16 Αυγ 2019

Χριστῷ συνεσταύρωμαι

Τοῦ Θεοφιλεστάτου Ἐπισκόπου Λήδρας κ. Ἐπιφανίου 
Εἶναι ἀδιαμφισβήτητο φαινόμενο καὶ ἀδήριτη πραγματικότητα ὁ πόνος σ΄ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα. Καθ΄ ἑκάστην ὁ καθένας μας γεύεται ἐμπειρικὰ τὸν πόνο, ψυχικὸ ἢ σωματικό. Γεγονότα θλίψεως, στενοχώριας, ὕβρεως, συκοφαντίας, ἀδικίας, περιθωριοποιήσεως, περιφρονήσεως καὶ ἄλλα πολλὰ ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός, τὰ ὁποία οὔτε νὰ περιγραφοῦν δύνανται, προερχόμενα εἴτε ἐξ ἀτόμων, εἴτε ἐξ ὁμάδων, εἴτε ἐκ τῶν κρατούντων τὰ ἡνία τῆς τοπικῆς ἢ καὶ τῆς παγκόσμιας διοίκησης, διέρχονται τὴν καρδία ἑνὸς ἑκάστου ἀνθρώπου, καὶ ὡς ρομφαία τὴν νύττουν πλήττοντάς την.
Πόσος πραγματικὰ πόνος, πόση στ΄ ἀλήθεια τραγωδία ἐπισωρεύεται καθημερινὰ στὸ σῶμα τῆς ἀνθρωπότητας! Ποιὸ φάρμακο εἶναι δυνατὸν νὰ θεραπεύσει τὸ μεγάλο αὐτὸ τραῦμα ποὺ αἰῶνες τώρα, ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση τοῦ ἀνθρώπου στὴν γῆ ὑπάρχει, καὶ μέχρι σήμερα παραμένει ἀγιάτρευτο; Ὁ προφητάναξ Δαυὶδ στὸ ψαλτήριό του ἀναφωνεῖ: «πολλαὶ αἱ θλίψεις τῶν δικαίων» (ψαλμ. λγ/ 20) καὶ «πολλαὶ αἱ μάστιγες τοῦ ἁμαρτωλοῦ» (ψαλμ. λα/ 10). Ἡ τραγικότητα τῶν γεγονότων καὶ τὸ ἀπαισιόδοξον τῆς θεραπείας καταβάλλει καταθλιπτικὰ τὸν ἄνθρωπον. 

Μέσα σ΄ αὐτὴν τὴν αὐχμηρότητα τῶν καταστάσεων, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐπισκέπτεται τὴν ἀνθρωπότητα, πλησιάζει τοὺς «κακῶς ἔχοντας», τοὺς «χρείαν ἰατροῦ ἔχοντας», καὶ τοὺς ἐπαγγέλλεται: «θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον» (Ἰω. ιστ/ 33), «ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήση ἐν τῇ σκοτία, ἀλλ ἔξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς» (Ἰω. η/ 12), «ἐγὼ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ...
ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωὴ» (Ἰω. ιδ/ 6) καὶ «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοὶ» (Μαρ. η/ 34). 

Τί παράξενος ἰατρός! Καὶ τί παράξενη θεραπεία ἀναγγέλλει! Ὁ ἴδιος, πανυγιέστατος ὡς Θεός, καταδέχεται νὰ γίνει ἄνθρωπος καθ΄ ὅλα παθητὸς χωρὶς τὴν ἁμαρτία, ὥστε, ἔχοντας ἐμπειρικὰ τὴν ἐπίγνωση τῆς ἀνθρωπίνης ἀσθενείας καὶ τοῦ πόνου, νὰ παρασταθεῖ ἰσχυρὸς πρεσβευτὴς καὶ μεσίτης πρὸς τὸν Θεὸ Πατέρα γιὰ ὅλους ἐμᾶς. Λαμβάνοντας ἐπίγνωση τοῦ πόνου σὲ ὅλο τὸ φάσμα τῆς πραγμάτωσής του ἀπ΄ αὐτὴν τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς γέννησής Του, ζεῖ μία ζωὴ μερικῶν δεκαετιῶν συμπεπυκνωμένου πόνου, μὲ ἀποκορύφωμα τὴν σταύρωσή Του στὸν Γολγοθά. 

Καὶ παρ΄ ὅλο ποὺ εἶναι «κατάστικτος τοῖς μώλωψι» (κανὼν Μ. Σαββάτου, δ/ ὠδὴ) ὡς ἄνθρωπος, λόγω ἀκριβῶς τοῦ περιεκτικοῦ σταυροῦ καὶ τοῦ Σταυροῦ ποὺ σήκωσε ἀπὸ ἄπειρη ἀγάπη γιὰ χάρη τῆς ἀνθρωπότητας, ἐν τούτοις ὡς Θεὸς εἶναι «πανσθενουργὸς» (αὐτόθι), παρέχοντας τὴν θεραπεία στὴν ἀνθρωπότητα διὰ τῆς Ἀναστάσεως καὶ τῆς Ἀναλήψεως, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν σωτηρία, τὸν ἁγιασμὸ καὶ τὴν θέωση. Ἐὰν ἐπιθυμοῦμε τὴν θεραπεία μᾶς προτρέπει: «Ἀκολούθει μοι». Παράλληλα μὲ τὸ «ἀκολούθει μοὶ» μᾶς δίνει καὶ τὸ φάρμακο τῆς θεραπείας: «ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ» (Ματθ. ἰστ/ 24).

Ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται τὸ παράξενο καὶ παράδοξο τῆς θεραπείας. Δὲν ἀπαλλάσσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν πόνο, διότι βρισκόμαστε στὴν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος, τὴν ὁποίαν ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου κατέστησε ἔτσι. Ὁ Θεὸς δὲν καταργεῖ τὴν ἐλευθερία καὶ τὶς ἐπιλογὲς τοῦ ἀνθρώπου. Γι΄ αὐτό, ἑτοίμασε καινοὺς οὐρανοὺς καὶ καινὴ γῆ, τὰ ἐξήγγειλε καὶ κάλεσε πάντα ἄνθρωπο μέσα ἀπὸ τὴν ἐλευθερία του νὰ τὰ ἐπιλέξει. Καὶ ἡ διαφορὰ τῆς ἐπιλογῆς βρίσκεται στὴν αἰτία τοῦ πόνου. Εἶναι ἕνα ἐρώτημα πολὺ ἁπλό, ἀλλὰ μὲ μία οὐσιαστική, τρομερὰ διαστατικὴ διαφορά. Ὑπομένεις τὸν πόνο γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἢ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ κόσμου; Ἡ εἰδοποιὸς διαφορὰ εἶναι καταφανής, βρίσκεται ὅμως στὴν ἐλεύθερη ἐπιλογή μας. Τὸν πόνο, εἴτε ἔτσι εἴτε ἀλλιῶς θὰ τὸν περάσουμε. Εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ ἀκολουθήσουμε τὸν Χριστὸ σηκώνοντας τὸν δικό μας σταυρό; 

Αὐτὴ ἡ τραγικότητα ἔχει καταγραφεῖ μέσα στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας. Εἶναι ἐνδεικτικὸ τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου νεομάρτυρος Δαυΐδ, τελευταίου αὐτοκράτορος τῆς Τραπεζούντας, τὸν ὁποῖο θανάτωσε ὁ Μωάμεθ ὁ Πορθητὴς λίγο μετὰ τὴν κατάληψη τῆς πόλεως, μαζὶ μὲ τρεῖς υἱούς του καὶ ἕναν ἀνεψιό του, καὶ ἀφοῦ τοὺς ζήτησε νὰ ἀλλαξοπιστήσουν γιὰ νὰ γλυτώσουν τὴν ζωή τους. Πρὸ τοῦ μαρτυρίου, κατὰ τὴν ἀνακριτικὴ διαδικασία, ἕνας τέταρτος υἱὸς τοῦ ἀρνήθηκε τὴν πίστη του, ἐξώμοσε καὶ δέχθηκε τὴν περιτομή. Δυστυχῶς γι΄ αὐτόν, διότι μετὰ τὸν ἔνδοξο μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ πατέρα του, τῶν ἀδελφῶν του καὶ τοῦ ἐξαδέλφου του, τὸν θανάτωσαν κι αὐτόν. 

Κάπως παρόμοιο γεγονὸς ἔλαβε χώραν κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Β/ Παγκοσμίου Πολέμου. Οἱ δυνάμεις τοῦ Ἄξονα συνέλαβαν ἕνα μεγάλο ἀριθμὸ ὀρθοδόξων Σέρβων. Λόγω τοῦ γεγονότος ὅτι οἱ ναζὶ συνεργάζονταν μὲ τοὺς παπικούς, ὁ ἐπιτετραμμένος παπικὸς καρδινάλιος ἔδωσε τὴν ἐπιλογὴ στοὺς παρισταμένους ὀρθοδόξους νὰ ἐνταχθοῦν στὸν Παπισμό, γιὰ νὰ τοὺς χαρισθεῖ ἡ ζωή. Κάποιος σημαντικὸς ἀριθμὸς ἀτόμων διεχώρισαν τοὺς ἑαυτούς τους ἀπὸ τὴν ὁμάδα τῶν ὀρθοδόξων. Ἀφοῦ θανάτωσαν τοὺς ὀρθοδόξους, πῆραν τοὺς ἐναπομείναντες, τοὺς μετάλλαξαν σὲ παπικοὺς ὅπως προέβλεπε ἡ διαδικασία, καὶ ἀκολούθως τοὺς μετέφεραν σὲ ἕνα χῶρο ὅπου τούς ἀνήγγειλαν τὴν ἐκτέλεσή τους. Στὶς διαμαρτυρίες ἐκείνων ὅτι ἄλλα τοὺς ὑπεσχέθησαν, οἱ παπικοὶ μαζὶ μὲ τοὺς ναζὶ τοὺς εἶπαν ὅτι θὰ τοὺς ἐκτελέσουν γιὰ νὰ πᾶνε μία ὥρα πιὸ γρήγορα στὸν παράδεισο. Ἔτσι ἄδοξα τελείωσε καὶ ἡ δική τους ζωή. 

Ὁ καθένας, ἔχοντας τὸ ἴδιον δικαίωμα, ἂς «ἐξαγοράζει τὸν καιρὸν» (πρβλ. Ἐφ. ε/ 16) ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, διότι οἱ μέρες εἶναι πονηρές. Ἡ ἐξαγορὰ ἀφορᾶ στὶς θλίψεις καὶ γίνεται μέσω τῆς ὑπομονῆς, ἡ δὲ ὑπομονὴ εἶναι ἔργον ποὺ τελειοποιεῖ (Ἰακ. α/ 4), ὁλοκληρώνει τὸν ἄνθρωπο. Γι΄ αὐτὸ καὶ στὴν Ἁγία Γραφή, διὰ τοῦ στόματος τοῦ Ἀποστόλου Ἰακώβου, προβάλλεται πρὸς μίμηση ἡ ὑπομονὴ τοῦ Ἰὼβ καὶ τὸ τέλος τοῦ Κυρίου, τὰ πάθη καὶ ὁ Σταυρὸς (Ἰακ. ε/ 11). 

Ἀφοῦ τὸν σταυρό μας τὸν ἔχουμε ἀναλάβει θέλοντας καὶ μή, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἐπιλογῆς μας τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, τουλάχιστον ἂς τὸν μεταποιήσουμε σὲ σταυρὸ Χριστοῦ, ἀκολουθώντας τὰ ἱερὰ ἴχνη τῆς θείας Ἀγάπης, μακροθυμώντας πρὸς πάντας (Α/ Θεσσ. ε/ 14), «ἀνεχόμενοι ἀλλήλων ἐν ἀγάπη» (Ἐφ. δ/ 2), συνδεόμενοι «τῷ συνδέσμω τῆς ἀγάπης» (εἱρμὸς ε/ ὠδῆς κανόνος Μ. Πέμπτης), «πάντα ὑπομένοντες» (Α/ Κόρ. ιγ/ 7), τόσο γιὰ τὴν δική μας σωτηρία, ὅσο καὶ τῶν ἄλλων. Ἂς ἀγωνισθοῦμε ἐν ὅσο ἔχουμε χρόνο νὰ μιμηθοῦμε τὸν Κύριό της δόξης στὴν ἐπίγειό του ζωή, ὥστε μετὰ τοῦ οὐρανοβάμονος Παύλου νὰ ἀναφωνήσουμε καὶ ἐμεῖς: «Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστὸς» (Γαλ. β/ 20).

(Δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ “Παράκληση. Περιοδικὴ Ἔκδοση Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ”, τεῦχος 98).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.