27 Ιαν 2024

Ἀνακομιδή Ἱερῶν Λειψάνων τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως (27 Ἰανουαρίου †)

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος ἐκοιμήθη ἀπό ἐξάντληση στίς 14 Σεπτεμβρίου τοῦ 407 μ.Χ. κατά τή διάρκεια τῆς τρίτης του ἐξορίας ἀπό τήν αὐτοκράτειρα Εὐδοξία καί τάφηκε στά Κόμανα τοῦ Πόντου.
Τό σεπτό λείψανό του περίμενε ἐπί τριάντα ἔτη, θαμμένο στόν τόπο τῆς ἐξορίας καί τοῦ μαρτυρίου του.
Ὅταν ὅμως τό 434 μ.Χ. πατριάρχης ἐξελέγη ὁ μαθητής του Ἅγιος Πρόκλος , παρεκάλεσε τόν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο νά ἐνεργήσει τά δέοντα, ὥστε τό λείψανο τοῦ μεγάλου αὐτοῦ πατέρα τῆς...Ἐκκλησίας νά ἐπιστρέψει στήν Κωνσταντινούπολη.

Καί πράγματι, τέσσερα χρόνια ἀργότερα, στίς 27 Ἰανουαρίου τοῦ 438 μ.Χ. ἔγινε ἡ Ἀνακομιδή τῶν Ἰεωρῶν Λειψάνων τοῦ Ἁγίου.

Φθάνοντας οἱ ἀπεσταλμένοι στά Κόμανα, ρώτησαν τούς ἐγχώριους νά δείξουν σ' αὐτούς τόν τάφο, γιά πάρουν τό λείψανο.

Οἱ δέ πικράθηκαν ὑπέρμετρα, διότι θά στεροῦνταν τέτοιου θησαυροῦ ἀτίμητου, ὅμως δέν τόλμησαν νά ἐναντιωθοῦν στό βασιλικό πρόσταγμα, ἀλλ' ἔφεραν αὐτούς στόν τάφο τοῦ μάκαρος καί καθώς σήκωσαν τόν λίθο νά ἐκβάλουν ἔξω τό λείψανο, ἔμεινε ἀκίνητο, ὦ τοῦ θαύματος!

Καί δέν μποροῦσαν τόσοι ἄνδρες νά τό σαλεύσουν όλοτελώς. Γι' αὐτό ἐπέστρεψαν οἱ ἀποσταλέντες στά βασίλεια ἄπρακτοι, κηρύττοντες σ' ὅλη τήν πόλη τό θαυμάσιο τοῦτο, ὅτι δηλαδή ὁ Ἅγιος δέν ἔδωκε τόν ἑαυτό του, ἀλλ' ἔμεινε ἀκίνητος (τοῦτο δέ τό ἔκαμε, διότι μέ αὐθεντία καί ὑπερηφάνεια ἤθελε νά πάρει τό λείψανό του ὁ βασιλεύς, τόν ὁποῖο θέλησε νά διδάξει ὁ Ἅγιος ταπεινοφροσύνη καί μετριότητα).

Τούτου χάριν παρεκάλεσε τόν Ἅγιο ὁ βασιλεύς ἀποστέλλοντας σ' αὐτόν ἐπιστολή πού περιεῖχε αὐτά:

«Ἐπιστολὴ τοῦ βασιλέως Θεοδοσίου.

Εἰς τὸν οἰκουμενικὸν Πατριάρχην καὶ Διδάσκαλον καὶ πνευματικὸν Πατέρα Ἰωάννην τὸν Χρυσόστομον, τὴν προσκύνησιν προσφέρω ἐγὼ ὁ βασιλεὺς Θεοδόσιος. Ἡμεῖς, Πάτερ τίμιε, νομίζοντες, πῶς εἶναι τὸ σῶμά σου νεκρόν, καθὼς εἶναι καὶ τὰ ἄλλα σώματα τῶν ἀποθανόντων, ἠθελήσαμεν νά μεταφέρωμεν αὐτὸ ἁπλῶς εἰς ἡμᾶς. Διὰ τοῦτο καὶ τοῦ ποθουμένου δικαίως ὑστερήθημεν. Ἀλλὰ σύ, Πάτερ τιμιώτατε, συγχώρησον εἰς ἡμᾶς, ὀποῦ μετανοοῦμεν. Σὺ γὰρ ἐδίδαξες εἰς ὅλους τὴν μετάνοιαν. Καὶ δὸς τὸν ἑαυτόν σου, ὣς πατὴρ φιλοπαῖς, εἰς ἡμᾶς τοὺς φιλοπάτορας ὑἱούς σου, καὶ τοὺς σὲ ποθοῦντας εὔφρανον διὰ τῆς παρουσίας σου».

Αὐτή τήν ἐπιστολή τοῦ αὐτοκράτορα τήν πῆγαν στόν Ἅγιο καί τήν τοποθέτησαν πάνω στήν λάρνακά του. Τότε ὁ Ἅγιος ἔδωσε τόν ἑαυτό του στούς ἀπεσταλμένους τοῦ αὐτοκράτορα καί ἔτσι αὐτοί μετέφεραν τήν λάρνακα πού περιεῖχε τό ἅγιο λείψανο στήν Κωνσταντινούπολη, χωρίς νά κοπιάσουν καθόλου.

Λαβόντες λοιπόν οἱ ἀπεσταλμένοι τήν ἐπιστολή αὐτή καί φθάνοντας στόν τόπο, τέλεσαν καθώς ὁ βασιλεύς τους πρόσταξε καί βλέπουν πάλι ἄλλο θαυμάσιο, δηλαδή φῶς ἄρρητο μέ πολλή λαμπηδόνα ἀπό τοῦ τάφου ἀναπήδησαν, εὐωδία ἀνείκαστη ἐξῆλθε τοῦ τάφου καί δέν φαινόταν ὡς νεκρός ὁ Ἅγιος, ἀλλά φαιδρός στήν ὄψη γεμᾶτος ἀμβροσίας καί νέκταρος.

Ὅταν λοιπόν ἐπέμφθη ἡ ἐπιστολή αὐτή καί ἐτέθη ἐπί τοῦ στήθους τοῦ Ἁγίου, ἔδωκε τόν ἑαυτό του ὁ θεῖος Πατήρ, διότι ἡ θήκη πού περιεῖχε τό ἅγιο λείψανο εὐκόλως καί χωρίς κόπο φερόταν ἀνεμποδίστως. Τότε ἔγιναν καί πολλά θαυμάσια σέ ὅσους μετά πίστεως τόν ἀσπάσθηκαν.

Ἐξόχως δέ ἦταν ἕνας χωλός στό μέσον τοῦ πλήθους καί μέ πολύ κόπο ἔκαμε τρόπο καί ἄγγιξε στούς πόδας του το τοῦ Ἁγίου ἱμάτιο καί εὐθύς ἰάθη.

Θέτοντες λοιπόν τό ἱερό λείψανο σέ χρυσοκόλλητη λάρνακα καί βαστάζοντας αὐτήν, ἐκίνησαν τήν ὁδοιπορία πρόθυμοι μέ ψαλμωδία πολλή, μέ λαμπάδες καί θυμιάματα καί σέ ὅσες πόλεις καί χῶρες ὑποδέχονταν τόν Ἅγιο, ἁγιαζόντουσαν.

Ὅταν δέ πλησίασαν στήν Χαλκηδόνα καί τό ἄκουσαν στήν βασιλεύουσα, ἔδραμαν ὅλοι νέοι καί γέροντες μέ πόθο πολύ νά τό προϋπαντήσουν, ὡς ἔπρεπε, καί γέμισε πλοῖα ὅλη ἡ θάλασσα, ἡ ὁποία φαινόταν σάν γῆ στερεά.

Ὅταν ἔφθασε τό ἅγιο λείψανο ἀντίπερα τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐξῆλθε ὁ Πατριάρχης μετά τοῦ βασιλέως καί ὅλη ἡ Σύγκλητος γιά νά προϋπαντήσουν τόν Ἅγιο.

Τήν θήκη δέ τήν ἔχουσα τό ἅγιο λείψανο ἔβαλαν σέ πλοῖο βασιλικό. Γενομένης δέ τρικυμίας, τά μέν ἄλλα πλοῖα διεσκορπίσθησαν σέ ἕνα καί ἄλλο μέρος, τό δέ πλοῖο τό περιέχον τό ἅγιο λείψανο ἐξῆλθε στόν ἀγρό τῆς Καλλιτρόπης χήρας, τήν ὁποία ἡ Εὐδοξία ἀδίκησε, ὅπως προείπαμε, καί τότε πάλιν ἔγινε στήν θάλασσα γαλήνη.

Ὅταν δέ ἔφθασαν στόν ὁρισμένο τόπο ἐκεῖνοι, πού βάσταζαν τό τίμιο λείψανο, εἶδαν ὅτι ἔκλινε πάλι θαυμασίως πρός τό ἕν μέρος ἀφ' ἑαυτοῦ του, ἐκεῖνο τό ηὐτρεπισμένο καί ἑτοιμασμένο γιά τόν Ἅγιο κουβούκλιο καί προσκαλοῦσε μέ σχῆμα τό λείψανο.
Μέγας εἰ,εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου!

Ὅταν ἔβαλαν στό πλοῖο ἐκεῖνο τό τίμιο λείψανο, ὁ μέν βασιλεύς εἶχε πόθο νά ὑπάγει στά βασίλεια, ἀλλ' ὡς φαίνεται δέν ἤθελε ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος, γι' αὐτό κατέβηκε τό ρεῦμα τῆς θαλάσσης τοῦ Ἑλλησπόντου δυνατό.

Πρῶτα λοιπόν ἐφέρθη τό ἅγιο λείψανο στόν Ναό τοῦ Ἀποστόλου Θωμᾶ, τόν ὀνομαζόμενο τοῦ Ἀμαντίου, ὅπου ὁ βασιλεύς ἦταν παρών καί σκέπαζε μέ τήν βασιλική του χλαμύδα τήν θεία σορό τοῦ λειψάνου καί μαζί παρεκάλει τόν Ἅγιο νά παύσει τόν κλονισμό τοῦ τάφου τῆς μητρός του, ὁ ὁποῖος ἔτρεμε ἤδη τριάντα τρία ἔτη' καί δή ἐπέτυχε τῆς αἰτήσεως διότι στάθηκε, παραδόξως, ὁ κινούμενος τάφος ἐκείνης.

Μετά ἀπό αὐτά ἐκομίσθη τό ἅγιο λείψανο στό Ναό τῆς Ἁγίας Εἴρήνης. Ἐκεῖ, ἔβαλαν τό ἅγιο λείψανο ἐπάνω στό ἱερό Σύνθρονο καί ἐβόησαν ἅπαντες: «Ἀπόλαβε τόν θρόνο σου, Ἅγιε».

Ὕστερα ἀπέθεσαν τήν θήκη τοῦ λειψάνου ἐπί τῆς βασιλικῆς ἁμάξης καί ἔφεραν αὐτό στόν Ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.

Ἐκεῖ ἔβαλαν τό ἅγιο λείψανο ἐπάνω στήν ἱερά καθέδρα καί, ὦ τοῦ θαύματος!

Ἐπεφώνησε στό λαό το «Εἰρήνη πᾶσι καί τή Εὐδοξία συγχώρησις». Καί ὕστερα ἐτέθη ὑποκάτω στήν γῆ ὅπου καί τώρα εὑρίσκεται.

Ὀταν δέ ἡ ἱερά λειτουργία ἐτελεῖτο, θαύματα μεγάλα γινόντουσαν, δοξάζοντας ὁ Θεός μέ αὐτόν τόν τρόπο τους δοξάζοντες Αὐτόν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.