30 Σεπ 2019

Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ «Ἐκκλησία» τοῦ Παπισμοῦ

Ἱερὰ Μητρόπολις Πειραιῶς, γραφεῖο ἐπὶ τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν παραθρησκειῶν
Ἐν Πειραιεῖ τῇ 30ῃ Σεπτεμβρίου 2019
Τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία στὸ ἐσώτατο εἶναι της; Ποιὰ εἶναι ἡ ταυτότητά της καὶ ποιὰ τὰ ὅριά της; Ταυτίζονται τὰ χαρισματικὰ μὲ τὰ κανονικά της ὅρια, ἢ ὄχι; Ὑπάρχουν στοιχεῖα ἢ (καὶ) διαβαθμίσεις ἐκκλησιαστικότητος στὶς ἑτερόδοξες χριστιανικὲς ὁμολογίες; Ποιὸ εἶναι τὸ βαθύτερο νόημα τοῦ παραλληλισμοῦ μεταξὺ τῶν σχέσεων ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς καὶ Χριστοῦ καὶ Ἐκκλησίας στὴν πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου;
Ἰδοὺ μερικὰ χαρακτηριστικὰ ἐρωτήματα, ποὺ προβληματίζουν καὶ βασανίζουν πολλοὺς συγχρόνους θεολόγους, ἐπηρεασμένους, καὶ διαβρωμένους λιγότερο, ἢ περισσότερο, ἀπὸ τὶς σύγχρονες περὶ Ἐκκλησίας οἰκουμενιστικὲς θεωρίες, ὅπως ἡ προτεσταντικὴ θεωρία τῶν...
κλάδων, ἡ θεωρία τῆς βαπτισματικῆς θεολογίας, ἡ θεωρία τῆς διευρυμένης ἐκλησιολογίας, ἡ θεωρία περὶ ὁρατῆς καὶ ἀοράτου Ἐκκλησίας κ.α.

Ἡ ἐκκλησιολογικὴ σύγχυση γύρω ἀπὸ τὰ παρὰ πάνω ἐρωτήματα αὐξήθηκε ἀκόμη περισσότερο μετὰ τὴν ἐκκλησιολογικὴ ἀναθεώρηση τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου, (1962-1965), στὴν ὁποία  ὡς γνωστὸν υἱοθετήθηκαν καὶ νομοθετήθηκαν διαβαθμίσεις ἐκκλησιαστικῆς πληρότητος στὶς ἐκτός τοῦ Παπισμοῦ ἑτερόδοξες ὁμολογίες. Ὡστόσο οἱ ἱεροὶ καὶ θεόπνευστοι συγγραφεῖς τῶν βιβλικῶν κειμένων καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ἔχουν δώσει αὐθεντικὲς ἀπαντήσεις σ’ ὅλα τὰ ἐν λόγω ἐρωτήματα, τὶς ὁποῖες εἴτε ἀγνοοῦν, εἴτε θέλουν νὰ ἀγνοοῦν πολλοὶ σύγχρονοι «Ὀρθόδοξοι» ὑψηλόβαθμοι κληρικοὶ καὶ θεολόγοι, μέσα στὸν χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας. Διαθέτοντες πλούσιο τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὄχι μόνο εἰσεχώρησαν, (ὅσο εἶναι δυνατὸν νὰ εἰσχωρήσει κτιστὸς νοῦς),  στὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ τὴν ὁριοθέτησαν ἀπὸ τὶς ποικίλες πλάνες καὶ αἱρέσεις μὲ τὴν συγκρότηση Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων.       

Μέσα στὰ πλαίσια τῆς παρούσης σύντομης ἀνακοινώσεώς μας θὰ προσπαθήσουμε, μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, νὰ παραθέσουμε ἐλάχιστα μόνο στοιχεῖα περὶ Ἐκκλησίας, παίρνοντας ἀφορμή  απο πρόσφατο ἄρθρο, στὴν ἐφημερίδα τῆς ἐν Ἑλλάδι παπικῆς θρησκευτικῆς κοινότητας «Καθολικὴ» (31-8-2019), τοῦ παπικοῦ «κληρικοῦ» κ. Ἱ. Μαραγκοῦ, μὲ τίτλο: «Ἐγὼ θὰ εἶμαι μαζί σας πάντα, ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου». 

