Ἡ ἱστορία, ποὺ θὰ σᾶς ἀφηγηθῶ εἶναι πέρα γιὰ πέρα ἀληθινὴ ὅσα ἀπίστευτα στοιχεῖα καὶ ἂν ἔχει. Συνεβει στὶς ἀρχὲς Δεκέμβρη 2007.
Οἱ ἔννοιες καὶ οἱ φροντίδες τῆς καθημερινότητας μὲ εἶχαν καταβάλει ἐκεῖνο τὸν καιρὸ καὶ ἰδιαίτερα κάποιες οἰκογενειακὲς ὑποθέσεις μου εἶχαν προκαλέσει μεγάλη στεναχώρια. Τέλος πάντων σκεφτόμουν, τὰ ἔχει αὐτὰ ἡ ζωή. Αὐτό, ὅμως, ποὺ ἐνοίωσα ἐκεῖνο τὸ πρωὶ ἦταν γιὰ μένα -ἔτσι σκεφτόμουν τότε- τελειωτικό.
Ἀπὸ τὴν προηγούμενη εἶχα κάποιες ἐκκρεμότητες νὰ φέρω σὲ πέρας καὶ μάλιστα οἰκονομικές, ποὺ μὲ εἶχαν στεναχωρήσει καὶ μὲ εἶχαν ἀγχώσει πολύ. Εἶχα πάει στὸ ταμεῖο τῶν ὑπαλλήλων τῆς ὑπηρεσίας ποὺ ἐργάζομαι καὶ εἶχα εἰσπράξει τὸ ποσὸ ἑνὸς δανείου 20.000 εὐρώ, προκειμένου νὰ ἐξοφλήσω τὴν τράπεζα ἡ ὁποία μᾶς ἔβγαλε τὸ ἐξοχικὸ σπίτι σὲ πλειστηριασμὸ καὶ προχώρησε σὲ κατάσχεση. Ἤμουν πολὺ στεναχωρημένη, γιατί αὐτὸ τὸ σπίτι εἶχε φτιαχτεῖ μὲ πολὺ μόχθο καὶ κάθε καλοκαίρι πηγαίναμε μὲ τὰ παιδιὰ ἐκεῖ γιὰ διακοπές. Δὲν ἤθελα μὲ κανένα τρόπο νὰ τὸ χάσω, ἂν καὶ οἰκονομικὰ ἤμουν σὲ πολὺ δύσκολη κατάσταση, ἀφοῦ βασιζόμουν μόνο στὸ μισθό μου. Τέλος πάντων ζήτησα ἀπὸ τὴ ὑπηρεσία δάνειο, γιὰ τὸ ὁποῖο μου κρατᾶνε κάθε μήνα 250 εὐρὼ ἀπὸ τὸ μισθό. Μόλις τὸ εἰσέπραξα σὲ μετρητὰ πῆγα στὴν τράπεζα καὶ ἔστειλα 6.000 εὐρὼ σὲ ἕναν θεῖο, ποὺ εἶχε καταβάλει ἐγγύηση γιὰ νὰ μὴ γίνει ἡ κατάσχεση καὶ τὰ ὑπόλοιπα 14.000 θὰ τὰ ἔβαζα σὲ λογαριασμὸ τῆς τράπεζας τὸν ὁποῖο ὅμως δὲν εἶχα καὶ ἔπρεπε νὰ τηλεφωνήσω νὰ μοῦ τὸν ποῦν. Καὶ ὥσπου νὰ τελειώσω μὲ ὅλα αὐτὰ ἡ τράπεζα ἔκλεισε. Ἔτσι σκέφθηκα νὰ... ἀφήσω τὰ χρήματα, μαζὶ μὲ ὅλα τὰ χαρτιά, ὅπως ἦταν, μέσα στὸ αὐτοκίνητό μου, στὸ τσεπάκι τῆς πόρτας τοῦ ὁδηγοῦ. Ἐκεῖ ποιὸς νὰ τὰ πειράξει. Ἄλλωστε πρωὶ-πρωὶ θὰ πήγαινα νὰ τὰ καταθέσω. Ποτὲ δὲν εἶχα χάσει κάτι ἀπὸ τὸ αὐτοκίνητο. Μάλιστα τὰ ἔβαλα σὲ ἕνα φάκελο ἀπὸ αὐτοὺς τῶν δημοσίων ὑπηρεσιῶν καθὼς τοὺς φύλαγα, ὅταν ἡ ταμίας μᾶς πλήρωνε καὶ μᾶς ἔβαζε τὰ χρήματα στὸ φάκελο. Ἐγὼ πάντα τῆς γκρινίαζα γι’ αὐτὸ ὅτι ὁ τρόπος αὐτὸς εἶναι ἀπηρχαιωμένος, ἀλλὰ ἐκείνη ἐξακολουθοῦσε τὸ σύστημά της. Ἔτσι κρατοῦσα τοὺς φακέλους κι ὅλο καὶ κάπου μου χρησίμευαν. Ἴσως σᾶς κουράζω μὲ λεπτομέρειες ἀλλὰ θὰ δεῖτε παρακάτω γιατί σᾶς τὶς ἀναφέρω.
Ἐκεῖνο τὸ πρωὶ λοιπὸν ξεκίνησα νὰ πάω στὴ τράπεζα γιὰ τὴν κατάθεση τῶν χρημάτων. Τὸ αὐτοκίνητο, ἐνῶ συνήθως τὸ παρκάρω στὴν πυλωτὴ τῆς πολυκατοικίας, ἐκεῖνο τὸ βράδυ τὸ εἶχα παρκάρει λίγο παραπέρα ἀπὸ τὸ σπίτι, γιατί κάποιος μου εἶχε πιάσει τὸ πάρκιν. Πηγαίνω ἐκεῖ ποὺ τὸ εἶχα παρκάρει, πολὺ κοντὰ στὸ σπίτι καὶ σὲ σίγουρο μέρος, ἀλλὰ τὸ αὐτοκίνητο πουθενά. Κοπήκανε τὰ πόδια μου. Δὲν ἦταν δυνατόν. Στὴ γειτονιά. Λίγα μέτρα ἀπὸ τὸ σπίτι. Ποτὲ κανεὶς δὲν εἶχε παραπονεθεῖ γιὰ κλοπές. Εἴμαστε ἥσυχη γειτονιά. Κόντεψα νὰ τρελαθῶ. Δὲν ἦταν μόνο τὸ αὐτοκίνητο ποὺ ἔχασα, κι ἂν τὸ εὕρισκα καὶ πὼς θὰ τὸ εὕρισκα, καὶ πὼς θὰ πηγαίνω στὴ δουλειὰ καὶ πὼς θὰ πηγαίνει ὁ γιός μου στὸ σχολεῖο ποὺ τὸν πήγαινα ἐγὼ κάθε πρωί, δὲν ἦταν ποὺ δὲν εἶχα καθόλου χρήματα νὰ ἀγοράσω ἄλλο, ἦταν ὅτι εἶχα μέσα καὶ τὶς 14.000 εὐρώ. Πῆγα νὰ τρελαθῶ πραγματικά. Καὶ ἐκτὸς αὐτοῦ καὶ τὸ σπίτι θὰ ἔχανα, ἀφοῦ δὲν πρόλαβα νὰ στείλω τὰ χρήματα στὴν τράπεζα. Καὶ τὸ αὐτοκίνητο καὶ τὰ χρήματα, ἀλλὰ καὶ θὰ μοῦ κρατοῦσαν κι ἀπὸ τὸν μισθό μου 250 εὐρὼ τὸ μήνα γι’ αὐτὸ τὸ δάνειο. Τρελάθηκα. Ἐνοίωσα δύσπνοια, κιτρίνισα. Γύρισα στὸ σπίτι καὶ κάθισα μουδιασμένη. Τώρα τί νὰ κάνω. Παίρνω ἀμέσως τὸ 100 καὶ καταγγέλλω τὴ κλοπή. -Τί νὰ σᾶς πῶ κυρία μου, μοῦ λέει στὴν ἄλλη ἄκρη τῆς γραμμῆς ὁ ἀστυνομικός, στὴν Ἀθήνα κάθε μέρα κλέβονται 100 αὐτοκίνητα. Θὰ δώσουμε τὰ στοιχεῖα στὰ περιπολικὰ κι ἂν τύχει καὶ πέσουμε ἐπάνω.. ἂν εἶστε τυχερή… πηγαίνετε καὶ στὸ ἀστυνομικὸ τμῆμα νὰ κάνετε καὶ μήνυση κατὰ ἀγνώστων. Ὅλα μαῦρα…Πηγαίνω στὸ ἀστυνομικὸ τμῆμα τῆς περιοχῆς μου, κι ἐκεῖ τὰ ἴδια. Ἐκεῖ ἕνα παιδί, νέος ἀστυνομικός, μοῦ φέρνει ἕνα μπουκαλάκι νερὸ -πὼς θὰ μὲ εἶδε τὸ παιδὶ- καὶ μοῦ λέει.
- Ἠρεμῆστε μπορεῖ καὶ νὰ τὸ βρεῖτε…
Γυρίζω σπίτι καὶ περιμένω…Στὴ στιγμὴ ἄρχισα νὰ σκέφτομαι τὰ γεγονότα. Πῶς συνέβη αὐτό, γιατί συνέβη αὐτό, γιατί ὁ Θεὸς νὰ μοῦ δώσει αὐτὴ τὴ δοκιμασία…Ἐκεῖ μου ἦρθε τότε στὸ νοῦ μία κουβέντα, πού μου εἶχε πεῖ ἕνα σεβάσμιος γέροντας κάποτε, ποὺ πῆγα κοντά του νὰ ἐξομολογηθῶ. Ἤμουν τότε πολὺ στενοχωρημένη καὶ ἀνήσυχη γιὰ τὰ παιδιά μου, γιὰ τὴ ζωή μου…ἔκλαιγα, μιλοῦσα κι ἔκλαιγα…τότε μου λέει.
- Μὴν κλαῖς. Ὁ Θεὸς μᾶς δίνει τὶς δοκιμασίες γιὰ κάποιο λόγο. Εἶναι, ὅμως, πατέρας μας καὶ ἀγαπάει τὰ παιδιά του. Τὸ καλό μας θέλει. Πρέπει νὰ τοῦ ἔχουμε ἐμπιστοσύνη. Γιὰ κάποιο λόγο μας τὰ στέλνει ὅλα τοῦτα. Μὴν κλαῖς. Εἶναι ἁμαρτία, γιατί δείχνεις ὅτι δὲν τὸν ἐμπιστεύεσαι…Νὰ κάνεις τὴν προσευχή σου καὶ νὰ ἀφήνεσαι μὲ ἐμπιστοσύνη στὸ θέλημά του.
Ἐγώ, ὅμως, εἶμαι ἕνας ἄνθρωπος κοσμικός. Ψάχνω βέβαια τὰ πνευματικὰ μονοπάτια, ἀλλὰ πολὺ μικρὴ εἶναι ἡ πίστη μου. Θυμήθηκα τὰ λόγια τοῦτα τοῦ γέροντα καὶ σκέφτηκα ξανὰ τὰ γεγονότα κάτω ἀπὸ ἄλλη ματιά. Γιὰ πιὸ λόγο γίνονται ὅλα, γιὰ κάποιο λόγο μᾶς στέλνει ὁ Θεὸς τὶς δοκιμασίες. Γιὰ λίγο ὅμως, γιατί ξανὰ μὲ κυρίευσε ἡ ἀπελπισία, ἀλλὰ πάλι ξανασκέφτηκα τὰ λόγια του γέροντα.. Καὶ τότε ξαφνικὰ θυμήθηκα ὅτι μου εἶχε δώσει μία προσευχὴ νὰ διαβάζω στὰ δύσκολα ἀλλά… καὶ στὰ εὔκολά μου εἶχε πεῖ. Ἔψαξα ποῦ τὴν εἶχα καταχωνιάσει ἐδῶ καὶ τόσα χρόνια -θὰ εἶχαν περάσει 8-9 χρόνια ἀπὸ τότε. Τὴ βρῆκα ὅμως, δὲν τὴν εἶχα πετάξει. Τὴν διάβασα πολλὲς φορές. Ἦταν ἡ προσευχὴ τῶν πατέρων τῆς Ὄπτινα. Σὲ λίγο ξαναπῆρα τηλέφωνο τὸ 100. Τίποτα. Τὸ ἀστυνομικὸ τμῆμα τίποτα. Ἦρθε μεσημέρι. Γύρισαν τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὰ σχολεῖα τους. Τοὺς εἶπα τὰ καθέκαστα. Στεναχωρέθηκαν πολύ. Ἐγὼ μουδιασμένη, ἀλλὰ κάπου ἄρχισα νὰ σκέφτομαι ὅτι πρέπει νὰ ἀποδέχομαι αὐτὰ πού μου τυχαίνουν στὴν ζωή. Νὰ ἔχω ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό. Μᾶλλον, ὅμως, τὸ ’κανα καὶ ἀναγκαστικά, ἀφοῦ δὲν μποροῦσα νὰ κάνω καὶ τίποτε ἄλλο. Ὅμως αὐτὴ ἡ κουβέντα τοῦ γέροντα ὅλο καὶ μεγάλωνε στὸ μυαλό μου…Ὅλα γίνονται γιὰ κάποιο σκοπό… Ὅλα γίνονται γιὰ κάποιο σκοπό. Ἄρα πρέπει νὰ σκεφτῶ ποιὸς εἶναι ὁ σκοπός, εἶπα ἐγὼ στὸν ἑαυτό μου, ἀφοῦ αὐτὴ εἶναι ἡ πάγια τακτική μου, ὅλα νὰ τὰ ἐξηγῶ. Ἔλα, ὅμως, ποὺ ὁρισμένα εἶναι πάνω ἀπὸ τὴ δύναμη τοῦ νοῦ μου.
Ἔτσι πέρασε ἡ μέρα. Κάνοντας τηλεφωνήματα, ἀγωνιώντας, ξανακάνοντας προσευχή.
Κατὰ τὶς 11:30 ἡ ὥρα τὸ βράδυ ξαφνικὰ χτυπάει τὸ τηλέφωνο.
- Κυρία μου εἴμαστε ἀπὸ τὸ ἀστυνομικὸ τμῆμα Κάτω Πατησίων. Ἔχετε ἕνα αὐτοκίνητο ἄσπρο, τάδε μάρκα μὲ τάδε νούμερα. Ἡ καρδιά μου κόντευε νὰ σπάσει.
Ναί. Τί ἔγινε· Ἔχουμε ἐδῶ δύο ἄτομα ποὺ εἶχαν τὸ αὐτοκίνητό σας· τοὺς σταματήσαμε γιὰ ἔλεγχο καὶ βρήκαμε τὸ δίπλωμα καὶ τὰ χαρτιά σας. Ἐλᾶτε ἀμέσως.
Ἔτρεξα κατευθείαν ἐκεῖ. Ἦταν δύο νεαροὶ -ὄχι κακὰ παιδιὰ- μὲ σκυμμένο τὸ κεφάλι.
Κυρία μου, μοῦ λέει ὁ διοικητὴς τί εἴχατε στὸ αὐτοκίνητό σας ἐκτὸς ἀπὸ τὰ χαρτιά σας; Χρήματα κύριε διοικητά. Πόσα; 14.000 εὐρώ. Καλὰ κυρία μου, ἀφήνουμε τόσα λεφτὰ στὸ αὐτοκίνητο; Τί νὰ τοῦ πῶ δίκιο εἶχε. Βγάζει τότε ἀπὸ τὸ συρτάρι τοῦ ἕνα φάκελο, τὸν φάκελο τῆς ὑπηρεσίας μου, ποὺ εἶχα βάλει μέσα τὰ χρήματα καὶ μοῦ λέει. Μετρῆστε τά. Κοπήκανε τὰ πόδια μου. Μὰ ἦταν δυνατόν; Ἀρχίζω καὶ μετράω. Τὰ χρήματα ἦταν ὅλα ἐκεῖ δὲν ἔλειπε οὔτε ἕνα εὐρώ. Δὲν εἶναι δυνατὸν λέω. Πῶς ἔγινε αὐτό; Ρωτάει τότε ὁ διοικητὴς τοὺς νεαρούς. Τί ἔγινε παιδιά; Πῶς καὶ δὲν πειράξατε τὰ χρήματα; Δὲν τὰ βρήκατε; Ὄχι ἀπαντάει ὁ ἕνας. Δηλαδὴ βρήκαμε τὸν φάκελο, ἀλλὰ δὲν τὸν ἀνοίξαμε. Γιατί τοὺς ρωτᾶ ὁ ἀστυνομικός. Νὰ καθὼς ψάχναμε τὸ αὐτοκίνητο, στὸ ντουλαπάκι μπροστά, τοῦ συνοδηγοῦ βρήκαμε τὰ διπλώματα τῆς κυρίας καὶ τῶν παιδιῶν της, τὴν ἄδεια τοῦ αὐτοκινήτου καὶ βρήκαμε κι ἕναν φάκελο ἴδιο ποὺ εἶχε μέσα ἕνα κομμάτι ψωμὶ ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, ξερό.
- Ἀντίδωρο τὸ λένε ρὲ βλάκα, τοῦ λέει ὁ ἄλλος.
- Ναὶ ἀντίδωρο. Ε, καὶ καθὼς ψάχναμε βρήκαμε στὸ τσεπάκι στὸ πλάι του αὐτοκινήτου καὶ αὐτὸ τὸν φάκελο καὶ εἴπαμε ὅτι ἀντίδωρο θὰ ’χει πάλι μέσα αὐτή, ὅπως εἶχε στὸ ἄλλο. Φαίνεται ὅτι θὰ ’ναι καμιὰ θρήσκα… Καὶ ἔτσι δὲν ἀνοίξαμε τὸν φάκελο..
Μείναμε ὅλοι ἄφωνοι. Μαζεύτηκαν ὅλοι οἱ ἀστυνομικοὶ γύρω-γύρω καὶ κοιτοῦσαν παραξενεμένοι. Κανεὶς δὲ μιλοῦσε.
Δὲν θὰ σᾶς κουράσω μὲ ἄλλες λεπτομέρειες. Σὲ λίγο ἦρθαν οἱ γονεῖς τοὺς -καλοὶ ἄνθρωποι- ἀπέσυρα τὴ μήνυση καὶ γύρισα σπίτι. Ἐκεῖ ἔγινε πάλι ἄλλο σκηνικό. Τὰ παιδιά μου δὲν μποροῦσαν νὰ πιστέψουν ὅτι τὸ αὐτοκίνητο βρέθηκε ἄθικτο, μόνο ἡ βενζίνη εἶχε τελειώσει, καὶ τὰ χρήματα ὅλα. Ἦταν συγκλονιστικό. Δηλαδὴ ἕνα μικρὸ κομματάκι ἀντίδωρο μπόρεσε νὰ ἀνατρέψει μία σειρὰ γεγονότων. Γιατί, ἂν εἶχαν βρεῖ τὰ χρήματα, σίγουρα τὰ πράγματα θὰ ἔβαιναν ἀλλιῶς. Καὶ πότε τὸ εἶχα βάλει ἐκεῖ τὸ ἀντίδωρο οὔτε ποὺ θυμόμουν. Ἐκεῖνο τὸ ντουλαπάκι σπάνια τὸ ἀνοίγω. Καὶ τὸ ἀντίδωρο θὰ τὸ εἶχα ἀπὸ τὸ καλοκαίρι ἴσως, ποὺ πηγαίνω καμιὰ φορᾶ σὲ κάποιο προσκύνημα. Ἀλλὰ πάλι πὼς τὸ ἔβαλα μέσα στὸ φάκελο. Οὔτε ποὺ μπορῶ νὰ θυμηθῶ.
Σημασία βέβαια ἔχει πὼς τὸ γεγονὸς αὐτὸ μὲ ἔκανε νὰ βλέπω τὴ ζωὴ ἀλλιῶς. Νὰ βλέπω μὲ σεβασμὸ τὸ καθετὶ καὶ νὰ ἀποδέχομαι μὲ σεβασμὸ σχεδὸν μὲ εὐγνωμοσύνη ἀκόμα καὶ τὰ ἄσχημα, πού μου συμβαίνουν στὴ ζωή. Τὸ περιστατικὸ ἔγινε αἰτία νὰ ἐπηρεαστοῦν ἀρκετοὶ ἄνθρωποι. Πρώτη ἐγώ. Μετὰ τὰ παιδιά μου, ποὺ συνήθως μὲ κοντράρουν πάνω σ’ αὐτὰ τὰ ζητήματα, τώρα ὅλο καὶ συζητοῦν θέματα πνευματικὰ καὶ ὁ μικρὸς -τελειόφοιτος λυκείου- ἐφέτος γιὰ πρώτη φορὰ νήστεψε. Αὐτὸ τὸν καιρὸ συμμετέχω σὲ κάποιο μεταπτυχιακὸ πρόγραμμα καὶ ἐπειδὴ ἐκείνη τὴν ἡμέρα δὲν πῆγα στὸ μάθημα ἐξήγησα στὸν καθηγητή μου τί εἶχε συμβεῖ. Τὴν ἄλλη μέρα, ὅταν τοῦ εἶπα τὴν συνέχεια, κούνησε σκεφτικὸς τὸ κεφάλι καὶ μὲ παρότρυνε νὰ πάω νὰ κοινωνήσω, πράγμα ποὺ ἔκανα καθὼς πλησίαζε ἡ γιορτὴ τοῦ ἁγίου Νικολάου. Περιττὸ νὰ πῶ ὅτι ἀνέφερε τὸ γεγονὸς σὲ ὅλο τὸ τμῆμα καὶ ἔμειναν νὰ μὲ κοιτάζουν ὅλοι κατάπληκτοι. Ἡ μητέρα τοῦ ἑνὸς ἀπὸ τὰ παιδιά, ποὺ εἶχαν πάρει τὸ αὐτοκίνητό μου τηλεφώνησε λίγο μετὰ τὰ Χριστούγεννα καὶ μοῦ εἶπε πὼς ὁ γιὸς τῆς τῆς ζήτησε νὰ νηστέψει καὶ νὰ πάει νὰ κοινωνήσει, γιατί τοῦ ἔκανε λέει μεγάλη ἐντύπωση τὸ γεγονὸς μὲ τὸ ἀντίδωρο καὶ τὸ ὅτι δὲν εἶχε συνέπειες ἡ κακή του αὐτὴ πράξη γιὰ τὴν ὁποία καὶ εἶχε μετανιώσει πικρά… Οἱ συνάδελφοι στὴ δουλειὰ ἄκουσαν τὸ γεγονός, ὁρισμένοι μπορεῖ νὰ τὸ ξέχασαν, ὁρισμένοι, ὅμως, ποὺ καὶ μοῦ τὸ θυμίζουν καὶ συχνὰ κουβεντιάζουμε γιὰ τὸ ἂν ὑπάρχουν δυνάμεις πάνω ἀπό μας, ποὺ ρυθμίζουν τὶς ζωές μας. Καὶ ἀκόμα ἡ διήγηση τοῦ γεγονότος αὐτοῦ μὲ ἔκανε νὰ ἔρθω κοντὰ μὲ μία φίλη, ποὺ μὲ βοηθᾶ νὰ βαδίσω στὸν δρόμο τὸν πνευματικὸ μὲ ὅλο καὶ πιὸ σίγουρα βήματα. Τὴ λένε Ἀγγελική.
Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ γέροντα, τὰ λόγια της προσευχῆς, τὰ θυμᾶμαι πάντα στὰ δύσκολα, ἀλλὰ καὶ στὰ εὔκολα. Αὐτὴ ἡ προσευχὴ τυπώθηκε στὸ νοῦ καὶ στὴν καρδιά μου καὶ τὴ ψιθυρίζω ἀπὸ τότε συχνά, σχεδὸν κάθε μέρα…
«Κύριε…Στὶς ἀπρόοπτες καταστάσεις μὴ μ’ ἀφήσεις νὰ ξεχάσω ὅτι ὅλα παραχωροῦνται ἀπὸ σένα… Δίδαξε μὲ νὰ δέχομαι μὲ ἀκλόνητη πεποίθηση ὅτι τίποτε δὲν συμβαίνει, χωρὶς νὰ τὸ ἐπιτρέψεις ἐσύ…
Κύριε, δός μου τὴ δύναμη νὰ ὑποφέρω τὸν κόπο τῆς ἡμέρας αὐτῆς σὲ ὅλη τὴ διάρκειά της. Καθοδήγησε τὴ θέλησή μου καὶ δίδαξε μὲ νὰ προσεύχομαι, νὰ πιστεύω, νὰ ὑπομένω, νὰ συγχωρῶ καὶ ν’ ἀγαπῶ. ΑΜΗΝ».
Καὶ μέσα στὸ τρέξιμο τῆς καθημερινότητας δὲν βάζει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου τί μπορεῖ νὰ τοῦ ξημερώσει καὶ τί πράγματα μπορεῖ νὰ τοῦ συμβοῦν.
«ΕΝΟΡΙΑΚΑ ΝΕΑ» Ἁγίου Γεωργίου Διονύσου Ἀττικῆς, Ἰούλιος – Αὔγουστος 2008
πηγή: Πνευματικὰ Θησαυρίσματα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου