Μνήμη τῆς Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος καὶ Πανευφήμου Εὐφημίας
Ἡ πανσωστικὴ πρόνοια τοῦ Κυρίου μᾶς οἰκονόμησε, πλησίον της ἑορτῆς τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταύρου, νὰ ἔορταζωμε τὴν μνήμη τῆς Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος καὶ Πανευφήμου Εὐφημίας, ἡ ὁποία μᾶς μεταφέρει σὲ μία συνέχεια τοῦ νοήματος τοῦ Σταύρου.
Αὐτὴ ἡ Μάρτυς, παρθένος κόρη ἀπὸ ὑψηλοτάτη οἰκογένειαν, τελείωσε τὸ μαρτύριο τῆς κάπου μέσα στὴν περίοδο τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων ποῦ οἱ χριστιανοὶ ἤσαν ἕκτος νόμου. Τὸ λείψανο τῆς εὑρίσκεται στὸ Βυζάντιο. Τῆς ἀπένειμαν μεγάλες τιμές, διότι πραγματικά, ὡς Μεγαλομάρτυς, εἶναι δόξα καὶ στέφανος τῆς Ἐκκλησίας μας.
Κατὰ τὸ 451 συνῆλθε στὴ Χαλκηδόνα ἡ Δ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἡ ὁποία κατεδίκασε τὴν αἵρεση τοῦ μονοφυσιτισμοῦ, ποῦ ἀπέδιδε στὸν Κύριό μας μία φύση. Ὅμως τὴν μία φύση εἶχε πρὸ τῆς σαρκώσεώς Του, ὄντας Θεὸς Λόγος, καί, καθαυτό, ὁμοούσιος πρὸς τὸν Πατέρα. Ὅταν ὅμως «ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου» καὶ ἐπεδήμησε στὸν κόσμο, φόρεσε καὶ τὴν δική μας φύση. Ὄντας λοιπὸν τέλειος Θεός, ἔγινε καὶ τέλειος ἄνθρωπος. Ἀπέκτησε πλέον δύο φύσεις ἄσυγ-χυτὲς καὶ ἑνωμένες. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἔδογματισε καὶ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας.
Δυστυχῶς ὅμως ὑπῆρξαν ἄνθρωποι οἱ ὅποιοι δὲν ἤθελαν νὰ καταλάβουν, εἴτε λόγω τῆς πτώχειας τῶν γνώσεών τους, εἴτε ἔθελοκακως καὶ προκάλεσαν σύγχυση στὴν Ἐκκλησία μας, προβάλλοντες ὅτι ὁ Χριστὸς ἔχει μόνο μία φύση. Καὶ...
ναὶ μὲν ἡ Δ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τοὺς κατεδίκασε, ἀλλὰ ὁ σάλος δὲν σταμάτησε, διότι οἱ αἱρετικοὶ εἶχαν ἰσχυρὰ οἰκονομικὰ μέσα καὶ πολιτικὴ δύναμη, μὲ τὰ ὁποία ἔσειαν καὶ συνεκλόνιζαν τὴν Ἐκκλησία. Τότε, γιὰ νὰ δοθῆ ἕνα τέλος στὸ ὅλο πρόβλημα καὶ νὰ πεισθῆ ὁ λαὸς νὰ εἰρήνευση, πῆραν οἱ Πατέρες τοὺς δύο τόμους ποῦ ἤσαν γραμμένες καὶ τῶν δύο οἱ ἀπόψεις. Ὁ μὲν ἕνας της Ἐκλησίας μας, μὲ τὰ ὀρθόδοξα δόγματα, καὶ ὁ ἄλλος μὲ τὶς αἱρετικὲς φλυαρίες. Ἀπεφάσισαν νὰ τοὺς θέσουν στὴ λάρνακα ὅπου εὔρισκετο τὸ λείψανο τῆς Μάρτυρος καὶ μετὰ νὰ ἐπακολούθηση προσευχή, ὥστε νὰ ἀποδείξη ἡ μάρτυς διὰ τῆς θαυματουργικῆς της Χάριτος ποῖος ἐκ τῶν δύο κατέχει τὴν ἀλήθεια καὶ εἶναι θεόπνευστος.
ναὶ μὲν ἡ Δ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τοὺς κατεδίκασε, ἀλλὰ ὁ σάλος δὲν σταμάτησε, διότι οἱ αἱρετικοὶ εἶχαν ἰσχυρὰ οἰκονομικὰ μέσα καὶ πολιτικὴ δύναμη, μὲ τὰ ὁποία ἔσειαν καὶ συνεκλόνιζαν τὴν Ἐκκλησία. Τότε, γιὰ νὰ δοθῆ ἕνα τέλος στὸ ὅλο πρόβλημα καὶ νὰ πεισθῆ ὁ λαὸς νὰ εἰρήνευση, πῆραν οἱ Πατέρες τοὺς δύο τόμους ποῦ ἤσαν γραμμένες καὶ τῶν δύο οἱ ἀπόψεις. Ὁ μὲν ἕνας της Ἐκλησίας μας, μὲ τὰ ὀρθόδοξα δόγματα, καὶ ὁ ἄλλος μὲ τὶς αἱρετικὲς φλυαρίες. Ἀπεφάσισαν νὰ τοὺς θέσουν στὴ λάρνακα ὅπου εὔρισκετο τὸ λείψανο τῆς Μάρτυρος καὶ μετὰ νὰ ἐπακολούθηση προσευχή, ὥστε νὰ ἀποδείξη ἡ μάρτυς διὰ τῆς θαυματουργικῆς της Χάριτος ποῖος ἐκ τῶν δύο κατέχει τὴν ἀλήθεια καὶ εἶναι θεόπνευστος.
Πράγματι, ἔκλειδωσάν τους δύο τόμους μέσα στὴ θήκη τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τῆς Ἅγιας. Τὴν ἑπομένη ἄνοιξαν τὴν λάρνακα νὰ δοῦν ποιὸν ἀπὸ τοὺς δύο τόμους προτίμησε ἡ Ἁγία καί, πραγματικά, ἡ χάρις τῆς Μεγαλομάρτυρος ἀπέδειξε τὸν ὁμολογιακόν της ζῆλο καὶ μετὰ τὸν θάνατό της. Τὸν μὲν τόμο τῶν Πατέρων, αὐτὸν δηλαδὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸν πῆρε στὴν ἀγκαλιά της καὶ τὸν κρατοῦσε μὲ τὰ δύο της χέρια, τὸν δὲ ἄλλον, τῶν αἱρετικῶν, ἔριξε κάτω ἀπὸ τὰ πόδια της καὶ ἀπέδειξε ἔτσι τὴν ἀκρίβεια τῆς ὁμολογίας.
Μὲ ἀφορμὴ τὴν ἀφήγηση τοῦ βίου της, μεταφερὸ-μέθα σήμερα στὸν ὁμολογιακὸ χαρακτήρα τῆς χριστιανικῆς μας ἰδιότητος καὶ διαπιστώνομε ἀπὸ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀπὸ τὰ βιώματα τῶν Πατέρων μας καὶ τὶς ὁμολογίες τῶν Μαρτύρων μας ὅτι, γενικά, τὸ θέμα ὁλόκληρής της χριστιανικῆς μας ἰδιότητος, ἀλλὰ καί, εἰδικότερα, τὸ θέμα τῆς πίστεως μᾶς εἶναι καθαρὰ ὁμολογιακό.
Ὁ Κύριός μας -ὅπως καὶ ἄλλοτε ἀναλύσαμε ἐκτενέστερα- διάκειται πρὸς ἐμᾶς ὡς ἡ ἀπόλυτος πατρικὴ παναγάπη, ἡ ὁποία πράγματι ἀγκαλίασε τὸ σύμπαν καὶ εἰδικὰ τὸν ἄνθρωπο τὸν τραυματισμένο. Ὁλόκληρος ὁ κύκλος τῆς παρουσίας τοῦ μαζί μας, ἦτο μία ἀπόλυτος ἀγάπη καὶ τίποτε περισσότερο.
Ὁ Κύριος πλησίασε τὴν πανανθρώπινη δυστυχία σὲ ὅλες της τὶς φάσεις, «κηρύττων, διδάσκων καὶ ἴωμενός» τους τραυματισμένους. Ἀπεδέχετο τοὺς πάντας σὲ τέτοιο σημεῖο, ὥστε νὰ παρεξηγεῖται ἀπὸ τοὺς Φαρὶ-σαίους στὸ πῶς ἀνέχεται νὰ συναναστρέφεται μὲ πραγματικὰ σεσημασμένους ἁμαρτωλούς. Καὶ πάνω στὸν Σταυρό, μὲ ἕνα «μνήσθητι», δέχεται ἕναν ληστὴ ἄνθρωπο, ὁ ὅποιος μέχρι τὴν στιγμὴ τῆς ἐκτελέσεως τοῦ ἦτο φονεὺς καὶ κακοποιός. Καὶ ὄχι μόνο τὸν συγχωρεῖ, ἀλλὰ μεθ’ ὅρκου τοῦ λέγει: Ἀμὴν λέγω σοί, σήμερον μετ’ ἔμου ἔση ἓν τῷ παραδείσω». Ἔτσι ὁ παναμαρτωλὸς ἄνθρωπος ἔδικαιωθη διὰ τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου μας, ὁ ὅποιος δὲν ἀπαίτησε κάτι, ἀλλὰ μᾶς ἀξίωσε καὶ τοῦ «ὑπὲρ ἐκ περισσοῦ». Μᾶς ἔδωσε νὰ κληρονομήσωμεν αὐτὰ στὰ ὅποια «ἐπιθυμούσιν ἄγγελοι παρακύψαι».
