Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ θαῦμα πού μᾶς καταπλήσσει. Εἶναι τὸ σημεῖο τοῦ Θεοῦ γιά ὅλες τίς γενεὲς ἕως συντελείας τοῦ αἰῶνος, διότι στό Πρόσωπό Του βρῆκε λύση κάθε ἀδιέξοδο. Κατὰ τὴν ἐπίγεια ζωή Του «ζοῦσε τὴν τραγωδία ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας, ἀλλὰ τραγωδία δέν ἔμενε σὲ Αὐτὸν». Ἀντιθέτως, πρὶν τὴν ἄκρα ταπείνωσή Του ἔδιδε στούς δικοὺς Του τὴν εἰρήνη Του.
Στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἀποκαλύφθηκαν ἀφ’ἑνός ὁ ἀπρόσιτος καὶ αἰώνιος Θεός, ἀφ’ ἑτέρου ὁ ἀληθινὸς ἄνθρωπος, ὅπως τὸν εἶχε συλλάβει πρὸ καταβολῆς κόσμου ὁ Θεὸς μέσα στούς κόλπους τῆς Ἁγίας Τριάδος κατὰ τήν θαυμαστήν καὶ προαιώνια βουλὴ Του. Στό Προσωπὸ Του βρῆκαν ἐκπλήρωση τὰ πάντα, διότι Αὐτὸς εἶναι «ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωὴ».
Κατ’ ἐπέκτασιν, ὡς μιμήματα τοῦ Χριστοῦ, ὅλοι οἱ Ἅγιοι εἶναι σημεῖα τοῦ Θεοῦ γιά τήν γενεά τους, ποὺ δίνουν λύση «οὐκ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» στά προβλήματα πού τὴν ἀπασχολοῦν, εἴτε φιλοσοφικὰ εἴτε ψυχολογικὰ εἴτε θεολογικά. Ζοῦν μὲ φυσικὸ τρόπο «ἀπὸ τήν μιά πλευρὰ τὴν τραγωδία τῆς ἀνθρωπότητας, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ»..
«Προσελεύσεται ἄνθρωπος καὶ καρδία βαθεῖα».. Ὁ λόγος γιά τοὺς... Ἁγίους εἶναι δύσκολος, διότι ὁ ἄνθρωπος πού ζεῖ ἀκόμη στά δεσμὰ τοῦ ὁρατοῦ κόσμου δέν μπορεῖ κάν νά φανταστεῖ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τοῦ ἁγίου χριστιανοῦ, τὴν ὀδύνη τῆς μετανοίας καὶ τῆς ἀγάπης του, τὴν ἀπειρότητα τὴν ὁποία διασχίζει σὰν ἀστραπὴ ἡ προσευχὴ του, τὴν ἐλευθερία τοῦ πνεύματός του.
Ἡ φυσικὴ ζωὴ τοῦ ἁγίου Σωφρονίου διήρκεσε σχεδὸν ἕνα αἰῶνα, ἡ πνευματικὴ του ζωὴ ὅμως εἶναι ἀνεξιχνίαστη. Ὅπως ὁ ἴδιος γράφει γιά τὸ ἐγχείρημά του νά σκιαγραφήσει τήν μορφή τοῦ δικοῦ του Γέροντα, τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ: «Ὅποιος ἐπιδόθηκε μέ καθαρή διάνοια στήν ἐντατικὴ παρατηρήση τῆς βαθείας καρδίας του, αὐτὸς καταλαβαίνει ὅτι εἶναι ἀδύνατον νά παρακολουθήσει τήν ῥοή τῆς ἰδίας του τῆς ζωῆς, ἔστω καὶ γιά ἕνα σύντομο χρονικὸ διάστημα. Αὐτὸς συνειδητοποιεῖ ὅτι εἶναι ἀδύνατον νά συλλάβει τὴν πορεία τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῆς καρδίας, τὸ βάθος τῆς ὁποίας ἔρχεται σὲ ἐπαφή μέ ἐκεῖνο τὸ Εἶναι, ὅπου δέν ὑπάρχουν πλέον πορεῖες. Καί, ὅμως, αὐτὸς ἀκριβῶς ὁ σκοπὸς τίθεται τώρα μπροστά μας: νά σκιαγραφήσουμε τὴν ἐσωτερικὴ πορεία τῆς ἀνόδου ἑνὸς μεγάλου ἀσκητοῦ»..
Ὡς ἐκ τούτου, δέν μποροῦμε νά μιλήσουμε γιά τὸν ἅγιο Σωφρόνιο, χωρὶς νά μειώσουμε τὸ μεγαλεῖο του. Ὡστόσο, ὁ ἴδιος, κατ’ ἐπιταγὴ τοῦ Πνεύματος καὶ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἐπιθυμία του νά ζεῖ «ἵνα μὴ φανῇ τοῖς ἀνθρώποις». μᾶς ἄφησε τίς γραφές του. Καὶ ὁ καλύτερος τρόπος γιά νά γνωρίσει κανεὶς τὸ πνευματικὸ πορτραῖτο τοῦ ἁγίου αὐτοῦ ἀνδρός, εἶναι ἡ ἀνάγνωση τῶν βιβλίων του. Κάθε παράγραφος εἶναι καρπὸς προσευχῆς καὶ ἐκεῖ βρίσκεται ὁλόκληρος ὁ Γέροντας.
Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος δέχθηκε τὴν ἀπερίγραπτη εὐλογία νά εὐφρανθεῖ στήν θέα τοῦ Ἀκτίστου Φωτὸς ἀπὸ βρεφικῆς ἡλικίας, συνάμα ὅμως ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς νεότητάς του αἰσθάνθηκε μέ μεγάλη σφοδρότητα τὸ παράλογο καὶ τὸ μάταιο τῆς πρόσκαιρης ζωῆς. Τήν διανοητική του περιπλάνηση στίς ἀλλότριες ὁδοὺς τοῦ ὑπερβατικοῦ διαλογισμοῦ διέκοψε ἡ σωτήρια Σιναϊτικὴ ἀποκάλυψη, ποὺ ὁ Θεὸς ἔθεσε πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν του: «Ἐγώ εἰμι ὁ Ὤν».. Στήν μετάνοιά του «προσευχόταν ὡς παράφρων, μὲ μεγάλο κλαυθμό, ποὺ συνέτριβε καὶ αὐτὰ τὰ ὀστᾶ του»[8]. Ἡ κραυγὴ τῆς προσευχῆς του ἔφθασε «τίς πηγὲς τῆς παγκοσμίας τραγωδίας».
Ὁ Γέροντας «ἀγάπησε φλογερὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Θεὸ Δημιουργὸ μας καὶ Θεὸ-Σωτήρα», καί, «ἀναπόφευκτα», σύμφωνα μέ τὰ ἴδια τὰ λόγια του, ζοῦσε δύο «ἐκ διαμέτρου ἀντίθετες, φαινομενικά, καταστάσεις: τὴν κάθοδο στόν ᾄδη (τῆς μετανοίας καὶ τῆς ἀγάπης) καὶ τὴν ἀνάβαση στούς οὐρανούς».
Ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του μέ ἄπειρη εὐγνωμοσύνη ἀναφερόταν στόν κατὰ Θεὸν Πατέρα του, τὸν ἅγιο Σιλουανό, τὸν ὁποῖο ὀνόμαζε «τὸ πιὸ σημαντικὸ γεγονὸς στό οἰκοδόμημα τῆς ζωῆς του»., τήν μεγαλύτερη εὐλογία, στίς εὐχὲς τοῦ ὁποίου ἀπέδιδε κάθε ἄνωθεν δωρεά. Θεωροῦσε ὡς σκοπὸ τῆς ζωῆς του καὶ τὸ «μεγαλύτερο ἔργο του» τήν διακονία τοῦ λόγου τοῦ Γέροντά του..
Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ζοῦσε ἀνάμεσά μας μὲ μεγάλη ἁπλότητα. Ἦταν ἐγκάρδιος καὶ στοργικός, ἀλλὰ στιγμὴ δέν μποροῦσες νά λησμονήσεις τήν χριστοειδὴ ἑτερότητα τῆς ψυχῆς του. Εἶχε ἄλλον νοῦ, ἄλλες αἰσθήσεις, ἄλλα νοήματα. Ἡ κάθε ἐπαφή μέ τὸ πρόσωπό του ἦταν ἄνοιγμα ζωῆς. Ὅταν ἄνοιγε τὸ στόμα του νόμιζες ὅτι ἅρπαζε λόγο ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸν κατέβαζε στήν γῆ. Μᾶλλον, σάρκωνε στήν ζωὴ του τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ὁ ἴδιος ἐξομολογεῖται: «Οἱ λόγοι Του, παρόμοιοι μέ φωτιά, μεταδόθηκαν στόν νοῦ καὶ τὴν καρδιά μου, καὶ ἔμαθα νά σκέπτομαι στήν δικὴ Του προοπτική, γιατὶ ὁ λόγος Του ἔγινε ζωή μου»..
Βεβαίως, ὅταν λέμε ὅτι ὁ Γέροντας ἦταν ἄνθρωπος τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, δέν ἐννοοῦμε ὅτι μιλοῦσε περὶ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὅτι ἦταν φορέας τῆς ζώσας ἐνεργείας τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ. Ὁ θεῖος λόγος κιθάριζε στήν καρδία του εἴτε ἀγρυπνοῦσε εἴτε κάθευδε. Ἦταν, δηλαδὴ, φορέας τοῦ λόγου πού γεννᾶται στήν καρδιά μέ τὴν προσευχή, καί πού, ὅταν ἐπισκεφθεῖ τὸν ἄνθρωπο, τὸν ἀναγεννᾶ, ἐνῶ ὅταν μεταδοθεῖ στόν πλησίον, τὸν πληροφορεῖ μέ Χάρη.. Τὸν ἀλλοιώνει, τὸν ἀνακαινίζει καὶ τοῦ ὑποδεικνύει τὸ μυστήριο τῶν ὁδῶν τῆς σωτηρίας.
Στήν παρουσία του γίναμε συχνὰ μάρτυρες θαυμάτων, ἐνίοτε συγκλονιστικῶν. Ὁ ἴδιος ὅμως οὔτε τὰ στόχευε οὔτε ἔδιδε σημασία σὲ αὐτά. Προσευχόταν γιά τοὺς ἀσθενεῖς, διότι συνέπασχε μέ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἐπιθυμοῦσε νά μειωθεῖ ὁ πόνος τους, ὡστόσο ἡ προσευχὴ του εἶχε ὡς κύριο στόχο τὴν καρδιά τοῦ πλησίον του. Γνώριζε ὅτι τὸ μεγαλειωδέστερο θαῦμα σὲ ὅλο τὸν κτιστὸ κόσμο εἶναι ἡ ἕνωση τῆς καρδίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ συνεχόταν νά διακονήσει τὴν ἕνωση τῆς πρόσκαιρης χοϊκῆς ὑπάρξεως μέ τὸ Φῶς τῆς αἰωνιότητας.
Τόνιζε τήν σημασία τῆς ἐπικλήσεως τοῦ Ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ γιά τὴν ὑπέρβαση τοῦ ἀδιεξόδου τῆς ἀνθρώπινης τραγωδίας καὶ γιά τήν γέννηση τοῦ ἀνθρώπου στήν αἰώνια Βασιλεία. Ὅπως ἐξομολογεῖται γιά τὸν ἑαυτὸ του: «Ὅταν ὁ πόνος τῆς καρδίας ἀγγίζει τὰ ὅρια τῆς φυσικῆς ἀντοχῆς, τότε ἡ ἐπίκληση τοῦ Ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ φέρνει τὴν εἰρήνη, ποὺ συγκρατεῖ τὸν ἀνθρωπο στήν ζωὴ». Ὁ ἴδιος βασάνιζε κάθε ἔργο καὶ κάθε λόγο μέ πύρινη προσευχή.
Ὕψιστη, ἐπίσης, σημασία ἔδιδε στήν Θεία Λειτουργία, ἡ τελέση τῆς ὁποίας τὸν συνεῖχε καὶ τὸν ἐνέπνεε. Ἔλεγε μάλιστα ὅτι στήν ἐποχή μας, ποὺ ἔχουν χαθεῖ οἱ συνθῆκες γιά τέλεια ἡσυχαστικὴ ζωή, ἐὰν τελοῦμε τήν Θεία Λειτουργία μέ προσοχή, μέ φόβο, μέ κατάλληλη προετοιμασία, φέρει στό ἐπίπεδο τοῦ πνεύματος τὰ ἴδια ἀποτελέσματα, τὸν ἴδιο ἁγιασμό, ὅπως καὶ ἡ νοερὰ προσευχή. Γι’ αὐτὸ καὶ μεριμνοῦσε νά μεταδώσει στούς μοναχούς του καὶ σὲ ὅσους ἐκζητοῦσαν τήν βοήθειά του τὴν ἀγάπη γιά τὸ Μυστήριο καὶ τήν γνώση μιᾶς βαθύτερης προσεγγίσεώς του.
Ὅπως ὁ Μωυσῆς θὰ ἤθελε νά δεῖ ὅλον τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ νά προφητεύει, ἔτσι καὶ ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ποθοῦσε νά μεταδώσει στούς γύρω του τὴν πνοὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν ἔμπνευση τοῦ καλλιτέχνη. Ἔλεγε μάλιστα ὅτι ὁ Χριστιανὸς στήν πνευματικὴ ζωὴ του πρέπει νά εἶναι καλλιτέχνης. Ὅπως οἱ καλλιτέχνες διακατέχονται ἀπὸ τὸ ἀντικείμενο τῆς τέχνης τους καὶ ἀγωνίζονται νά συλλάβουν τὴν τέλεια ἔκφραση τῆς ἐμπνεύσεώς τους, ἔτσι καὶ ὁ Χριστιανὸς θὰ ἔπρεπε νά κατέχεται ἀπὸ τὸν Χριστό, καὶ νά ἐργάζεται νά λαμπρύνει τήν σχέση του μαζί Του, νά τρέχει «ἵνα καταλάβῃ ἐφ’ ᾧ καὶ κατελείφθη».
Γιά κάποιους ὁ πλησίον καθίσταται ἐμπόδιο, γιά ἄλλους ἀκόμη καὶ κόλαση, γιά τοὺς ἁγίους Πατέρες μας ὅμως Σιλουανὸ καὶ Σωφρόνιο, ὁ ἀδελφὸς ἦταν «ἡ ζωή τους». Ὁ Θεὸς πλάτυνε τὴν καρδιά τους γιά νά περιπτυχθοῦν οὐρανὸ καὶ γῆ, ὅπως ὁ Χριστὸς ἐξέτεινε τὰ ἅγια χέρια Του στόν Σταυρὸ γιά νά ἀγκαλιάσει τοὺς πάντες.
Ὡς κατακλεῖδα παραθέτουμε τοὺς λόγους τοῦ ἰδίου τοῦ Ἁγίου:
«Ἔνας Ἅγιος εἶναι φαινόμενο ἐξαιρετικὰ πολύτιμο γιά ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα. Οἱ Ἅγιοι μέ τὸ γεγονὸς τῆς ὑπάρξεώς τους, ἡ ὁποία μπορεῖ νά εἶναι ἀφανὴς γιά τὸν κόσμο, ἀλλὰ φανερὴ στόν Θεό, φέρνουν στήν γῆ, σὲ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα, πλούσια τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ… Χάρη στούς ἀγνώστους στόν κόσμο Ἁγίους μεταβάλλεται ἡ ῥοὴ τῶν ἱστορικῶν ἀκόμη καὶ τῶν κοσμικῶν γεγονότων. Γι’ αὐτὸ κάθε Ἅγιος εἶναι φαινόμενο κοσμικοῦ χαρακτῆρα, ποὺ ἡ σπουδαιότητά του ξεπερνᾶ τὰ ὅρια τῆς ἐπίγειας ἱστορίας καὶ ἐπεκτείνεται στόν κόσμο τῆς αἰωνιότητας. Οἱ Ἅγιοι εἶναι τὸ ἁλάτι τῆς γῆς, ἡ ἔννοια τῆς ὑπάρξεώς της, ὁ καρπός, ποὺ γιά χάρη του καὶ αὐτὴ διατηρεῖται. Καὶ ὅταν ἡ γῆ σταματήσει νά γεννᾶ Ἁγίους, τότε θὰ ἀρθεῖ ἀπὸ αὐτὴν ἡ δύναμη πού συγκρατεῖ τὸν κόσμο ἀπὸ τὴν καταστροφὴ».
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Γέροντας θεωροῦσε ὡς δεῖγμα αὐθεντικῆς καὶ ἁγίας ζωῆς τὴν προσευχὴ ὑπὲρ ὅλου τοῦ κόσμου, κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, πεπλατυσμένος ἀπὸ τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, προσάγει στόν Θεὸ κάθε ψυχή πού ἦλθε στήν ὕπαρξη ἀπὸ καταβολῆς κόσμου καί πού μέλλει νά ἔλθει μέχρι συντελείας τοῦ αἰῶνος.
Ἕνα ἄλλο κριτήριο αὐθεντικῆς καὶ ἁγίας ζωῆς ἦταν γιά τὸν Γέροντα ἡ ἀγάπη καὶ ἡ προσευχὴ γιά τοὺς ἐχθρούς. Τέτοιο φαινόμενο μαρτυρεῖ γιά τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, χωρὶς τήν χάρη τοῦ Ὁποίου τέτοια ἀρετὴ δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει στόν κόσμο αὐτόν.
Μαρτυροῦσε ὁ ἅγιος Γέροντας ὅτι, ἡ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἐχθροὺς εἶναι σημεῖο τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ τῆς ἀληθείας τοῦ Θεοῦ, ποὺ καταξιώνει τὴν πρόσκαιρη ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸν εἰσάγει στήν ἀμάραντη ζωή πού βασιλεύει στούς κόλπους τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν.
Στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἀποκαλύφθηκαν ἀφ’ἑνός ὁ ἀπρόσιτος καὶ αἰώνιος Θεός, ἀφ’ ἑτέρου ὁ ἀληθινὸς ἄνθρωπος, ὅπως τὸν εἶχε συλλάβει πρὸ καταβολῆς κόσμου ὁ Θεὸς μέσα στούς κόλπους τῆς Ἁγίας Τριάδος κατὰ τήν θαυμαστήν καὶ προαιώνια βουλὴ Του. Στό Προσωπὸ Του βρῆκαν ἐκπλήρωση τὰ πάντα, διότι Αὐτὸς εἶναι «ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωὴ».
Κατ’ ἐπέκτασιν, ὡς μιμήματα τοῦ Χριστοῦ, ὅλοι οἱ Ἅγιοι εἶναι σημεῖα τοῦ Θεοῦ γιά τήν γενεά τους, ποὺ δίνουν λύση «οὐκ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» στά προβλήματα πού τὴν ἀπασχολοῦν, εἴτε φιλοσοφικὰ εἴτε ψυχολογικὰ εἴτε θεολογικά. Ζοῦν μὲ φυσικὸ τρόπο «ἀπὸ τήν μιά πλευρὰ τὴν τραγωδία τῆς ἀνθρωπότητας, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ»..
«Προσελεύσεται ἄνθρωπος καὶ καρδία βαθεῖα».. Ὁ λόγος γιά τοὺς... Ἁγίους εἶναι δύσκολος, διότι ὁ ἄνθρωπος πού ζεῖ ἀκόμη στά δεσμὰ τοῦ ὁρατοῦ κόσμου δέν μπορεῖ κάν νά φανταστεῖ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τοῦ ἁγίου χριστιανοῦ, τὴν ὀδύνη τῆς μετανοίας καὶ τῆς ἀγάπης του, τὴν ἀπειρότητα τὴν ὁποία διασχίζει σὰν ἀστραπὴ ἡ προσευχὴ του, τὴν ἐλευθερία τοῦ πνεύματός του.
Ἡ φυσικὴ ζωὴ τοῦ ἁγίου Σωφρονίου διήρκεσε σχεδὸν ἕνα αἰῶνα, ἡ πνευματικὴ του ζωὴ ὅμως εἶναι ἀνεξιχνίαστη. Ὅπως ὁ ἴδιος γράφει γιά τὸ ἐγχείρημά του νά σκιαγραφήσει τήν μορφή τοῦ δικοῦ του Γέροντα, τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ: «Ὅποιος ἐπιδόθηκε μέ καθαρή διάνοια στήν ἐντατικὴ παρατηρήση τῆς βαθείας καρδίας του, αὐτὸς καταλαβαίνει ὅτι εἶναι ἀδύνατον νά παρακολουθήσει τήν ῥοή τῆς ἰδίας του τῆς ζωῆς, ἔστω καὶ γιά ἕνα σύντομο χρονικὸ διάστημα. Αὐτὸς συνειδητοποιεῖ ὅτι εἶναι ἀδύνατον νά συλλάβει τὴν πορεία τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῆς καρδίας, τὸ βάθος τῆς ὁποίας ἔρχεται σὲ ἐπαφή μέ ἐκεῖνο τὸ Εἶναι, ὅπου δέν ὑπάρχουν πλέον πορεῖες. Καί, ὅμως, αὐτὸς ἀκριβῶς ὁ σκοπὸς τίθεται τώρα μπροστά μας: νά σκιαγραφήσουμε τὴν ἐσωτερικὴ πορεία τῆς ἀνόδου ἑνὸς μεγάλου ἀσκητοῦ»..
Ὡς ἐκ τούτου, δέν μποροῦμε νά μιλήσουμε γιά τὸν ἅγιο Σωφρόνιο, χωρὶς νά μειώσουμε τὸ μεγαλεῖο του. Ὡστόσο, ὁ ἴδιος, κατ’ ἐπιταγὴ τοῦ Πνεύματος καὶ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἐπιθυμία του νά ζεῖ «ἵνα μὴ φανῇ τοῖς ἀνθρώποις». μᾶς ἄφησε τίς γραφές του. Καὶ ὁ καλύτερος τρόπος γιά νά γνωρίσει κανεὶς τὸ πνευματικὸ πορτραῖτο τοῦ ἁγίου αὐτοῦ ἀνδρός, εἶναι ἡ ἀνάγνωση τῶν βιβλίων του. Κάθε παράγραφος εἶναι καρπὸς προσευχῆς καὶ ἐκεῖ βρίσκεται ὁλόκληρος ὁ Γέροντας.
Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος δέχθηκε τὴν ἀπερίγραπτη εὐλογία νά εὐφρανθεῖ στήν θέα τοῦ Ἀκτίστου Φωτὸς ἀπὸ βρεφικῆς ἡλικίας, συνάμα ὅμως ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς νεότητάς του αἰσθάνθηκε μέ μεγάλη σφοδρότητα τὸ παράλογο καὶ τὸ μάταιο τῆς πρόσκαιρης ζωῆς. Τήν διανοητική του περιπλάνηση στίς ἀλλότριες ὁδοὺς τοῦ ὑπερβατικοῦ διαλογισμοῦ διέκοψε ἡ σωτήρια Σιναϊτικὴ ἀποκάλυψη, ποὺ ὁ Θεὸς ἔθεσε πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν του: «Ἐγώ εἰμι ὁ Ὤν».. Στήν μετάνοιά του «προσευχόταν ὡς παράφρων, μὲ μεγάλο κλαυθμό, ποὺ συνέτριβε καὶ αὐτὰ τὰ ὀστᾶ του»[8]. Ἡ κραυγὴ τῆς προσευχῆς του ἔφθασε «τίς πηγὲς τῆς παγκοσμίας τραγωδίας».
Ὁ Γέροντας «ἀγάπησε φλογερὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Θεὸ Δημιουργὸ μας καὶ Θεὸ-Σωτήρα», καί, «ἀναπόφευκτα», σύμφωνα μέ τὰ ἴδια τὰ λόγια του, ζοῦσε δύο «ἐκ διαμέτρου ἀντίθετες, φαινομενικά, καταστάσεις: τὴν κάθοδο στόν ᾄδη (τῆς μετανοίας καὶ τῆς ἀγάπης) καὶ τὴν ἀνάβαση στούς οὐρανούς».
Ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του μέ ἄπειρη εὐγνωμοσύνη ἀναφερόταν στόν κατὰ Θεὸν Πατέρα του, τὸν ἅγιο Σιλουανό, τὸν ὁποῖο ὀνόμαζε «τὸ πιὸ σημαντικὸ γεγονὸς στό οἰκοδόμημα τῆς ζωῆς του»., τήν μεγαλύτερη εὐλογία, στίς εὐχὲς τοῦ ὁποίου ἀπέδιδε κάθε ἄνωθεν δωρεά. Θεωροῦσε ὡς σκοπὸ τῆς ζωῆς του καὶ τὸ «μεγαλύτερο ἔργο του» τήν διακονία τοῦ λόγου τοῦ Γέροντά του..
Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ζοῦσε ἀνάμεσά μας μὲ μεγάλη ἁπλότητα. Ἦταν ἐγκάρδιος καὶ στοργικός, ἀλλὰ στιγμὴ δέν μποροῦσες νά λησμονήσεις τήν χριστοειδὴ ἑτερότητα τῆς ψυχῆς του. Εἶχε ἄλλον νοῦ, ἄλλες αἰσθήσεις, ἄλλα νοήματα. Ἡ κάθε ἐπαφή μέ τὸ πρόσωπό του ἦταν ἄνοιγμα ζωῆς. Ὅταν ἄνοιγε τὸ στόμα του νόμιζες ὅτι ἅρπαζε λόγο ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸν κατέβαζε στήν γῆ. Μᾶλλον, σάρκωνε στήν ζωὴ του τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ὁ ἴδιος ἐξομολογεῖται: «Οἱ λόγοι Του, παρόμοιοι μέ φωτιά, μεταδόθηκαν στόν νοῦ καὶ τὴν καρδιά μου, καὶ ἔμαθα νά σκέπτομαι στήν δικὴ Του προοπτική, γιατὶ ὁ λόγος Του ἔγινε ζωή μου»..
Βεβαίως, ὅταν λέμε ὅτι ὁ Γέροντας ἦταν ἄνθρωπος τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, δέν ἐννοοῦμε ὅτι μιλοῦσε περὶ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὅτι ἦταν φορέας τῆς ζώσας ἐνεργείας τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ. Ὁ θεῖος λόγος κιθάριζε στήν καρδία του εἴτε ἀγρυπνοῦσε εἴτε κάθευδε. Ἦταν, δηλαδὴ, φορέας τοῦ λόγου πού γεννᾶται στήν καρδιά μέ τὴν προσευχή, καί πού, ὅταν ἐπισκεφθεῖ τὸν ἄνθρωπο, τὸν ἀναγεννᾶ, ἐνῶ ὅταν μεταδοθεῖ στόν πλησίον, τὸν πληροφορεῖ μέ Χάρη.. Τὸν ἀλλοιώνει, τὸν ἀνακαινίζει καὶ τοῦ ὑποδεικνύει τὸ μυστήριο τῶν ὁδῶν τῆς σωτηρίας.
Στήν παρουσία του γίναμε συχνὰ μάρτυρες θαυμάτων, ἐνίοτε συγκλονιστικῶν. Ὁ ἴδιος ὅμως οὔτε τὰ στόχευε οὔτε ἔδιδε σημασία σὲ αὐτά. Προσευχόταν γιά τοὺς ἀσθενεῖς, διότι συνέπασχε μέ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἐπιθυμοῦσε νά μειωθεῖ ὁ πόνος τους, ὡστόσο ἡ προσευχὴ του εἶχε ὡς κύριο στόχο τὴν καρδιά τοῦ πλησίον του. Γνώριζε ὅτι τὸ μεγαλειωδέστερο θαῦμα σὲ ὅλο τὸν κτιστὸ κόσμο εἶναι ἡ ἕνωση τῆς καρδίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ συνεχόταν νά διακονήσει τὴν ἕνωση τῆς πρόσκαιρης χοϊκῆς ὑπάρξεως μέ τὸ Φῶς τῆς αἰωνιότητας.
Τόνιζε τήν σημασία τῆς ἐπικλήσεως τοῦ Ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ γιά τὴν ὑπέρβαση τοῦ ἀδιεξόδου τῆς ἀνθρώπινης τραγωδίας καὶ γιά τήν γέννηση τοῦ ἀνθρώπου στήν αἰώνια Βασιλεία. Ὅπως ἐξομολογεῖται γιά τὸν ἑαυτὸ του: «Ὅταν ὁ πόνος τῆς καρδίας ἀγγίζει τὰ ὅρια τῆς φυσικῆς ἀντοχῆς, τότε ἡ ἐπίκληση τοῦ Ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ φέρνει τὴν εἰρήνη, ποὺ συγκρατεῖ τὸν ἀνθρωπο στήν ζωὴ». Ὁ ἴδιος βασάνιζε κάθε ἔργο καὶ κάθε λόγο μέ πύρινη προσευχή.
Ὕψιστη, ἐπίσης, σημασία ἔδιδε στήν Θεία Λειτουργία, ἡ τελέση τῆς ὁποίας τὸν συνεῖχε καὶ τὸν ἐνέπνεε. Ἔλεγε μάλιστα ὅτι στήν ἐποχή μας, ποὺ ἔχουν χαθεῖ οἱ συνθῆκες γιά τέλεια ἡσυχαστικὴ ζωή, ἐὰν τελοῦμε τήν Θεία Λειτουργία μέ προσοχή, μέ φόβο, μέ κατάλληλη προετοιμασία, φέρει στό ἐπίπεδο τοῦ πνεύματος τὰ ἴδια ἀποτελέσματα, τὸν ἴδιο ἁγιασμό, ὅπως καὶ ἡ νοερὰ προσευχή. Γι’ αὐτὸ καὶ μεριμνοῦσε νά μεταδώσει στούς μοναχούς του καὶ σὲ ὅσους ἐκζητοῦσαν τήν βοήθειά του τὴν ἀγάπη γιά τὸ Μυστήριο καὶ τήν γνώση μιᾶς βαθύτερης προσεγγίσεώς του.
Ὅπως ὁ Μωυσῆς θὰ ἤθελε νά δεῖ ὅλον τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ νά προφητεύει, ἔτσι καὶ ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ποθοῦσε νά μεταδώσει στούς γύρω του τὴν πνοὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν ἔμπνευση τοῦ καλλιτέχνη. Ἔλεγε μάλιστα ὅτι ὁ Χριστιανὸς στήν πνευματικὴ ζωὴ του πρέπει νά εἶναι καλλιτέχνης. Ὅπως οἱ καλλιτέχνες διακατέχονται ἀπὸ τὸ ἀντικείμενο τῆς τέχνης τους καὶ ἀγωνίζονται νά συλλάβουν τὴν τέλεια ἔκφραση τῆς ἐμπνεύσεώς τους, ἔτσι καὶ ὁ Χριστιανὸς θὰ ἔπρεπε νά κατέχεται ἀπὸ τὸν Χριστό, καὶ νά ἐργάζεται νά λαμπρύνει τήν σχέση του μαζί Του, νά τρέχει «ἵνα καταλάβῃ ἐφ’ ᾧ καὶ κατελείφθη».
Γιά κάποιους ὁ πλησίον καθίσταται ἐμπόδιο, γιά ἄλλους ἀκόμη καὶ κόλαση, γιά τοὺς ἁγίους Πατέρες μας ὅμως Σιλουανὸ καὶ Σωφρόνιο, ὁ ἀδελφὸς ἦταν «ἡ ζωή τους». Ὁ Θεὸς πλάτυνε τὴν καρδιά τους γιά νά περιπτυχθοῦν οὐρανὸ καὶ γῆ, ὅπως ὁ Χριστὸς ἐξέτεινε τὰ ἅγια χέρια Του στόν Σταυρὸ γιά νά ἀγκαλιάσει τοὺς πάντες.
Ὡς κατακλεῖδα παραθέτουμε τοὺς λόγους τοῦ ἰδίου τοῦ Ἁγίου:
«Ἔνας Ἅγιος εἶναι φαινόμενο ἐξαιρετικὰ πολύτιμο γιά ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα. Οἱ Ἅγιοι μέ τὸ γεγονὸς τῆς ὑπάρξεώς τους, ἡ ὁποία μπορεῖ νά εἶναι ἀφανὴς γιά τὸν κόσμο, ἀλλὰ φανερὴ στόν Θεό, φέρνουν στήν γῆ, σὲ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα, πλούσια τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ… Χάρη στούς ἀγνώστους στόν κόσμο Ἁγίους μεταβάλλεται ἡ ῥοὴ τῶν ἱστορικῶν ἀκόμη καὶ τῶν κοσμικῶν γεγονότων. Γι’ αὐτὸ κάθε Ἅγιος εἶναι φαινόμενο κοσμικοῦ χαρακτῆρα, ποὺ ἡ σπουδαιότητά του ξεπερνᾶ τὰ ὅρια τῆς ἐπίγειας ἱστορίας καὶ ἐπεκτείνεται στόν κόσμο τῆς αἰωνιότητας. Οἱ Ἅγιοι εἶναι τὸ ἁλάτι τῆς γῆς, ἡ ἔννοια τῆς ὑπάρξεώς της, ὁ καρπός, ποὺ γιά χάρη του καὶ αὐτὴ διατηρεῖται. Καὶ ὅταν ἡ γῆ σταματήσει νά γεννᾶ Ἁγίους, τότε θὰ ἀρθεῖ ἀπὸ αὐτὴν ἡ δύναμη πού συγκρατεῖ τὸν κόσμο ἀπὸ τὴν καταστροφὴ».
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Γέροντας θεωροῦσε ὡς δεῖγμα αὐθεντικῆς καὶ ἁγίας ζωῆς τὴν προσευχὴ ὑπὲρ ὅλου τοῦ κόσμου, κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, πεπλατυσμένος ἀπὸ τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, προσάγει στόν Θεὸ κάθε ψυχή πού ἦλθε στήν ὕπαρξη ἀπὸ καταβολῆς κόσμου καί πού μέλλει νά ἔλθει μέχρι συντελείας τοῦ αἰῶνος.
Ἕνα ἄλλο κριτήριο αὐθεντικῆς καὶ ἁγίας ζωῆς ἦταν γιά τὸν Γέροντα ἡ ἀγάπη καὶ ἡ προσευχὴ γιά τοὺς ἐχθρούς. Τέτοιο φαινόμενο μαρτυρεῖ γιά τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, χωρὶς τήν χάρη τοῦ Ὁποίου τέτοια ἀρετὴ δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει στόν κόσμο αὐτόν.
Μαρτυροῦσε ὁ ἅγιος Γέροντας ὅτι, ἡ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἐχθροὺς εἶναι σημεῖο τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ τῆς ἀληθείας τοῦ Θεοῦ, ποὺ καταξιώνει τὴν πρόσκαιρη ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸν εἰσάγει στήν ἀμάραντη ζωή πού βασιλεύει στούς κόλπους τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν.
Ἀρχιμ. Ζαχαρίας Ζάχαρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου