17 Μαρ 2014

Τὸ Βλέμμα τοῦ Θεοῦ (Δ΄)

Τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ Μερος A΄ καί Μέρος Β΄ καί Μέρος Γ΄
Γράφει ὁ πατὴρ Ἰωὴλ Κωνστάνταρος
«Ὁ τραγικότερος τυφλὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ὁ ἴδιος δὲν θέλει νὰ δεῖ...».
Ὅπως γνωρίζουν ὅσοι βαδίζουν τὸ μονοπάτι τῆς «θεοδρομίας», ἔρχονται καὶ οἱ στιγμὲς ποὺ παρὰ τὸ ἄνοιγμα τῶν ματιῶν, ὁ ὁρίζοντας φαίνεται νὰ εἶναι σκοτεινὸς καὶ ἡ καρδιὰ νὰ μὴ συλλαμβάνει τὰ ἁπαλὰ καὶ διακριτικὰ μηνύματα... Ἐὰν μάλιστα ἔχουν προηγηθεῖ ἀρνητικὲς καταστάσεις γιὰ τὶς ὁποῖες εὐθύνεται κανεὶς ἀποκλειστικὰ ὁ ἴδιος, τότε ὁ ὁδοιπόρος τῆς ζωῆς καταντᾶ τραγικὸς Οἰδίποδας. Αὐτοτυφλώνεται μέσα στὸ σκοτάδι του! Καὶ εἶναι ἀλήθεια αὐτὸ ποὺ ἔχουν πεῖ, ὅτι ὁ χειρότερος τυφλὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δὲν θέλει νὰ δεῖ.
Στὶς περιπτώσεις αὐτές, ὅσο κι ἀν «οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ Θεοῦ ἐπιβλέπουν ἐπὶ τὴν κάκωσιν» , τὸ φάσμα τῶν παθῶν ἐμποδίζει τὶς φωτεινὲς ἀκτίδες νὰ αὐγάζουν τοὺς καρδιακοὺς ὀφθαλμούς. Καταστάσεις δηλ. γιὰ τὶς ὁποῖες, ὄντως, ἐὰν μπορεῖ κανείς, πρέπει νὰ προσφέρει τον «σταλαγμὸν τῶν δακρύων του».
Ἀλλὰ τονίσαμε, ὅτι αὐτὰ ἰσχύουν γιὰ τὸν κάθε τραγικὸ Οἰδίποδα, ποὺ ἀπὸ μόνος του θέλει καὶ ἐπιμένει νὰ εἶναι καὶ νὰ παραμένει «τυφλός», «τὰ τ' ὦτα, τὸν τὲ νοῦν, τὰ τ' ὄμματα»!
Καὶ φυσικά, ὅπως γίνεται κατανοητό, στὶς ζοφερὲς αὐτὲς καὶ ἀποπνικτικὲς...
καταστάσεις, «τυφλός, τυφλὸν ἐὰν ὁδηγεῖ ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται».
Ἀντιθέτως, ὅταν ἡ ψυχή, παρὰ τὶς ἀκούσιες ἀστοχίες της καὶ τὶς παρεκτροπές της, διατηρεῖ ἀσάλευτη τὴν πίστη στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναλάμψεως, ἀπευθύνει τὴν ἱκετευτικὴ δέηση μέσα σὲ βαθύτατη προσευχητικὴ ἀτμόσφαιρα: «ἐκοπίασα ἐν τῷ στεναγμ μου, λούσω καθ' ἑκάστην νύκτα τὴν κλίνην μου, ἐν δάκρυσί μου τὴν στρωμνήν μου βρέξω».
Ἀπόκαμα ἀπὸ τοὺς στεναγμούς μου καὶ ἐξαντλήθηκα. Ἔλουσα καὶ λούω κάθε νύκτα τὸ κρεβάτι μου καὶ βρέχω τὸ στρῶμα μου μὲ ἄφθονα τὰ δάκρυά μου.
Ἀλλ' ἐνῶ γιὰ τοὺς ἐκλεκτοὺς ποὺ συνεχίζουν τὴν παραδείσια ἐπικοινωνία καὶ ποὺ ζοῦν μέσα σ' ἕνα σκληροτράχηλο καὶ ἐν πολλοῖς ἀποστάτη λαό, τὰ πράγματα κινοῦνται μέσα στὸ φῶς τῆς θεϊκῆς βεβαιότητας, γιὰ τοὺς ἄλλους, τὰ πράγματα εἶναι ὄχι μόνο δύσκολα, ἀλλὰ μὲ τὸ χρόνο μετατρέπονται σὲ βασανιστικά, «καίτοι γὲ οὐκ ἀμάρτυρον ἑαυτὸν ἀφῆκεν ἀγαθοποιόν, οὐρανόθεν ὑετοὺς διδοὺς καὶ καιροὺς καρποφόρους, ἐμπιπλῶν τροφῆς καὶ εὐφροσύνης τὰς καρδίας».
Ἂν καὶ ὁ Θεὸς δὲν ἄφησε ἀφανέρωτο τὸν ἑαυτό του, γιατί καὶ τότε (ἀλλὰ καὶ τώρα καὶ πάντοτε) ἐκδηλωνόταν εὐεργετώντας, στέλνοντας ἀπὸ τὸν οὐρανὸ βροχὲς καὶ ἐποχὲς καρποφορίας, γεμίζοντας μὲ τροφὴ καὶ χαρὰ τὶς καρδιές.
Νὰ γίνει σύγκριση μεταξὺ τῶν δύο καταστάσεων; Αὐτῶν δηλ. πού δέχονταν στὰ ὄμματα τῆς καρδιᾶς τὴν ἄμεση ἀποκάλυψη, καὶ πού προετοιμάζονταν γιὰ τὴ λύτρωση, μὲ αὐτοὺς πού παρὰ τὸ διανοητικό τους μεγαλεῖο, προσπαθοῦσαν ν' ἀνακαλύψουν τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ; Μά, δὲν ὑπάρχει σύγκριση καὶ εἶναι ἀδύνατον νὰ ἐξομοιωθοῦν οἱ δύο καταστάσεις. Καί, ἐννοεῖται πὼς οἱ δεύτεροι δὲ φέρουν εὐθύνη τς μὴ ἐκλογῆς, καὶ οἱ πρῶτοι δέχτηκαν τὴν ἐκλογὴ καὶ ἀποκάλυψη, ὄχι κατ' ἀξίαν, ἀλλὰ διότι ἔτσι θέλησε  «φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον», καὶ ὁ ὁποῖος δὲν δίνει λογαριασμὸ σὲ κανέναν καὶ οὐδεμία λογικὴ μπορεῖ νὰ τὸν ἑρμηνεύσει.
Θὰ τὸ τονίσει τοῦτο ξεκάθαρα, ἄλλωστε καὶ ὁ μεγαλοφωνότατος Ἠσαΐας, ὁ ὁποῖος βλέπει «διὰ πνεύματος» καὶ ἀποτυπώνει τόσο ἐναργὼς τὸ μέλλον, ὥστε νὰ ὀνομαστεῖ καὶ «πέμπτος εὐαγγελιστής»: «τὶς ἔγνω νοῦν Κυρίου, καὶ τὶς αὐτοῦ σύμβουλος ἐγένετο, ὃς συμβίβα αὐτόν;». Ποιος γνώρισε τὰ κρυπτόμενα στὸ νοῦ τοῦ Κυρίου σχέδια καὶ ποιὸς ἔγινε σύμβουλός του, ὁ ὁποῖος θὰ διδάξει Αὐτόν;
Νοήματα καὶ φράσεις ποὺ ἀποκαλύπτουν τὸ ἐλεύθερον καὶ κυριαρχικόν το Θεοῦ, καὶ ποὺ ὅμως διασαλπίζουν τὴν Πατρική του ἀγάπη ἡ ὁποία ξετυλίγει τὴν παγκόσμια ἱστορία μὲ σχέδιο σοφὸ καὶ ἅγιο, ἀσύλληπτο στὴν πεπερασμένη διάνοια καὶ ἀδιόρατο στὴν ματιὰ τῶν χοϊκῶν ὀφθαλμῶν τοῦ ἀνθρώπου.

Δὲν μπορεῖ ὅμως, παρὰ νὰ θαυμάζει κανεὶς ὅταν βλέπει τὸν τιτάνιο, πράγματι, ἀγώνα τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος γιὰ νὰ συλλάβει καὶ νὰ «φωτογραφίσει» στὴν ποίηση καὶ στὴν τέχνη τὴν «θείαν ὄψιν». Καὶ τοῦτο, διότι γνωρίζουν ὅτι  «πάλη μὲ τὸν Θεόν», δὲν εἶναι ἀγώνας λόγων, ἀλλὰ τρόπος ζωῆς καὶ βίωμα ἰσόβιο, γιὰ νὰ μπορέσει ἐπιτέλους ὁ ἄνθρωπος νὰ αἰσθάνεται αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ ποθεῖ καὶ γιὰ τὸ ὁποῖο ἔχει πλαστεῖ. Γι' αὐτὸ δὲ «οὐ γὰρ λόγοισι τὸν βίον σπουδάζομεν λαμπρὸν ποιεῖσθαι μᾶλλον ἢ τοῖς δρωμένοις». Γιατί δὲν προσπαθοῦμε δηλ. ἐμεῖς νὰ κάνουμε τὴ ζωὴ μας περισσότερο φανταχτερὴ μὲ λόγια, παρὰ μὲ ἔργα!
Ὅσο κι ἂν φαίνεται παράδοξο, τὰ δάκρυα τῶν ὀφθαλμῶν, ἀνοίγουν δρόμους καὶ παρασύρουν ἐμπόδια. Ἀλλὰ καὶ κάποιες φορές, ἔρχονται ὡς ἀναγκαῖο ἀποτέλεσμα στὰ λάθη μὰ καὶ στὴν ἀποστασία μας. Ὁ ἴδιος μάλιστα ὁ Θεὸς δίνει ἐντολὴ στὸν θρηνώδη μεγάλο του προφήτη, τὸν Ἱερεμία, νὰ κλαύσει ὁ λαὸς καὶ νὰ θρηνήσει γιὰ τὸν Ἰούδα καὶ τὴν Ἱερουσαλήμ: «τάδε λέγει Κύριος. Καλέσατε τὰς θρηνούσας καὶ ἐλθέτωσαν, καὶ πρὸς τὰς σοφὰς ἀποστείλατε καὶ φθεγξάσθωσαν καὶ λαβέτωσαν φ΄ὑμᾶς θρῆνον, καὶ καταγαγέτωσαν οἱ ὀφθαλμοὶ ὑμῶν δάκρυα, καὶ τὰ βλέφαρα ὑμῶν ρείτω ὕδωρ». Ατά λέγει ὁ Κύριος: «Προσκαλέστε τὶς μοιρολογίστρες, τὶς γυναῖκες ποὺ τραγουδοῦν θρηνητικὰ ἄσματα, καὶ αὐτὲς ἂς προσέλθουν διὰ νὰ θρηνήσουν τὴν μεγάλη συμφορά. Στεῖλτε εἰδικοὺς ἀπεσταλμένους πρὸς τὶς πλέον ἱκανὲς θρηνήτριες, γιὰ νὰ συνθέσουν καὶ θρηνολογήσουν τὰ μοιρολόγια τους. Αὐτὲς ἂς ἀναλάβουν χωρὶς καθυστέρηση θρηνιτικὰ ἄσματα γιὰ ἐσᾶς. Καὶ ἀπὸ τὰ μάτια σας ἂς τρέξουν ἄφθονα τὰ δάκρυα καὶ ἀπὸ τὰ βλέφαρά σας, ἂς χυθεῖ ἄφθονο νερό!
Καὶ ἑπόμενο εἶναι. Ὅταν τὰ μάτια δὲν χαίρονται στὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, καὶ δὲν θέλουν νὰ βλέπουν τὸν πόνο τῶν ἀδελφῶν, ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ γεμίσουν ἀπὸ τὰ δάκρυα τοῦ πόνου καὶ τοῦ θρήνου...
