
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΕΦΡΑΙΜ ΦΙΛΟΘΕΪΤΟΥ
«ΕΑΝ ΣΥΓΧΩΡΗΣΟΥΜΕ, ΘΑ ΣΥΓΧΩΡΗΘΟΥΜΕ»
«Ἐὰν ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμὶν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος. ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν» (Μάτθ. στ’, 14-15).
Ἐπάνω στὴ γῆ κανεὶς δὲν εἶναι ἀναμάρτητος. Ὅλοι εἴμεθα ἁμαρτωλοὶ καὶ ἔνοχοι σηκώνοντας ὁ καθένας μᾶς ἕνα φορτίο ἀπὸ ἁμαρτίες, πάθη, ἀδυναμίες, ἀπροσεξίες, οἱ ὁποῖες ἔχουν ἐπιβαρύνει τὴ ζωή μας. Φέρουμε ὅλοι μας ἕνα ποινικὸ μὲ ποικίλες ἁμαρτίες, βαρειές, ἐλαφρές, πολλές, λίγες, μηδενὸς ἑξαιρουμένου, ἐκτός του Θεοῦ. Ἡ ζωὴ μᾶς ὁλόκληρη συνεχῶς παράγει ἁμαρτίες. Ἁμαρτάνουμε μὲ τὴ σκέψι, μὲ τὴ καρδιά, μὲ ὅλες τὶς αἰσθήσεις τὶς σωματικὲς καὶ τὶς πνευματικές της ψυχῆς. Σκεφθῆτε τί μεγάλη παραγωγὴ ἁμαρτίας ἔχουμε! Ὅλοι λοιπὸν ἐμεῖς οἱ ταλαίπωροι ἄνθρωποι ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὴ συγχώρησι ἀπὸ τὸ Θεό, ἀπὸ τὴν ἀκύρωσι ὅλης αὐτῆς τῆς παραγωγῆς τῶν ἁμαρτημάτων.
Καὶ κάθε χριστιανὸς λογικὰ σκεπτόμενος γιὰ τὴ σωτηρία του, ἐπιποθεῖ τὴν καταλλαγή του μὲ τὸ Θεό. Ἐπιθυμεῖ νὰ συγχωρηθῆ καὶ νὰ ἀγαπηθῆ ἀπὸ τὸ Θεὸ διὰ τῆς μετανοίας. Ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸ πετύχη αὐτό, νὰ πετύχη τὴν συγγνώμη ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, νὰ πετύχη τὴν συμφιλίωσι μαζί του, πρέπει νὰ τηρήση τὸν ὄρο, ποὺ ὁ Χριστός μας μᾶς ἔθεσε στὸ Εὐαγγέλιό Του: «Ἐὰν...
συγχωρήσουμε, θὰ συγχωρηθοῦμε». Ἐὰν ὅμως θελήσουμε νὰ ἀρνηθοῦμε τὴν συγγνώμη στὸν πλησίον μας, στὸν συγγενῆ μας, στὸν συνάνθρωπό μας, ποὺ ἐνδεχομένως κάπου μας ἔφταιξε, ἐὰν ἀποφεύγουμε νὰ τοῦ τὴν δώσουμε, διότι δὲν θέλουμε νὰ ταπεινωθοῦμε, δὲν πρόκειται νὰ πάρουμε τὴν συγγνώμη σὲ καμμιὰ περίπτωσι ἀπὸ τὸν Θεό. Ὅταν φερ’ εἰπεῖν μᾶς ζητάει κάποιος συγγνώμη, ἐμεῖς νὰ μὴ τὸν ἀποστραφοῦμε γυρνώντας ἀλλοῦ τὰ μάτια μας, ἐπειδὴ δὲν μποροῦμε νὰ τὸν ἀντικρύσουμε. Βέβαια, ἐπειδὴ ἐμεῖς εἴμεθα ἐμπαθεῖς καὶ ἀδύναμοι, τὴ δύναμι τῆς συγχωρητικότητος πρέπει νὰ τὴ ζητήσουμε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὴν προσευχή. καὶ τότε θὰ τὴν πάρουμε θετικά.
συγχωρήσουμε, θὰ συγχωρηθοῦμε». Ἐὰν ὅμως θελήσουμε νὰ ἀρνηθοῦμε τὴν συγγνώμη στὸν πλησίον μας, στὸν συγγενῆ μας, στὸν συνάνθρωπό μας, ποὺ ἐνδεχομένως κάπου μας ἔφταιξε, ἐὰν ἀποφεύγουμε νὰ τοῦ τὴν δώσουμε, διότι δὲν θέλουμε νὰ ταπεινωθοῦμε, δὲν πρόκειται νὰ πάρουμε τὴν συγγνώμη σὲ καμμιὰ περίπτωσι ἀπὸ τὸν Θεό. Ὅταν φερ’ εἰπεῖν μᾶς ζητάει κάποιος συγγνώμη, ἐμεῖς νὰ μὴ τὸν ἀποστραφοῦμε γυρνώντας ἀλλοῦ τὰ μάτια μας, ἐπειδὴ δὲν μποροῦμε νὰ τὸν ἀντικρύσουμε. Βέβαια, ἐπειδὴ ἐμεῖς εἴμεθα ἐμπαθεῖς καὶ ἀδύναμοι, τὴ δύναμι τῆς συγχωρητικότητος πρέπει νὰ τὴ ζητήσουμε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὴν προσευχή. καὶ τότε θὰ τὴν πάρουμε θετικά.
Ὅλοι μας θέλουμε καὶ σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ ἰδιαίτερα στὴν ἄλλη, στὴ μετὰ θάνατον, νὰ ἰδοῦμε τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ ἱλαρό, νὰ μὴ θέλη νὰ μᾶς ἀποστραφῆ γιὰ τὶς πολλές μας ἁμαρτίες. Δὲν θέλουμε νὰ ἰδοῦμε τὰ γαληνὰ θεία μάτια νὰ μᾶς ἀποστρέφωνται γιὰ τὴ βρωμερότητά μας. Ἐπιθυμοῦμε τὰ μάτια τοῦ Χριστοῦ νὰ μᾶς κοιτάζουν καταμματα μὲ πατρικὴ ἀγάπη, μὲ τρυφερότητα, εὐμενέστατα καὶ νὰ ἐκφράζουν τὴν ἐπιείκεια, τὴν συγγνώμη καὶ τὴν εἴσοδο στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἂν θέλουμε νὰ ἐπιτύχουμε αὐτὴ τὴν ἀσύλληπτη σὲ πνευματικὴ ἀξία ἐπιτυχία καὶ νὰ δεχθοῦμε ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ σὲ μᾶς αὐτά, τὰ ὁποία ἐπιθυμοῦμε, ὅταν θὰ βρεθοῦμε μπροστὰ στὸ φοβερὸ δικαστήριο, στὴν κρίση τὴ μεγάλη, πρέπει κι ἐμεῖς νὰ προσφέρουμε στὸν πλησίον αὐτὰ τὰ λίγα πράγματα.
Κι ὁ Χριστὸς μᾶς εἶναι ὅλος συγγνώμη καὶ ἄφεσι ἁμαρτιῶν. Ὅπως θέλουμε νὰ μᾶς ἀγαπᾶ ὁ Θεός, νὰ μᾶς συγχωρῆ, νὰ παραβλέπη τὰ σφάλματά μας, νὰ μᾶς παρακολουθῆ, νὰ μᾶς προστατεύη ἡ πρόνοιά Του, ἔτσι κι ἐμεῖς νὰ προσφέρουμε αὐτὰ τὰ ἴδια στὸν ἀδελφό μας. Ἡ συγγνώμη δὲν ἔχει κόπο, δὲν ἔχει δυσκολία. Τί χρειάζεται; Χρειάζεται ταπείνωσι. Δίνοντας τὴν συγγνώμη στὸν ἄλλο, θὰ πάρουμε τὴν συγχώρησι τῶν ἀναριθμήτων ἁμαρτημάτων μας καὶ θὰ ἔχουμε ὅλο τὸ δικαίωμα νὰ ποῦμε στὸν Θεό: «Κύριε, ὅ,τι μου ἔκαναν οἱ ἄνθρωποι τοὺς συγχώρησα, τοὺς ἔδωσα ὁλοκαρδα τὴν συγγνώμη μου καὶ τὴν ἀγάπη μου κατὰ τὸ Εὐαγγέλιό Σου, κατὰ τὸ Λόγο Σου. Τώρα ζητῶ κι ἐγὼ νὰ ἐκφράσης τὴν ἀγάπη Σου ἐπάνω μου καὶ νὰ συγχωρήσης τὰ δικά μου ἁμαρτήματα».
Πόσες φορές, ὅταν συναντήσουμε τὸν ἄνθρωπο, μὲ τὸν ὁποῖο εἴμεθα στενοχωρημένοι ἢ ἔχουμε λογισμούς, γιατί μᾶς κατηγόρησε, μᾶς κουτσομπόλεψε, μᾶς πρόδωσε καὶ τόσα ἄλλα, κάνουμε πὼς δὲν καταλαβαίνουμε, πὼς δὲν τὸν βλέπουμε, γιὰ νὰ μὴ τὸν χαιρετίσουμε! Λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες καὶ οἱ Ἀσκηταὶ τῆς ἐρήμου, οἱ ὁποῖοι ἐφήρμοσαν μὲ ἀκρίβεια τὸ Εὐαγγέλιο, ὅτι ὅταν σὲ ἐπισκεφτῆ ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἐσὺ γνωρίζεις ὅτι αὐτὸς πολλὰ εἶπε γιὰ σένα, μὴ δείξης πρόσωπο σκυθρωπὸ ἢ ὅτι κάτι γνωρίζεις. Νὰ τὸν δεχτῆς τόσο ὄμορφα, τόσο καλά, σὰν νὰ σὲ ἐπήνεσε, σὰν νὰ σὲ ἐγκωμίασε, σὰν νὰ σὲ ἐτίμησε ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων! Αὐτὴ ἡ στάσι ἐκφράζει πολλὴ πνευματικότητα καὶ ἀπόλυτη ἐφαρμογὴ τοῦ Εὐαγγελικοῦ πνεύματος.
Τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι ὁ διδάσκαλός μας. Ὅ,τι καὶ νὰ μᾶς ἀπασχολή, ἂν τὸ ἀνοίξουμε, θὰ πάρουμε τὴν ἀπάντησι, θὰ πάρουμε τὸν φωτισμό, θὰ πάρουμε ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ φάρμακο, ποὺ χρειάζεται γιὰ οἱανδήποτε περίπτωσι. Οἱ ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ νόμος τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ὅταν ἡ ψυχὴ πιαστῆ ἔνοχη στὴν ἐφαρμογὴ τοῦ Εὐαγγελικοῦ νόμου, χωρίζεται ἀπὸ τὸν Θεό. Ποιὸς εἶναι ὁ Εὐαγγελικὸς νόμος; «Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν» (Μάτθ. ζέ’, 44). Σχετικὰ μὲ τὸ θέμα αὐτὸ θὰ σᾶς πῶ τὴν ἑξῆς ἱστορικὴ περίπτωσι ἀπὸ τὸ Μαρτυρολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας:
Στὰ χρόνια τῶν διωγμῶν ὑπῆρχε ἕνας ἱερεύς, ὁ ὁποῖος λεγόταν Σαπρίκιος. Αὐτὸς ὁ ἱερεὺς εἶχε φίλο ἕνα λαϊκὸ χριστιανό, ποὺ τὸν βοηθοῦσε πολύ. Ἦταν πολὺ πλησίον του καὶ λεγόταν Νικηφόρος. Ἴσως ἀπὸ τὴν πολλὴ παρρησία, ποὺ εἶχαν μεταξύ τους, ξεπήδησε ἕνας πειρασμὸς κι ὁ ἱερεὺς σκανδαλίσθηκε πολὺ μὲ τὸν ἀδελφὸ καὶ δὲν τὸν συγχωροῦσε μὲ τίποτα. Ὁ Νικηφόρος πήγαινε κατ’ ἐπανάληψιν καὶ τοῦ ζητοῦσε συγγνώμη, ἀλλὰ δὲν τὴν ἔπαιρνε ἀπὸ τὸν ἱερέα. Ἦταν ὁ πειρασμὸς ποὺ δὲν τὸν ἄφηνε.
Κάποια στιγμὴ συνέλαβε ὁ ἡγεμόνας τῆς ἐπαρχίας ἐκείνης τὸν Σαπρίκιο, ὡς ἱερέα τοῦ Θεοῦ καὶ Χριστιανό. Τὸν καλεῖ ἐνώπιόν του καὶ τὸν ἀπειλεῖ νὰ ἀρνηθῆ τὴν πίστι του. Αὐτὸς ὠμολογοῦσε κι ἔλεγε ὅτι σὲ καμμιὰ περίπτωσι δὲν ἀρνοῦμαι τὸν Χριστό μου. Ὁ τύραννος ἐπέμενε, ἐπέμενε καὶ ὁ ἱερεὺς Σαπρίκιος. Ἄρχισαν τὰ βασανιστήρια. Ὁ καλὸς Νικηφόρος γνωρίζοντας ὅτι μήτε ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως δὲν μπορεῖ νὰ ἀπαλλάξη τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν κόλασι, ἐὰν δὲν ἔχη ἀγάπη καὶ συγχωρητικότητα, βλέποντας ὅτι προχωρεῖ στὸ μαρτύριο καὶ συγγνώμη δὲν παρέχει κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο, φοβήθηκε ὅτι δὲν πρόκειται τὸ αἷμα του νὰ τὸν σώση κι ἔτρεξε στὴ φυλακὴ κι ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ κλαίγοντας καὶ ζητώντας συγγνώμη.
- Συγχώρησε μέ, πάτερ, σὲ ὅ,τι σου ἔκανα. ἐγὼ φταίω.
- Δὲν σὲ συγχωρῶ.
Διαβολικὴ ἐνέργεια ἐντελῶς. Συνέχιζε ὁ ἀγαθὸς αὐτὸς ἄνθρωπος, ὁ Νικηφόρος νὰ ζητῆ συγγνώμη μετὰ δακρύων καὶ νὰ φιλάη τὰ πόδια τοῦ ἱερέως.
- Πάτερ, δὲν θὰ σὲ σώση τὸ μαρτύριο. χύνεις τὸ αἷμα σου, σὲ λίγο ἀποκεφαλίζεσαι. δὲν θὰ στεφανωθῆς, ἐὰν δὲν μὲ συγχωρέσης.
Αὐτὸς δὲν τοῦ ἔδινε παντελῶς σημασία. Προχωρώντας στὸν τόπο τῆς θανατώσεως, ὁ ταπεινὸς Νικηφόρος ἀκολουθοῦσε πίσω ἀπὸ τοὺς δημίους ἐπαναλαμβάνοντας τὶς παρακλήσεις τοῦ μετὰ δακρύων. Ὁ Σαπρίκιος συνέχιζε νὰ εἶναι ἄκαμπτος. Τότε συνέβη κάτι τὸ τρομακτικό. Τὴν ὥρα τοῦ ἀποκεφαλισμοῦ, κατὰ παραχώρησιν Θεοῦ, ἡ θεία Χάρις ἐγκατέλειψε τὸν ἱερέα Σαπρίκιο, σκοτίσθηκε τὸ μυαλό του καὶ ἀρνήθηκε τὸν Χριστό. Τὴν τελευταία στιγμὴ ἔχασε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου ἐξ αἰτίας τῆς μνησικακίας του. Καὶ στὴ θέσι τοῦ ἀποκεφαλίζεται ὁ καλὸς Νικηφόρος, ὁ ὁποῖος τώρα συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν Ἁγίων της Ἐκκλησίας μας. ἐνῶ ὁ Σαπρίκιος τιμωρήθηκε μὲ αἰώνια κόλασι.
Τόσο δύσκολο ἦταν νὰ πῆ: «Ἀδελφέ μου, ἐντάξει, ὁ Χριστὸς ἂς σὲ συγχωρέση»; Μά, τὸ Εὐαγγέλιο δίδασκε ὡς ἱερεύς. δὲν ἤξερε ὅτι πρέπει νὰ δώση συγχώρεσι, δὲν ἤξερε ὅτι οὔτε τὸ μαρτύριο δὲν σώζει τὸν ἄνθρωπο, χωρὶς τὴν ἀγάπη; Κι ὅμως κατὰ διαβολικὴ ἐνέργεια δὲν τὴν ἔδωσε κι ἔχασε τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Μά, κι ὅταν ρίξουμε μία ματιά, ἕνα βλέμμα στὴν Σταύρωσι τοῦ Χριστοῦ μας, ὑπάρχει δυνατώτερο παράδειγμα παροχῆς συγγνώμης ἀπὸ τὸ ἁγιώτατο παράδειγμά Του; Ἐπάνω στοὺς μεγάλους Του πόνους, ἐπάνω στὴ μεγάλη Του ἐγκατάλειψι ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινη βοήθεια, δὲν ἐξέφρασε καν παράπονο, δὲν εἶπε κανένα κακὸ λόγο γιὰ τοὺς σταυρωτᾶς Του, ποὺ ἐκείνη τὴν ὥρα Τὸν βασάνιζαν τὸ Θεῖο Λυτρωτή. Μόνον ἔστρεψε τὰ μάτια Του πρὸς τὸν Οὐράνιο Πατέρα Του καὶ εἶπε: «Πάτερ, ἅφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιούσι» (Λούκ. κγ’, 34). (Συγχώρησέ τους Πατέρα μου, αὐτὸ τὸ μέγιστο ἔγκλημα, ποὺ κάνουν. Δὲν ξέρουν τί κάνουν. Εἶναι ἔρημοι καὶ φτωχοὶ καὶ τὸ κάνουν ἀπὸ ἄγνοια). Κι ὁ Οὐράνιος Πατέρας τοὺς συγχώρησε. Νομίζετε ὅτι ἐὰν μετανοοῦσε ἀληθινὰ ὁ μεγάλος προδότης, ὁ Ἰούδας, ὁ Χριστός μας δὲν θὰ τὸν συγχωροῦσε; Βεβαιότατα.
Μπορεῖτε νὰ μετρήσετε τὴν ἀρετὴ αὐτῆς τῆς γυναίκας; Μπορεῖ ὁ Θεὸς τώρα αὐτὴν τὴν γυναίκα, ὅ,τι κι ἂν ἔκανε σὰν ἄνθρωπος, νὰ μὴν τὴν ἔχη συγχωρήσει; Καὶ τὰ δάκρυά της δὲν ἦταν γιὰ τίποτε ἄλλο, παρὰ τὸ βραβεῖο, ποὺ τῆς εἶχε δώσει, γιὰ τὴ μεγάλη αὐτὴ νίκη τῆς ἀγάπης. Νά, ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ Εὐαγγελίου τί ἀνθρώπους κάνει! Καὶ δὲν εἶναι καθόλου χαζή, εἶναι λογικωτάτη γυναίκα καὶ πάρα πολὺ δυνατὸς ἄνθρωπος. Μία ἀφανὴς ἡρωίδα τοῦ Εὐαγγελίου, χωρὶς κανεὶς νὰ τὸ γνωρίζη αὐτό.
Ἐνῶ ἐμεῖς οἱ ταλαίπωροι ἄνθρωποι, καὶ πρῶτος ἐγώ, ποτὲ δὲν θὰ τὸ ἔκανα αὐτό. Μπορεῖ νὰ ἔβριζα, μπορεῖ νὰ συκοφαντοῦσα, μπορεῖ νὰ τὸν ἔδερνα, νὰ τὸν καταριόμουν κι αὐτὸν κι ἐκείνη κ.λπ. Καὶ βλέπεις ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τὸ Εὐαγγέλιο νὰ κάνη ἕνα τέτοιον ὡραῖο ἄνθρωπο. Αὐτὴ ἡ γυναίκα ἐν ἡμέρα Κρίσεως θὰ κρίνη μία ἄλλη γυναίκα μὲ τὸ ἴδιο ἱστορικό, ἀλλὰ μὲ διαφορετικὴ ἀντιμετώπισι τοῦ θέματος. Καὶ δὲν θὰ ἔχη δικαιολογία νὰ πῆ στὸν Θεό: «Ἀφοῦ ἦταν τόσο μεγάλο τὸ ἀδίκημα ἀπέναντί μου, τί μποροῦσα νὰ κάνω;» «Νὰ τί ἔκανε αὐτὴ ἡ γυναίκα. αὐτὸ μποροῦσες νὰ κάνης κι ἐσύ, ἂν τηροῦσες τὸ Εὐαγγέλιο».
Τὸ Εὐαγγέλιο μπορεῖ νὰ ἐφαρμοσθῆ ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο. Κι ὅποιος τὸ τηρήση στὴν οὐσία του, μπορεῖ νὰ γίνη μία ἐξαίρετη προσωπικότητα. Δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι σὲ ὠρισμένους ὁ Θεὸς δίνει τὴ δύναμι καὶ σὲ ἄλλους ὄχι. Τὸ Εὐαγγέλιο λάμπει ὅπως ὁ ἥλιος λάμπει γιὰ ὅλους. Ἀνάλογα ὅμως μὲ τὴν ὑγεία τῶν ματιῶν μᾶς βλέπουμε τὸν ἥλιο. Ἔχεις ὑγιῆ μάτια; Βλέπεις ὁλοφώτεινο τὸν ἥλιο. Δὲν ἔχεις; Ἀναγκάζεσαι νὰ φορέσης γιαλιά.
Θυμάστε τὸ ἱστορικὸ ἐκεῖνο ἀπὸ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τῆς Ζακύνθου:
Κάποια νύχτα χτυπάει κάποιος τὴν πόρτα τοῦ Ἁγίου καὶ τοῦ λέει:
- Σὲ παρακαλῶ, Ἅγιέ του Θεοῦ, κρύψε μέ.
- Γιατί τί ἔκανες, παιδί μου;
- Σκότωσα ἄνθρωπο, κρύψε μέ.
Τὸν κρύβει ὁ Ἅγιος. Μετὰ ἀπὸ λίγο βλέπει ἀνθρώπους τοῦ νησιοῦ νὰ τρέχουν καὶ νὰ ἀναζητοῦν τὸ φονιά. Φτάνουν στὸν Ἅγιο καὶ τοῦ λένε:
- Μήπως πέρασε ἀπὸ δῶ κάποιος ἄνθρωπος, γιατί κάποιος σκότωσε τὸν ἀδελφό σου καὶ τὸν ψάχνουμε.
- Δὲν ξέρω, δὲν πέρασε κανεὶς ἀπὸ δῶ. Ἀλλὰ γιατί σκότωσε τὸν ἀδελφό μου; Κοιτάξτε κάπου ἀλλοῦ νὰ τὸν βρῆτε.
Καὶ τὸν φονιὰ τοῦ ἀδελφοῦ του τὸν εἶχε κρυμμένο ὁ Ἅγιος. Φύγανε αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι καὶ φυσικὰ δὲν τὸν βρήκανε. Πηγαίνει μέσα καὶ λέει στὸν φονιά:
- Τί σου ἔκανε αὐτὸς ὁ καλὸς ἄνθρωπος καὶ τὸν σκότωσες; Ξέρεις ὅτι ἦταν ἀδελφός μου;
Σκεφθεῖτε καὶ φαντασθῆτε τὴν κατάστασι τοῦ φονιὰ ἐκείνη τὴ στιγμή!
- Ἄνθρωπε, θὰ σοὺ δείξω ἕνα δρόμο, γιὰ νὰ φύγης, νὰ μὴ σὲ πιάσουν καὶ μετανόησε γι’ αὐτὸ ποὺ ἔκανες.
Καὶ τὸν ὠδήγησε κρυφὰ καὶ τὸν φυγάδευσε. Σκεφθῆτε ἀνεξικακία, μακροθυμία κι Εὐαγγελικὴ ἀγάπη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου