15 Φεβ 2014

Τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ (B΄)

Ἀρχαῖοι Ἕλληνες φιλόσοφοι 
τοιχογραφημένοι στὸ Μεγάλο Μετέωρο
Γράφει ὁ Ἀρχιμ Ἰωὴλ Κωνστάνταρος
Ἐὰν ποθοῦμε νὰ βλέπουμε τὸ φῶς γιὰ νὰ χαιρόμαστε καὶ ὄχι νὰ κρύβουμε τὸ πρόσωπο, ἃς ἀκούσουμε τό «.Φύλαξον ἐμᾶς ἐντολᾶς, καὶ βιώσεις, τοὺς δὲ ἐμοῦς λόγους ὥσπερ κόρας ὀμμάτων..»[1]. Κοίταξε νὰ τηρεῖς τὶς ἐντολές μου καὶ θὰ ζήσεις. Τὴ διδαχή μου νὰ φυλᾶς καθὼς τὴν κόρη τῶν ματιῶν σου.
Κάποτε, μιὰ φλογερὴ καρδιὰ ποὺ εἶχε ἀγαπηθεῖ καὶ ἀγαπήσει τὸ Θεὸ ὅσο ἐλάχιστοι, ποὺ εἶχε καταδιώξει καὶ ὑποτάξει τόσους καὶ τόσους ἐχθρούς το λαοῦ του, δὲν πρόσεξε. Δὲν πρόσεξε κάτι τὸ ἐλάχιστο, ἕνα ἁπλό του βλέμμα... Τί πιὸ ἀσήμαντο ἀπὸ αὐτό.
Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα; «Ἀνέβη θάνατος διὰ τῶν θυρίδων»[2]. Ο ἔνδοξος λοιπὸν ἐκεῖνος Προφητάναξ (τὸν ὁποῖον θὰ τὸν συναντήσουμε κι ἄλλες φορὲς στὴν πορεία μας πρὸς τὸ «βλέμμα τοῦ Θεοῦ»), ἔπεσε στὸ διπλὸ ἁμάρτημα τοῦ φόνου καὶ τῆς μοιχείας. 
Μετὰ τὸ πάθημά του αὐτό, καὶ λουσμένος στὶς πηγὲς τῶν δακρύων του, (ἀφοῦ ἄφησε γιὰ τὸ πάθημά του ἀλλὰ καὶ τὴ βαθιά του μετάνοια, μνημεῖο ἀθάνατο τὸν Ν΄ ψαλμό), ἔγραφε μεταξύ των ἄλλων: «Ἀποστρεψον τοὺς ὀφθαλμούς μου τοῦ μὴ ἰδεῖν ματαιότητα...»[3] .
Ἀλλὰ χρειάζεται κανεὶς πρῶτα νὰ πάθει γιὰ νὰ μάθει; Δὲν ἀρκεῖ ἡ πείρα καὶ τὰ δάκρυα τόσων καὶ τόσων ποὺ ἔπεσαν στὸ λάθος καὶ ποὺ γεύθηκαν τὸν πικρὸ χυμὸ τς «ἀψινθιᾶς»[4], καὶ πικράθηκαν;
Νὰ περάσουμε τώρα καὶ στὸ χῶρο τῆς συγγραφῆς; Καὶ νὰ ρίξουμε μιὰ σύντομη ματιὰ στὴν «πάλη τῶν λέξεων» πού ὀνομάζεται ποίηση; Ἴσως ἐκεῖ, πολὺ περισσότερο ἀπὸ....
ὁπουδήποτε ἀλλοῦ, βλέπουμε καθαρὰ τὸν μεγάλο πόνο ποὺ κρύβεται στὰ μάτια τῶν «πεζῶν» ἀνθρώπων. Καὶ αὐτό, διότι ὅσοι διαθέτουν τὸ χάρισμα νὰ ἀποτυπώνουν μὲ ἔμμετρο λόγο τοὺς στοχασμοὺς ποὺ φέρουν στὸ νοῦ οἱ νυγμοὶ τῆς καρδιᾶς,  βλέπουν πολὺ πιὸ καθαρὰ αὐτὸ ποὺ οἱ ἄλλοι δὲν μποροῦν ν' ἀνακαλύψουν.