Γι' αὐτὸ χρειάζεται προσοχὴ καὶ πάλι προσοχὴ «μήποτε ὑπνώσουμε εἰς θάνατον». παιτείται πάντοτε νηφαλιότητα καὶ ἀφύπνιση. Πόσο παραστατικὰ καὶ πάλι ἡ θεόπνευστη Γραφή, ἐπισημαίνει τὸν μεγάλο κίνδυνο ποὺ ἐγκυμονεῖ, ὅταν ἡ ψυχὴ παραμένει ἀπρόσεκτη «μὴ δὸς ὕπνον σοῖς ὄμμασι, μηδὲ ἐπινυστάξης σοῖς βλεφάροις». Μήν ἀφήσεις νὰ σὲ πάρει ὁ ὕπνος (τῆς ἁμαρτίας) καὶ τὰ βλέφαρά σου, μὴν τὰ βαρύνει ὁ νυσταγμὸς (τῆς ἀνομίας).
Μὰ καὶ πόσο ἀφελεῖς ἀποδεικνύεται αὐτὸς ποὺ νομίζει ὅτι θὰ ξεφύγει ἀπὸ τὸ θεῖο θέλημα, γιὰ νὰ ἐνεργήσει τὸ δικό του, τὸ ξεπεσμένο του θέλημα. Δὲν γνωρίζει ὄτι «οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ, ἐπὶ τὰ ἔθνη ἐπιβλέπουσιν»;.

Καὶ πρέπει πράγματι νὰ διαθέτει κανεὶς μεγάλη δόση ἀφελότητας, ἐὰν ποτὲ πιστέψει ὅτι μπορεῖ νὰ ὑπάρχει κάποιο μέρος ποὺ δὲν τὸ βλέπει ὁ Θεὸς καὶ ποὺ μπορεῖ δῆθεν νὰ κρυφτεῖ. Ἀποτελεῖ μεγάλη εὐλογία τὸ νὰ δεχθεῖ ἐπιτέλους ὁ ἄνθρωπος, ὅτι αὐτὸ τὸ βλέμμα τοῦ Παντεπόπτου, δηλώνει αὐτὴ τὴν Ἁγία Του πανταχοῦ παρουσία!
Πόσο λυρικὰ τραγουδᾶ αὐτὴ τὴν ἀλήθεια ὁ Δαυὶδ χίλια ὁλόκληρα ἔτη πρὶν ἀπὸ τὴν ἐνανθρώπηση: «ποῦ πορευθῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός σου καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου ποῦ φύγω; Ἐὰν ἀναβῶ εἰς τὸν οὐρανόν, σὺ ἐκεῖ εἰ, ἐὰν καταβῶ εἰς τὸν Ἅδην, πάρει, ἐὰν ἀναλάβοιμι τὰς πτέρυγάς μου κατ' ὄρθρον καὶ κατασκηνώσω εἰς τὰ ἔσχατα τς θαλάσσης, καὶ γὰρ ἐκεῖ ἡ χείρ σου ὁδηγήσει με, καὶ καθέξει με ἡ δεξιά σου». Δηλ. Ποῦ νὰ πάω μακριὰ ἀπὸ τὸ Πνεῦμα Σου; Καὶ μακριὰ ἀπὸ τὴν παρουσία σου ποῦ νὰ φύγω; Ἂν ἀνεβῶ στοὺς Οὐρανούς, ἐσὺ εἶσαι ἐκεῖ, ἂν στρώσω τὸ κρεβάτι μου στὸν Ἅδη, ἐκεῖ εἶσαι πάλι. Ἂν τὰ φτερά μου ἁπλώσω καὶ πετάξω ἐκεῖ ποὺ ὁ ἥλιος ξεμυτὰ ἢ ἐκεῖ ποὺ χάνεται στῆς θάλασσας τὴν ἄκρη, κι ἐκεῖ τὸ χέρι σου θὰ μὲ καθοδηγεῖ κι ἡ εὐνοϊκή σου δύναμη θὰ μὲ κρατάει.

Καὶ θὰ πρέπει νὰ ἐπισημανθεῖ, ὅτι τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ - ἡ παρουσία Του, δὲν ἔρχεται στὴ ζωὴ μας «κατασκοπεύτικα», ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς καθοδηγεῖ καὶ νὰ μᾶς στηρίζει, ὅπως ψάλλει ὁ κάθε πιστὸς μὲ τὸν δέκατο στίχο τοῦ ψαλμοῦ αὐτοῦ.
Καὶ αὐτὰ μὲν ὅσον ἀφορᾶ τὸ θεϊκὸ βλέμμα, ποὺ διαπερνᾶ καὶ τὸ τελευταῖο μόριο τῆς ὕλης ἀφοῦ, «Οὐκ ἔστι κτίσις ἀφανὴς ἐνώπιον αὐτοῦ, πάντα δὲ γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ». Δηλ. Δὲν ὑπάρχει κτίσμα ἀόρατο σ' αὐτόν, ἀλλὰ ὅλα εἶναι γυμνὰ καὶ φανερὰ στοὺς ὀφθαλμούς του (ἀπὸ τὸν ἀπρόσωπο λόγο τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἀπόστολος ἀνάγεται στὸν προσωπικὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ). Ἡ διεισδυτικότητά του λοιπόν, μέσα στὴν κτιστὴ δημιουργία εἶναι προφανής.

Νὰ περάσουμε τώρα νὰ δοῦμε αὐτὸ τὸ βλέμμα στὴν διάσταση τοῦ χρόνου, πού οἱ πρόγονοί μας τὸν εἶχαν ὀνομάσει «πανδαμάτωρα»; Νὰ ἀτενίσουμε μέσα ἀπὸ τὸν κτιστὸ χρόνο καὶ τοὺς αἰῶνες τὴν θεία αἰωνιότητα; Μὰ κι ἐδῶ, οὔτε ἴχνος δυσκολίας ἢ προβληματισμοῦ ὑφίσταται, ἀφοὺ «χίλια ἔτη ἐν ὀφθαλμοίς σου, ὡς ἡ ἡμέρα ἡ ἐχθὲς ἤτις διῆλθε καὶ φυλακὶ ἐν νυκτί».
Ὢ Κύριε! Προσεύχονται οἱ ἐκλεκτὲς ψυχές. Χάρισέ μας λίγες σταγόνες χρόνου γιὰ νὰ ζήσουμε, νὰ μετανοήσουμε καὶ νὰ προσαρμόσουμε τὴ ζωή μας, στὸ δικό σου Πανάγιο καὶ σωστικὸ θέλημα. Διότι, χίλια ἔτη γιὰ Ἐσένα, εἶναι σὰν χθεσινὴ ἡμέρα ἡ ὁποία πέρασε. Μᾶλλον δὲ εἶναι σὰν τὸ τρίωρο μίας νυχτερινῆς φρουρᾶς. Καὶ ὁπωσδήποτε, φίλοι μου, αὐτὴ ἡ πραγματικότητα τῶν ἰδιοτήτων τοῦ Θεοῦ, δὲν μπορεῖ, παρὰ νὰ φέρνει τὴν ποθητὴ γαλήνη στὴν ταραγμένη μᾶς καρδιά. Νὰ εἰρηνεύει τὴν ὅλη ὕπαρξή μας, ὅταν κάποιες φορές, δίχως νὰ τὸ θέλουμε, οἱ ἀπρόσμενες καταστάσεις ἀλλὰ καὶ ἡ ἀδιακρισία τῶν ἀνθρώπων, μᾶς κάνουν νὰ ἐπαναλαμβάνουμε τὴν Βιβλικὴ φράση: «ἐταράχθη ἀπὸ θυμοῦ ὁ ὀφθαλμός μου, ἐπαλαιώθην ἐν πάσι τοῖς ἐχθροίς μου».
Ἀλλὰ καὶ πάλι, μέσα σ' αὐτὸν τὸν κυκεώνα τῶν σκέψεων καὶ τῆς ταραχῆς, ἐπέρχονται οἱ ριπὲς τῆς θείας συμπαραστάσεως. Καὶ πῶς μπορεῖ νὰ συμβαίνει διαφορετικά, ἀφοὺ «ὁ πλάσας τὸν ὀφθαλμόν, οὐχὶ κατανοεῖ;»
Γιὰ νὰ γίνεται ὅμως αὐτό, γιὰ νὰ αἰσθάνεται ἡ ψυχὴ τὴν θεία ἀντίληψη καὶ συμπαράσταση, εἶναι ἀνάγκη, ἔστω καὶ μὲ κόπους πολλοὺς καὶ θυσίες μεγάλες, νὰ ἔχει ὁ ἄνθρωπος διὰ παντὸς τὴ συνείδησή του τὸν δυναμικὸ λόγο: «οὐ προεθέμην πρὸ ὀφθαλμῶν μου πράγμα παράνομον». Δηλ. Δὲν ἔθετα ποτὲ ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν μου καὶ τῆς διανοίας μου παράνομες πράξεις, ἀλλὰ βδελυσσόμουν τὸ κακὸ καὶ ὡς ἁπλὴ σκέψη καὶ ἐνθύμηση.
Μὰ δὲν ἀρκεῖ μόνο αὐτὴ ἡ ἀπολύτως ἀναγκαία καὶ ἁγία προφύλαξη, ἐπιβάλλεται νὰ ἔχουμε ὑπ' ὄψιν καὶ τὸ ὑπόλοιπό του στίχου: «ποιοῦντας παραβάσεις ἐμίσησα». Αποστράφηκα δηλ. ὅσους ἀρέσκονται στὴν ἀνομία καὶ συστηματικῶς παραβαίνουν τὸν νόμο τοῦ Κυρίου. Καὶ ὅσο κι ἂν προσπάθησαν μὲ τὶς κολακεῖες καὶ τὰ καμώματά τους νὰ ἀρέσουν σὲ μένα καὶ νὰ μὲ σαγηνεύσουν, ἐγὼ τοὺς ἀποστράφηκα καὶ μίσησα τὴ συμπεριφορά τους.

Ἀλλά, γιὰ νὰ βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος σὲ αὐτὰ τὰ ὑψηλὰ πνευματικὰ ἐπίπεδα, εἶναι ἀνάγκη νὰ γνωρίζει τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἡ γνῶσις αὐτὴ ἔρχεται πρωτίστως μὲ τὴ μελέτη, ἀφοῦ ἐννοεῖται προϋπάρχει ἡ πίστη. Μελέτη δηλ. τῶν θείων ἐντολῶν καὶ ὄχι ἐπιφανειακὴ ἀνάγνωση. Ἐμβάθυνση ἕως σημείου ποὺ θὰ λέγει ἡ θεοφιλὴς ψυχή: «ἐξέλιπον οἱ ὀφθαλμοί μου εἰς τὸ λόγιόν σου». Δηλ. Κινδυνεύουν νὰ χάσουν τὸ φῶς τους οἱ ὀφθαλμοί μου ἀπὸ τὴν προσήλωσή τους στὶς ἐπαγγελίες τοῦ ἀλάνθαστου λόγου σου. Καὶ ὄντως, μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴν πραγματικότητα τοῦ ζωντανοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀποκαλύπτει αὐτὲς τὶς ἀλήθειες ποὺ διψᾶ ὁ ἄνθρωπος, ἡ ψυχὴ ξεδιπλώνει ἐνώπιον τς θείας παρουσίας τοῦ Κυρίου τὴν ἐξομολόγησή της, μαζὶ μὲ τὸν ἱερὸ ἐνθουσιασμό της, γιὰ ὅλες τὶς πτυχὲς καὶ γιὰ ὅλες τὶς ἐλάχιστες τῶν λεπτομερειῶν τῆς πολυκύμαντης ζωῆς. Γνωρίζει πὼς ἀκόμα καὶ αὐτὰ ποὺ δὲν διανοεῖται καν ὁ ἄνθρωπος, βρίσκονται στὸ νοῦ τοῦ Θεοῦ, πρὶν ὁ ἄνθρωπος ἔρθει ἀκόμα στὴν ζωή. «Τὸ ἀκατέργαστόν μου εἶδον οἱ ὀφθαλμοί σου, καὶ ἐπὶ τὸ βιβλίον σου πάντες γραφήσονται, ἡμέρας πλασθήσονται καὶ οὐδεὶς ἐν αὐτοῖς». Δηλ. Τὸ ἀδιαμόρφωτο καὶ ἄπλαστο στὰ σπλάχνα τῆς μητέρας μου, ἔμβρυο, εἶδαν οἱ ὀφθαλμοί σου καὶ στὸ βιβλίο σου εἶναι ὅλοι γραμμένοι προτοῦ νὰ γεννηθοῦν. Μέρα μὲ τὴ μέρα θὰ διαπλαστοῦν ὡς ἔμβρυα, θὰ μεγαλώσουν καὶ θὰ δοῦν τὸ φῶς. Οὐδεὶς θὰ ἀγνοηθεῖ ἀπὸ ἐσένα, Κύριε.