Καὶ ὅμως, βλέπομε ὅτι ὁ Κύριος φαίνεται παράδοξα αὐστηρός, σκληρὸς καὶ ἄτεγκτος, ὅταν προβάλλεται τὸ θέμα τῆς ὁμολογίας τῆς πίστεώς μας. Καὶ μᾶς ἑρμηνεύει ὅτι αὐτὸς ποῦ θὰ μὲ ὁμολογήση, θὰ τὸν ὁμολογήσω ἔμπροσθέν του Πατρὸς καὶ ὅποιος μὲ ἄρνηθη, θὰ τὸν ἀρνηθῶ. Σκληρὸς ὁ λόγος, πραγματικά, ἀπέναντι στὴν παναγάπη τοῦ Κυρίου μας καὶ ἀνθρωπίνως φαίνεται σὰν κάτι τὸ δύσκολο.
Στὴν ἄρχή της δημιουργίας τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐπὶ 300 περίπου χρόνια, οἱ χριστιανοὶ ἤσαν ἕκτος νόμου, δὲν εἶχαν δικαίωμα ζωῆς. Κάθε μέρα ποταμοὶ αἱμάτων ἔχυνοντο καὶ πάνω σ’ αὐτὰ ἔστηριχθη ἡ Ἐκκλησία μας καὶ δὲν ὑπῆρξε κανένας δρὸς οἰκονομίας. Ἤσαν ὑποχρεωμένοι οἱ πάντες νὰ ὁμολογήσουν καὶ ὅμολο-γοῦντες ἔθυσιαζαν αὐτὴν τὴν ζωή τους γιὰ νὰ κρατήσουν τὴν ὁμολογία καὶ δὲν ὑπῆρχε ὅρος ἑλιγμοῦ.
Ἐὰν τώρα πάρουν ἕνα νεαρὸ παιδί, μία κορασίδα καὶ τὴν στήσουν στὸ ἰκρίωμα καὶ τῆς ποῦν. Ἄυτην τὴν ὥρα ἡ ἆρνησαι τὸν Χριστὸ ἡ θὰ σὲ ψήσωμε ζωντανὴ στὰ κάρβουνα», ἀνθρωπίνως, δὲν εἶναι τραγικό; Πῶς θὰ ὑπομένη αὐτὴ ἡ κορασίδα, ἡ ὁποία ἔτυχε καὶ τόσο καλῆς ἀνατροφῆς, νὰ ψηθῆ ζωντανὴ καὶ νὰ μὴν δικαιοῦται νὰ κάνη ἕναν ἑλιγμό; Δηλαδὴ νὰ πῆ, ἔστω μὲ τὰ χείλη της: «Ναί, ἀρνοῦμαι», ἀλλὰ μὲ τὴν καρδιά της νὰ μὴν ἄρνηθη. Μήπως ὁ Θεὸς δὲν θὰ ἔβλεπε τὴν καρδιά της, ἀφοῦ Αὐτὸς «ἐτάζει καρδίας καὶ νεφρούς», καὶ μετά, ποῦ θὰ ἔφευγε ἀπὸ ἐκεῖ, νὰ ἔμενε πάλι πιστή; Εὑρίσκομε ὅμως ὅτι ὁ Κύριος δὲν ἀνέχεται κανέναν ὄρο οἰκονομίας καὶ αὐτὸ ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὰ βιώματα τῶν Πατέρων, ὄχι μόνο στὸ θέμα τῆς πίστεως, στὴ δογματικὴ ἔννοια, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ σ’ αὐτὴ τὴν ἁπλὴ παράδοση.
Οἱ Μακκαβαῖοι γιατί ἐμαρτύρησαν; Ἀπαγορευόταν ἀπὸ τὸν Μωσαϊκὸ νόμο νὰ κάνουν χρήση χοιρινοῦ κρέατος. Δὲν ἦταν δόγμα αὐτό· ἁπλῶς ἠθικολογία. Οἱ πολλοὶ ἔρμηνευται, καμμιὰ φορᾶ, ἀποδίδουν ὅτι ἡ ἀπαγόρευση αὐτού του εἴδους τῶν φαγητῶν, δὲν εἶχε ἄλλο νόημα, εἰ μὴ ὅτι στὰ μέρη αὐτά, τὰ ξηρὰ καὶ ζεστά, αὐτὲς οἱ τροφὲς εἶναι βαρεῖες καὶ ἀνθυγιεινές. Ὅταν ὁ τύραννός του τόπου ἐπέβαλε νὰ γευθοῦν χοιρινὸ κρέας καὶ νὰ λάβουν μεγάλα ἀξιώματα, ὄχι μόνο δὲν ἔδεχθησαν, ἀλλὰ ἐπλήρωσαν μὲ τὴν ζωὴ τοὺς τὴν ὁμολογία τοὺς αὐτή· καὶ «ἔτι λαλεῖται», ὅπως λέει ὁ Παῦλος, ὁ θρίαμβος τοῦ μαρτυρίου τῶν καὶ ἀποτελοῦν στέφανον δόξης γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας.
Αὐτὸς τοῦτος, «ὁ μείζων πάντων τῶν γεννητῶν», ὁ Πρόδρομος, γιατί ἐμαρτύρησε; Μήπως ὁ Ἡρώδης τὸν ἀνάγκασε νὰ ἄρνηθη τὸν Θεὸ τοῦ Ἰσραὴλ καὶ νὰ προσκύνηση τὸν Βάαλ ἡ κάποια ἄλλη θεότητα, τὴν ὁποίαν αὐτὸς προσκυνοῦσε; Ὄχι. Ἁπλούστατα. Σὰν Ἰδουμαῖος δποὺ ἦτο ὁ Ἡρώδης καί, συνεπῶς, εἰδωλολάτρης, ἔλαβε ὡς σύζυγο τὴν νύμφη του. Μὰ στὴν θρησκεία αὐτοῦ του ἀνθρώπου, ἐπιτρέπετο καὶ τὴν μητέρα τοῦ ἀκόμα νὰ παντρευτῆ. Ὡς εἰδωλολάτρης ποῦ ἦτο, δὲν παρέβη τὸν νόμο του. Ὅμως σὰν βασιλιὰς τοῦ Ἰσραήλ, ἐθεωρεῖτο «χριστὸς Κυρίου» καὶ γι’ αὐτὸ τὸν ἤλεγξε ὁ Πρόδρομος. Οὐκ ἔξεστι σοί», ὄντας «χριστὸς Κυρίου», νὰ λάβης ὡς γυναίκα τὴν νύμφη σου καὶ νὰ ἀποτελέσης κακὸ παράδειγμα μέσα στὸν λαὸ τοῦ Κυρίου. Καὶ ἕνεκεν αὐτῆς τῆς ἀκριβείας ἐμαρτύρησε «ὁ μείζων πάντων τῶν γεννητῶν».
Τὸ θέμα τῆς πίστεως μᾶς εἶναι καθαρῶς ὁμολογιακὸ καὶ δὲν χωρεῖ καμμία οἰκονομία. Μήπως ἄραγε δὲν εἶναι ἐπίκαιρο σήμερα, ὅταν βλέπωμε κάθε μέρα ζοφερὰ σύννεφα στὸν ὁρίζοντα; Συνεχῶς πιεζόμεθα πρὸς τὸ μέρος τοῦτο. Τὰ πάντα γίνονται χλιαρά, ὅλες οἱ ἠθικὲς ἀρχὲς παραμερίζονται καὶ αὐτὴ ἀκόμα ἡ ἴδια ἡ πίστη μας. Μήπως νομίζετε ὅτι ἀπέχουμε πολὺ ἀπὸ τὴν περίοδο ποῦ θὰ κληθοῦμε καὶ μεῖς στὸ ἑδώλιο νὰ ὅμολογησωμεν τὴν πίστη καὶ τὴν παράδοσή μας; Μὴν θεωρηθῆ ὅτι αὐτοὶ οἱ σκοποὶ εἶναι μακρὰν ἀπὸ τὸν στόχο μας καὶ δὲν πρέπει νὰ εἴμεθα ἕτοιμοι καὶ γιὰ αὐτοὺς ἀκριβῶς τοὺς λόγους.
Ὅπως σᾶς ἔτονισα καὶ προηγουμένως, ἡ Ἅγια Εὐφημία ἀπέδειξε, καὶ μετὰ τὸν θάνατόν της, τὴν ἀκρίβεια τῆς ὁμολογίας. Αὐτὸ πολύ μας ἐνδιαφέρει. Ὄχι γιατί τὸ ἔκαμε ἡ Ἅγια καὶ μᾶς ἐδημιούργησε μία καινὴ θεωρία, τὴν ὁποία ἀγνοούσαμε, ἀλλὰ κάναμε μία διαπίστωση ἀπὸ τὶς τόσες πολλὲς ποῦ ἔχομε, ὅτι ὄντως ὁ χριστιανισμὸς εἶναι ὁμολογιακὸς καὶ κανένας ὅρος συμβιβασμοῦ καὶ οἰκονομίας δὲν χωρεῖ.
Μπορεῖ νὰ ὕπαρξη οἰκονομία στὸ ζήτημα τῆς διαβιώσεως καὶ τῆς διαίτης μας. Ἐὰν θέλωμε γινόμαστε αὐστηρότεροι καὶ ἄγωνιστικοτεροι, ἐγκρατέστεροι καὶ περισσότερο συμπαθεῖς. Γενικά, στοὺς διαφόρους τρόπους τῶν ἐλευθέρων ἀρετῶν, ἔχει τὴν δυνατότητα ὁ καθένας μᾶς μέσα στὴν ἀγωνιστικότητά του, νὰ προσθέση ἡ νὰ ἀφαίρεση, νὰ κάνη οἰκονομία. Στὸ ζήτημα ὅμως; τῆς πίστεως, δὲν χωρεῖ συμβιβασμός. Ἐκεῖ ποῦ τὸ θεῖο θέλημα εἶναι χαραγμένο καὶ ἀποδεικνύεται ὅτι κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐκφράζεται μέσω τῆς Ἐκκλησίας καί, γενικά, τῆς πατερικῆς μας παραδόσεως, δὲν χωρεῖ οἰκονομία. Διότι ἐκεῖ ποῦ βλέπετε συμβιβασμούς, πάντοτε νὰ φοβάσθε, μήπως, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβωμε, εὔρεθωμεν ἔξω ἀπὸ τὴν Χάριν, χάσωμεν τὸ βάπτισμα, χάσωμε τὴν πίστη μας. Ἐκεῖ ὅπου ὑψώνεται ἡ ἁμαρτία, εἴτε στὸν ἠθικό, εἴτε στὸν δογματικὸ τομέα, γιὰ νὰ μᾶς παρακίνηση νὰ κάνωμε κάτι διαφορετικὸ ἀπὸ αὐτὸ ποῦ θέλει ὁ Κύριος, προβάλλομεν ἀμέσως τὴν ἄρνηση, τὴν ἀντίσταση καὶ ἐκεῖ ἀκριβῶς ἐπιτελεῖται ἡ ὁμολογία.
Αὐτὰ ἤθελα νὰ σᾶς ὑπενθυμίσω. Ὅλοι μας μὲ προθυμία νὰ ἐπικαλεσθοῦμε τὴν συμπάθεια καὶ τὴν χάριν τῆς ἑορταζόμενης Ἅγιας Μεγαλομάρτυρος Εὐφημίας , ὥστε νὰ ἐπίδραση καὶ στὴν ψυχή μας τὸ πνεῦμα τῆς ὁμολογίας τὸ ὅποιο ἐπέδειξε ἡ τρυφερὰ αὐτὴ κόρη, ποῦ δὲν ὕπελογισε τίποτε, ἀλλὰ προσέφερε τὴν ψυχὴ τῆς θυσία στὸν Χριστό, γιὰ νὰ κράτηση τὴν ὁμολογία της. Πίστευε ὅτι, ἐὰν ὁμολογήση, θὰ ὁμολογηθῆ καὶ αὐτή, ὅπως καὶ ὁμολογηθῆ ἐνώπιόν του οὐρανίου Πατρὸς καὶ τῆς ἔχαρισθη ἡ δόξα τῆς υἱοθεσίας. Διότι, ἂν ἠρνεῖτο, θὰ ξέπεφτε. Μὴ γένοιτο σὲ μᾶς νὰ συμβῆ κάτι τέτοιο, ἀλλὰ μὲ ζῆλο πραγματικὸ νὰ συνεχίσωμε τὴν πορεία μας, γιὰ νὰ λάβωμε τὴν ἀμοιβὴ ἀπὸ τὸν Κύριό μας, μὲ τὶς πρεσβεῖες τῶν Ἅγιών Του. Ἀμήν.
Πηγή: Ἀθωνικὰ Μηνύματα ( σέλ. 169)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου