31 Ιαν 2019

Μόρφου: Ἡ οἰκουμενικότητα τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὴ σημερινὴ παγκοσμιότητα, ποὺ ἰσοπεδώνει τὰ πάντα, γιατί ἐκείνη ἦταν θεμελιωμένη στὴν ἐλευθερία καὶ τὸν σεβασμὸ

Ὁμιλία τοῦ Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου στὸ Ἀκάκι (28.01.2009)
Τὸ νὰ μιλᾶ κανεὶς γιὰ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες εἶναι ἐγχείρημα δύσκολο, καθότι οἱ τρεῖς αὐτοὶ Μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, παρόλο ποὺ μᾶς κληροδότησαν ἕνα λόγο γεμάτο φῶς, ἤσαν πρωτίστως ἄνθρωποι τῶν ἔργων. 
Δηλαδὴ πραγμάτωσαν ἐδῶ στὴ γῆ τὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ μὲ τὰ ἔργα καὶ τὴ βιοτή τους, ἀφιερώνοντας ὅλες τους τὶς δυνάμεις, ψυχικὲς καὶ σωματικές, στὴ διακονία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Τὰ μεγάλα καὶ ποικίλα χαρίσματα, ποὺ ἔλαβαν δωρεὰν ἀπὸ τὸ Θεό, τὰ ἔδωσαν μὲ τὴ σειρά τους στὸν κόσμο, δοξάζοντας ἔτσι ἐκεῖνον, ποὺ τοὺς τὰ ἔδωσε καὶ ἀνακουφίζοντας καὶ στηρίζοντας τοὺς ἀνθρώπους. 
Σπάνια συναντᾶμε, ἀκόμα καὶ σὲ ἁγιασμένους ἀνθρώπους, τέτοιο φρόνημα καὶ τέτοιο...
πλοῦτο χαρισμάτων. Ὅπως πολὺ ὀρθὰ σημειώνουν οἱ μελετητὲς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἡ πολυσχιδὴς προσωπικότητά τους συγκέντρωνε καὶ συνδύαζε θαυμαστὲς ἱκανότητες διαποτισμένες ἀπὸ ἁγιότητα, ἀσκητικότητα, θεολογία, ἀκαδημαϊκὴ γνώση, κοινωνικὴ εὐαισθησία, ποιμαντικὴ μέριμνα, συγγραφικὸ ταλέντο καὶ διοικητικὴ μέριμνα. Ἄλλωστε, δὲν εἶναι τυχαῖο, ποὺ ὁ ὑμνωδὸς τῆς Ἐκκλησίας τοὺς ὀνομάζει «μεγίστους φωστήρας τῆς τρισηλίου Θεότητος» καὶ ἀλλοῦ τοῦ «Χριστοῦ μας τὸ στόμα». Ἑπομένως, θὰ μιλήσουμε γιὰ τοὺς τρεῖς αὐτοὺς Μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἔχοντας κατὰ νοῦν ὅτι ἔβαλαν τὰ θεμέλια γιὰ τὴν ὀρθὴ λατρεία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη καὶ μᾶς κληροδότησαν τὰ ἀθάνατα συγγράμματά τους, ποὺ παραμένουν μέχρι σήμερα ἕνα βασικὸ ἐργαλεῖο γιὰ οἱονδήποτε θέλει νὰ μελετήσει τὴν Ὀρθόδοξη πατερικὴ καὶ θεολογικὴ παράδοση. 

Προτοῦ προχωρήσουμε, ὅμως, ἂς ρίξουμε μία σύντομη ματιὰ στὴ ζωή τους, κάνοντας ἀρχὴ μὲ τὸν Μέγα Βασίλειο. 
Ὁ Μέγας Βασίλειος γεννήθηκε στὴ Νεοκαισάρεια τοῦ Πόντου περὶ τὸ 330 ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, τὸν Βασίλειο καὶ τὴν Ἐμμέλεια, ποὺ εἶχαν ἀκόμα πέντε κόρες καὶ τρεῖς γιούς. Τὰ πρῶτα μαθήματά του ὁ ἅγιος τὰ παρακολούθησε κοντὰ στὸν πατέρα του, ποὺ ἦταν ρήτορας καὶ διδάσκαλος ἐγκυκλίων μαθημάτων. Ἀκολούθως, φοίτησε στὶς περίφημες σχολὲς τῆς Καισάρειας, τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ τῆς Ἀθήνας, σπουδάζοντας ρητορική, φιλοσοφία, γραμματική, διαλεκτική, ἀστρονομία, γεωμετρία καὶ ἰατρική. 

Στὴν Ἀθήνα ἀναπτύσσει μὲ τὸν συμφοιτητή του, ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, πνευματικὴ καὶ ἀδελφικὴ φιλία, ἡ ὁποία θὰ διατηρηθεῖ σ’ ὅλη τους τὴ ζωή. Παρόλο δέ, ποὺ εἶχε μελετήσει σὲ βάθος ὅλους τούς μέχρι τὴν ἐποχὴ του Πατέρες καὶ διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας, δήλωνε ὑπερήφανα ὅτι τὴ θεολογική του σκέψη τὴ διαμόρφωσαν ἡ μητέρα καὶ ἡ γιαγιά του. Ἡ μητέρα του Ἐμμέλεια, ποὺ τοῦ ἐμφύσησε τὴν αἴσθηση περὶ τοῦ ἑνὸς καὶ μόνου Θεοῦ, καὶ ἡ γιαγιὰ του Μακρίνα, ποὺ κατὰ τὴν παιδική του ἡλικία αὔξησε αὐτὴ τὴν αἴσθηση περὶ τοῦ Θεοῦ. 

Ἦταν ἄνθρωπος πολυσχιδής, ἀκαταπόνητος καὶ ὑπερδραστήριος, ἡγέτης σπάνιος. Μὲ ὅ,τι ἀσχολεῖτο τὸ ἔφερνε εἰς πέρας. Ἦταν πρότυπο μοναχοῦ ἀσκητῆ. Ὀργάνωσε τὸν μοναχικὸ βίο μὲ ἀξιοθαύμαστο τρόπο, ἔτσι ὥστε νὰ διακονεῖται ἡ Ἐκκλησία καὶ τὸ κοινωνικὸ σύνολο, χωρὶς νὰ παρεμποδίζεται τὸ πνευματικό, ἡσυχαστικὸ καὶ δοξολογικὸ ἔργο τῶν μοναχῶν. Ἦταν κοινωνικὸς μεταρρυθμιστής. Ἀγωνίστηκε ὅσο κανένας ἄλλος ἄνθρωπος στὴν ἱστορία γιὰ τὴν ἀναμόρφωση τῆς κοινωνίας καὶ τὴν ὀργάνωση τῆς κοινωνικῆς καὶ νοσοκομειακῆς πρόνοιας μὲ τὰ λίγα μέσα ποὺ διέθετε, ἱδρύοντας στὰ προάστεια τῆς Καισάρειας τὴν περίφημη «πολιτεία τοῦ ἐλέους», ποὺ θὰ γίνει μεταγενέστερα γνωστὴ μὲ τὸ ὄνομα Βασιλειάδα. 

Ἦταν μέγας θεολόγος. Προσέφερε τὴν ὁριστικὴ λύση στὸ τριαδολογικὸ πρόβλημα, ποὺ συντάρασσε τὴν Ἐκκλησία κατὰ τὸν 4ον αἰώνα. Τὸ σχετικὸ θεολογικό του ἔργο υἱοθετήθηκε ἐπίσημα ἀπὸ τὴν Δεύτερη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, τὴν ὁποία ὁραματιζόταν καὶ ἀνέμενε, ἀλλὰ δὲν πρόλαβε, καθότι ἐκοιμήθη δύο χρόνια πρίν. Κατέστη πρότυπο ποιμενάρχη, συγγραφέα καὶ θεολόγου. Συνδύαζε πρακτικὴ ἰδιοφυία, φιλοσοφικὴ σκέψη καὶ θεολογικὴ ἀκρίβεια. Γιὰ μία περίοδο 18 ἐτῶν, μέχρι τὸ τέλος τοῦ βίου του, παράλληλα μὲ τὴν ποιμαντική του ἀπασχόληση καὶ παρὰ τὴν ἀσθένεια τοῦ σώματός του, παρήγαγε συγγραφικὸ ἔργο σὲ ἔκταση καὶ ποιότητα, ποὺ τὸν τοποθετεῖ στὴν πρώτη γραμμὴ τῶν Πατέρων ὅλων τῶν ἐποχῶν. 

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γεννήθηκε γύρω στὸ 328 στὴν Ἀριανζὸ τῆς Καππαδοκίας, ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὴ Ναζιανζό, γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται Ναζιανζηνός. Καταγόταν ἀπὸ οἰκογένεια γαιοκτημόνων τῆς Καππαδοκίας. Ἡ μητέρα του, ἡ Νόννα, ἀναγνωρίστηκε ὡς ἁγία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐνῶ ὁ πατέρας του, ὁ Γρηγόριος, διετέλεσε ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ. Μετὰ τὶς σπουδές του στὴν Καισάρεια καὶ τὴν Ἀλεξάνδρεια, μεταβαίνει στὴν Ἀθήνα καὶ λαμβάνει καὶ αὐτὸς τὴν ἴδια ἀκαδημαϊκὴ γνώση, ποὺ ἔλαβε καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος. 

