18 Φεβ 2014

Τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ (Γ΄)

Τὸ βλέμμα τοῦ Θεο Μερος A΄ και Μέρος Β΄
Γράφει ὁ Ἀρχίμ. Ἰωὴλ Κωνστάνταρος
Ἂν κανεὶς ἤθελε νὰ προσθέσει κάτι στὸ βάθρο τοῦ «ἀγνώστου θεοῦ», θὰ μποροῦσε νὰ χαράξει τὸ ἑξῆς: «τῷ ἀγνώστ θε, ποὺ ἔρχεται γιὰ νὰ φορτωθεῖ τὰ βάσανά μας καὶ νὰ μᾶς λυτρώσει». Ἀλήθεια, ποιὸς δίδαξε τοὺς προγόνους μᾶς κάτι τέτοιο; Ποιὸς τοὺς δασκάλεψε στὴν Ὀλυμπία, ἀλλὰ καὶ στὴν Περγάμο, κοντὰ στὸ βωμὸ τοῦ Διός, νὰ στήσουν καὶ «ἀγνώστω θεῶ» βωμούς; 
Μά, χρειάζεται νὰ μᾶς διδάξει κανεὶς ὅτι διψοῦμε καὶ πεινοῦμε; Χρειάζεται νὰ μᾶς λεχθεῖ ὅτι ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ καθαρὸ ἀέρα καὶ ἀπὸ τὴ ζεστασιὰ τοῦ ἡλιακοῦ φωτός; Καὶ δὲν εἶναι συγκινητικό το γεγονὸς ὅτι γιὰ τοὺς ἄλλους «θεούς», ἄφηναν τὴν «πλανεύτρα φαντασία» νὰ σχηματοποιεῖ καὶ ἐν πολλοῖς νὰ προσωποποιεῖ τὰ πάθη σὲ αὐτοὺς τοὺς «θεούς», ἐνῶ στὸ βωμὸ αὐτὸ καὶ μόνο, τοῦ «ἀγνώστου», ἀλλὰ τόσο ποθητοῦ «θεοῦ», ἡ φαντασία ἐξορίστηκε;
Ποιὸς νὰ τὸ περίμενε αὐτό, ὅτι στὸ ἀκροχείλι τῆς ἀναζητήσεως, ἡ φαντασία δὲν θὰ εἶχε κανέναν λόγο; Ὅτι ὁ ὑψηλὸς φιλοσοφικὸς στοχασμὸς θὰ ταπεινωνόταν; Ὅτι ἡ σκέψη θὰ....
ἔδινε τὴ σκυτάλη στὴν καρδιακὴ σιωπή;
Στὴ σιωπὴ αὐτὴ ποὺ γεννᾶ τὴν βαθιὰ μετάνοια καὶ ὑφαίνει την «ἐν πνεύματι λατρεία»[1].
Κακά τα ψέματα, φίλοι μου. Ἡ εἰδωλολατρεία στὴν πρακτική της ἔκφραση εἶναι ἕνας ξεπεσμὸς κι ἕνας ὄλεθρος. Ὅμως οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ «βίωναν τὸν ἅδη», ἀλλὰ δὲν ἔχαναν τὴν ἐλπίδα τους.
Ναί. Μέσα στὰ ὑπαρξιακὰ δράματα καὶ στὶς ἐσωτερικὲς συγκρούσεις γιὰ τὴ συνάντηση τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ, ὁ «σπερματικὸς λόγος», ὁδηγοῦσε «ἐν σπέρματι» καὶ «ἐν σκιά», τοὺς προγόνους μας, δίχως καὶ οἱ ἴδιοι νὰ τὸ συνειδητοποιοῦν, σὲ καταστάσεις τὶς ὁποῖες αὐθεντικὰ καὶ σὲ ὑψηλὰ ἐπίπεδα τὶς βιώνει κανεὶς μόνο μέσα στὸν χῶρο τῆς Χάριτος!
Ἕνας βωμὸς λοιπὸν ἁπλὸς καὶ λιτός, δίχως νὰ προβάλει κάποιο ἄγαλμα, στὴν καρδιὰ τῶν μεγαλουπόλεων καὶ στὰ σταυροδρόμια τοῦ στοχασμοῦ, τῆς φιλοσοφίας καὶ τῆς πολυθεΐας.
Καὶ μὲ τὸ δίκιο τους. Τί πρόσωπο, ἀλήθεια, νὰ δημιουργοῦσαν καὶ τί βλέμμα νὰ σμίλευαν, ἀφοῦ ὁ Θεὸς πού λαχταροῦσαν τοὺς ἦταν «ἄγνωστος»;
Πῶς ν' ἀποτυπώσουν κάτι πού δὲν εἶχαν δεῖ; Ὅσο κι ἂν προσπαθοῦσαν, στὴν καλύτερή των προσπαθειῶν τους, ἄντε νὰ φιλοτεχνοῦσαν τὸ δικό τους, τὸ μελαγχολικό τους βλέμμα.
Γνώριζαν ὅμως, ὅτι αὐτὸς ὁ «ἄγνωστος Θεός», εἶναι τὸ κάτι ἄλλο. Γι' αὐτὸ καὶ ἔκαναν ὅ,τι καλύτερο μποροῦσαν. Συνέλαβαν τὴν «καλλιτεχνικὴ ἀφαίρεση» σὲ ὅλο της τὸ μεγαλεῖο καὶ καρτεροῦσαν μέσα στὴν ψυχική τους κόπωση καὶ στὴν βασανιστική τους καρτερία... «εἰ δ' εἰσὶ θεοί... ἐσθλῶν κυρήσεις (θὰ ἀνταμειφθεῖς)».[2] Κι ἂν ὑπάρχουν δηλ. θεοί, θὰ δείξουν...
Τὸ μόνο ποὺ ἔμενε τώρα, ἀφοῦ τὰ ἀνθρώπινα εἶχαν ἐξαντληθεῖ, ἦταν το νὰ λάβει τὸ λόγο ὁ «ἀπὸ μηχανῆς θεός».
Καὶ ἐνῶ οἱ αἰῶνες παρακολουθοῦσαν μὲ κομμένη τὴν ἀνάσα τὸν ἀγώνα καὶ τὴν ἀγωνία τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴ συνάντηση μὲ τὸν Λυτρωτή, (ποὺ φαινόταν ὁ Ἴδιος νὰ περιμένει «τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου»), σὲ κάποιο ἄλλο σημεῖο τῆς «ὑπὸ τὸν ἥλιον», σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς γῆς, ὁ Θεός «αὐτεπαγγέλτως» διάλεξε γιὰ νὰ σαρκωθεὶ  «ὁ Ὡραῖος κάλλει παρὰ πάντας βροτοὺς»[3].
Γι' αὐτὸ ἃς ἀφήσουμε τώρα τὴν Εὐρώπη, μὲ τὸ ἑλληνικό της ὄνομα καὶ τὴν πατρίδα ποὺ ἀναζητᾶ τὸ τέλειο καὶ παράγει ζηλευτὸ πολιτισμό, ἃς φύγουμε λίγο ἀπὸ τὸν εὐλογημένο βράχο ποὺ λέγεται Ἑλλάδα καὶ ἃς μεταφερθοῦμε ἐκεῖ ὅπου αὐτὸς ποὺ βλέπει τὴν ἀγωνία τοῦ δημιουργήματός του, θὰ «ἐργασθεῖ τὴ σωτηρία ἐν μέσω τῆς γῆς»[4].
Ἐδῶ πλέον δὲν συλλέγουμε ψήγματα χρυσοῦ, ἀλλὰ σπεύδουμε μέσα σὲ ἀκένωτο μεταλλεῖο τῆς Χάριτος. Ἐδῶ δὲν ἀναπνέουν ἁπλῶς οἱ πόροι μὲ τὴν «ἄδηλον ἀναπνοήν», ἀλλὰ οἱ πνεύμονες ροφοῦν ἀπὸ τὴν «πνοὴ τοῦ Θεοῦ».
Ὁ ἄσαρκος Λόγος, συνεχίζει  νὰ συνδιαλέγεται καὶ νὰ νουθετεῖ μέσω τῶν μοναδικῶν ἐκλεκτῶν πνευμάτων, ποὺ ὀνομάζονται Προφῆτες καὶ Δίκαιοι!
Βεβαίως, καὶ σ' αὐτὸν ἀκόμα τὸν χῶρο τῆς ἐκλογῆς, ὑπάρχουν καὶ οἱ περιπτώσεις τῆς ἀρνήσεως καὶ τῆς ἀποστασίας. Συντελεῖται ἡ «πνευματικὴ μοιχεία», μὲ ἀποτέλεσμα νὰ «ἀναγκάζεται» ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς νὰ «σκύψει» γιὰ νὰ δεῖ «μὲ τὰ ἴδια τοῦ τὰ μάτια» πόσο τὸ κακὸ προχώρησε καὶ ὁ μολυσμὸς τῆς ἁμαρτίας διάβρωσε τὶς συνειδήσεις τῶν τέκνων του.
Μάλιστα, σὲ κάποιες τῶν περιπτώσεων, πραγματοποιεῖται δυναμικὴ παρέμβαση γιὰ νὰ σταματήσει ἡ κατρακύλα στὴ σκάλα τοῦ κακοῦ, ὅπως σὲ αὐτὴ τοῦ Πύργου τῆς Βαβέλ, δηλ. τῆς πυργοποιίας τοῦ ἐγωϊσμοῦ. Ἀλλὰ καὶ στοὺς κατοίκους  τῶν Σοδόμων καὶ τῆς Γομόρας, ποὺ οἱ πνευματικοὶ ὀφθαλμοὶ τῶν ἀνθρώπων, εἶχαν τελείως τυφλωθεῖ, μὲ ἀποτέλεσμα οἱ αἰσθητοὶ ὀφθαλμοὶ νὰ ἀποστραφούν  τὴ φύση καὶ  νὰ «βόσκουν» στὴν ἀηδιαστικὴ διαστροφή.
Ὅμως, παρ' ὅλα αὐτὰ τὰ ἀρνητικά, τοὺς καρδιακοὺς ἐκτροχιασμοὺς καὶ ἠθικοὺς ἐκτραχηλισμούς, κυριαρχοῦσε ἡ θεμελιώδης ἐντολή: «οὐ ποιήσεις σεαυτῶ εἴδωλον, οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα... Οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς, οὐδὲ μὴ λατρεύσεις αὐτοῖς. Ἐγὼ γὰρ εἰμὶ Κύριος ὁ Θεός σου...»[5].
Ἐπάνω στὴ βάση αὐτῆς τῆς πραγματικότητας, ποὺ ἀποκαλύπτει ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νὰ αἰσθάνεται καὶ νὰ ξεχωρίζει τὴν κατεύθυνση ποὺ πρέπει νὰ βαδίσει. Καὶ ὁ Μοναδικός, ἀπὸ τὸν ὑπερουράνιο Ναό Του, τοῦ ὁποίου «οἱ ὀφθαλμοὶ εἰς τὸν πένητα ἐπιβλέπουσι, τὰ βλέφαρα αὐτοῦ ἐξετάζει τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων»[6] μὲ ἀπέραντη στοργή, καθοδηγεῖ μέσα στὸ χῶρο καὶ τὸν χρόνο τὶς βασανισμένες ψυχὲς ποὺ διψοῦν τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν».
Ἴσως δὲν μποροῦμε νὰ αἰσθανθοῦμε ἐμεῖς σήμερα, τί ἀκριβῶς βίωνε ὁ ἄνθρωπος στὴν προσπάθειά του γιὰ νὰ οἰκοδομήσει κάτι ἀντάξιο γι' Αὐτὸν ποὺ μέσα στὰ στήθη του λάτρευε.
Μόνο ψυχὲς ποὺ ἀγρυπνοῦν γι' αὐτὴ τὴ συνάντηση κατανοοῦν τὸν πόθο γιὰ ἕνα μέρος, γιὰ μιὰ γωνιά, γιὰ ἕνα ναὸ μέσα στὸν ὁποῖο θὰ μποροῦν νὰ συναντήσουν Αὐτὸν ποὺ ἡ ἴδια Του ἡ ἀγάπη Τὸν ταπεινώνει τόσο, ὥστε τελικῶς νὰ τὸν προσεγγίζει τὸ πλάσμα του, μέσα στὴν καρδιά του...
Μέσα στὸ σύμπαν καὶ φωτιζόμενος ἀπὸ τὰ «κανδηλάκια τ' οὐρανοῦ», συλλογίζεται ὁ ἀγαπημένος Δαυὶδ καὶ ξεχύνει μὲ τὸν Θεόπνευστο λυρισμὸ τοῦ τὸν πόθο του καὶ τὴν ἀγωνία του: «εἰ δώσω ὕπνον τοῖς ὀφθαλμοίς μου καὶ τοῖς βλεφάροις μου νυσταγμὸν καὶ ἀνάπαυσιν τοῖς κροτάφοις μου, ἕως οὐ εὕρω τόπον τῷ Κυρίω, σκήνωμα τῷ Θεῶ Ἰακὼβ»[7].
Στὸ χῶρο τοῦ σπιτιοῦ μου, δηλ. δὲν θὰ μπῶ, οὔτε στὸ στρῶμα μου θ' ἀνέβω ποὺ ξαποσταίνω. Δὲν θ' ἀφήσω ὕπνος νὰ 'ρθεί στὰ μάτια μου, οὔτε στὰ βλέφαρά μου νύστα, ὥσπου νὰ βρῶ ἕνα τόπο γιὰ τὸν Κύριο, οἴκημα γιὰ τὸ δυνατὸ Θεὸ τοῦ Ἰακώβ.
Μπορεῖ, ἀλήθεια, ν' ἀρνηθεῖ κανεὶς ὅτι μόνο καρδιὲς πού τὶς πύρωσε ἡ ἄϋλη φλόγα τῆς θείας ἀγάπης μποροῦν νὰ ξαγρυπνοῦν γὶ΄ αὐτὴ τὴν θεία ἐπικοινωνία; Καὶ ἐὰν αὐτὸς ὁ ὁλοκάρδιος πόθος στρέφεται στὸν Αἰώνιο καὶ Προσωπικό, γίνεται ἀπολύτως κατανοητό το, γιατί νέες ὑπάρξεις, σὲ κάθε ἐποχή, μὲ ἱερὸ ἐνθουσιασμὸ πραγματοποιοῦν τὸ«μεσονύκτιον ἐξεγειρόμην τοῦ ἐξομολογεῖσθαι σοὶ ἐπὶ τὰ κρίματα τῆς δικαιοσύνης σου»[8].
Γεμάτος εὐγνωμοσύνη καὶ χαρὰ δηλ. σηκωνόμουν (καὶ σηκώνομαι) ἀπὸ τὸν ὕπνο γιὰ νὰ σὲ δοξολογήσω. Γιὰ νὰ ἀνυμνήσω τὶς εὐλογημένες σου ἐντολὲς ποὺ φέρουν τὴν εὐλογία.
Κι ὅσοι ἔζησαν καὶ βίωσαν τὶς μοναδικὲς αὐτὲς στιγμές, μᾶς βεβαιώνουν ὅτι, ὅπως τὰ νυχτολούλουδα, στὸ σκοτάδι καὶ στὴν ἡσυχία τῆς νύχτας, ἀναδύουν τὸ ἐκλεκτό τους ἄρωμα (ποὺ φέρει στὴ θύμηση τὸν Κῆπο τῆς Ἐδέμ), ἔτσι καὶ οἱ ὀφθαλμοί, «στὴ σιγὴ της  νυχτιᾶς», προσφέρουν στὴ μυστικὴ αὐτὴ συνάντηση, ὅ,τι πολυτιμότερο ἔχουν. Τὰ διαμάντια τῶν δακρύων. Τότε μόνο, ἀφοῦ καθαριστοῦν μὲ τὸ «αἷμα τῆς καρδιᾶς» ποὺ ἀναβλύζει ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ «Ἀγαπητοῦ», τότε μόνο στρέφεται τὸ «ὄμμα τῆς καρδίας, εἰς ὕψος νοητόν»... «Πρὸς Σὲ ἦρα τοὺς ὀφθαλμούς μου, τὸν κατοικοῦντα ἐν τῷ οὐρανῶ»[9]...                         
(Συνεχίζεται).

[1]    (Ἰωάν. Δ΄24)
[2]    Εὐριπ. Ἰφιγ. Ἐν Αὐλίδι 1034-1035
[3]    (Ἐγκώμια Μ. Παρασκευῆς)
[4]    (Ψάλμ. ΟΓ΄ 12)
[5]   Ἐξόδου Κ' 3-5
[6]    Ψάλμ. Ἰ' 4
[7]    Ψάλμ. ΡΛΑ' 3-5
[8]    Ψαλμὸς ΡΙΗ' 62
[9]    (Ψάλμ. ΡΚΒ΄1)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.