Φυσικά, ὁ κάθε λαὸς ταξιδεύει στὸν χῶρο καὶ στὸ χρόνο, μὲ τὶς ἰδιαιτερότητές του καὶ τὶς δικές του ἱερὲς παραδόσεις. Ὅμως, παρ' ὅλα αὐτά, διατηρεῖται ἕνα κοινὸ νῆμα ποὺ συνδέει ἀδιάσπαστα ὅλους τους λαοὺς τῆς γῆς. Μιὰ βαθιὰ νοσταλγία καὶ μιὰ χρυσὴ ἐλπίδα...
Ἐὰν πάρει κανεὶς τὸ κόσκινο στὰ χέρια, θὰ διαπιστώσει μὲ μεγάλη του ἔκπληξη, ὅτι τὰ ψήγματα τοῦ χρυσοῦ ποὺ θὰ μείνουν στὸ τέλος, συναρμολογοῦν ἕνα ἀμφιπλευρὸ ψηφιδωτό. Τὴν τραγικὴ πρῶτα ὄψη, διότι στὰ ἀμέτρητα βάθη τῶν αἰώνων, ὁ ἄνθρωπος ἔχασε αὐτὸ ποὺ τοῦ ἔδινε νόημα στὴ ζωή, ἀλλὰ καὶ τὴν ὄψη τῆς γλυκιᾶς καὶ βεβαίας ἐλπίδας, ὅτι ὄχι μόνο θὰ ξαναβρεθεῖ ἡ χαρά, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ θὰ ἀτενίζουν τὰ μάτια καὶ κυρίως θὰ χαίρονται οἱ ὀφθαλμοὶ τῆς καρδιᾶς, θὰ εἶναι κάτι ἀνώτερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ χάθηκε καὶ τόσο μᾶς πόνεσε!
Χρειάζεται νὰ τονίσουμε ὅτι οἱ Ἕλληνες στὸν τομέα αὐτὸ ἔδειχναν μιὰ ἰδιαιτερότητα καὶ ὅτι οἱ αἰῶνες μᾶς ἀποθησαύρισαν πλοῦτο ἀνεκτίμητο; Καὶ δικαίως, ἀφοῦ οἱ πρόγονοί μας ὑπήρξαν «δεισιδαιμονέστεροι» (εὐσεβέστεροι)ὅλων των ἄλλων, ὅπως χαρακτηριστικά τους ἀποκάλεσε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος[5], ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ποὺ θρήνησε ὅσο ἐλάχιστοι τὴ χαμένη εὐτυχία. Καὶ θὰ βρισκόμαστε ἐκτὸς πραγματικότητας, ἐὰν δὲν ἐπισημαίναμε ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ κτίσις «ἔνιωσε» τὴν ἀνθρώπινη ἀστοχία καὶ ἀγρίεψε ἀπὸ τὴν ἀποστασία τοῦ βασιλέα της, γι' αὐτὸ καὶ «συστενάζει καὶ συνοδίνει ἄχρι τοῦ νῦν»[6].
Θεόπνευστη ἡ Ἀποστολικὴ γραφίδα, ὡς νυστέρι ἀποκαλύπτει τὸν πανανθρώπινο πόνο καὶ συνάμα φανερώνει τὴν γλυκιὰ ἐλπίδα καὶ τὴν πανανθρώπινη προσμονὴ
Ἀλλὰ καὶ ὁ Αἰσχύλος; Τί πλοῦτο λυτρωμοῦ ἀπὸ τὰ βάθη τῶν αἰώνων ἀνασύρει καὶ τί πνοὴ λαμβάνει ἀπὸ Αὐτὸν ποὺ δὲν ἄφησε τὸν Ἑαυτὸ του «ἀμάρτυρον» εἰς πάντα τα Ἔθνη[7]!
Τραγικοὶ Προμηθεῖς, δεμένοι στὸν Καύκασο τῶν παθῶν τοὺς οἱ ἄνθρωποι, παρὰ τὶς ὅποιες διαφορές τους, καρτεροῦσαν ἀπὸ κοινοῦ τὸν Υἱὸ τῆς Παρθένου, Λυτρωτὴ καὶ ἐλευθερωτή.
Σὲ «προφητικὴ» διάσταση, καὶ μὲ δραματικὲς ἐκφράσεις, λὲς καὶ στὶς χοῦφτες τοῦ κρατάει «τὴ σμίλη καὶ τὸ σφυρὶ»  τοῦ λόγου, χαράσσει τοὺς ρωμαλέους του στίχους: «Τοιοῦδε μόχθου τέρμα μὴ τί προσδόκα, πρὶν ἂν θεῶν τὶς διάδοχός των σῶν πόνων φανῆ θελήση τ' εἰς ἀναύγητον μολεῖν. Αἴδην κνεφαία τ' ἀμφὶ Ταρτάρου βάθη»[8].
Τέλος, δηλ. στοὺς μόχθους σου μὴ καρτερεῖς, πρὶν κάποιος Θεὸς φανεῖ, νὰ διαδεχθεῖ τοὺς πόνους σου καὶ νὰ θελήσει (γιὰ σένα) νὰ κατεβεῖ στὸν μαῦρο Ἅδη καὶ στὰ ζοφερά το Τάρταρου τὰ βάθη!
Ἀλλ' ἐὰν θελήσουμε νὰ δοῦμε ἀπὸ μιὰ ἄλλη ὀπτικὴ γωνία τὸ δράμα τοῦ Προμηθέα καὶ τὸ φωτίσουμε μέσα ἀπὸ τὸ δικό μας «φῶς τὸ ἀληθινόν», θὰ διαπιστώσουμε ὅτι ἡ ὅλη κατάσταση εἴναι  παραπάνω ἀπὸ τραγική. Ὁ «Προμηθέας» (ἄνθρωπος), αἰσθάνεται ὅτι πρέπει νὰ κλέψει, διότι δὲν γνώριζε ὅτι ἡ φωτιὰ ἦταν δική του. Ὅτι ὁ Θεὸς τὴν εἶχε γὶ΄ αὐτόν. Ἐὰν ὅμως τὴ ζητοῦσε, καὶ  συνάμα ἔδειχνε ὑπομονὴ καὶ καρτεροῦσε, τελικῶς ὁ Θεὸς θὰ τοῦ τὴν ἔδινε, διότι ἦταν κάτι ποὺ ὁ «ἀνενδεὴς Θεὸς» δὲν εἶχε ἀνάγκη, καὶ διότι ἐπιτέλους, γιὰ τὸν ταλαίπωρο «Προμηθέα» καὶ αὐτὴ ἡ φωτιὰ εἶχε δημιουργηθεῖ.
Καὶ γιατί συμβαίνουν ὅλα αὐτά; Ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος δὲν γνώριζε κανέναν «θεὸ» ποὺ νὰ ἦταν φίλος γνήσιος καὶ πραγματικός. Ὅλοι οἱ «θεοὶ» ποὺ γνώριζε ἦταν ἐχθροί, καὶ τελικῶς ἦταν ἐλάχιστα πιὸ δυνατοὶ ἀπὸ αὐτόν. Πολὺ ἀργότερα θὰ ἀκουστεῖ στὰ αὐτιὰ τῶν ἀνθρώπων, ἡ συγκλονιστικὴ φράση «ὑμεῖς φίλοι μου ἐστὲ»[9].
Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ κλέψει τὴν φωτιὰ ἀπὸ τοὺς ἀνίσχυρους θεούς, ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀγαπήσουν τὸ πρόσωπο τοῦ Προμηθέα καὶ νὰ τοῦ γαληνεύουν τὴ ματιά.
