28 Φεβ 2011

Ἱερὰ Κοινότης Ἁγίου Ὅρους - Διάλογος μὲ Μονοφυσίτες




Η Γ' κοινὴ δήλωσις τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Διαλόγου μεταξύ της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῶν Ἀνατολικῶν "Ὀρθοδόξων" (Ἀντιχαλκηδονίων) Ἐκκλησιῶν, ἡ ὁποία συνῆλθεν εἰς Σαμπεζὺ τῆς Ἐλβετίας ἀπὸ 1ης ἕως 6ης Νοεμβρίου 1993, μᾶς προεκάλεσεν ἀνησυχίαν καὶ φόβον. Ἡ Μικτὴ Ἐπιτροπὴ προτείνει ἄρσιν τῶν ἀναθεμάτων «ὑπὸ τῶν Προκαθημένων ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν τῶν δύο μερῶν διὰ τῆς ὑπογραφῆς εἰδικῆς ἐκκλησιαστικῆς πράξεως, ἐν τὴ ὁποία θὰ διακηρύσσεται ὑφ' ἑκατέρας πλευρᾶς ὅτι ἡ ἑτέρα εἶναι κατὰ πάντα ὀρθόδοξος», καὶ ὅτι «ἡ ἄρσις τῶν ἀναθεμάτων πρέπει νὰ συνεπάγεται ὅτι ἃ) ἀποκαθίσταται ἀμέσως ἡ πλήρης κοινωνία τῶν δύο πλευρῶν, β) οὐδεμία κατ' ἀλλήλων καταδίκη του παρελθόντος, συνοδικὴ ἢ προσωπική, εἶναι πλέον ἐνεργός...»
Τὰ ἀνωτέρω, ἐὰν ὀρθῶς κατανοοῦμεν αὐτά, σημαίνουν ὅτι ἐπίκειται ἡ ἕνωσις, τὴν ὁποίαν ἤδη ἐν μέρει ἐπραγματοποίησε τὸ Πατριαρχεῖον Ἀντιοχείας. Θὰ ἔπρεπε, βεβαίως, νὰ πανηγυρίσωμεν διὰ τὴν ἐπικειμένην ἕνωσιν, ἐὰν ἡ ἕνωσις αὐτὴ ἦτο ἡ δέουσα, ἡ ἀπὸ ὀρθοδόξου πλευρᾶς ἀποδεκτή, ἤτοι ἓν ἀληθεία. Ἐπειδὴ ὅμως, καθὼς θὰ ἐξηγήσωμεν περαιτέρω, αἳ προϋποθέσεις αὖται δὲν πληροῦνται καθ' ἠμᾶς καὶ κατ' ἄλλους θεολόγους, φοβούμεθα ὅτι ἡ πρὸς τὴν ἕνωσιν σπουδὴ θὰ ἔχη ὡς ἀποτέλεσμα, πρῶτον μὲν μίαν νόθον καὶ ψευδῆ ἕνωσιν, δεύτερον δὲ σχίσμα ἐσωτερικὸν εἰς τὴν καθ' ἠμᾶς ἁγίαν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν.
Θὰ ἀναφέρωμεν ἐν συνέχεια τὰς ἐπιφυλάξεις μας.
1. Παρατηρείται καὶ εἰς τὰς τρεῖς ἐπισήμους δηλώσεις παραίτησις τῶν Ὀρθοδόξων ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξον ἐκκλησιολογίαν, καθ' ἢν τὴν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν ἀποτελεῖ μόνον ἡ καθ' ἠμᾶς Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία. Ἀναγνωρίζονται καὶ οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι ὡς "Ὀρθόδοξοι Ἀνατολικοί", καὶ ἀμφότεραι αἳ Ἐκκλησίαι ὡς δύο ἰσότιμοι οἰκογένειαι τῆς αὐτῆς Ἐκκλησίας. Πρόκειται, δηλαδή, περὶ μορφῆς θεωρίας τῶν κλάδων.
Ὡς χαρακτηριστικοὺς παρατηρεῖ ὁ Καθηγητὴς Γ. Μαντζαρίδης: «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει τὴ συνείδηση ὅτι ἀποτελεῖ τὴν ἀδιάκοπη συνέχεια τῆς μίας ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας. Καὶ στηρίζει τὴ...
συνείδησή της αὐτὴ στὴ διαχρονικὴ ἑνότητά της μὲ τὴν ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς οὐσιῶδες γνώρισμα τῆς φύσεώς της, δὲν μπορεῖ νὰ τεθεῖ ὑπὸ διαπραγμάτευση. Δὲν ὑπάρχουν πολλὲς Ἐκκλησίες, γιατί δὲν ὑπάρχουν πολλοὶ Χριστοὶ ἢ πολλὰ σώματα Χριστοῦ. Ἡ θέση αὐτὴ δὲν εἶναι οὔτε ὀπισθοδρομικὴ οὔτε συντηρητική, ἀλλὰ αὐτονόητη καὶ παραδοσιακή. Εἶναι ἡ θέση ποὺ εἶχε ἐξ ἀρχῆς ἡ Ἐκκλησία καὶ πρόβαλλε πάντοτε ἡ κοινὴ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὅποιο ὑποστηρίζεται ἡ ἀποκατάσταση πλήρους κοινωνίας τῶν Ἀντιχαλκηδονίων μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δημιουργεῖ σοβαρὲς ἀνησυχίες γιὰ κρίση ταυτότητας στὴν ἴδια τὴν Ὀρθοδοξία. Δὲν εἶναι δυνατὸν ὑπὸ τὸ φῶς νεώτερης δογματικῆς συμφωνίας Σύνοδοι ποὺ καταδικάστηκαν ἀπὸ Οἰκουμενικὲς Συνόδους νὰ θεωρηθοῦν ὀρθόδοξες στὴ διδασκαλία τους, γιατί ἡ διδασκαλία δὲν ἐξαντλεῖται στὴ διατύπωση μόνο τοῦ δόγματος, ἀλλὰ ἐκφράζει τὴν ἑνότητα καὶ τὴν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας. Οὔτε μποροῦν πρόσωπα ποὺ ἀναθεματίζονται στὸ Συνοδικόν της Ὀρθοδοξίας νὰ θεωροῦνται Πατέρες μίας ἄλλης Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία τελικὰ γίνεται ἀποδεκτὴ ὡς ταυτόσημη μὲ ἐκείνην ποὺ συνέταξε τὸ Συνοδικόν. Πάντοτε, καὶ ἰδιαίτερα σὲ κρίσιμους καιροὺς σὰν τοὺς σημερινούς, ἡ προσήλωση στὴ διαχρονικὴ συνείδηση καὶ ταυτότητα τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἐπιτακτικὴ» (Γ. Μαντζαρίδη, Ἡ ἐμπειρικὴ Θεολογία στὴν οἰκολογία καὶ τὴν πολιτική, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 157-8).
2. Παραιτούμεθα οἱ Ὀρθόδοξοι ἀπὸ τὴν ἱστορικήν μας συνέχειαν καὶ ταυτότητα μὲ τὴν Ἐκκλησίαν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων (Δ', Ε' καὶ ΣΤ), δεχόμενοι ὅτι οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι πάντοτε ἤσαν ὀρθόδοξοι καὶ οἱ Πατέρες τῶν (Διόσκορος καὶ Σεβῆρος) ὁμοίως. Ἐμμέσως δηλαδὴ δεχόμεθα ὅτι αἳ Οἰκουμενικαὶ αὖται Σύνοδοι ἐπλανήθησαν καὶ ἠμεῖς τὰς διορθώνομεν. Προσπάθεια συμβιβασμοῦ τῶν πραγμάτων δὲν χωρεῖ. Ἢ αἳ Σύνοδοι ὠρθοτόμησαν τὴν Ἀλήθειαν καὶ οἱ Διόσκορος καὶ Σεβῆρος, ὡς καὶ οἱ τούτων διάδοχοι, ἤσαν αἱρετικοὶ ἤ, ἐὰν οὗτοι δὲν ἤσαν αἱρετικοί, αἳ Σύνοδοι ἐπλανήθησαν. Ὑπενθυμίζομεν σχετικῶς τὸν εἰς τὰ Πρακτικὰ τῆς Δ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναγραφόμενον τρόπον ψηφοφορίας τῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἐκλήθησαν νὰ ἀποφανθοῦν μὲ ποίου τὸ μέρος τάσσονται, τοῦ Λέοντος ἢ τοῦ Διοσκόρου:
«Οἱ μεγαλοπρεπέστατοι καὶ ἐνδοξότατοι ἄρχοντες εἶπον Διόσκορος ἔλεγε τὸ ἐκ δύο φύσεων δέχομαι, τὸ δὲ δύο οὐ δέχομαι, ὁ δὲ ἁγιότατος ἀρχιεπίσκοπος Λέων δύο φύσεις λέγει εἶναι ἐν τῷ Χριστῷ ἠνωμένας ἀσυγχύτως, καὶ ἀτρέπτως, καὶ ἀδιαιρέτως, ἐν τῷ μονογενεῖ υἱῶ, τῷ σωτήρι ἠμῶν. τίνι τοίνυν ἀκολουθεῖτε; τῷ ἁγιωτάτω Λέοντι, ἢ Διοσκόρω; οἱ εὐλαβέστατοι ἐπίσκοποι ἐβόησαν ὡς Λέων, οὕτω καὶ πιστεύομεν. οἱ ἀντιλέγοντες, Εὐτυχιανισταὶ εἴσιν. Λέων ὀρθοδόξως ἐξέθετο».
3. Η προσπάθεια ἐπαναδιατυπώσεως, ὑπὸ τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς, τῆς ὀρθοδόξου Χριστολογίας, παρὰ τὴν ἀριστοτεχνικήν της διατύπωσιν ὑπὸ τῶν ἁγίων Δ', Ε' καὶ ΣΤ' Συνόδων, προκειμένου νὰ συμφωνήσουν οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι, καθ' ἠμᾶς κρίνεται ὡς ἄσκοπος καὶ ἐπικίνδυνος.
Ἄσκοπος, διότι θὰ ἀρχισωμεν ἐξ ὑπαρχῆς νὰ συζητῶμεν ὅσα οἱ Πατέρες μὲ τόσον κόπον καὶ ἀγώνα καὶ συνεζήτησαν καὶ ἐν Ἁγίω Πνεύματι ἐδογμάτισαν «τῷ βραχεῖ ρήματι καὶ πολλὴ συνέσει», κατὰ τρόπον μὴ ἐπιδεχόμενον παρερμηνείαν. Ὡς δὲ παρατηρεῖ καὶ ὁ Σέβ. Μύρων (νῦν Ἐφέσου) Χρυσόστομος Κωνσταντινίδης: «Θεωροῦμεν ἀμετακίνητον τὸν Ὄρον τοῦτον (τ. ε. τῆς Δ' Συνόδου). Τὸν θεωροῦμεν ἐπαρκῆ -φύσει καὶ θέσει, πνευματολογικῶς, ἐκκλησιολογικῶς καὶ συνοδολογικῶς-ἐπαρκῆ καὶ ἀπαραίτητον διὰ πάσαν ἔκφρασιν καὶ ἑρμηνείαν καὶ κατάληψιν τοῦ χριστολογικοῦ δόγματος περὶ τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων. Ἐπεμείναμεν δὲ καὶ ἐπιμένομεν εἰς τὸ ἀνεπίτρεπτον καὶ ἀνωφελές της ἀναζητήσεως ἢ συντάξεως νέας χριστολογικῆς διατυπώσεως, νέας χριστολογικῆς formula, ἔξω ἢ ἔστω καὶ παραλλήλως πρὸς τὸν Ὄρον τῆς ἐν Χαλκηδόνι Συνόδου» (Μητροπ. Μύρων Χρυσοστόμου Κωνσταντινίδου, Διάλογος Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ Ἀρχαίων Ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν, ἐν περιοδ. Θεολογία, Ἀθῆναι 1980, τόμος 51, τεῦχος 1, σέλ. 40).
Ἐπικίνδυνος, διότι ὑπὸ τὴν νέαν διατύπωσιν τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς, ἐκ πρώτης ὄψεως ὀρθόδοξον, χωροῦν ἴσως καὶ ἐρμηνεῖαι μετριοπαθοῦς καὶ συγκεκαλυμμένου μονοφυσιτισμοῦ.
Ἐὰν οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι δέχωνται τὴν ὀρθόδοξον Χριστολογίαν, τί τοὺς ἐμποδίζει νὰ ἀποδεχθοῦν τὴν ὀρθοδοξωτάτην διατύπωσιν τῆς ὑπὸ τῶν ἁγίων Δ', Ε' καὶ ΣΤ' Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καὶ μάλιστα ὑπὸ τῆς ἁγίας Δ' ἐν Χαλκηδόνι, ἡ ὁποία καὶ ἐκ τοῦ γνωστοῦ θαύματος τῆς ἁγίας μεγαλομάρτυρος Εὐφημίας ὡς ὀρθόδοξος ἐπιστοποιήθη;
Ἀρνούμενοι τοὺς Ὅρους τῶν Συνόδων αὐτῶν, μᾶς ἐπιτρέπουν βασίμως νὰ ὑποθέσωμεν ὅτι κατὰ βάθος ἀρνοῦνται τὴν ὑπ' αὐτῶν κηρυττομένην ὀρθόδοξον Χριστολογίαν. [1]
4. Η ὑπὸ τῶν Ἀντιχαλκηδονίων καταδίκη του Εὐτυχοῦς δὲν ἀποτελεῖ καθ' ἠμᾶς ἐγγύησιν τῆς ὀρθοδοξίας τῶν. Πρέπει νὰ καταδικάσουν τὸν μετριοπαθῆ μονοφυσιτισμὸν τοῦ Σεβήρου καὶ τοῦ Διοσκόρου. Σημειωτέον ὅτι καὶ ὁ Σέβ. Νικοπόλεως δέχεται τὸν Διόσκορον ὡς αἱρετικὸν (Βλέπε Μητρ. Νικοπόλεως Μελετίου, Ἀπάντηση σὲ ἀπορίες, ἐν περιοδ. Ἐκκλησία, 1-15 Ἴαν. 1992, ἄρ. 1).
Ἐξ ἄλλου περὶ τοῦ μονοφυσιτίζοντος χαρακτῆρος τῆς Χριστολογίας τῶν ὀπαδῶν τοῦ Σεβήρου γράφει ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: «Ἐν τούτοις γιὰ τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ Σεβήρου τὸ "ἀνθρώπινο" στὸν Χριστὸ δὲν ἦταν ἐντελῶς ἀνθρώπινο, γιατί δὲν ἦταν δραστήριο, δὲν ἦταν "αὐτοκινούμενο". Κατὰ τὴν θεώρηση τῶν Μονοφυσιτῶν τὸ ἀνθρώπινο στὸ Χριστὸ ἦταν σὰν ἕνα παθητικὸ ἀντικείμενο τῆς θεϊκῆς ἐπιδράσεως. Ἡ θέωσις φαίνεται ὅτι εἶναι μία μονόπλευρη πράξη τῆς θεότητας, χωρὶς νὰ λαμβάνει ἀρκετὰ ὑπ' ὄψη τὴν συνεργία τῆς ἀνθρωπινῆς ἐλευθερίας, ἡ πρόσληψη τῆς ὁποίας μὲ κανένα τρόπο δὲν ὑποθέτει ἕνα "δεύτερο ὑποκείμενο". Στὴ θρησκευτική τους ἐμπειρία τὸ στοιχεῖο τῆς ἐλευθερίας ἐν γένει δὲν τονίζονταν ἐπαρκῶς καὶ αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ ὀνομαστεῖ ἀνθρωπολογικὸς μινιμαλισμὸς (μείωση τοῦ ἀνθρώπινου στὸν Χριστό)». (Οἱ Βυζαντινοὶ Πατέρες τὸν 5ον αἰώνα, μετάφρ. Π. Πάλη, Θεσσαλονίκη 1992, σέλ. 604). Πρόκειται δὶ' ἕνα πολὺ λεπτὸν σημεῖον, τὸ ὁποῖον ὅμως εἶναι θεμελιῶδες. Ἴσως ἐδῶ ἔγκειται ἡ διαφορά μας μὲ τοὺς νῦν Ἀντιχαλκηδονίους, διὰ τὴν ὁποίαν χρειάζεται ρητῶς νὰ ὁμολογηθῆ ὁ ὅρος τῆς ἁγίας Δ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Τὸ ὅτι δὲ οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι δέχονται κάποιον μετριοπαθῆ μονοφυσιτισμὸν φαίνεται καὶ ἀπὸ τὰ Πρακτικὰ τῆς ἐν Aarhus ἀνεπισήμου συναντήσεως, ἀλλὰ καὶ ἐκ διακηρύξεων τῶν, ὡς τῆς παρατιθεμένης τοῦ πατριάρχου τῶν Κοπτῶν Σενούδα Γ' κατὰ τὴν προσφώνησίν του πρὸς τὴν Μικτὴν Θεολογικὴν Ἐπιτροπὴν εἰς τὴν Μονὴν Anba Bishoy τὸ 1989: «Πιστεύομεν ὅτι ὁ Κύριος Θεὸς καὶ Σωτὴρ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι τέλειος ἐν τὴ Θεοτητι Αὐτοὶ καὶ τέλειος ἐν τὴ Ἀνθρωπότητι Αὐτοῦ. Ἤνωσε τὴν Θεότητα Αὐτοῦ μετὰ τῆς Ἀνθρωπότητος Αὐτοῦ ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀχωρίστως καὶ δὲν ὁμιλοῦμεν περὶ δύο φύσεων μετὰ τὴν μυστηριώδη ταύτην ἑνότητα τοῦ Κυρίου ἠμῶν» (Ἐπίσκεψις ἄρ. 422, 1-7-1989, σέλ. 10).
Βεβαίως εἰς τὴν Β' Κοινὴν Δήλωσιν παραδέχονται ὅτι: «Ἀμφότεραι αἳ οἰκογένειαι συμφωνοῦν ὅτι αἳ φύσεις ἠνώθησαν ὑποστατικῶς καὶ φυσικῶς μετὰ τῶν ἰδίων ἐνεργειῶν καὶ θελήσεων αὐτῶν ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως καὶ ὅτι διακρίνονται "τὴ θεωρία μόνη"».
Νομίζομεν ὅτι τὸ "θεωρία μόνη" εἶναι δεκτικὸν μονοφυσιτιζούσης ἑρμηνείας καὶ δέον νὰ διευκρινισθῆ ἀπὸ ὀρθοδόξου ἀπόψεως. Ἐὰν τὸ "τὴ θεωρία μόνη" ἀναφέρεται εἰς τὴν διαφορὰν τῶν δύο φύσεων, νομίζομεν ὅτι ἔχει καλῶς ὡς ἐδογμάτισεν ἡ ἁγία Ἐ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Ἐὰν ὅμως δηλοὶ ὅτι αἳ δύο φύσεις ὑπάρχουν "τὴ θεωρία μόνη", δὲν εἶναι ὀρθόδοξος.
5. Η παράγραφος 8 τῆς Β' Δηλώσεως, ἡ ἀφορώσα τὰς Οἰκουμενικᾶς Συνόδους, προκαλεῖ σοβαρᾶς ἀπορίας καὶ ἀνησυχίας. Ἡ παράγραφος ἔχει οὕτως:
«Ἀμφότεραι αἳ οἰκογένειαι ἀποδέχονται τὰς τρεῖς πρώτας Οἰκουμενικᾶς Συνόδους, αἴτινες ἀποτελοῦν κοινὴν ἠμῶν κληρονομίαν. Ὡς πρὸς τὰς τεσσάρας ἐπομένας Συνόδους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, οἱ Ὀρθόδοξοι δηλώνουν ὅτι δὶ' αὐτοὺς τὰ ἀνωτέρω σημεῖα 1-7 εἶναι ἐπίσης αἳ διδασκαλίαι τῶν τεσσάρων μεταγενεστέρων Συνόδων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐνῶ συγχρόνως οἱ Ἀνατολικοὶ Ὀρθόδοξοι θεωροῦν τὴν δήλωσιν ταύτην τῶν Ὀρθοδόξων ὡς ἑρμηνείαν αὐτῶν. Μὲ τὴν ἀλληλοκατανόησιν ταύτην οἱ Ἀνατολικοὶ Ὀρθόδοξοι ἀνταποκρίνονται εἰς τὴν αὐτὴν θετικῶς».
Κατὰ τὸν Καθηγητὴν τῆς Δογματικῆς Νίκ. Μητσόπουλον: «Οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι, οἱ "Ἀνατολικοὶ Ὀρθόδοξοι", κατὰ τὴν "δήλωσιν", ὄχι μόνον ἀρνοῦνται νὰ δεχθοῦν ὡς Οἰκουμενικᾶς τὰς Δ', Ε', ΣΤ' καὶ Ζ' Οἰκουμενικᾶς Συνόδους, ἀλλά, κατὰ τὴν "κοινὴν δήλωσιν" πάντοτε, φέρονται συγκαταβαίνοντες ἁπλῶς εἰς τὴν ὑπὸ τῶν Ὀρθοδόξων παραδοχὴν τῶν Συνόδων αὐτῶν καὶ μάλιστα κατόπιν δηλώσεως τῶν Ὀρθοδόξων ἑρμηνευτικῆς οὕτως εἰπεῖν τῆς διδασκαλίας τῶν ὡς ἄνω Συνόδων, τὴν ὁποίαν ἑρμηνευτικὴν δήλωσιν ὠσαύτως ἀρνοῦνται οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι, θεωροῦντες αὐτὴν "ὡς ἑρμηνείαν" τῶν Ὀρθοδόξων» (Νίκ. Μητσόπουλου, ἐνθ' ἀνωτ., 1-4-1992, ἄρ. 6, σέλ. 193) [2].
Παραθέτομεν ἐν συνέχεια τὰ ἐρωτήματα, τὰ ὁποῖα θέτει διὰ τὴν ἀνωτέρω παράγραφον τῆς Κοινῆς Δηλώσεως ὁ κ. Καθηγητής, τὰ ὁποία καὶ προσυπογράφομεν:
«Ἐρωτῶμεν. Ἐὰν ὑπῆρχον σήμερον ὠργανωμέναι χριστιανικαὶ κοινότητες ἀρνούμεναι, ἐπὶ παραδείγματι, τὸν ὄρον "ὁμοούσιος" του Συμβόλου Νικαίας - Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἐβεβαίουν ὅτι ἀποδέχονται τὴν ἔννοιαν τὴν διὰ τοῦ ὄρου δηλουμένην ἐν τῷ Συμβόλω, ἀλλ' οὐχὶ καὶ τὴν διατύπωσιν τῆς Ἃ' ἐν Νικαία Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καὶ κατὰ συνέπειαν καὶ αὐτὸ τοῦτο τὸ Σύμβολον, θὰ ἐγίνοντο δεκτοὶ ὡς ὀρθόδοξοι;
Ἐρωτῶμεν, ἐπίσης. Οἱ καὶ σήμερον ὑπάρχοντες, ἔστω καὶ ὀλιγάριθμοι, χριστιανοὶ οἱ ἀνήκοντες εἰς τὴν "ἐκ τῶν Ἐλασσόνων Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς", "Ἀσσυριανὴν Νεστοριανικήν", οἱ μὴ ἀποδεχόμενοι τὴν Γ' Οἰκουμενικὴν Σύνοδον θὰ θεωρηθοῦν, ἐὰν βεβαίως δηλώσουν ἐπισήμως ὅτι ἀποδέχονται τὴν διδασκαλίαν τῆς Συνόδου, ἀλλ' ὄχι καὶ τὴν Σύνοδον καθ' ἑαυτὴν καὶ τὸν ὄρον αὐτῆς, ὡς ὀρθόδοξοι;
Ἐρωτῶμεν προσέτι. Ἐὰν δεχθῶμεν ὡς ὀρθοδόξους τους ἀρνητᾶς τοῦ ὄρου τῆς Χαλκηδόνος, δύναται νὰ στηριχθῆ πλέον ὡς ἐπιχείρημα ἠμῶν τῶν Ὀρθοδόξων, ἡ θέσις ὅτι διὰ τοῦ filioque τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν ἐπέρχεται προσθήκη-ἀλλοίωσις εἰς τὴν διδασκαλίαν τοῦ Συμβόλου Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δεδομένου ὅτι οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ ἰσχυρίζονται ὅτι διὰ τῆς προσθήκης τοῦ filioque δὲν ἀλλοιοῦται ἡ διδασκαλία τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως, ἀλλ' ἁπλῶς "ἑρμηνεύεται" αὔτη;
Καὶ ἐρωτῶμεν περαιτέρω. Ἐὰν γίνουν δεκτοὶ ὡς Ὀρθόδοξοι οἱ ἀρνούμενοι τὴν Δ' ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενικὴν Σύνοδον Ἀντιχαλκηδόνιοι καὶ ὁδηγηθῶμεν εἰς «τὴν πλήρη κοινωνίαν τῶν δύο οἰκογενειῶν Ἐκκλησιῶν ἐν Χριστῷ τῷ Κυρίω ἠμῶν", κατὰ τὸ κείμενον τῆς "δηλώσεως", θὰ ὑπάρχουν ἐν τὴ μία, πλέον, Ἐκκλησία πιστοὶ δεχόμενοι τὰς ἑπτὰ Οἰκουμενικᾶς Συνόδους καὶ πιστοὶ μὴ δεχόμενοι ταύτας;
Καί, ἀκόμη, ἐρωτῶμεν. Θὰ ζητῆται εἰς τὸ ἑξῆς, ὡς μέχρι τοῦδε, παρὰ τῶν μελλόντων νὰ χειροτονηθοῦν ἐψηφισμένων Ἐπισκόπων ἡ ἀποδοχὴ τῶν ἁγίων ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ ἡ ὁμολογία τῶν ὑπ' αὐτῶν, ὡς ὑπὸ φωτιστικῆς χάριτος τοῦ Παναγίου Πνεύματος ὁδηγούμενων, ἐκτεθέντων ὅρων τῆς ὀρθῆς πίστεως ἡ παρ' ἄλλων θὰ ζητῆται καὶ παρ' ἄλλων δὲν θὰ ζητῆται;» (τοῦ αὐτοῦ, ἒνθ' ἀνωτ. 1992, ἄρ. 6, σ. 193 καὶ ἄρ. 7, σ. 238).
Περαιτέρω δέον νὰ ληφθῆ ὑπ' ὄψιν ὅτι κατὰ τὸν Σεβασμ. Ἐφέσου: «ἡ περὶ συνοδικότητος καὶ Συνόδων ἀντίληψις τῶν ἀδελφῶν Ἀρχαίων Ἀνατολικῶν εἶναι βασικὰ διάφορος ἀπὸ τὴν ἡμετέραν, διὸ καὶ ἡ ἀπόστασις μεταξὺ τῶν ἡμετέρων δύο κόσμων εἰς τὸ θέμα τοῦτο τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων εἶναι μεγάλη». (Μητρ. Μύρων Χρυσοστόμου Κωνσταντινίδου, ἒνθ' ἀνωτ. τεῦχος 2, σ. 227). Συμπεραίνει δὲ ὁ Σεβασμιώτατος: «Πάντως, μία τοιαύτη ἀντίληψις περὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὡς οὐχὶ ἀπαραιτήτων στοιχείων ἀπολύτου ἐκφράσεως τῆς ἁγιότητος καὶ τοῦ κύρους τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νὰ ἐμβάλη εἰς σκέψιν καὶ ἀνησυχίαν ὄχι μόνον τὴν Ὀρθόδοξον πλευράν, ἀλλὰ καὶ τὴν Ρωμαιοκαθολικήν, μὲ τὴν γνωστὴν εὐρείαν συνοδολογίαν τῆς» (αὐτόθι).
6. Υποστηρίζεται ὅτι ἡ ἄρσις τῶν ἀναθεμάτων τῶν ὑπὸ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἐπιβληθέντων κατὰ τῶν "Πατέρων" τῶν Ἀντιχαλκηδονίων εἶναι δυνατὴ ὑπὸ τῶν
Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Πρὸς τοῦτο ἐπικαλοῦνται ὠρισμένα παραδείγματα, τὰ ὁποῖα εἴτε δὲν εἶναι ἱστορικῶς ἀποδεδειγμένα εἴτε δὲν ἀφοροῦν Οἰκουμενικᾶς Συνόδους.
Ἐπὶ τοῦ ζητήματος τούτου ἔχομεν νὰ παρατηρήσωμεν τὰ ἑξῆς:
α) Εἰς τὰ παραδείγματα αὐτὰ πρόκειται περὶ μεμονωμένων ἀτόμων καὶ ὄχι πάντως περὶ αἱρεσιαρχῶν καὶ ἀρχηγῶν ὁλοκλήρων αἱρετικῶν "ἐκκλησιῶν". Διὰ τὴν περίπτωσιν δὲ τοῦ εἰκονομάχου αὐτοκράτορος Θεοφίλου, δέον νὰ διευκρινισθῆ ὅτι οὗτος κατὰ τὴν ὥραν τοῦ θανάτου τοῦ μετενόησε, ὁ δὲ ἅγιος Μεθόδιος δὲν ἦρε τὸ συμπεριλαμβάνον καὶ αὐτὸν γενικὸν ἀνάθεμα κατὰ τῶν εἰκονομάχων, ἀλλὰ προσηυχήθη μεθ' ὅλης της Ἐκκλησίας διὰ τὴν συγχώρησιν τῆς ψυχῆς τοῦ (Βλ. ὑπόμνημα εἰς τὸ Συναξάριον τῆς Κυριακῆς της Ὀρθοδοξίας εἰς τὸ Τριώδιον).
Ὡς δὲ παρατηρεῖ ὁ π. Γ. Φλωρόφσκυ περὶ τὴν ἄρσιν ἀναθέματος τῆς Δ' Οἴκ. Συνόδου: «Δὲν πρόκειται περὶ ἁπλοῦ τίνος ἀναθέματος κανονικοῦ. Ἡ περίπτωσις εἶναι πολὺ δυσκολωτέρα ὁπωσδήποτε, ὅταν τὸ ἀνάθεμα εἶναι θεολογικὸν» (παρὰ Χρύσ. Κωνσταντινίδου, ἒνθ' ἀνωτ., σ. 233).
β) Τὰ μεμονωμένα καὶ κατ' οἰκονομίαν γινόμενα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν δὲν συνιστοῦν νόμον, ἀλλ' ὑπερισχύουν οἱ Ἱεροὶ Κανόνες, ὅπως ἀποφαίνεται καὶ ἡ ΑΒ' Σύνοδος: «Τὸ γὲ σπάνιον οὐ νόμον τῆς Ἐκκλησίας τιθέμενοι ...» (Κανὼν ΙΖ'). Ἐὰν μεμονωμέναι περιπτώσεις κατίσχυον τῶν Ἱερῶν Κανόνων, θὰ ἀνετρέπετο ὅλη ἡ κανονικὴ τάξις τῆς Ἐκκλησίας.
γ) Ἡ ἄρσις τῶν ἀναθεμάτων Οἰκουμενικῶν Συνόδων θέτει ὑπὸ ἀμφισβήτησιν τὸ κύρος καὶ τὴν αὐθεντίαν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὡς ἀλάθητων ἐκφραστῶν τῆς ὀρθοδόξου πίστεως.[3] 
Κατὰ τὸν Καθηγητήν, ἐπίσης, Πρωτοπρ. π. Θεόδωρον Ζήσην: «Δὲν εἶναι θέμα ἑρμηνείας, ἀλλὰ ἀλλαγῆς καὶ ἀνατροπῆς τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Τί θὰ γίνει, παραδείγματος χάριν, ποιὰ ἑρμηνεία θὰ δώσουμε στὸν ὄρο πίστεως τῆς Ζ' ἐν Νικαία Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ ἀνακεφαλαιώνει τὴν ὅλη ὀρθόδοξη πίστη καὶ ποὺ γιὰ τοὺς Ἀντιχαλκηδονίους καὶ τοὺς ἁγίους τῶν λέγει τὰ ἑξῆς; "Σὺν τούτοις δὲ καὶ τὰς δύο φύσεις ὁμολογοῦμεν τοῦ σαρκωθέντος δὶ' ἠμᾶς ἐκ τῆς ἀχράντου Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, τέλειον αὐτὸν Θεὸν καὶ τέλειον ἄνθρωπον γινώσκοντες, ὡς καὶ ἡ ἐν Χαλκηδόνι Σύνοδος ἐξεφώνησεν, Εὐτυχῆ καὶ Διόσκορον δυσφημήσαντας, τῆς θείας αὐλῆς ἐξελάσασα, συνυποβάλλοντες αὐτοῖς Σεβῆρον, Πέτρον καὶ τὴν πολυβλάσφημον αὐτῶν ἀλληλοπλοκὸν σειράν". Τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων θεωροῦμε οἱ Ὀρθόδοξοι ὡς ἀλάθητες, διότι ἐλήφθησαν τὴ ἐπιστασία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀνεγνωρίσθησαν ἀπὸ τὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας ὅλων τῶν αἰώνων. Μὲ ἑρμηνεῖες λοιπὸν καὶ θεολογικὲς σοφιστεῖες θὰ προσβάλουμε τὸ κύρος καὶ τὴν αὐθεντία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ θὰ προκαλέσουμε σχίσμα στὴ διαχρονικὴ ἑνότητα καὶ καθολικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐπιβάλλοντας στοὺς Ὀρθοδόξους του εἰκοστοῦ αἰῶνος νὰ πιστεύουν διαφορετικὰ γιὰ τοὺς Ἀντιχαλκηδονίους ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους τῶν προηγουμένων γενεῶν, ὅταν μάλιστα ἐκείνη τὴν πίστη τὴν κατοχύρωσαν καὶ τὴν ἐδίδαξαν φωτισμένα καὶ ἅγια πρόσωπα; Δὲν εἶναι εὔκολο πράγμα ἡ θεολογία, γιὰ νὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ παίζει καὶ νὰ διαπραγματεύεται μὲ στόχο νὰ δημιουργεῖ προσωπικὲς καὶ κοινωνικὲς σχέσεις. Ἂν γκρεμίσεις κάτι, γκρεμίζεται ὅλο τὸ οἰκοδόμημα. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες τὸ ἐγνώρισαν πολὺ καλὰ αὐτό, γι' αὐτὸ καὶ ὡς μόνη ὁδὸ καὶ μέθοδο ἑνώσεως τῶν αἱρετικῶν ὑποδεικνύουν τὴν ἀποκήρυξη τῆς αἱρέσεως καὶ τὴν ἀποδοχὴ τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας. Ἐμεῖς τώρα ἀποκλείσαμε ἐκ τῶν προτέρων αὐτὴν τὴν μέθοδο, ἀφοῦ τοὺς ἀναγνωρίσαμε ἤδη ὡς Ὀρθοδόξους καὶ τοὺς ἐβάλαμε μέσα στὴν αὐλὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀλαθήτως καὶ θεοπνεύστως τοὺς ἐξέβαλαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες μὲ ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν Συνόδων».
7. Αι μέχρι τοῦδε συμφωνίαι δὲν φέρουν τὴν σφραγίδα τῆς συνοδικότητος. Τὰ ζητήματα συμφωνοῦνται ὑπὸ ἐπιτροπῆς περιωρισμένου ἀριθμοῦ ἱεραρχῶν καὶ θεολόγων (ὁμοφρόνων ὡς πρὸς τὰς περὶ Ἀντιχαλκηδονίων ἀντιλήψεις) καὶ ἐγκρίνονται ὑπὸ ὀλιγομελῶν πάλιν Συνόδων χωρὶς εὐρυτέραν συμμετοχὴν τῶν Ἱεραρχιῶν τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ εὐρείαν συνοδικὴν διάσκεψιν, εἰς ἢν ἐλευθέρως θὰ ἀκουσθοῦν αἳ ἀπόψεις τῶν διαφωνούντων, καὶ μετὰ ταῦτα θὰ ἀποφανθοῦν οἱ Ἱεράρχαι.
Ἀλλὰ καὶ εἰς τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, καὶ μάλιστα τοὺς ἐνδιαφερομένους διὰ τὴν πίστιν, δὲν ὑπάρχει ἡ δέουσα ἐνημέρωσις καὶ ἀποδοχὴ τῶν γενομένων.
Ὁ Σέβ. Μητροπολίτης Νικοπόλεως γράφει ὅτι: «Ἐπακολουθεῖ ὑποβολὴ ἐκθέσεων στὶς Ἱερὲς Συνόδους. Αὐτὲς ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ ἐκτιμήσουν καὶ νὰ προωθήσουν ὅσο θέλουν τὸν διάλογο. Τὰ κείμενα τῶν διαλόγων εἶναι ἁπλὲς εἰσηγήσεις πρὸς τὶς Ἱερὲς Συνόδους. Μετὰ τὴν ὑποβολὴ τέτοιων ἐκθέσεων τῶν Μικτῶν Ἐπιτροπῶν Διαλόγου καὶ τὴν ἐκ μέρους τῶν Συνόδων ὁμόφωνη ἀποδοχή τους, θὰ κριθῆ ἀπὸ μία εὐρεία Σύνοδο, ἂν πρέπει νὰ ὑλοποιηθοῦν τὰ πορίσματα τοῦ διαλόγου. Αὐτὴ ἡ Σύνοδος θὰ ἀντιμετώπιση σὲ τελικὸ στάδιο τὸ ζήτημα. Ἐπὶ τοῦ παρόντος λοιπὸν ὡς πρὸς τὸν διάλογον μὲ τοὺς Ἀντιχαλκηδονίους εὐρισκόμαστε σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ ἀρχικὰ στάδια» (Μητροπ. Νικοπόλεως Μελετίου, ἒνθ' ἀνωτ., σέλ. 12).
Συμφωνοῦμεν μὲ τὴν διαδικασίαν αὐτήν, ὑπὸ τὴν προϋπόθεσιν βεβαίως, ὅτι ἡ συνείδησις τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας θὰ ἀποδεχθῆ τὰς προτάσεις αὐτᾶς. Τὸ κείμενον ὅμως τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς δὲν προβλέπει αὐτὴν τὴν διαδικασίαν, ἀλλὰ προτείνει τὴν ἄμεσον ἄρσιν τῶν ἀναθεμάτων καὶ τὴν ἕνωσιν.
8. Πιστεύομεν ὅτι μία ἀληθὴς ἕνωσις προϋποθέτει τὴν ἀποδοχήν, ἐκ μέρους τῶν Ἀντιχαλκηδονίων, τῶν ἁγίων ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ ὅλων τῶν Πατέρων τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας, ὡς τῶν ἁγίων Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὡς τῶν γνησίων ἐκφραστῶν αὐτῶν.
Κατὰ τὰς μέχρι τοῦδε προσπάθειας ἑνώσεως Ὀρθοδόξων καὶ Ἀντιχαλκηδονίων, ἤδη ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ ἱεροῦ Φωτίου, ἐζητεῖτο ἡ παρ' αὐτῶν πλήρης ἀποδοχὴ τῶν ἁγίων Δ', Ε', ΣΤ' καὶ Ζ' Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Εἶναι ἡ πρώτη φορὰ ἔκτοτε, καθ' ἢν δὲν ἀπαιτεῖται ἡ ἐκ μέρους τῶν ἀποδοχὴ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Ὡς παρατηρεῖ ὁ Σέβ. Ἐφέσου: «Πρῶτον, αἳ Οἰκουμενικοὶ Σύνοδοι Ε' καὶ ΣΤ' ἀναντιρρήτως προσέθεσαν καὶ νέα στοιχεῖα εἰς τὴν κατάληψιν καὶ ἀποδοχὴν τοῦ χριστολογικοῦ δόγματος καὶ δὲν περιωρίσθησαν μόνον εἰς τὴν διατήρησιν τῶν παραδεδομένων. Προκειμένου δὲ περὶ τῆς Δ' Οἰκουμενικῆς, εἶναι γνωστὴ ἡ προσφορὰ τῆς εἰς τὸ χριστολογικὸν δόγμα. Αἳ τρεῖς αὖται Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι, ἡ Δ', ἡ Ε' καὶ ἡ ΣΤ', ὑπῆρξαν ἡ βάσις καὶ ἡ προϋπόθεσις τῆς ὅλης ἀναλελυμένης χριστολογικῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας μετὰ τὰς τρεῖς πρώτας Οἰκουμενικᾶς. Ἡ μὴ ἀποδοχὴ τούτων, συνεπάγεται τὴν μὴ ἀποδοχὴν συνόλης της χριστολογικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, καὶ φυσικὰ αἴρει τὴν βάσιν καὶ τὴν δυνατότητα συζητήσεως καὶ διαλόγου ἐπὶ τοῦ θέματος τόσον τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅσον καὶ περὶ αὐτῆς ταύτης τῆς Χριστολογίας.
Τὸ ἕτερον σημεῖον ἀναφέρεται εἰς μίαν ἄποψιν, ἀνεξήγητον, καὶ τολμῶ νὰ εἴπω, ἄκρως ἀνησυχητικήν, τὴν ὁποίαν διετύπωσε προσφάτως ὁ Κόπτης Πατριάρχης Shenouda ὁ Γ', κατὰ τὴν ὁμιλίαν, τὴν ὁποίαν ἔκαμεν ἐνώπιόν της ἡμετέρας Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς διὰ τὸν Διάλογον μετὰ τῶν Ἀρχαίων Ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν, ἐν Chambesy, κατὰ τὸν παρελθόντα Φεβρουάριον. Ὁ Κόπτης Πατριάρχης ἐπὶ τὴ εὐκαιρία ἐκείνη εἶπεν: "Ὡς πρὸς τὰς Οἰκουμενικᾶς Συνόδους, ἀποδεχόμεθα ἐξ αὐτῶν τὰς τρεῖς πρώτας... Ἀρνούμεθα τὴν Σύνοδον τῆς Χαλκηδόνος... Δύναμαι νὰ εἴπω τελείως ἀνοικτά, ὅτι ὄλαι αἳ Ἀνατολικαὶ Ἐκκλησίαι δὲν δύνανται νὰ ἀποδεχθοῦν τὴν Σύνοδον τῆς Χαλκηδόνος... Ἔχετε ἑπτὰ Οἰκουμενικᾶς Συνόδους. Ἐὰν σᾶς λείψη μία, δὲν ἔχετε νὰ χάσετε πολλὰ πράγματα"» (Μητρ. Μύρων Χρύσ. Κωνσταντινίδου, ἒνθ' ἀνωτ., σ. 229-30).
Διερωτώμεθα, τί ἕνωσις θὰ εἶναι αὐτή, εἰς τὴν ὁποίαν ἠμεῖς θὰ δεχώμεθα τὰς Οἰκουμενικᾶς Συνόδους καὶ αὐτοὶ δὲν θὰ τὰς δέχωνται; Ἠμεῖς θὰ ἐχωμεν τὸν Διόσκορον καὶ τὸν Σεβῆρον ὡς αἱρετικοὺς καὶ αὐτοὶ θὰ τοὺς ἔχουν ὡς ἁγίους;
Ἠμεῖς θὰ ἔχωμεν τὴν Σύνοδον τῆς Ἐφέσου ὡς ληστρικὴν καὶ αὐτοὶ θὰ τὴν ἔχουν ὡς ὀρθόδοξον;
Καὶ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ γίνη ἡ μεθ' ἠμῶν ἕνωσις αὐτῶν, ὅταν δὲν παραδέχωνται τὴν Ἐκκλησίαν μας ὡς ἔχει, ἀλλὰ ὑπὸ ὅρους καὶ "ἀκρωτηριασμένην"; Καὶ εἶναι δυνατὸν νὰ δεχθῶμεν ἠμεῖς τοιαύτην ἕνωσιν;
Ἐὰν οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι πιστεύουν διὰ τὸν ἑαυτὸν τῶν ὅτι εἶναι πλήρως ὀρθόδοξοι καὶ ἄρα δὲν διακυβεύεται ἡ σωτηρία τῶν, τότε διατὶ θέλουν τὴν ἕνωσιν μετὰ τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας, τὴν ὁποίαν δὲν ἀποδέχονται ὁλόκληρον καὶ πρὸς τὴν ὁποίαν δὲν ἔρχονται μὲ ταπείνωσιν καὶ μετάνοιαν; Καὶ τί ἀναγκάζει ἠμᾶς νὰ τοὺς δεχθῶμεν ἀποδεχόμενοι τοὺς ὅρους τῶν ἐπὶ ἀθετήσει θεμελιωδῶν ἐκκλησιολογικῶν μᾶς ἀρχῶν;
Ἄρα γὲ κάποια πολιτικοῦ χαρακτῆρος σκοπιμότης ἑνώσεως πρὸς ἀντιμετώπισιν ἀναγκῶν προερχομένων ἐκ κοινῶν ἐτεροθρήσκων ἐπιβουλῶν εἶναι αἰτία ἐπαρκῆς διὰ τὴν τοιαύτην ἀμφίβολον καὶ ἀμφίλογον ἕνωσιν;
Ἢ μήπως αἳ ἐκκλησιαστικαὶ ἐνοποιήσεις τύπου εἰρηνικῆς συνυπάρξεως προωθοῦνται διὰ νὰ ἐξυπηρετήσουν τὰ σχέδια πολιτικῶν ἐνοποιήσεων τοῦ αἰῶνος μας;
9. Παρά τὴν παραδοχὴν ὑπὸ τῶν Ἀντιχαλκηδονίων θεολόγων, τῶν διαλεγομένων μετὰ τῶν Ὀρθοδόξων, κοινῶν σημείων ὀρθοδόξου Χριστολογίας, ἐν τούτοις δέον νὰ ἐξετασθῆ ἐὰν τὴν Χριστολογίαν αὐτὴν δέχωνται οἱ κληρικοὶ καὶ τὸ πλήρωμα τῶν Ἐκκλησιῶν αὐτῶν, διότι ἔχομεν πληροφορίας ὅτι οἱ πρωτεργᾶται τῆς ἑνώσεως διαφοροποιοῦνται ἀπὸ τὰ πληρώματα τῶν Ἐκκλησιῶν αὐτῶν. Ὑπάρχουν δὲ καὶ δηλώσεις Ἀντιχαλκηδονίων Πατριαρχῶν καὶ θεολόγων ἀντίθετοι πρὸς τὰ ἀποφασισθέντα. Ἐπ' εὐκαιρία, εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ διαπίστωσις τοῦ Καθηγητοῦ κ. Νίκ. Μητσόπουλου: «Ἐξ ὅσων ἔχω μελετήσει καὶ δὴ
α) τῶν περὶ τῶν Ἀντιχαλκηδονίων θέσεων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας,
β) τῶν κειμένων τῶν δύο κοινῶν δηλώσεων τῶν Μικτῶν Ἐπιτροπῶν τοῦ 1989 καὶ τοῦ 1990 καὶ
γ) τῶν προσωπικῶν συζητήσεων μετὰ τῶν λίαν ἀγαπητῶν μου, φοιτητῶν καὶ πτυχιούχων, οἱ περισσότεροι τῶν ὁποίων καὶ ἀριστεύουν εἰς τὰ μαθήματά μου, ὄχι μόνον δὲν ἔχω πεισθῆ ὅτι ἡ Χριστολογία τῶν Ἀντιχαλκηδονίων εἶναι ὀρθόδοξος, ἀλλ' ἔχω τὴν πεποίθησιν ὅτι δὲν εἶναι ὀρθόδοξος καὶ ἀκριβέστερον δὲν εἶναι ὀρθόδοξος ὡς πρὸς τὸ δόγμα τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων» (Δογματικοὶ προϋποθέσεις..., ἐν ἔφημ. Ὄρθ. Τύπος, φ. 1061, 4-2-1994).
10. Βλέπομεν εἰς τὸν μετὰ τῶν Ἀντιχαλκηδονίων διάλογον νὰ ἰσχύουν δύο βασικαὶ κατευθύνσεις, αἳ ὁποῖαι χαρακτηρίζουν καὶ τὸν μετὰ τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν διάλογον. Ἤτοι:
α) Ἡ ἀναγνώρισις τῆς ἑτέρας αἱρετικῆς ἐκκλησίας εἴτε ὡς "ἀδελφῆς" ἐκκλησίας εἴτε ὡς ὁμότιμου "οἰκογενείας", ἐπὶ παραιτήσει τῆς ἀξιώσεώς μας ὅτι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία εἶναι μόνον ἡ καθ' ἠμᾶς Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία. Καί,
β) Ἡ ἐπίσπευσις τῆς ἑνώσεως παρακαμπτομένων τῶν διαφορῶν, αἳ ὁποῖαι εἴτε παρασιωπῶνται εἴτε καὶ ἐλαχιστοποιοῦνται.

* * *
Κατόπιν ὅλων τῶν ἀνωτέρω συνάγεται ὅτι δὲν πληροῦνται εἰσέτι αἳ προϋποθέσεις διὰ τὴν ἕνωσιν μετὰ τῶν Ἀντιχαλκηδονίων, καὶ ὅτι τυχὸν ἐσπευσμένη ἕνωσις καὶ τὰ διεστῶτα δὲν θὰ ἑνώση ἁρμονικῶς καὶ τὰ ἡνωμένα θὰ διάσπαση.
Ὡς ἐκ τούτου θὰ πρέπει οἱ κατὰ πάντα ἀξιοσέβαστοι πατέρες καὶ ἀδελφοὶ οἱ μετέχοντες εἰς τὸν Διάλογον καὶ ἐπισπεύδοντες αὐτόν, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ ἡγετικὴν κατέχοντες θέσιν εἰς τὰς Σεπτᾶς Ἱεραρχίας, νὰ ἀναλογισθοῦν τὴν εὐθύνην νέου σχίσματος, πολὺ εὐρύτερού του παλαιοημερολογητικοῦ, καὶ νὰ βοηθήσουν νὰ μὴ προχωρήση ἡ διαδικασία τῆς ἑνώσεως εἰς τὸ ἄμεσον μέλλον, ἀλλὰ νὰ προηγηθῆ εὐρεία ἐνημέρωσις καὶ συζήτησις μεταξὺ τῶν Σέβ. Ἀρχιερέων, τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ. Καί, ἀφοῦ λειτουργήση ἡ συνείδησις τῆς Ἐκκλησίας ἀβιάστως καὶ ἐλευθέρως, τότε νὰ γίνη ὅ,τι θὰ ἀναπαύση τὴν συνείδησιν τῆς Ἐκκλησίας.
Ἂς θεωρηθῆ δὲ καὶ τὸ κείμενον αὐτὸ ὡς μία ἐπιπλέον ἔνδειξις ὅτι ἡ συνείδησις τμήματος τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἔχει ἀναπαυθῆ μὲ τὰ μέχρι τοῦδε ἀποφασισθέντα, οὔτε θὰ ἀποδεχθῆ τοιαύτην ἕνωσιν.

Ἐν Ἁγίω Ὄρει τὴ 1η Φεβρουαρίου 1994
Τὰ μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς
Ὁ τῆς Βατοπαιδίου  Ἀρχιμ. Ἐφραὶμ
Ὁ τῆς Διονυσίου      Γέρων Ἐπιφάνιος
Ὁ τῆς Φιλοθεου       Γέρων Λουκᾶς
Ὁ τῆς Γρηγορίου      Ἀρχιμ. Γεώργιος

Εἶναι οἱ Ἀντιχαλκιδόνιοι Ὀρθόδοξοι;
Κείμενα τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὅρους καὶ ἄλλων ἁγιορειτῶν Πατέρων περὶ τοῦ διαλόγου Ὀρθοδόξων καὶ Ἀντιχαλκιδονίων Μονοφυσιτῶν
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ 
ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 
1995


[1] Τὰς Ἀντιχαλκηδονίους Ἐκκλησίας χαρακτηρίζει ὁ Καθηγητὴς Ἰω. Καρμίρης ὡς "μονοφυσιτιζούσας" (βλ. παρὰ Νίκ. Μητσόπουλου, ὁ ὅρος τῆς Δ' ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ἡ ἄρνησις αὐτοῦ ὑπὸ τῶν σημερινῶν Ἀντιχαλκηδονίων, ἐν περιοδ. Ἐκκλησία, 15-3-1992, ἄρ. 5, σ. 154, ὑποσημ. 6). 
 [2] Ὁ Σέβ. Νικοπόλεως δέχεται, παρὰ τὸ κείμενον τῆς δηλώσεως, ὅτι «φυσικὰ γιὰ νὰ γίνη ἡ ἕνωση, ἔστω καὶ σὲ αὐτὴ τὴ φάση, πρέπει νὰ ἀναγνωρίσουν ἐπίσημα τὶς Οἰκουμενικές μας Συνόδους ποὺ μέχρι τώρα ἀρνοῦνται, δήλ. τὶς Δ', Ε', ΣΤ' καὶ Ζ'» (Μητρ. Νικοπόλεως Μελετίου, Ἀπάντηση σὲ ἀπορίες, ἒνθ' ἀνωτ. σ. 12). Ὁμοίως δέχεται καὶ ὁ Καθηγητὴς Ἰω. Καρμίρης (τοῦ αὐτοῦ, Εἰσηγήσεις ἐνώπιον τῶν Διασκέψεων ὀρθοδόξων καὶ ἀντιχαλκηδονίων θεολόγων, Ἀθῆναι 1970, σ. 69).
[3] Εἶναι χαρακτηριστικὴ καὶ ἡ γνώμη τοῦ κανονολόγου Ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου Κοτσώνη: «Ἀπόλυτον δὲ ἑνότητα ἐν τῷ δόγματι ἀπήτησε πάντοτε ἡ Ἐκκλησία, προκειμένου περὶ συνεννοήσεως μετὰ τῶν ἔξω αὐτῆς διατελούντων αἱρετικῶν, προτιμήσασα τὴν διατήρησιν τοῦ ἀπ' αὐτῆς χωρισμοῦ τῶν, ἢ τὴν νόθευσιν τοῦ δόγματός της καὶ τὴν μετ' αὐτῶν ψευδῆ καὶ πεπλανημένην ἕνωσιν» (Ἀρχιμ. Ἱερωνύμου Ι. Κοτσώνη, Προβλήματα τῆς «ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας», Ἀθῆναι 1957).
[4] Περὶ τῆς "Ἁγιότητος" τοῦ Διοσκόρου γράφει ὁ Καθηγητὴς Τρεμπέλας: «Ἐπὶ πλέον δὲ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀνακηρυχθῆ ἅγιος ὁ Διόσκορος, ὅστις δὲν κατηγορεῖται μόνον ὡς ἠθικὸς αὐτουργὸς τοῦ θανάτου τοῦ Πατριάρχου Φλαβιανοῦ, ἀλλ' ἀνεθεμάτισε καὶ τὸν Πάπαν Λέοντα διὰ τὸν Τόμον, οὗτινος ὁλόκληροι περίοδοι περιελήφθησαν εἰς τοὺς Ὅρους τῆς Τετάρτης καὶ τῆς Ἕκτης Οἰκουμενικῆς» (Τρεμπέλα Πᾶν., Ἐπὶ τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως καὶ τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων. Ἡμιεπίσημα Ἔγγραφα, Ἀθῆναι 1972, 39-40 234, ὑποσημ.).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.