15 Νοε 2025

Ἅγιος Ἰάκωβος Τσαλίκης - Νουθεσίες πρὸς Ἱερωμένους

α΄. Πρός Ἱ­ερωμένους

Νου­θε­τών­τας νέ­ο κλη­ρι­κό, τοῦ εἶ­πε: «Κά­πο­τε, ὁ πο­νη­ρός δι­ά­βο­λος ἔ­φε­ρε ἐ­δῶ στό Μο­να­στή­ρι μί­α νέ­α γυ­ναῖ­κα νά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῆ καί, θά φα­νῆ πε­ρί­ερ­γο, μοῦ ἔ­κα­νε ἀ­νή­θι­κη πρό­τα­ση. Τήν μά-λω­σα καί τήν ἔ­δι­ω­ξα κα­κήν κα­κῶς. Τό­σοι νέ­οι, πά­τερ μου, ἔ­ξω στόν κό­σμο σάν τά κρύ­α τά νε­ρά, καί ὁ πο­νη­ρός τήν ἔ­φε­ρε ἐ­δῶ σέ μέ­να, πού δέν μπο­ρῶ νά στα­θῶ στά πό­δια μου καί εἶ­μαι μέ ἑ­πτά ἐγ­χειρήσεις, κα­τα­πο­νη­μέ­νος καί ἄ­χρη­στος. Ξέ­ρεις πόσες τέ­τοι­ες ἔρ­χον­ται στήν Μο­νή καί κου­βα­λᾶ­νε μα­ζί τους τό δαι­μό­νιο τῆς πορ­νεί­ας! Τίς φέρ­νει ὁ πει­ρα­σμός γι­ά νά ξε­λο­γιά­ση τούς μο­να­χούς.
»Καί ἐ­σύ, πά­τερ μου, τώ­ρα πού εἶ­σαι νέ­ος κληρι­κός, νά προ­σέ­χης, καί σέ νέ­ες γυ­ναῖ­κες πού θέλουν νά σοῦ φι­λή­σου­νε τό χέ­ρι, νά προ­σέ­χης, νά μήν τό δί­νης σέ ὅ­λες, καί εἰ­δι­κώτε­ρα στίς νε­ώ­τε­ρες σέ ἡ­λι­κί­α. Νά τό τρα­βᾶς νά μήν σέ ἀγ­γί­ζουν μέ τό δι­κό τους, μπο­ρεῖ νά ἔ­χουν τόν δαί­μο­να τῆς πορ­νεί­ας καί νά στό με­τα­δώ­σουν καί με­τά θά ἔ­χης φο­βε­ρό σαρ­κι­κό πό­λε­μο, νά προ­σέ­χης πο­λύ. Νά, μέ τήν βο­ήθεια τοῦ Θε­οῦ, ἐ­γώ τίς ξέ­ρω ποι­ές εἶ­ναι τέ­τοι­ες, μέ πλη­ρο­φο­ρεῖ ὁ ὅ­σιος Δαυ­ΐδ ἀ­πό νω­ρί­τε­ρα, καί προ­σέχω».
«Πά­τερ μου, πό­σο σέ χαί­ρο­μαι πού ἔ­χεις τά μαλλά­κια σου καί τά γε­νά­κια σου. Πο­τέ, πά­τερ μου, νά μήν τά κό­ψης. Ὁ Ἱ­ε­ρέ­ας καί Λει­τουρ­γός τοῦ Ὑ­ψί­στου πρέ­πει... νά εἶ­ναι σε­βά­σμιος, ἱ­ε­ρο­πρε­πής, νά ἐμ­πνέ­η τούς πι­στούς γι­ά νά τόν πλη­σιά­ζουν, ἀλ­λά καί νά τόν ἐμ­πι­στεύ­ων­ται, νά τοῦ ἐ­ξο­μο­λο­γοῦν­ται τά ἁ­μαρ­τή­μα­τα καί νά τοῦ λέ­νε τόν πό­νο τους. Νά, πά­τερ μου, ἔρ­χον­ται ἐ­δῶ στήν μο­νή τοῦ Ὁ­σί­ου πολλοί ἱ­ε­ρεῖς κου­ρε­μέ­νοι⋅ πό­σο μέ στε­να­χω­ρεῖ πού τούς βλέ­πω ἔ­τσι σάν λα­ϊ­κούς! Ἀλ­λά τί νά κά­νω; Εἶ­ναι Λει­τουρ­γοί τοῦ Ὑ­ψί­στου, τούς ἀ­φή­νω καί λει­τουρ­γοῦν νά μήν τούς στε­να­χω­ρή­σω, ὁ Θε­ός νά τούς φω­τί­ση. Καί τά νύ­χια σου, πά­τερ μου, νά μήν τά πε­τᾶς⋅ νά τά μα­ζεύ­ης. Καί ὅ­,τι ἁ­γι­α­σμέ­νο ἔ­χεις, νά τό καῖς στό χω­νευ­τή­ρι­”».

«Μέ πα­πᾶ­δες πού ἔ­χουν κο­σμι­κό πνεῦ­μα νά μήν κά­νης πα­ρέ­α».

«Ὁ ἱ­ε­ρέ­ας, πρέ­πει νά κά­νη τίς ἀ­κο­λου­θί­ες του κα­θη­με­ρι­νά πρωΐ–βρά­δυ, νά δι­α­βά­ζη τήν θε­ί­α Με­τά­λη­ψη καί τήν θε­ί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α (ὅ­ταν λει­τουρ­γῆ), νά ἔ­χη συ­χνή ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση καί κα­τά­στα­ση πνευματι­κή. Εἶ­ναι κά­τι τό δι­α­φο­ρε­τι­κό, κά­τι πού δέν τό ἔ­χουν ὅ­λοι, ἔ­χει τήν Ἱ­ε­ρω­σύ­νη. Πι­ά­νει τόν ἴ­διο τόν Χρι­στό στά χέ­ρια του κα­θη­με­ρι­νά».

«Ὅ­ταν, παι­δι­ά μου, γί­νε­ται ἕ­νας Ἐ­πί­σκο­πος, γιά νά δι­α­λύ­ση τά Μο­να­στή­ρι­α, τό­τε κα­λύ­τε­ρα νά μή γί­νε­ται, διότι εἶ­ναι πνευ­μα­τι­κά λι­μά­νια τά ἱ­ε­ρά Μο­να­στή­ρια».

«Ἁ­μαρ­τί­α εἶ­ναι νά κα­τη­γο­ροῦ­με τούς Ἐ­πισκόπους καί τούς Ἱ­ε­ρεῖς τοῦ Ὑ­ψί­στου. Ἂς προ­σευ­χώ­μεθα».

«Τά Σα­ραν­τα­λε­ί­τουρ­γα ἔ­χουν με­γά­λη ἀ­ξί­α γιά τίς ψυ­χές τῶν ἀν­θρώ­πων. Γιά το­ύς ζῶν­τας καί τούς τε­θνε­ῶ­τας».

«Ἄλ­λο (εἶ­ναι) ἡ προ­σευ­χή καί ἄλ­λο ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Καί ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη πι­ά­νει (βο­η­θᾶ) τήν ψυ­χή τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἀλ­λά ἄλ­λο (εἶ­ναι) τό μνη­μό­συ­νο, ἡ προ­σευ­χή. Δι­ό­τι ἔ­τσι τά βρή­κα­με. Ἔ­τσι εἶ­ναι. Καί ἀπό το­ύς Ἀ­πο­στο­λι­κο­ύς χρό­νους. Αὐ­τά, παι­διά μου, εἶ­ναι ἐξ ἀ­μνη­μο­νε­ύ­των χρό­νων. Δέν μπο­ρεῖ κά­ποι­ος νά κό­ψη αὐ­τά τά πράγ­μα­τα».

«Ση­κω­νό­μα­στε τήν νύχ­τα γιά νά μνη­μο­νε­ύσω­με αὐ­τά τά ὀ­νό­μα­τα. Ἔ­χομε χι­λι­ά­δες ὀ­νό­μα­τα, πε­ρί­που 20–30.000 ὀ­νό­μα­τα. Εἶ­ναι εὐ­ερ­γέ­ται τοῦ Μονα­στη­ρι­οῦ, ἀπό πρίν 38 χρό­νι­α πού ἦρ­θα στό Μο­να­στή­ρι. Ἄλ­λος μέ ἔ­δω­σε αὐ­τό τό πο­τη­ρά­κι, ἄλ­λος αὐ­τό τό φλυτ­ζα­νά­κι, αὐ­τό τό νά­ϋ­λον, ἄλ­λος τήν λάμπα, ἄλ­λος μί­α εἰ­κο­νίτ­σα, ἄλ­λος ἕ­να κα­δρά­κι, ἄλλος ἐ­κεῖ­νο τόν μπου­φέ, ἄλ­λος ἕ­να ρο­λό­ϊ, καί ἔ­χω τά ὀ­νό­μα­τά τους ἀ­πό τό 1952 πού χει­ρο­το­νή­θη­κα ἱ­ε­ρέ­ας τοῦ Ὑ­ψί­στου καί τά μνη­μο­νε­ύ­ω. Αὐ­τοί φύ­γαν ἀπ᾽ τήν ζωή οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι».

«Τά Σα­ραν­τα­λε­ί­τουρ­γα βο­η­θοῦν πο­λύ. Ἔ­χει με­γά­λη ἀ­ξί­α ἡ με­ρί­δα πού βγά­ζει ὁ ἱ­ε­ρέ­ας, ὅ­ταν δι­α­βά­ζω­με αὐ­τά τά ὀ­νό­μα­τα. Τά πα­ίρ­νει κά­θε πρωΐ Ἄγγε­λος Κυ­ρί­ου, δι­ό­τι τήν ὥ­ρα πού ἀρ­χί­ζει ἡ προ­σκο­μι­δή κα­τε­βα­ί­νουν Ἄγ­γε­λοι Κυ­ρί­ου. Ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος ἔ­βλε­πε τήν ὥ­ρα πού ἄρ­χι­ζε ἡ προ­σκο­μι­δή ἀπ᾽ τήν σκε­πή ἀ­πά­νω τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας νά πε­τᾶ­νε λευ­κο­φό­ρα παλ­λη­κά­ρια, Ἄγ­γε­λοι Κυ­ρί­ου. Καί σέ κά­θε Χρι­στια­νό στε­κό­ταν Ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου, ὁ φύ­λα­κας τοῦ ἀν­θρώ­που, τῆς ζω­ῆς του. Καί μέ­σα τό Ἱ­ε­ρό γε­μᾶ­το Ἄγ­γε­λοι καί ἔ­παιρ­ναν τήν ἀ­να­φο­ρά αὐ­τή, νά τήν πᾶ­νε στόν θρό­νο τοῦ Θε­οῦ. (Αὐ­τά) παι­διά μου, τά ᾽λε­γε ἕ­νας Πα­τρι­άρ­χης».

«Εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τα ὅ­λα τά μνη­μό­συ­να γι­ά τήν ἀ­νά­παυ­ση τῶν ψυ­χῶν. Οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἄν­θρω­ποι κά­νουν πο­λυ­τε­λῆ μνη­μό­συ­να, κά­νουν πε­ριτ­τά ἔ­ξο­δα. Ἡ ψυ­χή ζη­τά­ει ἁ­πλά πράγ­μα­τα. Νά βρά­σω­με μί­α χούφ­τα στά­ρι καί νά εἴ­μα­στε κα­θα­ροί, νά ζυ­μώ­σω­με καί τό πρό­σφο­ρο μέ προ­σευ­χή. Νά τά πᾶ­με στήν Ἐκ­κλη­σί­α, στήν θεί­α Λει­τουρ­γί­α νά μνη­μο­νευ­θοῦν τά ὀ­νό­μα­τα τῶν ”κεκοιμημένων” καί νά ψάλλουν τά μνη­μό­συ­να».

«Αὐ­τά τά μνη­μο­νεύ­μα­τα τά θέ­λουν οἱ ψυ­χές καί βλέ­πουν ἄ­νε­ση καί οἱ πε­θα­μέ­νοι ἐ­κεῖ πού εἶ­ναι, δι­ό­τι πε­θαί­νουν τά σώ­μα­τα, ἀλ­λά ψυ­χι­κῶς ὅ­μως ζοῦν τά πνεύ­μα­τα αὐ­τά».

«Ἕ­να δαι­μό­νιο μέ τήν φω­νή ἑ­νός δαι­μο­νι­σμένου μοῦ εἶ­πε: “Προ­τι­μῶ, ρέ Ἰ­ά­κω­βε, (νά ρί­ξω στήν ἁμαρτί­α) ἕ­ναν ἀ­πό σᾶς τούς μο­να­χούς, τούς πα­πᾶ­δες, πα­ρά πεν­τα­κό­σιους κο­σμι­κούς. Πεν­τα­κόσιους κο­σμι­κούς τούς ἔ­χου­με στό χέ­ρι. Ἀλ­λά ἐ­σᾶς, ἐ­σᾶς. Ἕ­ναν ἀ­πό σᾶς προ­τι­μοῦ­με”».

«Ἄν γνώριζε κανείς γιά τήν θεία Λειτουργία, τί ἐστι θεία Λειτουργία!

»Κά­ποι­ος Τοῦρ­κος πού εἶ­δε τήν θεί­α Λει­τουρ­γί­α, εἶ­δε δί­πλα σέ κά­θε Χρι­στια­νό νά στέ­κε­ται καί ἕ­νας λευ­κο­φο­ρε­μέ­νος νέ­ος Ἄγ­γε­λος⋅ μα­ζί δέ μέ τούς Ἱ­ε­ρεῖς εἰ­σο­δεύ­α­νε καί τάγ­μα­τα ὁ­λό­κλη­ρα τέ­τοι­ων λευ­κο­φο­ρε­μέ­νων Ἀγ­γέ­λων καί νά κρα­τᾶ­νε ἀ­πό ἕ­να πο­τή­ρι μέ κρα­σί καί ἕ­να δι­σκά­κι μέ ἅ­γιο Ἄρ­το. Καί πῆ­γαν καί τά ἀ­πο­θέ­σαν οἱ Ἱ­ε­ρεῖς στήν ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα καί πῆ­γαν καί αὐ­τοί οἱ νέ­οι καί γέ­μι­σε ἡ ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα. Αὐ­τοί οἱ Ἄγ­γε­λοι βο­η­θοῦν τούς Χριστιανούς νά προ­σεύ­χων­ται μέ πί­στη, καμ­μιά φο­ρά (ὅ­μως) ὁ δι­ά­βο­λος μᾶς ἀ­πο­σπᾶ τό μυα­λό μας καί ἡ σκέ­ψη μας φεύ­γει στά γή­ϊ­να. Ἐ­μεῖς, ὅ­σο μπο­ροῦ­με, ἄς δι­ώ­χνου­με τόν (δαι­μο­νι­κό) λο­γι­σμό καί ἄς προ­σευ­χώ­με­θα “Κύ­ρι­ε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, Υἱ­έ τοῦ Θε­οῦ, βοή­θη­σέ μας” καί μέ τήν βο­ή­θεια τοῦ Θε­οῦ ἄς προ­σευ­χώ­με­θα συ­νέ­χεια, γιά νά μᾶς φύ­γη αὐ­τή ἡ πο­νη­ρή σκέ­ψις».

«Αὐ­τοί πού γί­νον­ται Ἱε­ρεῖς, γί­νον­ται γιά νά γί­νουν ἅ­γιοι, ὅ­πως μᾶς τό λέ­ει καί ὁ Χρι­στός μας στό Εὐ­αγ­γέ­λιον. Ἀλ­λά με­τά οἱ τι­μές, ὁ ἐ­γω­ϊ­σμός, ἡ ὑ­πε­ρη­φά­νεια, οἱ πρό­σκαι­ρες δό­ξες, μᾶς πλα­νοῦν, δέν φρον­τί­ζου­με νά γί­νου­με ἅ­γιοι καί χά­νου­με καί τήν ψυ­χή μας πολ­λές φο­ρές».

«Ὁ Μη­τρο­πο­λί­της Χαλ­κί­δος Γρη­γό­ριος πού μέ χει­ρο­τό­νη­σε πρίν 38 χρό­νια, μοῦ εἶ­πε: “Παι­δί μου, αὐ­τήν τήν στιγ­μή πού λει­τουρ­γεῖς εἶ­σαι ἀ­νώ­τε­ρος τοῦ Βα­σι­λέ­ως, δι­ό­τι, ὅ­ταν ὁ Βα­σι­λεύς θά ᾽ρθῆ στήν Λει­τουρ­γί­α, θά πά­ρη ἀν­τί­δω­ρο ἀ­πό τό χέ­ρι σου, θά σοῦ φι­λή­ση τό χέ­ρι”».

«Κά­θε κλη­ρι­κός, κά­θε Ἱ­ε­ρέ­ας καί κά­θε Χρι­στια­νός θά πρέ­πη νά προ­σέρ­χων­ται καί νά ἀ­φι­ε­ρώ­νων­ται στό Μυ­στή­ριο τῆς θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας καί σέ ὅ­λα τά Μυ­στή­ρια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Κα­λόν εἶ­ναι καί οἱ Θε­ο­λόγοι καί οἱ Ἱ­ε­ρεῖς τοῦ Ὑ­ψί­στου νά προ­σέ­χουν τήν ζω­ή τους, νά ἔ­χουν πί­στη Θε­οῦ ἀλ­λά νά ἔ­χου­νε καί κα­λά ἔρ­γα, ὅ­πως εἶ­πε καί ὁ θεῖ­ος Ἰ­ά­κω­βος ὁ ἀ­δελ­φό­θε­ος. Νά ὑ­πο­μέ­νουν τούς πει­ρα­σμούς, τίς δο­κι­μα­σί­ες, νά δι­δά­σκουν τόν λό­γον τῆς ἀ­λη­θεί­ας, ὅ­πως λέ­με “τὸν ὀρ­θο­το­μοῦν­τα τὸν λό­γον τῆς ἀ­λη­θεί­ας”. Εὔ­χο­μαι νά γί­νωνται (οἱ νέοι) Ἱ­ε­ρεῖς τοῦ Ὑ­ψί­στου καί νά εἶ­ναι ὑ­πο­δείγ­μα­τα γιά τήν σω-­τη­ρί­α τῆς ψυ­χῆς τους, ἀλ­λά καί γιά τίς ψυ­χές τῶν ἀν­θρώ­πων».

«Μί­α εἶ­ναι ἡ Θρη­σκεί­α μας, ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α μας. (Ἐμεῖς πιστεύομε) εἰς μί­αν ἁ­γί­αν, κα­θο­λι­κήν καί ἀ­πο­στο­λι­κήν Ἐκ­κλη­σί­αν. Ἔ­χου­με τήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ μας ἐ­μεῖς. Ὅ­ταν γο­να­τί­ση ὁ Ἱ­ε­ρεύς νά κά­νη προ­σευ­χή, τόν οὐ­ρα­νό μπο­ρεῖ νά κα­τε­βά­ση καί τά πάν­τα μπο­ρεῖ νά κά­νη κα­λά μέ τήν προ­σευ­χή του ὅ­ταν ἔ­χη πί­στη, ὅ­πως ὁ προ­φή­της Ἠ­λί­ας καί ἐ­κεῖ­νος ἄν­θρω­πος ὁ­μοι­ο­πα­θής, λέ­ει ὁ θεῖ­ος Ἰ­ά­κω­βος ὁ ἀ­δελ­φό­θε­ος, ἀλ­λά διά τῆς προ­σευ­χῆς καί τῆς νη­στεί­ας του ἔ­κα­νε τόν οὐ­ρα­νό καί ἔ­βρε­ξε».
Β. ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ από το Βιβλίο “Ο ΓΕΡΩΝ ΙΑΚΩΒΟΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ–ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ–ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ” της σειράς ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΒΙΩΜΑ 4
ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΣ – ΠΡΟΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΑΞΙΩΝ ΜΑΣ «ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ» σελ. 85-87
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.