ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝΤΟΠΩΛΟΥ
Ἐξαπάτησις
Ὁ Νικόλαος, ὁ ἔνδοξος νεομάρτυρας τοῦ Χριστοῦ, γεννήθηκε στὸ Καρπενήσι τῆς Εὐρυτανίας ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους. Οἱ γονεῖς τοῦ τὸν ἀνάθρεψαν πολὺ καλὰ καὶ χριστιανικὰ καὶ τὸν ἔστειλαν στὸ σχολεῖο, ὅπου καὶ ἔμαθε τὰ ἱερὰ γράμματα. Ὅταν ἔγινε δέκα πέντε ἐτῶν τὸν πῆρε ὁ πατέρας του στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἦταν παντοπώλης καὶ τὸν εἶχε στὸ ἐργαστήρι τοῦ σ’ ἕνα μέρος ποὺ λεγόταν Ταχτὰ Καλέ.
Ἀπέναντι ἀπ’ τὸ ἐργαστήρι τοῦ εἶχε τὸ κουρεῖο τοῦ ἕνας Ἀγαρηνὸς φίλος του πατέρα του καὶ ποὺ ἤξερε καλὰ τὰ τουρκικὰ γράμματα. Σ’ αὐτὸν λοιπὸν ἔστειλε τὸν Νικόλαο ὁ πατέρας του γιὰ νὰ μάθει καὶ τουρκικὰ γράμματα. Αὐτὸ φυσικὰ ἦταν πολὺ ἐπικίνδυνο καὶ μποροῦσε νὰ ἔχει ἄσχημες συνέπειες γιὰ τὸν νέο καὶ νὰ τὸν χωρίσει σιγὰ - σιγὰ ἀπ' τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ.
Στὸν Νικόλαο ὅμως ἔγινε ἐντελῶς τὸ ἀντίθετο. Καθώς, λοιπόν, διδασκόταν τὰ τουρκικὰ γράμματα καὶ ὅπως ἦταν πολὺ ἔξυπνος, τὰ μάθαινε τόσο γρήγορα κι εὔκολα, ὥστε τὸν θαύμαζε ὁ δάσκαλός του καὶ τὸν φθονοῦσε γιὰ τὴ γρήγορη πρόοδό του. Ἔτσι, ἔβαλε στὸ μυαλό του καὶ πῆρε τὴν ἀπόφαση ἂν βρεῖ τρόπο νὰ τουρκέψει τὸν νέο, νὰ τὸν κάνει δηλαδὴ Μωαμεθανό. Μηχανεύτηκε, λοιπόν, τὸ ἑξῆς κακούργημα.
Μία μέρα φώναξε κι ἄλλους Τούρκους, αὐτοὺς ποὺ τοὺς ἔλεγαν Γενίτσαρους. καὶ τοὺς εἶπε:
- O παντοπώλης αὐτὸς ἔχει ἕνα γιὸ πολὺ φρόνιμο καὶ πολὺ ἔξυπνο στὰ γράμματα, τόσο, ὥστε μόλις τοῦ παραδώσω τὸ μάθημα τὸ μαθαίνει ἀμέσως. Σᾶς παρακαλῶ, λοιπόν, ἀδελφοί, νὰ βοηθήσετε καὶ σεῖς γιὰ νὰ τουρκέψουμε ἕνα τέτοιο προκομμένο παιδί.
Βρῆκε ἀκόμη καὶ τὸν τρόπο αὐτὸς καὶ τοὺς τὸν ἐξήγησε κι ἐκεῖνοι...
τοῦ ὑποσχέθηκαν ὅτι θὰ τὸν βοηθήσουν σ’ αὐτὸ ὅσο μποροῦν.
τοῦ ὑποσχέθηκαν ὅτι θὰ τὸν βοηθήσουν σ’ αὐτὸ ὅσο μποροῦν.
Ἔπειτα ἀπὸ λίγες μέρες ἔγραψε ὁ κουρέας τὸ σαλαβάτι, δηλαδὴ τὴν ὁμολογία τῆς πίστεώς τους, καὶ τὸ εἶχε ἕτοιμο. Ὅταν ἦρθε γιὰ τὸ μάθημα ὁ Νικόλαος, ὅπως συνήθιζε, ἀφοῦ τοῦ παρέδωσε τὸ μάθημα ὁ δάσκαλος, στὸ τέλος τοῦ ἔδωσε στὰ χέρια τὸ σαλαβάτι καὶ τοῦ εἶπε μπροστὰ στοὺς Γενίτσαρους ποὺ εἶχαν ἔρθει ἐν τῷ μεταξύ.
- Διάβασε αὐτὸν τὸν τεσκερέν.
Πῆρε τὸ γράμμα ὁ Νικόλαος, χωρὶς νὰ ξέρει ὅτι εἶναι τὸ σαλαβάτι τους, καὶ τὸ διάβασε. Ἀμέσως ἐκεῖνοι οἱ Τοῦρκοι, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ κουρέα, φώναξαν καὶ τοῦ εἶπαν:
- Ἔγινες Τοῦρκος, Νικόλαε, γιατί διάβασες τὸ σαλαβάτι.
Ξαφνιάστηκε ἀπὸ τὸ τέχνασμα ὁ Νικόλαος καὶ εἶπε:
- Εἶμαι Χριστιανὸς καὶ ὄχι Μωαμεθανός, ὅπως λέτε ἐσεῖς. Ἐγὼ εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ διαβάσω ὅτι μάθημά μου δώσει ὁ δάσκαλός μου.
Στὸν κριτὴ
Ἐκεῖνοι τότε ἅρπαξαν τὸν νέο καὶ τὸν ὁδήγησαν μὲ τὴ βία στὸν καϊμακάμη, δηλαδὴ στὸν ἐπίτροπο τοῦ Βεζύρη. Ὅταν τὸν πῆγαν, λοιπόν, στὸν καϊμακάμη ἄλλοι φώναζαν, ἄλλοι ψευδομαρτυροῦσαν κι ἄλλοι κατηγοροῦσαν κι ἔλεγαν:
- Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, ἀφέντη, ἔκανε σαλαβάτι μπροστὰ μας κι ἂν θέλεις νὰ βεβαιωθεῖς γιὰ τὴν ἀλήθεια δὲς καὶ τὸν τεσκερὲ ποὺ τὸ ἔχει γραμμένο καὶ τὸ διαβάζει κάθε ὥρα. Τώρα τὸν παρακινοῦμε νὰ γίνει Τοῦρκος κι αὐτὸς κοροϊδεύει τὴν πίστη μας.
- Νικόλαε, ἀφοῦ ἔγραψες καὶ διαβάζεις τὸ σαλαβάτι, γιατί ἔπειτα δὲ γίνεσαι Τοῦρκος; τοῦ εἶπε ὁ καϊμακάμης.
Τότε χωρὶς καμιὰ δειλία καὶ μὲ τόνο πολὺ ἔντονο ἀποκρίθηκε στὸν κριτὴ ὁ Νικόλαος.
- Σήμερα, ὕστερα ἀπ' τὸ μάθημα, ὁ δάσκαλός μου μοῦ ἔδωσε κι αὐτὸ τὸ γράμμα καὶ μοῦ εἶπε νὰ τὸ διαβάσω, ἀλλὰ ἐγὼ δὲν ἤξερα ὅτι εἶναι τὸ σαλαβάτι σας. Ἐγώ, νόμιζα ὅτι ἐπειδὴ εἶναι δάσκαλός μου εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ διαβάσω ὅτι γράμμα μου δώσει.
- Ἐπειδή, Νικόλαε, διάβασες τὸ σαλαβάτι πρέπει νὰ γίνεις Τοῦρκος, ξαναεῖπε ὁ κριτής. Ἐγὼ ἔπειτα θὰ σοὺ δώσω μεγάλο ἀξίωμα, ὅποιο θέλεις. Θὰ σὲ πλουτίσω, θὰ σὲ τιμήσω καὶ θὰ σὲ δοξάσω μέσα στὰ βασίλεια.
- Ἐγὼ εἶμαι Χριστιανὸς καὶ τὸν Χριστό μου πιστεύω Θεὸ ἀληθινό, ἀπάντησε ὁ Ἅγιος. Οἱ τιμὲς καὶ τὰ ἀξιώματα πού μου ὑπόσχεσαι δὲ μοῦ χρειάζονται. Ἐγὼ τὸν Χριστό μου δὲν τὸν ἀρνοῦμαι. Στὸ Χριστὸ πιστεύω. γιὰ τὸ ὄνομά Του πεθαίνω. Τοῦρκος δὲν γίνομαι.
Περιτομὴ μὲ τὴ βία
Βλέποντας ὁ καϊμακάμης ὅτι δὲν κατορθώνει τίποτε, κάνει τὸ ἑξῆς: Διατάζει νὰ δέσουν τὰ χέρια τοῦ πίσω καὶ νὰ τὸν κρεμάσουν σ’ ἕνα στύλο τοῦ μεγάρου του κι ἔπειτα τοῦ λέει:
- Νικόλαε, δὲς τί πρόκειται νὰ σοὺ κάνομε. Γι' αὐτὸ γίνε μὲ τὸ καλὸ Τοῦρκος.
- Εἶσαι ἐξουσιαστής, γι' αὐτὸ κᾶνε ὅτι θέλεις, ἀπάντησε ὁ νέος. Ἐγὼ εἶμαι Χριστιανός. Δὲ λέει τὸ κιτάπι σᾶς (τὸ Κοράνιο) νὰ μὴ κάνετε Τοῦρκο μὲ τὴ βία κανένα;
Τότε ἔδωσε διαταγὴ ὁ κριτὴς νὰ τοῦ κάνουν περιτομὴ νομίζοντας ὅτι θὰ πεισθεῖ ἔτσι καὶ θὰ ὁμολογήσει τὴ θρησκεία τους σὰν ἀληθινή. Αὐτὸς ὅμως πιὸ ἔντονα ἀκόμη φώναζε:
- Γιατί μὲ κόβετε; ἐγὼ εἶμαι Χριστιανός. Στὸν Χριστό μου πιστεύω σὰν Θεὸ ἀληθινό. Καὶ τὸ σῶμα μου ὅλο ἂν τὸ κατακόψετε σὲ μικρὰ κομματάκια τὸν Χριστό μου δὲν τὸν ἀρνοῦμαι. Σ' αὐτὸν πιστεύω, αὐτὸν λατρεύω, αὐτὸν ἔχω βοηθό, ποὺ στέκεται ἀόρατα καὶ μὲ δυναμώνει.
- Σὺ ἔκανες σαλαβάτι, Νικόλαε, τοῦ εἶπαν πάλι οἱ Τοῦρκοι, κι ἐμεῖς σου κάναμε περιτομή, τώρα εἶσαι Τοῦρκος.
- Ψέματα λέτε. ἐγὼ εἶμαι Χριστιανὸς καὶ μόνο στὸν Χριστό μου πιστεύω, ἦταν ἡ σταθερὴ ἀπάντηση τοῦ Ἁγίου.
Φυλάκιση καὶ βασανιστήρια
Βλέποντας ὁ καϊμακάμης ὅτι οὔτε καὶ μὲ τὴν περιτομὴ δὲν κατόρθωσε τίποτε, ἔδωσε διαταγὴ νὰ τὸν βάλουν στὴ φυλακὴ τῶν κακούργων καὶ τῶν φονιάδων δίνοντας παραγγελία στοὺς φύλακες νὰ μὴ τοῦ δώσουν οὔτε ψωμί, οὔτε νερό. Ἔτσι ἔμεινε στὴ φυλακὴ ἐξηνταπέντε μέρες. Ἔπειτα τὸν ἀποφυλάκισαν καὶ τὸν πῆγαν πάλι στὸν καϊμακάμη, ἐνῶ τὸ πρόσωπό του ἦταν χαρούμενο καὶ λαμπρὸ σὰν νὰ ἦταν σὲ συμπόσιο γάμου. Οἱ κατήγοροί του ἐν τῷ μεταξὺ φώναζαν:
- Ἢ νὰ γίνει Τοῦρκος ἢ νὰ θανατωθεῖ.
Ὁ καϊμακάμης τὸν ρώτησε πάλι ἂν τυχὸν μετανόησε καὶ δέχεται τὴν πίστη τοῦ Μωάμεθ. Αὐτὸς ὅμως πῆρε περισσότερο θάρρος καὶ μὲ μεγαλύτερη τόλμη φώναζε:
- Εἶμαι Χριστιανὸς καὶ στὸν Χριστό μου πιστεύω. Δὲν ἀρνοῦμαι τῶν Χριστό μου κι ἄν μου κάνετε μύρια βασανιστήρια.
Τὸν φυλάκισαν, λοιπόν, πάλι καὶ συχνὰ τὸν ἔδερναν ἀλύπητα. Ἐνῶ βρισκόταν στὴ φυλακὴ καὶ μαστιγωνόταν ἄσπλαχνα ἀπ' τοὺς αἱμοβόρους δημίους, τὸν ἐπισκέφθηκε ὁ Ἀγαρηνὸς ποὺ ἦταν ἰδιοκτήτης τοῦ ἐργαστηρίου κι ἐπειδὴ ἦταν πάμπλουτός του ὑποσχόταν νὰ τοῦ δώσει τὴν θυγατέρα τοῦ μαζὶ μὲ πολὺ μεγάλη προίκα καὶ ἐργαστήρια μὲ μεγάλη ἀξία, ἂν γινόταν Τοῦρκος. Αὐτὰ ὅμως ὅλα τὰ θεώρησε ὁ Νικόλαος σὰν ὄνειρα καὶ σκιὰ καὶ σκόνη.
- Ἐγώ, ἔλεγε, ἔχω πλοῦτο ποὺ δὲν μποροῦν νὰ τὸν κλέψουν μέσα στὴν καρδιά μου, τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ μου. Αὐτός μου ἔχει ἑτοιμάσει στὸν οὐρανὸ δόξα ἀμάραντη καὶ τιμὴ ἀνυπέρβλητη, χαρὰ καὶ βασιλεία ἀτέλειωτη, ποὺ γιὰ τὸ πολλοστημόριό της δὲν εἶναι ἀντάξιος ὅλος ὁ κόσμος.
Ὅταν τ' ἄκουσε αὐτὰ ἀπ' τὸ Μάρτυρα ὁ Ἀγαρηνός, ἔφυγε ἄπρακτος. Ἔπειτα πάλι μὲ διαταγὴ τοῦ καϊμακάμη ἀποφυλάκισαν τὸν Ἅγιο καὶ τὸν πῆγαν στὸν κριτή. Ὁ κριτὴς βλέποντας τὸν πολὺ νέο καὶ τὸ πρόσωπό του φωτεινὸ ἄρχισε μὲ πολλὴ ἡμερότητα νὰ τὸν κολακεύει.
- Ἄκουσε μέ, νέε μου, καὶ μὴ θέλεις τόσο πρόωρα νὰ χάσεις τὴ ζωή σου. Ἔλα στὴν πίστη μας καὶ τότε θὰ καταλάβεις τὴν ὠφέλεια καὶ τὸ καλό της ἐπειδὴ τώρα εἶσαι ἀνήλικος καὶ δὲ μπορεῖς νὰ καταλάβεις τὴν ἀλήθεια.
- Εἶμαι Χριστιανὸς καὶ Χριστιανὸς θέλω νὰ πεθάνω, ἐπανέλαβε μὲ θάρρος πάλι ὁ μάρτυρας. Γιατί καθυστερεῖτε; Αὐτὴ τὴ χάρι μόνο σᾶς ζητῶ, νὰ μοῦ δώσετε ὅσο γίνεται γρηγορότερα τὸν θάνατο.
Μαρτύριο
Ακούγοντας αὐτὰ ὁ κριτὴς καὶ βλέποντας ἀπ' τὴν ἀσάλευτη στάση του ὅτι δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ τὸν ἀλλάξει ἀπ' τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ μὴ ντροπιάζεται περισσότερο, διέταξε νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν. Τὸν παρέδωσε, λοιπόν, στὸν ἔπαρχο κι ἐκεῖνος τὸν ἔδεσε καὶ τὸν ἔφερε στὸ ἐργαστήρι του, στὸν Ταχτὰ Καλέ. Περνώντας ἀπ' ἐκεῖ ὁ Μάρτυρας ἦταν ὅλος χαρὰ καὶ τὸ πρόσωπό του ἄστραφτε σὰν νὰ πήγαινε σὲ γάμο κι ὄχι στὸν θάνατο.
Ὅταν ἔφθασε στὸν καθορισμένο τόπο τοῦ Μαρτυρίου γονάτισε ὁ Ἅγιος καὶ ὅσο μποροῦσε ἅπλωσε τὸ λαιμό του, γιὰ νὰ τὸν ἀποκεφαλίσει ὁ δήμιος εὔκολα καὶ γρήγορα. Τοῦ ἔκοψαν τὸ κεφάλι ἐνῶ προσευχόταν στὶς 23 Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 1672 καὶ ἔτσι πῆρε τὸ στεφάνι τοῦ Μαρτυρίου.
Μερικοὶ Χριστιανοὶ πῆγαν στὸν κριτὴ καὶ τοῦ ἔδωσαν ἀρκετὰ χρήματα, γιὰ νὰ πάρουν τὸ Ἅγιο λείψανο. Ἔπειτα τὸ μετέφεραν καὶ τὸ ἔθαψαν μὲ εὐλάβεια στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας ποὺ ὀνομάζεται Χάλκη.
Πολλὰ θαύματα ἔγιναν μὲ τὸ αἷμα τὸ μαρτυρικό του Ἁγίου καὶ θεραπεύτηκαν πολλὲς ἀρρώστιες. Κάποιος εὐλαβὴς πῆρε τὸ μαντήλι ποὺ εἶχαν δεμένα τὰ μάτια τοῦ Μάρτυρα, ὅταν τὸν ἀποκεφάλισαν, ὅπως ἦταν συνήθεια, κι ἀφοῦ τὸ ἔβαλε πάνω σὲ κάποιον ἄνθρωπο ποὺ εἶχε θέρμη χρόνια, τὸν γιάτρεψε ἀμέσως μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ μεσιτεία τοῦ Ἁγίου.
Ἡ Ἐκκλησία μᾶς τιμᾶ καὶ γιορτάζει τὴ μνήμη τοῦ Μάρτυρα Νικολάου στὶς 23 Σεπτεμβρίου.
ΠΗΓΗ: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
ΕΚΔΟΣΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ
«Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου