19 Νοε 2012

Τί ἔχει καὶ τί θέλει νὰ πεῖ ἡ Ἐκκλησία στὸν σύγχρονο ἄνθρωπο;

Πολλὲς φορές, σὲ συζητήσεις μὲ νέους ἀνθρώπους, μᾶς ρωτοῦνε «τί ἔχει νὰ πεῖ ἡ Ἐκκλησία στὸ σύγχρονο ἄνθρωπο καὶ μάλιστα στὸ νέο;». Ζοῦμε σὲ μία ἐποχὴ εἰκονικῆς πραγματικότητας. Ἡ νεανικὴ γλώσσα, ἐκτὸς ἀπὸ ἐλλειπτική, εἶναι καὶ αὐτὴ εἰκονική. Ἡ σκέψη ἔπαψε νὰ εἶναι πολύπλοκη καὶ ἀναλυτικὴ καὶ εἶναι ἁπλὴ καὶ σύντομη, ὅσο μία εἰκόνα κι ἕνα τραγούδι ποὺ ἀνεβαίνει στὸ Facebook. Παράλληλα, τὰ πάντα πορεύονται στὴ λογική της ἐπιβίωσης, τῆς χρηματικῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς ἐργασιακῆς. Ποιὸς ἀσχολεῖται μὲ ἰδέες; Ποιὸς ἀναφέρεται σὲ μεταφυσικὲς ἀναζητήσεις, ἐνῶ τὸ παρόν, τὸ «ἐδῶ καὶ τώρα’ ποὺ εἶναι πολὺ δύσκολό μας ἀφορᾶ.
  Τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν στὸ σχολεῖο λειτουργεῖ στὴ λογική του συμπληρώματος τοῦ σχολικοῦ προγράμματος, ἐνῶ ἀρκετὰ παιδιά, καὶ μάλιστα καλοὶ μαθητές, εἶναι πρόθυμοι νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ αὐτό, γιὰ νὰ μὴν ἔχουν φόρτο ἐργασίας καὶ νὰ μποροῦν νὰ ἀσχοληθοῦν μὲ τὰ σημαντικὰ γιὰ τὸ πέρασμα στὸ Πανεπιστήμιο μαθήματα. Ἡ κατήχηση θεωρεῖται μία ξεπερασμένη διαδικασία. Μόνο ἴσως στὴν κατασκήνωση καὶ στὶς γιορτές, ὅπου πολλὰ παιδιὰ ζοῦνε κάτι ἀπὸ τὸν τρόπο τῆς Ἐκκλησίας νὰ μπορεῖ νὰ ἀπομένει ἕνα....
 ἴχνος πνευματικῆς ἀναζήτησης.
                Ὅλα αὐτὰ μπορεῖ νὰ μοιάζουν γιὰ δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀπελπισία καὶ στὸ κλείσιμο στὸν ἐκκλησιαστικὸ ἑαυτό μας. Ἂς ποῦμε τὰ λιγοστά μας λόγια γι’ αὐτοὺς ποὺ ἔμαθαν καὶ θέλουν νὰ τὰ ἀκούσουν. Εἶναι ὅμως ἔτσι;

                Ἂς μὴν λησμονοῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἐμφανίστηκε σὲ ἕναν κόσμο κακίας, διαφθορᾶς, ἐξουσίας, βίας, ἐκμετάλλευσης, ἰσοπέδωσης τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου. Ὁ ἀρχηγὸς τῆς γεύτηκε στὴν ὕπαρξή του τὸ μαρτύριο, τόσο τῆς ἀπόρριψης  ἀπὸ τοὺς ἰδίους του, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ κόσμου, φθάνοντας στὸ θάνατο τῆς αἰσχύνης. Τὸ ἴδιο καὶ οἱ ἀπόστολοι, ποὺ συνέχισαν τὸ ἔργο Του. Ὅμως, μέσα ἀπὸ τὴ δική Του Ἀνάσταση, οἱ χριστιανοὶ πάλεψαν καὶ ἄλλαξαν τὸν κόσμο. Πρῶτα μὲ τὸ λόγο, ποὺ ἐμφοροῦνταν ἀπὸ τὸ ἦθος τῆς ἀγάπης.
Μία παρέα ἀγάπης ποὺ ἄλλαξε τὸν κόσμο καὶ τὶς ζωὲς ὅλων ὅσων ἐντάχτηκαν σ’ αὐτὴν ἦταν ἡ κοινότητα τῆς πρώτης Ἐκκλησίας. Ἀφύπνισε συνειδήσεις αὐτὴ ἡ κοινότητα. Ἔδωσε μία νέα θέα στὸν κόσμο. Γιατί μίλησε στὶς βαθύτερες ἀνάγκες τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης: νὰ νικήσει τὸν θάνατο, νὰ μπορεῖ νὰ ξεπεράσει μὲ τὴν ἀγάπη κάθε κακία, κάθε ἐξουσία, κάθε ἀπόρριψη.
                Αὐτὸ λοιπὸν ἔχουμε νὰ ποῦμε καὶ σήμερα στοὺς νέους ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ στὸν κόσμο. Μπορεῖ οἱ μεγαλύτεροι νὰ κουβαλᾶμε φορτία καὶ μάλιστα δυσβάσταχτα. Φορτία ἀποτυχίας, λύπης, ἀπουσίας ὁραματισμοῦ. Φορτία προσωπικῆς νωθρότητας, ἀπαισιοδοξίας, συμβιβασμοῦ. Τὴν παράδοση ὅμως τῆς ὕπαρξής μας σ’ αὐτὰ δὲν δικαιούμαστε νὰ τὴν μεταφέρουμε στὴ νέα γενιά. Γιατί ἔτσι τὴ θέλει κι ἐκείνη ὁ πολιτισμός. Νωθρή, συμβιβασμένη, ἀπαισιόδοξη. Γιὰ νὰ τὴν κρατᾶ καθηλωμένη στὴν ἀνάγκη ἀπὸ αὐτὸν καὶ νὰ κρύβει τὴν ἐλπίδα.
                Ζοῦμε ὅμως αὐτὴ τὴν προσωπικὴ νωθρότητα, τὴν ἀπαισιοδοξία καὶ τὸν συμβιβασμὸ στὴν Ἐκκλησία σήμερα. Στὴν καλύτερη περίπτωση ἀντιδροῦμε μὲ ἕναν ἀκτιβισμό, ποὺ νὰ λέει ὅτι κάτι προσπαθοῦμε νὰ κάνουμε. Συνήθως ὅμως καταφεύγουμε στὶς ἀκολουθίες καὶ τὶς προσευχές μας, στὶς παραδόσεις καὶ τὰ ἔθιμά μας καὶ καθηλωνόμαστε σὲ μία ἀνιστορικὴ προσέγγιση τοῦ κόσμου. Ζοῦμε στὸ παρελθὸν καὶ εἴμαστε κι εὐχαριστημένοι ποὺ τὸ κρατοῦμε ἀλώβητο. Ἐπίσκοποι, ἱερεῖς, λαϊκοὶ φτάσαμε στὸ σημεῖο νὰ ἔχουμε παραδοθεῖ στὸ χθές. Ἐγκλωβισμένοι στὴ συνήθεια, στὸ γεγονὸς ὅτι τὸ παρελθὸν μᾶς ἔχει ἁγίους, ἔχει μνημεῖα, ἔχει γιορτὲς ποὺ θὰ κάνουν κι αὐτὴ τὴ γενιὰ νὰ συνεχίσει νὰ τὸ ἀγγίζει.

Ποῦ εἶναι ἡ φρεσκάδα τοῦ Εὐαγγελίου ὅμως;
                Τὸ πῶς θὰ μιλήσουμε στὸν ἄνθρωπο καὶ ἰδιαίτερα στὸ νέο εἶναι πρόβλημα. Καὶ δὲν ἀρκεῖ ὁ λόγος. Χρειάζεται νὰ ἐπανέλθουμε στὸ ἦθος καὶ τὸν τρόπο τῆς κοινότητας ποὺ θὰ κάνει τοὺς νεώτερους νὰ χαίρονται νὰ εἶναι μέλη της. Αὐτὸ ποὺ ζοῦμε στὴν κατασκήνωση, στὴν ὁποία μὲ λαχτάρα πολλὰ παιδιὰ καὶ νέοι, ἀκόμη κι ἂν δὲν συμμετέχουν τὸν ὑπόλοιπο χρόνο στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, σπεύδουν νὰ συμμετάσχουν καὶ νὰ συνυπάρξουν, ἀνοίγοντας στὶς ψυχὲς τοὺς χῶρο γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ τὴν ἀγάπη. Αὐτὸ γιατί δὲν μπορεῖ νὰ συμβεῖ στὶς ἐνορίες μας; Μήπως γιατί δὲν λαμβάνουμε ἰδιαίτερα ὑπόψιν τὸν κόσμο στὸν ὁποῖο ζοῦμε; Ἢ ἔχουμε περιορίσει τὴ στόχευση καὶ τὸ ἐνδιαφέρον μας στὴν ἀνακούφιση τῶν ὑλικῶν ἀναγκῶν τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ὅμως δὲν ἔχουν σχέση μὲ τὶς ἐνορίες τους.  Γίνονται λῆπτες βοήθειας, χωρὶς νὰ προβληματίζονται γιὰ τὴ ζωὴ ἀπὸ τὴν ὁποία ξεκινᾶ ἡ θέληση γιὰ βοήθεια.

                Χρειάζεται νὰ ξαναβροῦμε τὶς πνευματικές μας ὑποδομές. Τὴ λατρεία, τὴν ἀγάπη, τὸ μοίρασμα, τὴ ζεστασιὰ τῶν ψυχῶν.
Τὴ φυσικὴ παρουσία τοῦ ἱερέα καὶ τῶν λαϊκῶν στὴ ζωὴ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων καὶ ἰδίως τῶν νέων. Δὲν εἶναι πάντοτε ὁ Ἐπίσκοπος καὶ ὁ ἱερέας οἱ καταλληλότεροι γιὰ νὰ κάνουν τοὺς δασκάλους καὶ τοὺς κατηχητὲς στὴ ζωὴ τῶν νέων. Σίγουρα ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ ἀπουσιάζουν ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωή. Νὰ ὀχυρώνονται πίσω ἀπὸ διοικητικὰ ἢ ἄλλα καθήκοντα, πίσω ἀπὸ τὶς πανηγύρεις καὶ τὰ ἔθιμα καὶ τὴ διατήρηση τοῦ χθές, ξεχνώντας ὅτι στὴν Ἐκκλησία ἰσχύει τὸ «σήμερον», τὸ αἰώνιο καὶ δυνατό.
                Τὸ ὑλικό της κατήχησης εἶναι ἕνας δρόμος. Ὁ κατηχητὴς ὅμως, τὸ πρόσωπο, ἀξιοποιεῖ καὶ δίνει ζωὴ στὸ ὑλικὸ ἢ τὸ ἀφήνει νὰ σβήνει καὶ νὰ χάνεται. Τὸ ὑλικὸ δὲν πρέπει καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποτελεῖ ἄλλοθι γιὰ τὴν ἀπουσία ζήλου, γιὰ τὴν διαρκῆ ἀνανέωση τῆς ψυχῆς καὶ τῆς διάθεσης τὴν ὁποία καλεῖται νὰ χτίζει μέσα ἀπὸ τὴ σχέση του μὲ τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ μοιραστεῖ τὴν προφητική του ἀποστολὴ μὲ τοὺς ἄλλους καὶ ἰδίως τὰ παιδιὰ καὶ τοὺς νέους.
                Τί ἔχει καὶ τί θέλει νὰ πεῖ ἡ Ἐκκλησία στὸ σύγχρονο ἄνθρωπο καὶ ἰδιαίτερα στὸ νέο;
                Σίγουρα πολλά. Κατὰ τὴ γνώμη μας ὅμως τρεῖς εἶναι οἱ κύριοι ἄξονες τῆς κατηχητικῆς καὶ τῆς ἐν γένει διακονίας ὅλων μας στὸ ἔργο τῆς ἱεραποστολῆς.
Ὁ Χριστός, ἡ σωτηρία καὶ ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
   Ὁ Χριστὸς ὡς Πρόσωπο καὶ ὄχι ὡς Ἰδέα. Ὁ Χριστὸς ὡς ἡ Ὁδὸς καὶ ἡ Ἀλήθεια καὶ ἡ Ζωή, ποὺ γίνεται συνοδοιπόρος μᾶς μέσα ἀπὸ τὴν προσευχὴ καὶ τὸ μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας. Μέσα ἀπὸ τὴν ἀγάπη τὴν ὁποία ἀντλοῦμε καλώντας Τὸν στὴν δική μας πορεία καὶ μιμούμενοι τὸ παράδειγμα τῶν ἁγίων Του, ὅλων ἐκείνων δηλαδὴ ποὺ προηγήθηκαν στὸ δρόμο αὐτό.
    Ἡ σωτηρία ποὺ σημαίνει Ἀνάσταση ἀπὸ κάθε θάνατο. Ἀπὸ τὰ πάθη, ἀπὸ τὸ μίσος, τὴ διάσπαση τῆς ψυχῆς καὶ τῆς ὕπαρξης, τοὺς περισπασμοὺς τῶν βιοτικῶν καὶ τῆς κρίσης. Ἀνάσταση ἀπὸ τὴν κυριαρχία τοῦ χρόνου καὶ τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ.
      Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔγκειται  στὴν ἀναβίωση τῆς κοινότητας ποὺ εἶναι ἡ αὐθεντικὴ ἐκκλησιαστικὴ ζωή. Ὅπου ὁ καθένας θὰ χαίρεται τὸ χάρισμα τοῦ προσώπου μέσα στὴ συνάντηση μὲ τὸ «ἐμεῖς». Στὴν ἐνορία ποὺ θὰ λειτουργεῖ ὡς οἰκογένεια, στὴν ὁποία ὅποιος θέλει θὰ μπορεῖ νὰ εἶναι μέλος, ἀρκεῖ νὰ σέβεται καὶ τοὺς ἄλλους, νὰ μπορεῖ νὰ τοὺς ἀγαπᾶ καὶ νὰ δίνει τὸν ἑαυτό του.
                Ὅλα αὐτὰ μέσα ἀπὸ μία γλώσσα ποὺ νὰ ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸ πάντοτε ἀνακαινίζον τοῦ χαροποιοῦ οἴνου  τῆς πίστης, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἀνάγκη νὰ  γίνουν καινοὶ οἱ ἀσκοὶ γιὰ νὰ μποροῦν νὰ ἀντέξουν τὴν ὁρμή του. Ναί, χρειάζεται νὰ ἀξιοποιήσουμε τὸ Διαδίκτυο. Νὰ συζητήσουμε μὲ τὸν κόσμο μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἐκεῖνος καταλαβαίνει, μέσα ἀπὸ τὴν μουσική, τὰ πολυμέσα, τὰ social networks, ἀλλὰ χωρὶς νὰ ἀφιστάμεθα τῶν πηγῶν μας καὶ τῆς ἀλήθειας ποὺ δίνουν στὴ ζωή. Μέσα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, μέσα ἀπὸ τὴν πατερικὴ παράδοση, τὴν ἀσκητικὴ μαρτυρία, τὴ σύγχρονη θεματική. Νὰ προσπαθήσουμε νὰ μεταφράσουμε τὸ δόγμα σὲ ἀλήθεια, σὲ ἦθος, σὲ στάση ζωῆς. Νὰ μὴ λυγίσουμε μπροστὰ στὴν ὑπονόμευση καὶ τὴν ἀπόρριψη τῶν ΜΜΕ, τοῦ σχολείου, τῆς οἰκογένειας. Γιὰ ὅλους εἶναι τὸ μήνυμα, ὄχι μόνο γιὰ τοὺς δικούς μας. Καὶ τὸ μήνυμα γεννᾶ νόημα, χαρὰ καὶ ἐλπίδα καὶ δὲν μένει σὲ μία ἠθικιστικὴ βελτίωση τοῦ ἀνθρώπου.
            Πῶς νὰ μιλήσεις ὅμως  γιὰ ὅ,τι δὲν ζεῖς ἢ δὲν θέλεις νὰ ζήσεις; Τὰ πρόσωπα εἶναι ποὺ μεταδίδουν τὴν ἀλήθεια. Καὶ εἶναι γνώση ἡ ἀλήθεια, ἀλλὰ καὶ βίωμα. Εἶναι κοινωνία μὲ τὸ Χριστὸ καὶ κοινωνία μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Τὰ πρόσωπα εἴμαστε ἐμεῖς. Ὁ καθένας μας. Κληρικὸς καὶ λαϊκὸς ποὺ δὲν ἐφησυχάζει. Ποῦ δὲν ὑποτάσσει τὸ εἶναι του στὴν νωθρότητα, τὸν συμβιβασμό, τὴν ἀπαισιοδοξία. Ὁ κόσμος περιμένει χρῆμα καὶ περιουσίες. Γι’ αὐτὰ μιλᾶ.
 Ἡ Ἐκκλησία ὅμως παλεύει ἐναντίον τοῦ πνεύματος τοῦ πονηροῦ, τὸ ὁποῖο μὲ ἀφροσύνη διαλύει κάθε ἐλπίδα, καθιστώντας τὴ ζωὴ τοῦ καθενὸς κόλαση ὅταν δὲν μπορεῖ νὰ συνυπάρξει μὲ τοὺς ἄλλους. Ὅταν παραμένει στὰ δικαιώματά του, στὶς ἀλήθειές του, στοὺς τρόπους του. Ὅταν γιὰ ὅλα του φταῖνε ἐκεῖνοι καὶ ποτὲ ὁ ἴδιος. Ἡ Ἐκκλησία δείχνει καὶ προκαταγγέλλει τὸ Χριστὸ τοῖς πάσι. Κι αὐτὸς ὁ δρόμος εἶναι γιὰ ὅλους καὶ γιὰ τοὺς νέους καὶ γιὰ τοὺς μεγαλύτερους. Ἂς συνεργαστοῦμε γιὰ νὰ μὴν τὸν ἀποκρύψουμε.

 Εἰσήγηση στὴν τριήμερη συνάντηση ἐργασίας γιὰ τὴν ἀνανέωση τοῦ κατηχητικοῦ λόγου ποῦ ἔγινε στὴ Λευκάδα 16-18 Νοεμβρίου 2012
π.Θεμιστοκλῆς Μουρτζανὸς

1 σχόλιο:

  1. Πάτερ θεμιστοκλη εύχομαι ο Θεός της αγάπης νά σάς δίνει δυνάμεις σωματικές καί πνευματικές νά αγωνίζεσθαι ημέρα καί νύχτα γιά τήν αναγέννηση τήν πνευματική τής Ελλάδας καί ιδιαίτερα τών νέων.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.