποὺ τοὺς ἀπομένει γιὰ νὰ ζοῦν καὶ νὰ νιώθουν ἄνετα δὲν εἶναι παρὰ ὁ ζόφος καὶ τὸ ἔρεβος. Ὅσο γιὰ τὸ φῶς; μὰ αὐτὸ τοὺς ἔχει γίνει τόσο ἐνοχλητικό...
Καὶ τί παράδοξο! Τὰ μικρὰ παιδιὰ νὰ φοβοῦνται τὸ σκοτάδι, ἀντιθέτως οἱ μεγάλοι, οἱ «ἀνοιχτομάτηδες», νὰ φοβοῦνται τὸ φῶς!...
Δὲ συμφωνεῖτε φίλοι μου;
(Συνεχίζεται).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου