21 Μαΐ 2021

Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ὁ Ἰσαπόστολος καὶ πρῶτος Χριστιανὸς Αὐτοκράτορας τῆς οἰκουμένης!

Γράφει ὁ Κωνσταντῖνος Χασόγιας, πτυχιοῦχος Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ε.Κ.Π.Α.
Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ὑπῆρξε ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικότερα ὅσο καὶ τὰ πιὸ ἀμφιλεγόμενα πρόσωπα τῆς παγκόσμιας Ἱστορίας.
Ἦταν ὁ αὐτοκράτορας ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔγραψε ἁπλῶς Ἱστορία, ἀλλὰ ποὺ ἄλλαξε ἄρδην τὸν ροῦ τῆς Ἱστορίας ἀφοῦ ὡς Pontifex Maximus τῆς Ἐθνικῆς θρησκείας –ἀξίωμα ποὺ δινόταν σὲ κάθε αὐτοκράτορα ἕως καὶ τὸν Θεοδόσιο τὸν Μέγα– ἀναγνώρισε οὐσιαστικὰ ὡς κυρίαρχη θρησκεία τῆς Αὐτοκρατορίας τὸν μέχρι τότε διωκόμενο σκληρὰ Χριστιανισμό, ἐνῶ μὲ τὸ Ἔδικτο τῶν Μεδιολάνων κήρυξε τὴν Ἀνεξιθρησκία, μία πράξη ποὺ ἦταν πολὺ προοδευτικὴ ἕως κι ἀπίστευτη γιὰ... τὴν ἐποχή του.

Ὁ Imperator Caesar Flavius Valerius Constantinus Augustus[1], ὅπως ἦταν τὸ πλῆρες ὄνομά του, ἄλλαξε ριζικὰ ἕναν ὁλόκληρο κόσμο ποὺ πλέον δὲν τὸν ἱκανοποιοῦσαν οἱ Ἐθνικὲς θρησκεῖες καὶ οἱ Μυστηριακὲς λατρεῖες –εἴτε εὐρωπαϊκές, εἴτε εἰσαγόμενες ἀπὸ τὴν Ἀσία– καὶ ποὺ ζοῦσε σὲ μία παρατεταμένη ἐποχὴ ἀγωνίας[2] ἡ ὁποία ἂν δὲν τελείωνε θὰ κατέστρεφε τὴν Αὐτοκρατορία.

Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ὄχι μόνον ἔπαυσε τοὺς διωγμοὺς ἀλλὰ προήδρευσε ὁ ἴδιος τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ποὺ συνεκλήθη γιὰ νὰ λύσει δογματικὰ θέματα πίστεως τῆς Ἐκκλησίας.[3]

Ἀξίζει νὰ ἀναφέρουμε ὅτι οἱ Ἀποστολικοὶ Πατέρες[4] θεωροῦσαν ὡς κάτι τὸ ἀπίθανο ὅτι θὰ μποροῦσε κάποια ἡμέρα νὰ ὑπάρξει Χριστιανὸς αὐτοκράτορας στὸν Θρόνο τῆς Ρώμης. Ὅμως ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ διδάσκει ὅτι «τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν» (Λκ. 18, 27) κι ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος τὸ ἐπαλήθευσε.

Γεννημένος στὴν Ναϊσὸ τῆς Μοισίας, τὴν 22α Φεβρουαρίου τοῦ 280 μ.Χ., Ἰλλυριὸς στὴν καταγωγή, ἦταν υἱὸς τοῦ Καίσαρα Κωνσταντίου Α' τοῦ Χλωροῦ καὶ τῆς Ἑλένης, θυγατέρας πανδοχέως ἀπὸ τὴν Μικρὰ Ἀσία ἡ ὁποία εἶχε ἀσπασθεῖ ἤδη τὸν Χριστιανισμό.

Ἡ πίστη τῆς μητέρας του ἔμελλε νὰ παίξει σημαντικὸ ρόλο στὴν διαμόρφωση τῆς προσωπικότητάς του, καθὼς καὶ στὶς ἀποφάσεις ποὺ θὰ ἐλάμβανε ὡς Αὐτοκράτορας.

Τὸ ἔτος 305 μ.Χ. οἱ Αὔγουστοι Διοκλητιανὸς καὶ Μαξιμιανὸς παραιτήθηκαν καὶ τὶς θέσεις τους κατέλαβαν οἱ Κωνστάντιος καὶ Γαλέριος ἀντιστοίχως.

Ὁ Κωνστάντιος κάλεσε τότε τὸν υἱό του στὴν Γαλατία καὶ μετὰ τὸν θάνατό του στὸ Evoracum (Ἐβόρακον), σημερινὴ Ὑόρκη τῆς Μεγάλης Βρετανίας, ὁ στρατὸς ἀνεκήρυξε τὸν Κωνσταντῖνο ὡς Αὐτοκράτορα στὶς 25 Ἰουλίου 306.

Μετὰ ἀπὸ λίγους μῆνες, στὴν Ρώμη ὁ Μαξέντιος, υἱὸς τοῦ Μαξιμιανοῦ, ἀνακηρύχθηκε ἐπίσης Αὐτοκράτορας, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ πατέρα του, στὶς 28 Ὀκτωβρίου 306. Αὐτὸς θὰ ἦταν καὶ ὁ καθοριστικὸς ἀντίπαλος ποὺ ἔμελλε νὰ νικήσει ὁ Κωνσταντῖνος προκειμένου νὰ ἑδραιώσει τὴν ἀπόλυτη ἐξουσία του.

Τὴν ἄνοιξη τοῦ ἔτους 312 μ.Χ. ὁ Κωνσταντῖνος, ἄρχισε τὸν πόλεμο κατὰ τοῦ Μαξεντίου, τὸν ὁποῖο καὶ νίκησε στὴν μάχη τῆς Μιλβίας γέφυρας. Ἄρρηκτα συνδεδεμένο μὲ τὴν μάχη καὶ τὸν θρίαμβό του στὴν γέφυρα Μιλβία εἶναι τὸ περίφημο ὅραμα τοῦ Κωνσταντίνου.

Ὅπως εἶπε ὁ ἴδιος, τὴν παραμονὴ τῆς μεγάλης σύγκρουσης, εἶδε σὲ ἐνύπνιο τὸ φωτεινὸ σταυρό, ποὺ σχηματιζόταν μὲ τὰ ἑλληνικὰ γράμματα Χ-Ρ, μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «Ἐν τούτῳ νίκᾳ». Ὁ βιογράφος του, Εὐσέβιος Καισαρείας, παρατηρεῖ μόνο ὅτι ξεκινώντας ὁ Κωνσταντῖνος νὰ σώσει τὴν Ρώμη, «προσευχήθηκε στὸν Θεὸ τοῦ οὐρανοῦ καὶ γιὰ τὸν Λόγο του, τὸν Ἰησοῦ Χριστό».[5]

Εἰκοσιπέντε χρόνια ἀργότερα, ἕνα ἄλλο ἔργο ποὺ ἀποδίδεται στὸν Εὐσέβιο «Τὰ εἰς βίον Κωνσταντίνου»[6] περιγράφει μὲ ἰδιαίτερη ἔμφαση τὸ γεγονὸς ὡς ἀληθινὸ ὅραμα, τὸ ὁποῖο ἐμφανίστηκε στὸ μεσημεριάτικο οὐρανὸ καὶ τὸ εἶδαν καὶ οἱ στρατιῶτες.

Μάλιστα συνεχίζει τὴν ἀφήγησή του λέγοντας ὅτι τὸ ἄλλο βράδυ, στὴν συνέχεια τοῦ θείου ὁράματος, ἐμφανίστηκε ὁ Χριστὸς στὸν Κωνσταντῖνο σὲ ἐνύπνιον, ποὺ τότε θεωρεῖτο θεϊκὴ ἐπιφάνεια, καὶ τὸν πρόσταξε νὰ χαράξει τὸ «Χριστόγραμμα» καὶ τὴν ἐπιγραφὴ «Ἐν Τούτῳ Νίκᾳ» στὶς ἀσπίδες τῶν στρατιωτῶν του καὶ νὰ τὰ ἀποτυπώσει στὰ λάβαρά του ὡς «ἀλέξημα», δηλαδὴ ὡς σύμβολο ἀποτροπῆς τοῦ κακοῦ, γιὰ τὴν προστασία τους.

Τὸ δὲ τὸ κράνος τοῦ Κωνσταντίνου μὲ χαραγμένο πάνω του τὸ «Χριστόγραμμα» ἔχει σωθεῖ ἕως τὶς ἡμέρες μας. Σὲ κάθε περίπτωση τὸ γεγονὸς εἶναι ὅτι μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Σταυροῦ στὸ λάβαρό του ἄρχισε νὰ πετυχαίνει τὴν μία νίκη μετὰ τὴν ἄλλη.[7]

ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΩΝ ΜΕΔΙΟΛΑΝΩΝ

Μετὰ τὶς περιφανεῖς νίκες του, ἡ Σύγκλητος τῆς Ρώμης, ἀπένειμε στὸν Κωνσταντῖνο τὸν τίτλο τοῦ πρώτου Αὐγούστου.

Ὅμως ἐκεῖνος δὲν εἶχε σκοπὸ νὰ σταματήσει στὴν Ρώμη, οὔτε νὰ ἐπαναπαυθεῖ στὶς δάφνες του, ἀφήνοντας στὴν μέση τὴν πορεία ποὺ εἶχε ξεκινήσει.

Ἦταν πεπεισμένος ὅτι ἐκτελοῦσε ἕνα θεϊκὸ σχέδιο καὶ ἡ ἱστορική του πορεία τὸ ἀποδεικνύει. Τὸ ἔτος 313 μ.Χ. συνέβη ἕνα κοσμοϊστορικὸ γεγονός.

Ὁ Κωνσταντῖνος συναντήθηκε μαζὶ μὲ τὸ Λικίνιο καὶ ἀποφασίσθηκε τὸ λεγόμενο: «ἔδικτον τοῦ Μεδιολάνου», δηλαδὴ τὸ Διάταγμα ποὺ συνυπεγράφη μεταξύ τους στὴν σημερινὴ πόλη τοῦ Μιλάνο καὶ σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο θὰ σταματοῦσαν οἱ διωγμοὶ ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν.

Πιὸ συγκεκριμένα, σύμφωνα μὲ τὶς ἀποφάσεις τῶν Μεδιολάνων, κατοχυρώθηκε ἡ ἀνεξιθρησκία καὶ ἡ θρησκευτικὴ ἐλευθερία ὅλων τῶν ὑπηκόων τῆς Αὐτοκρατορίας, ἐνῶ ἔγινε εἰδικὴ ἀναφορὰ στὴν Ἐκκλησία. Ἀναφορὰ ἡ ὁποία καθιστοῦσε τὸν Χριστιανισμὸ θρησκεία ἐπιτρεπτὴ καὶ νόμιμη γιὰ τοὺς Ρωμαίους πολίτες.

Κατὰ συνέπεια οἱ Χριστιανοὶ μποροῦσαν ἐλεύθεροι νὰ ἀσκήσουν τὰ θρησκευτικά τους καθήκοντα καὶ νὰ ἀναγείρουν τοὺς λατρευτικούς τους οἴκους.

Ὅμως ὁ Χριστιανισμὸς δὲν ἀναγνωριζόταν ὡς ἐπίσημη καὶ προστατευόμενη θρησκεία τῆς Αὐτοκρατορίας, ἂν κι ὁ Αὐτοκράτορας δήλωνε μὲ κάθε τρόπο τὴν προτίμησή του πρὸς τὴν Ἐκκλησία.

Τελικά, στὴν μάχη τῆς Ἀδριανούπολης τὴν 3η Ἰουλίου 323 μ.Χ., ὁ Κωνσταντῖνος νίκησε καὶ τὸν Λικίνιο καὶ κατέστη πλέον ὁ ἴδιος μονοκράτορας μίας ἀπέραντης Αὐτοκρατορίας, ποὺ ξεκινοῦσε ἀπὸ τὴν Ἀσία κι ἔφθινε μέχρι τὶς βρετανικὲς νήσους.

Η Α' ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ.

Ἡ ζωὴ τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, ταλανίσθηκε σκληρὰ ἀπὸ τὶς διάφορες αἱρετικὲς διδασκαλίες. Μεταξὺ αὐτῶν ἦταν καὶ ὁ «Ἀρειανισμός», οἱ δοξασίες τοῦ Ἀρείου, ἑνὸς χαρισματικοῦ ἀνθρώπου ποὺ ζοῦσε καὶ δροῦσε στὴν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου.

Ὁ Ἄρειος δίδασκε ὅτι ὁ Λόγος, (τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος) «εἶναι κτίσμα ἐν χρόνῳ» καὶ ὅτι «ὁ Υἱὸς προσέλαβε μόνο Σῶμα, χωρὶς ψυχή».

Ἐπρόκειτο γιὰ μία διδασκαλία ποὺ ἐρχόταν σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὰ διδάγματα τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, σύμφωνα μὲ τὰ ὁποία ὁ Χριστὸς εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος καὶ χωρὶς ἁμαρτίες.[8] Ἀντίπαλος τοῦ Ἀρείου ἦταν ὁ γηραιὸς ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος, ἀλλὰ οὐσιαστικὰ ἐκεῖνος ποὺ τὸν ἀντιμετώπιζε ἦταν ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ποὺ τότε ἦταν ἀκόμα Ἀρχιδιάκονος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξάνδρειας.

Τὴν 20η Μαΐου τοῦ 325 μ.Χ. ὁ Κωνσταντῖνος παρευρέθηκε στὴν ἔναρξη τῆς Α' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, στὴν Νίκαια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, καὶ προήδρευσε τιμητικὰ στὶς ἐργασίες της, ὥσπου, τελικά, καταδικάσθηκε ὁ Ἄρειος καὶ οἱ δοξασίες του ἀπὸ τοὺς 318 Πατέρες- Ἐπισκόπους τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ Κωνσταντῖνος ἀπὸ τὸν Ἰούλιο ἕως τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 326 παρέμεινε στὴν Ρώμη. Ἐκεῖ ἀποφάσισε μετὰ ἀπὸ παρέμβαση μηχανορράφων, τὸν θάνατο τοῦ πρώτου του υἱοῦ Κρίσπου. Μετὰ τὴν ἀποκάλυψη τῆς ἀθωότητας τοῦ Κρίσπου ἀπὸ τὴν μητέρα του Ἑλένη, ὁ Κωνσταντῖνος διέταξε τὸν θάνατο τῆς συζύγου του Φαύστας ποὺ ἦταν ὑπεύθυνη γιὰ τὴν ἐξόντωση τοῦ πρωτότοκου υἱοῦ του.

Η ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ.

Τὴν 26η Νοεμβρίου 326 ὁ Αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος, ἔθεσε τὸν θεμέλιο λίθο στὴν Κωνσταντινούπολη ἱδρύοντας τὴν νέα Βασιλεύουσα Πόλιν.

«Καὶ πῶς θὰ τὴν ἐβγάλουμε; Καὶ πῶς τὴν ἐποῦμε; Πόλιν Κωνσταντινούπολιν, τοῦ Κωνσταντίνου Πόλιν!» λέει τὸ τραγούδι τοῦ ἀκριτικοῦ κύκλου ποὺ ἀφηγεῖται τὸ πὼς «Ἄγγελος Κυρίου ὑπέδειξεν στὸν Βασιλέα τὰ ὅρια τῆς Πόλεως».

Ἐδῶ ἀξίζει νὰ σημειώσουμε ὅτι τὸ νὰ ὀνομασθεῖ κάποια πόλη μὲ τὸ ὄνομα τοῦ ἱδρυτῆ της ἦταν μία ἀρχαία παράδοση ποὺ ἐρχόταν ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀλεξάνδρου τοῦ Μακεδόνος –ποὺ ἵδρυσε σειρὰ ὁλόκληρη ἀπὸ Ἀλεξάνδρειες, στὰ μέρη ποὺ κατέκτησε– καὶ ἡ ὁποία συνεχίσθηκε καὶ ἐπὶ Ἑλληνιστικῶν Βασιλείων, ὅπως καὶ ἐπὶ τῶν πρώτων Ρωμαίων Αὐτοκρατόρων.

Ὁ Κωνσταντῖνος ἀνήγειρε πολυάριθμα διοικητικὰ κτίρια, ἀνακτορικὰ οἰκοδομήματα, λουτρὰ καὶ ἀντιπροσωπευτικὲς ἐπίσημες ἐγκαταστάσεις ὅπως ὁ Ἱππόδρομος καὶ τὸ Αὐγουσταῖον. Ἐπίσης διεμόρφωσε μία μεγάλη παραλληλόγραμμη πλατεία, στὴν ὁποία βρισκόταν τὸ κτίριο τῆς Συγκλήτου καὶ ἡ εἴσοδος τῆς περιοχῆς τῶν Ἀνακτόρων.

Ἡ Πόλη κοσμήθηκε μὲ πάμπολλα ἀρχαία ἑλληνικὰ ἔργα τέχνης ὅπως «ὁ Τρίποδας τῶν Πλαταιῶν» ποὺ μετεφέρθηκε ἐκεῖ ἀπὸ τοὺς Δελφούς. Ἡ ἕδρα τῆς πρωτεύουσας τῆς Αὐτοκρατορίας μεταφέρθηκε καὶ ἐπισήμως τὴν 11η Μαΐου 330 μ.Χ., μέσα σὲ κλίμα πανηγυρικῶν ἑορτασμῶν.

Ὁ Κωνσταντῖνος ἔλαβε τὸ βάπτισμά του, λίγο πρὸ τοῦ θανάτου του ἀπὸ τὸν Εὐσέβειο Καισαρείας, τὴν 21η Μαΐου τοῦ 337.

Οἱ λαθεμένες πράξεις του γιὰ τὶς ὁποῖες τὸν κατηγοροῦν οἱ νεο-εἰδωλολάτρες μέχρι καὶ σήμερα ποὺ εἶχε κάνει στὸ παρελθὸν δὲν ἦταν βεβαίως μέσα στὸ πλαίσιο τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς, ἀλλὰ ξεχνοῦν ὅμως ἐσκεμμένως ὅλοι αὐτοί, ὅτι μία Αὐτοκρατορία δὲν διοικεῖται μὲ «λευκὰ γάντια».

Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ὁ Κωνσταντῖνος δικαιώθηκε ἀπὸ τὴν Ἱστορία γιὰ τὴν ἐπιλογὴ του ὑπὲρ τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως καὶ τοῦ λόγου τοῦ Εὐαγγελίου.

Ἀπόδειξη τούτου εἶναι ἡ πλήρης ἀποτυχία τοῦ ἀνηψιοῦ του, Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη, στὴν προσπάθειά του νὰ ἐπαναφέρει τὴν Ἐθνικὴ θρησκεία.

Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος εἶχε στρέψει ὁριστικὰ ἀλλοῦ τὸν ροῦ τῆς παγκόσμιας Ἱστορίας καὶ στὰ χίλια χρόνια τοῦ χριστιανικοῦ της βίου ἡ Βασιλεύουσα ποὺ ἐκεῖνος ἵδρυσε, πάσχισε –ἀσχέτως ἀπὸ τὸ πόσο τὸ πέτυχε ἢ ὄχι– νὰ πραγματώσει τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς. Κι αὐτὸ ἦταν ἔργο τοῦ Κωνσταντίνου, τοῦ πρώτου Χριστιανοῦ Βασιλέως καὶ Αὐτοκράτορος.

Ὁ Κωνσταντῖνος ἐπέβαλε τὸ 321 μ.Χ. τὴν Κυριακὴ ὡς «ἐόρτιο ἡμέρα», δηλαδὴ ἀργία. Ἔκτισε ναούς. Βοήθησε νὰ ἀποδοθοῦν τὰ κτήματα στοὺς χριστιανοὺς ἰδιοκτῆτες τους, ποὺ εἶχαν ἀφαιρεθεῖ τὴν ἐποχὴ τῶν διωγμῶν. Ἡ δὲ Ἐκκλησία τὸν τίμησε, ὡς ὄφειλε, συγκαταλέγοντάς τον, μαζὶ μὲ τὴν Μητέρα του, Ἁγία Ἑλένη, μεταξὺ τῶν Ἁγίων της καὶ χαρακτηρίζοντάς τον «Πρῶτον Χριστιανὸ Βασιλέα καὶ Αὐτοκράτορα».

Ὡς προσωπικότητα ὁ Κωνσταντῖνος ὑπῆρξε μέγας Αὐτοκράτορας. Ἔχαιρε τῆς ἐκτιμήσεως καὶ τοῦ θαυμασμοῦ τοῦ στρατοῦ του.

Γιὰ τὴν ἀξία του, ἡ ἱστορία τὸν ὀνόμασε Μέγα, ἐνῶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀναγνωρίζοντας τὴν μεταφυσική του ἀποστολή, τιμᾶ τὸν Κωνσταντῖνο ὡς Ἅγιο καὶ Ἰσαπόστολο, ψάλλοντας γιὰ ἐκεῖνον: «Τοῦ σταυροῦ Σου τὸν τύπον ἐν οὐρανῷ θεασάμενος καὶ ὡς ὁ Παῦλος τὴν κλῆσιν οὐκ ἐξ ἀνθρώπων δεξάμενος...».

__________________________________

[1] Θ.Η.Ε., Τόμος 8ος, Ἀθῆναι, 1966, σελ. 11-12

[2] E. R. Dodds, Pagan and Christian in an Age of Anxiety: Some Aspects of Religious Experience from Marcus Aurelius to Constantine (The Wiles Lectures), Publisher: Cambridge University Press; Online publication date: June 2011; Print publication year: 1965.

[3] Κωνσταντῖνος Τσοπάνης, Βυζάντιο, Χριστιανοὶ καὶ Ἐθνικοί, ἔκδ. ΝΟΩΝ, Ἀθήνα 2010.

[4] Πατέρες καὶ Ἐκκλησιαστικοὶ Συγγραφεῖς τῶν πρώτων αἰώνων τῆς Ἐκκλησίας ὅπως ὁ Τερτυλλιανός, ὁ Ἰουστίνος κ.α.

[5] Εὐσέβιος, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία (Historia ecclesiastica).

[6] A.A. Vasiliev, Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, 324-1453.

[7] Κωνσταντῖνος Τσοπάνης, Μέγας Κωνσταντῖνος, ὁ ἀμφιλεγόμενος ἱδρυτὴς τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, ἔκδ. Περισκόπιο, Ἀθήνα 2007.

[8] Ν. Ματσούκα, Δογματική, τόμ. Α.

1 σχόλιο:

  1. ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ

    ΜΙΣΟΣ ΕΛΛΗΝΟΛΑΤΡΩΝ ΚΑΤΑ Μ.ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

    https://www.youtube.com/watch?v=nLa8IMCLMVY

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.