Ἐὰν ὄμως  ὁ Προμηθέας εἶχε γνωρίσει τὸν ἰσχυρὸ Θεὸ τῆς Ἀγάπης, ἐὰν ἐπικοινωνοῦσε μὲ τὸν Υἱόν Του, τότε ὅλα θὰ εἶχαν συμβεῖ διαφορετικά.
Θὰ συνεχίσει κατόπιν ὁ «ἀνδρῶν δ' ἁπάντων σοφότατος», ὁ Σωκράτης, πρὸς τοὺς μελαγχολικοὺς νοσταλγούς, ὅτι«καθεύδοντες διατελοῖτε ἄν, εἰ μὴ τινὰ ἄλλον ὑμὶν ὁ Θεὸς ἐπιπέμψειε κηδόμενος ὑμῶν»[10] , ὥστε νὰ «διδάξει ἠμᾶς ὡς δεῖ πρὸς θεοὺς καὶ πρὸς ἀνθρώπους διακεῖσθαι»[11].
«Θὰ κοιμάστε, δηλ., ἐκτὸς ἂν κάποιον ἄλλον ὁ Θεὸς σᾶς στείλει ἀπὸ εὐσπλαχνία», «γιὰ νὰ μᾶς διδάξει πῶς πρέπει νὰ φερόμεθα πρὸς τοὺς Θεοὺς καὶ τοὺς ἀνθρώπους»!
Καὶ τὸ μαγκάνι τῆς Ἱστορίας γύριζε... καὶ ἡ νοσταλγία ὁλοένα καὶ φούντωνε βασανιστικὰ στὶς καρδιές. Αὐτὸ ὅμως εἶχε καὶ τὸ καλό του. Νὰ κάνει δηλ. τοὺς ἀνθρώπους νὰ βρίσκονται συνεχῶς σὲ ἀναζήτηση. Νὰ μὴν τὸ βάζουν κάτω. Καὶ οἱ γενναῖοι στὸ τομέα αὐτὸν δὲν τὸ ἔβαζαν ποτὲ κάτω. Ὅσο δὲ γιὰ τοὺς δειλοὺς καὶ τοὺς συμβιβασμένους; Αὐτοί, σὲ κάθε ἐποχὴ ἀποτελοῦν τὰ μηδενικά. «Ἀγαθοὶ γὰρ τολμῶσι τοὺς πόνους, δειλοὶ δ' εἰσὶν οὐδὲν οὐδαμοῦ»[12]. 
Τώρα πιὰ οἱ βωμοί, διαδέχονταν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Διψοῦσε ὁ ἄνθρωπος, ὅσο ὀ,τιδήποτε ἄλλο, ν' ἀτενίσει στὰ μάτια τὸ Δημιουργό του καὶ νὰ ξαναμιλήσει μαζί του ὅπως ἐκεῖνα τὰ «δειλινὰ ἐν τῷ παραδείσω». Οἱ ἱκεσίες – θυσίες καὶ οἱ σπαραγμοὶ εἶχαν φθάσει στὸ ἀπροχώρητο, ἕως καὶ αὐτὴ τὴν ἀπόγνωση. Γι' αὐτὸ καὶ δὲν ἔμενε τώρα παρὰ ἡ κραυγὴ πρὸς τὸ «ἄγνωστο». 
Καὶ νά, στὸ πολιτισμικὸ κέντρο τοῦ κόσμου, «ἐν μέσαις Ἀθήναις», δὲν ἔμενε παρὰ νὰ στηθεῖ βωμός «τῷ ἀγνώστω Θεῶ»[13].
Διηγεῖται ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, χαράσσοντας στὸ θεόπνευστο κείμενό του: «ἐν ταῖς Ἀθήναις παρωξύνετο τὸ πνεῦμα τοῦ Παύλου ἐν αὐτῶ θεωρούντι κατείδωλον οὖσαν τὴν πόλιν»[14].
Εἶχαν κατακτήσει πράγματι τὶς ἀπάτητες κορυφὲς τὴν ἀνθρώπινης σοφίας οἱ πρόγονοί μας, καὶ εἶχαν φθάσει στὸ ἀπροχώρητο τῆς σοβαρῆς καὶ εὐγενικῆς τέχνης ποὺ ἐξύψωνε τὸν ἄνθρωπο. Όμως, «οὐκ ἔγνω ὀ κόσμος διὰ τῆς σοφίας τὸν Θεὸν»[15].
Μάλιστα. Δὲν μπορεῖ ποτὲ ὁ ἀνθρώπινος νοῦς, ὅσο ἰσχυρὸς καὶ ἂν εἶναι, νὰ ἀνεβεῖ σὲ τέτοια ὕψη, ὥστε νὰ ἀνακαλύψει ἀπὸ μόνος του τὸν ἄπειρο Θεό. Ὑπάρχει μὲν πάντοτε ὁ πόθος καὶ ἡ δίψα γιὰ νὰ δεῖ τὸν Δημιουργό του, λαχταρᾶ, ἴσως καὶ δίχως νὰ τὸ γνωρίζει σὲ κάποιες τῶν περιπτώσεων, τὴ διασταύρωση τῶν βλεμμάτων, πλὴν ὅμως, «οὐ τοῦ θέλοντος, οὐδὲ τοῦ τρέχοντος, ἀλλὰ τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ»[16].
Ἔτσι λοιπὸν δὲν ἔμενε παρὰ ἡ «αἴγλη τῆς σιωπῆς...». Καὶ τὸ μυστήριο μὲ τὴν ἀγωνία τοῦ ἄγνωστου, ποὺ ἔφθανε στὰ κράσπεδα τῆς Θεότητας.
Πόσο ἐπιδερμικά, ἀλήθεια, ψαύουν τὴν Ἱστορία καὶ τὸ δράμα τοῦ ἀνθρώπου, ὁρισμένοι, ὅταν ἰσχυρίζονται πώς δὲν ἔχει ἀνάγκη ἡ ἀνθρώπινη καρδιὰ τὸν Θεό; Καὶ πῶς λοιπὸν ἐξηγοῦνται οἱ τόσοι καὶ τόσοι βωμοί, σὲ ὅλους τους λαούς, γιὰ νὰ τιμῶνται, ἐκτός των «γνωστῶν» καὶ αὐτοὶ οἱ «ἄγνωστοι» ἢ ἀβέβαιοι ἢ καὶ ἀνώνυμοι θεοί, ὅπως χαρακτηριστικά τους ὀνόμαζαν;
Ὁ Ρωμαῖος ποιητὴς Ὀβίδιος, κάνει λόγο γιὰ τὸ δημιουργὸ θεό, σὰ νὰ πρόκειται γιὰ «ἄγνωστο». Καὶ τὰ ἴδια συναισθήματα σὲ σκέψεις γι' αὐτὸν τὸν «ἄγνωστο θεό», καταγράφει καὶ ὁ Ὀράτιος. Τὸ δὲ συγκλονιστικὸ εἶναι ὅτι κάποιος βασιλεὺς τῆς ἔνδοξης Βαβυλώνας, ὁ ὁποῖος ἔζησε ἑπτὰ αἰῶνες π.Χ., σ' ἕνα ποίημά του, ποὺ μποροῦμε νὰ τὸ χαρακτηρίσουμε ὡς «ψαλμὸ μετανοίας», γράφει τοῦτα τὰ λόγια ποὺ συγκλονίζουν: «Ἔναντι θεοῦ γνωστοῦ ἢ ἀγνώστου, ἔχω διαπράξει σφάλματα. Ἔχω κάνει πολλὲς ἀνταρσίες. Φοβάμαι τὸ βλέμμα τῆς θεότητάς σου»!
Πράγματι, ἡ ψυχὴ αὐτὴ ἐκφράζει τὸ φόβο τοῦ ξεπεσμένου ἀνθρώπου τῆς χάριτος. Φοβᾶται νὰ ἀτενίσει τὰ μάτια τοῦ Δημιουργοῦ του. Καὶ ὅπως καταλαβαίνει κανείς, σὲ μιὰ τέτοια σχέση ποὺ ἀνάμεσα στὸ δημιούργημα καὶ στὸ δημιουργό, παρεμβάλλεται ὁ φόβος, εἶναι ἀδύνατον ν' ἀνοίξει διάλογος ἐμπιστευτικός. Πνοὴ στοργῆς καὶ ἐμπειρία ἀγάπης.
Ἀρκετὰ ἀργότερα, ὁ «μαθητὴς ὃν ἐφίλει ὁ Ἰησοῦς»[17], καὶ ποὺ εἶχε γνωρίσει ὅσο κανένας ἄλλος τὰ μυστικά τς Θεϊκῆς αὐτῆς ἀγάπης, θὰ μᾶς ἀποκαλύψει πώς, «ὁ φόβος κόλασιν ἔχει»[18]. 
Καὶ μέσα στὴν οὐράνια ἀτμόσφαιρα τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, θὰ ἐννοήσει ὁ ἄνθρωπος, ὅτι ὁ Θεὸς ποὺ «ἐκένωσεν ἐαυτὸν»[19] γιὰ νὰ μπορέσει ἐπιτέλους ὁ ἄνθρωπος νὰ δεῖ τὸ Πρόσωπό Του, δὲν ἀποκαλύπτεται, παρὰ μονάχα σ' ἐκείνους ποὺ ἡ συμπεριφορὰ τοὺς συνίσταται σὲ μιὰ ἐσωτερικὴ ἐγκατάλειψη στὰ τρυπημένα του χέρια. Σὲ μιὰ στροφὴ καὶ αὐτοεγκατάλειψη ἀπόλυτη, γεμάτη ὅμως οἰκειότητα, τρυφερότητα καὶ ἀγάπη.
Γιὰ νὰ φθάσει ὅμως ἡ ἀνθρωπότητα στὸ σημεῖο αὐτό, θὰ χρειαστοῦν «καιροὶ καὶ ἐνιαυτοί». Καὶ γιὰ νὰ βιώσει ἡ ταλαίπωρη ἀνθρώπινη ὕπαρξη τὴν ἀπέραντη ἀγάπη τοῦ Θεανθρώπου, χρειάζεται νὰ «λαξευθεῖ». Εἶναι ἀνάγκη ν΄ ἀφήσει ἐλεύθερη τὴ «σμίλη τοῦ Σταυροῦ», ὥστε νὰ ἀπαλείφει τὰ ἐξογκώματα τῶν παθῶν καὶ ἡ Χάρις νὰ θεραπεύει τὰ βαθουλώματα τῶν ἀδυναμιῶν στὸν χῶρο τῆς καρδιᾶς.
(Συνεχίζεται)

[1].Παροιμ. Ζ' 2
[2].Ἱερεμ.Θ΄21
[3].Ψάλμ. ΡΙΗ' 37
[4].Ἀποκάλ. Ἡ΄11
[5].Πράξ. Ἀποστ ΙΖ΄22
[6]. Ρωμ. Ἡ΄22
[7].Πράξ. Ἄπ. ΙΔ΄17.
[8]. Αἰσχύλ. Πρόμ. Δεσμώτης 1026-1029
[9]. Ιωάννου ΙΕ΄ 14
[10]. Πλατ. Ἀπολ. Σωκρ. 18
[11]. Πλατ. Ἀλκιβ. Β' 13
[12]. Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις, ΣΤ' 114
[13]. Πράξ. Ἄπ. ΙΖ΄23
[14]. Πραξ. Ἄπ. ΙΖ' 16
[15].Α΄Κορ. 1. 21
[16]. Ρωμ. Θ΄16
[17]. Ἰωάν. Κ' 2
[18].Α΄Ἰωάν. 4. 18
[19]. Φιλιπ. Β' 6

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.