Γράφει ὁ κ. Μαραγκός: «Ἡ Ἐκκλησία καὶ ὁ Χριστὸς δὲν ταυτίζονται, ἀλλὰ εἶναι ὅπως οἱ σύζυγοι ποὺ εἶναι “ἑνωμένοι εἰς σάρκαν μίαν”, ἂν καὶ συνεχίζουν νὰ εἶναι δύο ἀνεξάρτητες καὶ αὐτόνομες ὀντότητες. Ἡ Ἐκκλησία, γιὰ νὰ γίνει κατανοητή, παραπέμπει στὸν Χριστὸ ὅπως ὁ/ἡ σύζυγος παραπέμπει στὸν/στὴν σύζυγο. Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ὁ Χριστός, ἀλλὰ εἶναι τὸ σημεῖο τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, τὸν ἀναγγέλλει καὶ τὸν δείχνει ποὺ μπορεῖ καθένας νὰ τὸν συναντήσει»!  

Στὶς παρὰ πάνω κακόδοξες διατυπώσεις, ὅπως θὰ δοῦμε στὴν συνέχεια, εἶναι ὁλοφάνερη ἡ προσπάθειά του νὰ διαχωρίσει τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἐπηρεασμένος προφανῶς ἀπὸ τὸ περὶ παπικοῦ πρωτείου τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης κακόδοξο δόγμα τοῦ Παπισμοῦ, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Πάπας θεωρήθηκε ὡς ὁ «ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ στὴν γῆ», ἀποκόπτοντας οὐσιαστικὰ τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὸ ἐπὶ γῆς ἐκκλησιαστικὸ σῶμα Του καὶ «ἐξορίζοντάς»  τον στὸν οὐρανό.

Σύμφωνα μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ πανάγιο καὶ τεθεωμένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁποίου κεφαλὴ εἶναι Ἐκεῖνος. Γράφει στὴν πρὸς Κολασσαεῖς, ἐπιστολή του: «αὐτὸς ἐστιν ἡ Κεφαλὴ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας» (1,7-8) καὶ παρὰ κάτω: «νῦν χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου ὑπὲρ ὑμῶν καὶ ἀνταναπληρῶ τὰ ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ σαρκί μου ὑπὲρ τοῦ σώματος αὐτοῦ ὃ ἐστιν ἡ Ἐκκλησία» (1,24). Στὴν πρὸς Ἐφεσίους γράφει: «καὶ πάντα ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ, καὶ αὐτὸν ἔδωκε κεφαλὴν ὑπὲρ πάντα τῇ ἐκκλησία, ἤτις ἐστὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ, τὸ πλήρωμά του τὰ πάντα ἐν πάσι πληρουμένου», (1,23).

Ὁ άγιος Εἰρηναῖος, ἀναπτύσσοντας περαιτέρω τὴν περὶ Ἐκκλησίας διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου ὡς σώματος Χριστοῦ, λέγει: «Ἡ Ἐκκλησία καῖπερ καθ’ ὅλης τῆς οἰκουμένης ἕως περάτων τῆς γῆς διεσπαρμένη, μίαν πίστιν παραλαβοῦσα παρὰ τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν ἐκείνων μαθητῶν, ἐπιμελῶς φυλάσσει ταύτην, ὡς ἕνα οἶκον οἰκοῦσα, ὡς μίαν ψυχὴν καὶ τὴν αὐτὴν ἔχουσα καρδίαν καὶ ὡς ἐν στόμα κεκτημένη».  

Ὁ θεῖος Χρυσοστομος σέ ἀπόλυτη συμφωνία μὲ τὸν ἅγιο Εἰρηναῖο παρατηρεῖ σὲ ὁμιλία του στὴν πρὸς Ἐφεσίους: «Οἱ πανταχοῦ τῆς Οἰκουμένης πιστοὶ καὶ ὄντες καὶ γενόμενοι καὶ ἐσόμενοι, ἓν σῶμα εἰσὶ καὶ τὸ ἓν τοῦτο, διὰ τῶν πολλῶν συνίσταται καὶ ἐν τοῖς πολλοῖς ἐστίν». Σέ ἄλλο σημεῖο τῆς ἰδίας ὁμιλίας του παρατηρεῖ: «Ἔνθα γὰρ ἡ κεφαλὴ ἐκεῖ καὶ τὸ σῶμα. Καὶ εἰ κεφαλὴ καὶ σῶμα οὐδενὶ μέσω διείργεται τόπω. Εἰ δὲ διείργεται οὐκ ἂν εἴη σῶμα, οὐκ ἂν εἴη κεφαλή», (Διότι ὅπου εὑρίσκεται ἡ κεφαλὴ ἐκεῖ εὑρίσκεται καὶ τὸ σῶμα. Καὶ ἐφ’ ὅσον εἶναι κεφαλὴ καὶ σῶμα, μὲ καμίαν ἐνδιάμεσον ἀπόστασιν δὲν χωρίζονται. Διότι ἂν χωρίζονται, δὲν θὰ ὑπῆρχε σῶμα, δὲν θὰ ὑπῆρχε κεφαλή). Σὲ ἄλλη ὁμιλία του προσθέτει: «ὥσπερ μέρος ἐγένετο τοῦ Ἀδὰμ ἡ γυνὴ ἐκ τῶν ὀστῶν αὐτοῦ καὶ ἐκ τῆς σαρκὸς αὐτοῦ ληφθεῖσα, οὕτω καὶ ἠμεῖς τοῦ δεσποτικοῦ σώματος ἐσμὲν μέλη, ὥσπερ ἐκ τῆς σαρκὸς αὐτοῦ καὶ ἐκ τῶν ὀστέων αὐτοῦ γεγονότες». 

Ὁ μέγας σύγχρονος ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας Ιουστίνος ὁ Πόποβιτς στήν Δογματική του εἰσχωρεῖ ἀκόμη πιὸ βαθειὰ στὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας καὶ παρατηρεῖ: «Σημαντικότερο καὶ ἀπὸ τὰ πλέον σημαντικά, θαυμαστότερο καὶ ἀπὸ τὰ πλέον θαυμαστὰ καὶ συνταρακτικότερο καὶ ἀπὸ τὰ πλέον συνταρακτικὰ εἶναι τὸ γεγονός, ὅτι ἡ ἴδια ἡ Ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ Λόγου ἔγινε λόγω τῆς ὑπερμέτρου φιλανθρωπίας του, αἰωνία ‘Ὑπόστασις’ τῆς Ἐκκλησίας». «Συνεπῶς ἡ Ἐκκλησία συγκροτεῖ τὸ μεγαλύτερο θεῖο μυστήριο ὅλων τῶν κόσμων. Συγκρινόμενη μὲ τὰ ὑπόλοιπα θεία μυστήρια, ἡ Ἐκκλησία ἀντιπροσωπεύει τὸ πᾶν-μυστήριο». «Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς παρατεινόμενος εἰς τοὺς αἰώνας, μέσα σὲ ὁλόκληρη τὴν αἰωνιότητα, κεφαλὴ ποὺ ἀνήκει στὸ σῶμα καὶ τὸ σῶμα ποὺ ἀνήκει στὴν κεφαλή, ἀδιαχώριστα τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο, ὄντας τὸ ἕνα τὸ πλήρωμα τοῦ ἄλλου, ‘τὸ πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πάσι πληρουμένου’». 

Σέ ἄλλο ἔργο του, («Ἄνθρωπος καὶ Θεάνθρωπος»), προσθέτει: «Οἱ ἄνθρωποι ζῶντες διὰ τοῦ εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, γίνονται σύσσωμοι τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ ἐνσωματοῦνται- συσσωματοῦνται εἰς τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, γίνοται ζωντανὰ μέλη καὶ κύτταρα τοῦ θεανδρικοῦ ὀργανισμοῦ της καὶ ζοῦν ἐν αὐτῷ τῷ ὀργανισμῷ κοινῶς καὶ καθολικῶς ‘σὺν πάσι τοῖς ἁγίοις’ τρεφόμενοι ἀπὸ τὴν ἰδίαν ἁγιότητα καὶ τὰς ἰδίας δυνάμεις». «Ὁ Χριστὸς εἶναι ταυτοχρόνως Θεὸς Λόγος καὶ ἄνθρωπος, Θεὸς Λόγος καὶ Ἐκκλησία, Θεὸς Λόγος μετὰ τοῦ σώματος εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἐν τῷ σώματί του, ἐν τῇ Ἐκκλησία, ἐπὶ τῆς γῆς. Δὲν εἶναι λοιπὸν τοῦτο ‘μυστήριον μέγα;’».

Τὸ συμπέρασμα μὲ βάση τὰ παρὰ πάνω εἶναι ὅτι ὅπως ἀκριβῶς εἶναι ἀδύνατο νὰ νοηθεί σῶμα  ἀκέραιο καὶ ζωντανό, χωρὶς τὴν κεφαλή του, ἔτσι εἶναι ἀδύνατο  νά χωρισθεῖ ὁ Χριστὸς ὡς κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν πιστῶν ποὺ ἀπαρτίζουν τὰ μέλη Του. Και ὅπως εἶναι ἀδύνατο ὁ Χριστὸς νὰ ἀποβάλει τὴν ἀνθρώπινη φύση, τὴν ὁποία προσέλαβε ἀπὸ τὴν ἁγία Θεοτόκο, ἔτσι εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀποχωριστεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα του, τὴν Ἐκκλησία. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἑνώσει στὸ θεανδρικὸ Του πρόσωπο ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος μὲ πραγματικὴ ὀντολογικὴ ἕνωση. Ἡ ἕνωση αὐτὴ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν δύναμη τῆς Χάριτος τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ τὴν ἀνθρώπινη συνέργεια.

Ἐπίσης ὁ κ. Ι. Μαραγκὸς χρησιμοποιεῖ τὴν εἰκόνα τῶν συζύγων γιὰ νὰ ἐξηγήσει τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὴ ἡ εἰκόνα εἶναι παρμένη ἀπὸ τὸ 5ο κεφάλαιο τῆς πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολῆς τοῦ Ἀπ. Παύλου. Βέβαια γενικότερα ἡ Ἐκκλησία χρησιμοποίησε τὴν εἰκόνα τοῦ νυμφίου καὶ τῆς νύμφης γιὰ νὰ παραστήσει τὴν σχέση τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν Ἐκκλησία: «ὁ ἔχων τὴν νύμφην νυμφίος ἐστίν, ὁ δὲ φίλος τοῦ νυμφίου, ὁ ἐστηκῶς καὶ ἀκούων αὐτοῦ, χαρὰ χαίρει διὰ τὴν φωνὴν τοῦ νυμφίου», (Ἰω. 3,29), «δεῦρο δείξω σοι τὴν νύμφην τὴν γυναίκα τοῦ ἀρνίου», (Ἀποκ. 21,9). «Ἰδοὺ ὁ νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσω τῆς νυκτός…», (Τροπάριο τῆς ἀκολουθίας τοῦ νυμφίου) κ.λ.π. 

Ὡστόσο τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδὴ ἀκριβῶς εἶναι μυστήριο, ὑπερβαίνει κάθε κτιστὴ περιγραφή, ἢ κατανόηση, ἢ εἰκόνα παρμένη ἀπὸ τὸν κτιστὸ κόσμο. Ἡ Ἐκκλησία, ὅπως καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, χρησιμοποίησε τὴν εἰκόνα νυμφίου καὶ νύμφης, ἐπειδὴ ὁ μεταξὺ αὐτῶν δεσμὸς καὶ ἡ μεταξὺ αὐτῶν ἕνωση εἶναι ἡ ἰσχυρότερη ποὺ ὑπάρχει στὶς ἀνθρώπινες σχέσεις. Παρ’ ὅλα αὐτά, ἡ κτιστὴ αὐτὴ εἰκόνα ἀπείρως ἀπέχει ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι εἰς θέσιν νά μᾶς παραστήσει, ἔστω καὶ ἀμυδρῶς, τὴν ἕνωση Χριστοῦ καὶ Ἐκκλησίας, ἐπειδὴ ἡ ἕνωση Χριστοῦ καὶ Ἐκκλησίας εἶναι ἀπείρως ἰσχυρότερη καὶ μεγαλειωδέστερη ἀπὸ κάθε ἄποψη. Εἶναι ἕνωση ὀντολογική, ὅπως ἑρμηνεύουν οἱ ἅγιοι Πατέρες, πράγμα ποὺ δὲν συμβαίνει στὴν ἕνωση ἀνδρὸς καὶ γυναικός. Ἀπόδειξις τὰ ἄπειρα παραδείγματα ἀνδρογύνων, στὰ ὁποῖα ὁ ἕνας ἐκ τῶν συζύγων πιστεύει στὸν Χριστό, ἑνώνεται μ’ αὐτὸν καὶ σώζεται, ὁ δὲ ἄλλος παραμένει στὴν ἀπιστία καὶ χάνεται. Ἐπὶ πλέον ὁ Παῦλος στὴν πρὸς Ἐφεσίους δὲν χρησιμοποιεῖ τὴν σχέση ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς γιὰ νὰ ἐξηγήσει τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ τὸ ἀντίθετο. Θέλει νὰ προβάλει τὴν σχέση Χριστοῦ καὶ Ἐκκλησίας ὡς πρότυπο ἀγάπης, ὑπακοῆς καὶ διακονίας στήν σχέση ἀνδρὸς καὶ γυναικός.     

Καὶ συνεχίζει: «Ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ ἀνάξια νύφη τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία γεννήθηκε ἀπὸ τὴν λυτρωτικὴ ἐνσάρκωση, ὑπάρχει καὶ θὰ συνεχίσει νὰ ὑπάρχει ὅσο καὶ ἡ ἀνθρώπινη ἱστορία γιὰ νὰ μαρτυρᾶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀποκαλύφτηκε στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ»! Ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ ἀνάξια νύφη τοῦ Χριστοῦ, διότι σύμφωνα μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ὁ Χριστὸς μὲ τὸ αἷμα τῆς σταυρικῆς του θυσίας τὴν κατέστησε «ἁγία καὶ ἄμωμο»: «ὁ Χριστὸς ἠγάπησε τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἑαυτὸν παρέδωκεν ὑπὲρ αὐτῆς, ἴνα αὐτὴν ἁγιάση καθαρίσας τῷ λουτρῷ τοῦ ὕδατος ἐν ρήματι, ἴνα παραστήση αὐτὴν ἐαυτῶ ἔνδοξον τὴν ἐκκλησίαν, μὴ ἔχουσαν σπίλον, ἢ ρυτίδα, ἢ τί τῶν τοιούτων, ἀλλ’  ἴνα ἢ ἁγία καὶ ἄμωμος», (Ἔφ. 5,25-27). 

Γύρω ἀπὸ τὸ θέμα αὐτὸ συμπληρώνει ὁ Ἅγιος Ἰουστίνος ὁ Πόποβιτς: «Εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ζοῦν τόσοι καὶ τόσοι ἁμαρτωλοί, παρὰ ταῦτα αὔτη εἶναι ὅλη ‘ἁγία καὶ ἄμωμος’ μὴ ἔχουσα οἱονδήποτε σπίλον, ἢ ρυτίδα. Αὐτὸ πάλιν δὲν εἶναι μυστήριον μέγα;». Ανάξιες νύφες – «ἐκκλησίες» εἶναι οἱ διαχρονικὲς αἱρετικὲς κοινότητες καὶ μαζί τους ἡ ἁμαρτωλὴ παπικὴ κοινότητα, τὴν ὁποία βαρύνουν, μετὰ τὴν ἀπόσχισή της, ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀμέτρητα ἐγκλήματα πάσης φύσεως. Προφανῶς εἶχε ὑπόψη του τήν «ἀνάξια ἐκκλησία» του ὁ κ. Ι. Μαργακός, χαρακτηρίζοντας ἔτσι τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.        

Ἡ Ἐκκλησία, ἐπίσης, δὲν ὑπάρχει ἁπλῶς καὶ μόνον, «γιὰ νὰ μαρτυρᾶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀποκαλύφτηκε στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ», ἀλλὰ γιὰ νὰ ἁγιάζει καὶ νὰ σώζει καθολικὰ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τὴν φθορὰ καὶ τὸν θάνατο. Αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπός της. Περὶ ἀγάπης ὁμιλοῦν καὶ ἄλλες θρησκεῖες, ἀκόμα καὶ ὁ ἀθεϊσμός, ἀλλὰ σωτηρία ὑπάρχει μόνον στὴν Ἐκκλησία.

Καὶ καταλήγει: «ὁ ἱδρυτὴς της (σ.σ. τῆς Ἐκκλησίας) τῆς ἔχει ἀναθέσει τὴν ἀποστολὴ νὰ ὁδηγήσει ὅλους τούς ἀνθρώπους στὴν συμφιλίωση μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ μεταξύ τους. Ἔργο της εἶναι νὰ ἀποτελεῖ τὸ σημεῖο παρουσίας τῆς Σωτηρίας ποὺ ἐνήργησε ὁ Θεὸς διὰ μέσου τοῦ “Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἦρθε νὰ συνάξει τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ εἰς ἔνα”, ὅπως δηλώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης. Συμπληρώνει δὲ ὁ ἅγιος Παῦλος “μὲ τὸ Θάνατό του καὶ τὴν Ἀνάστασή του, ἔγινε πρωτότοκος πολλῶν ἀδελφῶν, γιὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσει στὴν Ἀνασταση”»!

 Ὁ Χριστὸς ἔδωσε μὲν τὴν ἐντολὴ στοὺς ἀποστόλους του νὰ πορευθοῦν καὶ νὰ μαθητεύσουν «πάντα τὰ ἔθνη», προκειμένου νὰ συμφιλιώσουν ὅλους τούς ἀνθρώπους μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἔτσι νὰ σωθοῦν, ὡστόσο οἱ ἀπόστολοι δὲν παύουν νά ἀποτελοῦν ὄργανα τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Διὰ μεσου αὐτῶν ἐνεργεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Τὸ μεγάλο αὐτὸ ἔργο καὶ ἡ ἀποστολὴ ποὺ τοὺς ἀνέθεσε ὁ Κύριος, δὲν εἶναι ἔργο ἀνθρώπινο, ἀλλὰ ἔργο τοῦ ἁγίου Πνεύματος.

Κλείνοντας τονίζουμε γιὰ πολλοστὴ φορά, πὼς ἄλλος δρόμος ἐπιστροφῆς στὴν ἀλήθεια, ποὺ διασώζει καὶ διδάσκει μόνον ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, δὲν ὑπάρχει ἐκτὸς ἀπὸ τὴν μετάνοια, τὴν ὁποία εὐχόμεθα ἀπὸ καρδίας στὸν κ. Μαραγκὸ καὶ σὲ ὅλους τούς πιστούς τῆς παπικῆς παρασυναγωγῆς.

Ἐκ τοῦ Γραφείου ἐπὶ τῶν Αἱρέσεων καὶ τῶν Παραθρησκειῶν

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.