Ἔτσι λοιπόν, φθάνει ὁ ἄνθρωπος ποὺ γνωρίζει ὅσο τὸ δυνατὸν τὸ πανάγιο θέλημα καὶ συνδέεται μὲ τὸν Δημιουργό του, φθάνει νὰ ἀφήνει γεμάτος ἐμπιστοσύνη τὴν ὅλη ὕπαρξή του στὰ χέρια τοῦ Πλαστουργοῦ του. Νὰ εἰρηνεύει παρὰ τὶς ἀντίξοες συνθῆκες μέσα στὶς ὁποῖες ζεῖ καὶ διανύει τὶς ἡμέρες καὶ τοὺς ἐνιαυτοὺς τῆς Χριστότητος Κυρίου, καὶ ὡς τέκνο ἀγαπημένο νὰ ψελλίζει γεμάτος χάρη: «Ὅτι πρὸς σέ, Κύριε, Κύριε, οἱ ὀφθαλμοί μου, ἐπὶ σοῖ ἤλπισα, μὴ ἀντανέλεις τὴν ψυχήν μου». Ω Κύριε, Κύριε! Πρὸς σὲ εἶναι στραμμένοι οἱ ὀφθαλμοί μου, ἀναμένοντας τὴν παρηγοριὰ καὶ τὴν βοήθειά σου. Σὲ ἐσένα στήριξα ὁλόκληρη τὴν ἐλπίδα μου. Μὴ ἀφαιρέσεις καὶ μὴ ἀπωλέσεις τὴν ταλαίπωρη ζωή μου.
Ἀλλά, κι ἂν κάποιες φορές, (ἑπόμενο ἄλλωστε εἶναι), νιώθει ὁ πιστὸς ὅτι οἱ δυσκολίες ἔφθασαν στὸ ἀπροχώρητο, κι ἂν φαίνεται ὅτι «ὁ οὐρανὸς ἔπεσε στὴ γῆ καὶ ὅτι ἄνοιξαν τὰ καταχθόνια», καὶ πάλι τότε «ἐν τῷ συνδέσμω τῆς ἀγάπης» ὅλοι οἱ διαθέτοντες τὴν πίστη καὶ τὴν ἀκράδαντη ἐλπίδα, ἱκετευτικὰ μὰ καὶ θριαμβευτικὰ στιχοῦν καὶ μελλωδοῦν: «οἱ ὀφθαλμοὶ πάντων εἰς σὲ ἐλπίζουσι, καὶ σὺ δίδως τὴν τροφὴν αὐτῶν ἐν εὐκαιρία». Ναι, Κύριε. Οἱ ὀφθαλμοὶ ὅλων μας εἶναι στραμμένοι πρὸς ἐσένα μὲ γλυκειὰ ἐλπίδα καὶ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη. Καὶ ἐσὺ προσφέρεις τὴν κατάλληλη ὥρα τὴν τροφὴν πρὸς συντήρηση τῆς ζωῆς.
(Συνεχίζεται).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.