13 Φεβ 2014

Τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ (Α΄)

Γράφει ὁ ρχιμ. Ἰωὴλ Κωνστάνταρος 
Ἐνῶ ὅλα ἦταν λαμπερὰ καὶ ὄμορφα, ἐνῶ στὰ μάτια ἄστραφτε ἡ χαρά, συνέβη τὸ μεγάλο κακό. Ἡ ἀστοχία τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὕας, τὴ συνεργεῖα τοῦ ἐχθροῦ, κατέστρεψε τὴν παραδεισένια εὐτυχία καὶ τὰ πράγματα ἄλλαξαν ἄρδην. Ὅλα πλέον ἔχασαν τὴν ὀμορφιά τους καὶ ἀγρίεψαν. Μὰ τὸ πιὸ δραματικὸ ἦταν ὅτι τὸ βλέμμα τοῦ Ἀδάμ, ἔχασε τὴ λάμψη του καὶ σκοτίστηκε.
Οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ θεοτευκτου αὐτοῦ δημιουργήματος, δὲν δακρύζουν πλέον στὴ θέα τοῦ «ἄσαρκου Λόγου», ἀλλὰ μεταβλήθηκαν σὲ κρουνοὺς γιὰ νὰ ποτίζουν τὴν ἀγριεμένη γῆ καὶ γιὰ νὰ συνοδεύουν τὸν «ἀδαμιαῖον θρῆνον»...
Πῶς, ἀλήθεια νὰ αἰσθανόταν τὸ πρῶτο ζευγάρι, τὶς δραματικὲς ἐκεῖνες στιγμὲς ποὺ ὁ Παντεπόπτης Δημιουργὸς «ἐρευνοῦσε» μέσα στὸν κῆπο τῆς Ἐδέμ, γιὰ νὰ βρεῖ τὸ πλάσμα του,
τὴν κορωνίδα τῆς ὅλης δημιουργίας; Ἐρευνοῦσε καὶ «ἀνίχνευε» μὲ τὸ Θεϊκό του ὄμμα γιὰ νὰ συναντήσει τὴ θλιμμένη καὶ ἀμαυρωμένη τοῦ εἰκόνα. Νὰ δεχθεῖ τὴν μετάνοια, νὰ συγχωρήσει καὶ νὰ ἐπαναφέρει τὸ πλάσμα του στὸ «πρώτον κάλλος».
Αὐτὸ τὸ τελευταῖο του ἀγαπημένο δημιούργημα τὸ ὀνόμασε «ἄνθρωπο», ἀκριβῶς διότι εἶχε λάβει τὴν....
Τριαδικὴ εὐλογία, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ θωρεῖ ψηλά.
Νὰ αἰσθάνεται τὴν ἀποστολή του καὶ νὰ ἀτενίζει μέσα στὸ βλέμμα, Αὐτοῦ Το ὁποίου τὴν εἰκόνα ἔλαβε.
Ὅλα πλέον εἶχαν τώρα ἀντιστραφεῖ. Δεινὴ ἡ θέση τοῦ Ἀδὰμ στὴ δραματικὴ ἐκείνη συνάντηση. Τὸ κεφάλι ἦταν στραμμένο στὴ γῆ καὶ τὸ βλέμμα θολωμένο.
Καὶ ἐνῶ τὸ ὄμμα τοῦ Θεοῦ παρέμενε τὸ ἴδιο ὅπως καὶ πρίν, ἀναλλοίωτο, φωτεινὸ καὶ ζεστό, ὁ πεσμένος ἄνθρωπος ἦταν ἐντελῶς ἀδύνατον νὰ τὸ ἀτενίσει.
Τώρα πλέον βίωνε τὴν ἀποστασία του καὶ τὴν ἀρχὴ τῶν βασάνων του, ἕως νὰ ἔλθει ἡ ἡμέρα ἐκείνη... Ζοῦσε τὴν πίκρα τῆς παρακοῆς καὶ πότιζε τὸ δένδρο τῆς ἐλπίδας μὲ τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς του. Μὲ τὰ ἀστείρευτα καὶ καυτὰ δάκρυα, πού, ἀλλοίμονο ἐὰν δὲν ὑπῆρχαν κι αὐτά...
Καὶ οἱ αἰῶνες διαδέχονταν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων αὐξανόταν μέσα στὸν πόνο ἀλλὰ καὶ στὴν ἐλπίδα.
Δυὸ ρεύματα ἀπὸ τὴν ἴδια πηγὴ τῆς ἀνθρωπότητας κυλοῦσαν ἀργὰ καὶ τραγικὰ σὰν τὴ λάβα τοῦ ἡφαιστείου, μέσα στὸν ροῦ τῆς ἱστορίας. Τὸ ἕνα, αὐτὸ τοῦ «περιουσίου λαοῦ», ποὺ ἑτοίμαζε ὁ Δημιουργός, ὥστε μέσω αὐτοῦ νὰ ἔρθει ἀργότερα ὁ Ἴδιος στὴ γῆ καὶ νὰ συνεχίσει τὸν διάλογο ποὺ διακόπηκε μέσα στὸν κῆπο, καὶ τὸ ἄλλο ρεῦμα, ὅλου το ἄλλου κόσμου.
Τὸ ἕνα, ἔκρυβε καὶ διαφύλασσε τὴν ἐλπίδα, ὅτι ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος θὰ δεῖ καὶ πάλι στὰ μάτια τὸν Πλαστουργό του, τὸ δεύτερο, γαλβάνιζε περισσότερο τὸν πόνο γιὰ τὴν χαμένη εὐτυχία.
Καὶ ὄχι μόνο οἱ ἁπλοϊκοὶ ἀπόγονοί το Ἀδὰμ ποὺ ζύμωναν τὸ ψωμὶ τοὺς «ἐν τῷ ἰδρώτι τοῦ προσώπου τους» καὶ οἱ θυγατέρες τῆς Εὕας ποὺ ἔφερναν στὸν κόσμο τὰ τέκνα τους, μὲ ἀκόμα μεγαλύτερο πόνο ἀπ' αὐτὸν ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ φανταστοῦν, ἀλλὰ καὶ ὅσοι δέχονταν κάποιες ἐκλάμψεις, κάποια μεγάλα πνεύματα ποὺ γνώριζαν ὅτι ὄντως ὑπάρχει τὸ κάτι ἄλλο, αὐτὸ δηλ. πού τὸ εἴχαμε, τὸ χάσαμε μὰ καὶ πάλι τὸ ἀναμένομε καὶ τὸ λαχταροῦμε, ἦταν ἀδύνατον νὰ βιώσουν τὴν προσωπικὴ συνάντηση μὲ τὸν προσωπικὸ Θεό.
Ἦταν ἀδύνατον νὰ συλλάβουν τώρα μὲ τὸν ἐσκοτισμένο νοῦ τί πραγματικὰ σημαίνει «ἡ θεωρία τοῦ Θεοῦ».
Μήπως γι' αὐτὸ ἄραγε, ἀκόμα καὶ οἱ πλέον χαρισματικοὶ καλλιτέχνες πρόγονοί μας, στὴν ἔκφραση τῶν ἔργων τους (ποὺ σμίλευαν μὲ τὰ ἐσώψυχά τους), δίχως νὰ τὸ συνειδητοποιοῦν καὶ οἱ ἴδιοι, ἀποτύπωναν μιὰ ἔκφραση λύπης ἀλλὰ καὶ ἀδημονίας στὰ πρόσωπα καὶ κυρίως στοὺς ὀφθαλμούς;
Δὲν ἔχει κανείς, παρὰ νὰ ρίξει διεισδυτικό το βλέμμα του στὰ καλλιτεχνικὰ ἀριστουργήματα ποὺ διασώζονται. Αἰσθάνεται ὅτι ὁ μορφωμένος καλλιτέχνης, ἐνῶ ἔχει ἐρευνήσει τὰ πάντα στὴ χαμοζωὴ καὶ ὅσο τοῦ εἶναι δυνατὸν στὴ φύση, ἐνῶ ἔχει φιλοσοφήσει καὶ ἐπίσης ἔχει μελετήσει τέλεια τὶς σωματικὲς ἀναλογίες καὶ τὶς ἔχει ἀποτυπώσει ἐπάνω στὸ ἄψυχο μάρμαρο, τελικῶς τοῦ διαφεύγει μέσα ἀπὸ τὰ χαρισματικά του χέρια, ὅ,τι πολυτιμότερο ζητᾶ καὶ λαχταρᾶ ὁ ἄνθρωπος. «Ἡ χαρὰ καὶ ἡ εὐτυχία»...
Γὶ΄ αὐτὸ καὶ στὰ ἀποκαλυπτήρια των ἀριστουργημάτων τοῦ πεντελικοῦ, καὶ ὄχι μόνο μαρμάρου, ὁ εὐαίσθητος καλλιτέχνης, στὰ μύχια τς καρδιᾶς το βίωνε τὸ ἀνολοκλήρωτο, ἀφοῦ τοῦ ξέφυγε ἡ λάμψη τῆς χαρᾶς στὸ κέντρο τῶν ἀκίνητων ματιῶν. Τὸ ἔργο κάτι ἀκόμα ἀνέμενε γιὰ τὴν ὁλοκλήρωσή του...
Ἔτσι, στὸ «βλέμμα τῶν γλυπτῶν», ἀντανακλοῦσε τὸ κατὰ βάθος θλιμμένο καὶ κουρασμένο ἀπὸ τὴν ἀναζήτηση βλέμμα τοῦ ἀνθρώπου. Τὴν ἀναζήτηση τοῦ ἀπωλεσθέντος «κήπου» καὶ τῆς παραδεισένιας εὐτυχίας...
Αὐτὸς νὰ εἶναι καὶ ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο οἱ μεγάλοι μας δημιουργοί, ὅταν ὁλοκλήρωναν τὰ ἐμπνευσμένα τοὺς ἔργα, στὸ βάθρο ἐχάρασσαν τὸ «ἐποίει» καὶ ὄχι τὸ «ἐποίησε»;
Ναί, χωρὶς πολλὰ λόγια, μὲ δωρικὴ λιτότητα στὴν ὑπογραφή, ἀλλὰ καὶ μοναδικὴ εὐαισθησία στὴ λυπημένη ἔκφραση καὶ στὴ λαχτάρα τῶν ματιῶν, ἀποτύπωναν τὴν πανανθρώπινη ἀναζήτηση τοῦ Θεϊκοῦ βλέμματος. Αὐτοῦ το βλέμματος ποὺ ὁ δύστυχος ἄνθρωπος, τώρα πλέον εἶχε χάσει.
Ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλες τὶς εἰκαστικὲς τέχνες, στὸν πυθμένα τοῦ καλλιτεχνικοῦ ὑποκειμενισμοῦ, δὲν καθρεπτίζεται, παρὰ ὁ πόνος καὶ ἡ κραυγὴ γιὰ τὴν ἀπώλεια αὐτοῦ το γλυκοῦ Θεϊκοῦ βλέμματος. Τοῦ βλέμματος ἐκείνου ποὺ κάνει τὴν ὕπαρξη νὰ αἰσθάνεται γιατί ζεῖ καὶ γιατί ὑπάρχει!
Μόνο τυχαῖο δὲν εἶναι, ὅτι ὅλοι οἱ λαοὶ καὶ ὅλες οἱ παραδόσεις ἐπικεντρώνουν τὰ χαρακτηριστικὰ τόσο τῶν «θεῶν», ὅσο καὶ τῶν θνητῶν, κυρίως στὸ βλέμμα καὶ στὴν ἔκφραση τῶν ὀφθαλμῶν!
Οἱ Ἀθηναῖοι, ποὺ ἡ πολιτεία τοὺς ἔλαβε τὸ ὄνομα ἀπὸ τὴν Ἀθηνᾶ, χαρακτήριζαν τὴν προστάτιδά τους ὡς «γλαυκὴν» καὶ «βοώπιν». Τῆς πρόσφεραν δηλ. τοὺς ὀμορφότερους καὶ σοβαρότερους χαρακτηρισμοὺς γιὰ τὴν μορφὴ τῶν χαρισματικῶν της ματιῶν. Ἄλλωστε ἡ Ἀθηνᾶ ἦταν αὐτὴ ποὺ συνδύαζε τόσα προσόντα, ὅπως τὴ σοφία, τὴ σύνεση, τὸν σεβασμὸ καὶ κυρίως τὴν ἁγνότητα, μαζὶ μὲ τὴν σοβαρὴ ἔκφραση τῶν μεγάλων της («βοῶπις») ὀφθαλμῶν.
Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ αἰτία ποὺ στὸ βωμό της καὶ στὴ λυχνία της, ἀπὸ τὰ βάθη τῶν χρόνων, πλησίαζαν μόνο οἱ «κόρες». Μόνο οἱ ἁγνὲς καὶ καθαρὲς νεαρὲς κοπέλες ποὺ φύλαγαν τὴν ὕπαρξή τους ἀνέγγιχτη καὶ ἀμίαντη. Αὐτές, ποὺ στὰ μάτια τοὺς καθρέπτιζαν τὶς ἀρετὲς τῆς μεγάλης τους «θεᾶς». Οὐσιαστικὰ δηλ. αὐτὸ ποὺ λαχταρᾶ ἡ κάθε ὕπαρξη, ἀλλὰ ποὺ ἴσως δὲν γνωρίζει ποῦ καὶ πῶς θὰ κατορθώσει νὰ ἀνακαλύψει ἐκεῖνο ποὺ διψᾶ... Γι' αὐτὸ καὶ ὁ ἀρχαϊκὸς τύπος τῶν ἀγαλμάτων αὐτῶν, μὲ ἐπιτύμβιο καὶ ἀναθηματικὸ χαρακτήρα, ποὺ κατασκευαζόταν κυρίως ἀπὸ τὸν 7ο ὡς καὶ τὸν 5ο αἰώνα π.Χ. παρίστανε «κόρη», γυνακεία μορφὴ ὄρθια καὶ πάντοτε ἐνδεδυμένη.
Αὐτὸ τὸ ὕφος καὶ αὐτὰ τὰ σωματικὰ καὶ κυρίως ψυχικὰ χαρακτηριστικά, δηλ. τῆς ἀρετῆς, θὰ ἔπρεπε νὰ διαθέτει ἡ νεαρὴ κοπέλα γιὰ νὰ πλησιάζει μὲ συστολή, ἀλλὰ καὶ χωρὶς ἐνοχή, ὥστε νὰ προσφέρει στὴν «θεότητα».
Νὰ εἶναι «κόρη»! Εἰδάλλως, «ψαυέτω μηδαμῶς...».
Καί, ἀναντίρρητα, ἡ ψυχικὴ καὶ σωματικὴ ἁγνότητα, γιὰ νὰ διατηρηθεῖ στὴν κάθε ἐποχή, πόσο μᾶλλον στὴ δική μας, δὲν εἶναι καθόλου ἁπλὴ ὑπόθεση. Μόνο ὅσες ψυχὲς ἀγωνίζονται τὸν ὄμορφο καὶ ἰδανικὸ ἀγώνα, τοῦ νὰ πλησιάζουν δηλ. καὶ νὰ βλέπουν κατάματα τὴν Θεότητα, γνωρίζουν τί θὰ πεῖ προσοχὴ καὶ φροντίδα στὶς «εἰσόδους τῆς καρδιᾶς», ποὺ κυρίως καὶ προπάντων εἶναι οἱ ὀφθαλμοί.
«Κόρες» λοιπόν, οἱ ἁγνὲς ὑπάρξεις ποὺ ἀνέρχονταν στὰ ὕψη τοῦ βωμοῦ, ἀλλὰ «κόρες» καὶ οἱ ὀπὲς στὸ κέντρο τῆς ἴριδας τῶν ὀφθαλμῶν. Ἀπὸ αὐτὲς τὶς πρῶτες περίμεναν οἱ Ἀθηναῖοι τὴν «ἁφὴ» τῆς «θεᾶς» τους γιὰ νὰ αἰσθάνονται τὴν προστασία της καὶ νὰ δίνουν «νυσταγμὸν τοῖς βλεφάροις» τους. Ὅσο γιὰ τὶς δεύτερες; Τὶς «κόρες τῶν ματιῶν»; Μόνο ὅταν εἶναι ὑγιεῖς, διαπερνοῦν οἱ φωτεινὲς ἀκτίδες γιὰ νὰ φθάσουν στὸν κρυσταλλοειδῆ φακὸ τοῦ ὀφθαλμοῦ.
Καί, θὰ συμφωνήσετε φίλοι μου ὅτι, ὅσο περισσότερο μιὰ ψυχὴ ἀγωνίζεται γιὰ νὰ διατηρήσει καθαρὴ τὴ θεοϋφαντη στολὴ τῆς ἁγνότητας, τόσο καὶ περισσότερο στὶς «κόρες» τῶν ματιῶν ἀντιφέγγει ὁ οὐρανὸς τοῦ οὐρανοῦ...

(Συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.