Ἦταν ἄνθρωπος ἀσθενικός, ἥσυχος καὶ ἤρεμος. Προτιμοῦσε νὰ ζεῖ μακριὰ ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ νὰ ἀσχολεῖται μὲ τὸ γράψιμο. Ὅποτε ἀναγκάστηκε νὰ ζήσει σὲ μεγάλες πόλεις, τὸ ἔκανε γιὰ χάρη τῆς Ἐκκλησίας. Ἐξαιτίας τοῦ χαρακτήρα του, προτιμοῦσε τὴν ἀναχώρηση, τὴ φυγή. Γι’ αὐτὸ ὅλη του ἡ ζωὴ ἦταν γεμάτη ἀπὸ συνεχεῖς μετατοπίσεις. Ἐνῶ ἡ μόρφωσή του, τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα καὶ ἡ φωνὴ τῆς θείας χάριτος ποὺ συχνὰ ἄκουε ἐντός του, τὸν ἔσπρωχναν πρὸς τὶς διοικητικὲς εὐθύνες, ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ φιλάσθενο σῶμα του καὶ ἡ ἐπιθυμία του γιὰ ἡσυχία, τὸν ἀπομάκρυναν. 

Ὡστόσο, στὰ λίγα χρόνια ποὺ διακόνησε τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὴ θέση τοῦ ποιμένα, ἄλλαξε τὴν πορεία τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων. Ἂν καὶ θεωρεῖται ὁ ποιητικότερος τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ὡς συγγραφέας δὲν ἐργαζόταν μεθοδικὰ καὶ συστηματικά, ἀλλὰ ἀνάλογα μὲ τὶς περιστάσεις. Τὸ ἔργο του εἶναι πολὺ μεγάλο σὲ ὄγκο καὶ θεωρεῖται ὁ πιὸ μυστικὸς ἀπὸ τὴν τριάδα τῶν Ἱεραρχῶν. Τὰ δὲ κείμενά του χρησιμοποιήθηκαν πάρα πολὺ ὡς μαρτυρίες τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ζωῆς καθ’ ὅλους τούς αἰῶνες. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ ἀπένειμε τὸν τίτλο Θεολόγος ὡς κυριώνυμο, γιὰ τὸν ἰδιάζοντα, βαθὺ καὶ ὑψηλὸ χαρακτήρα τῆς θεολογίας του. 

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀνήκει στοὺς ἁγίους Πατέρες, ποὺ λόγω τῆς τεράστιας συμβολῆς του στὰ διοικητικά τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ μεγάλου κοινωνικοῦ καὶ πνευματικοῦ του ἔργου καὶ τῆς συμβολῆς του στὴν ἀνάπτυξη τῆς θεολογίας, ἡ μνήμη του διατηρήθηκε ζωντανὴ σὲ ὅλους τούς αἰῶνες. Εἶναι ὁ μόνος ἀπὸ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες, ποὺ δὲν κατάγεται ἀπὸ τὴν Καππαδοκία, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας. Ἦταν παιδὶ ἐπιφανοῦς οἰκογενείας, τοῦ Σεκούνδου καὶ τῆς ἁγίας Ἀνθούσης, τῆς ὁποίας τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν πίστη ἐγκωμίασε ὁ δάσκαλος τοῦ ἁγίου, ὁ ὀνομαστὸς φιλόσοφος Λιβάνιος, λέγοντας ὅτι εἶναι ἡ ἀξιότερη τῶν χριστιανῶν. Ὁ ἅγιος γεννήθηκε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 344 καὶ 354 καί, ὅπως προαναφέραμε, φοίτησε κοντὰ στὸν σοφὸ Λιβάνιο. Μετὰ τὴν κοίμηση τῆς μητέρας του, ἀσκήτεψε γιὰ τέσσερα χρόνια κοντὰ σὲ Σύρο Γέροντα καὶ ἄλλα δύο μόνος σὲ σπήλαιο.

Στὴ συνέχεια χειροτονήθηκε διάκονος καὶ μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου δίδαξε καὶ ἐπιδόθηκε στὴ συγγραφή. Χειροτονεῖται ἱερέας καὶ ἐπιστρέφει στὴν Ἀντιόχεια, ὅπου ἀναπτύσσει μεγάλο πνευματικὸ ἔργο. Κηρύττει κάθε Παρασκευὴ καὶ Κυριακὴ καὶ τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ περιέρχεται ὅλους τούς ναοὺς τῆς πόλης καὶ κηρύττει καθημερινά, προφυλάσσοντας καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸν λαὸ ἀπὸ τὶς διάφορες αἱρέσεις. Τὸ 398 ἐκλέγεται ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἀσκεῖ συνεχῆ κριτικὴ κατὰ τῶν ἀτασθαλιῶν τῶν βασιλέων, τῶν ἀρχόντων καὶ τῆς πολιτικῆς βίας. 

Ἐπιδίδεται σὲ τεράστιο κοινωνικὸ καὶ ποιμαντικὸ ἔργο, κτίζοντας νοσοκομεῖα, γηροκομεῖα, πτωχοκομεῖα καὶ ὀργανώνοντας ὑποδειγματικὰ τὸ ἔργο τῆς κοινωνικῆς πρόνοιας. Ἀναπτύσσει τὸ αἴσθημα τῆς σοβαρότητας τῆς ἱερωσύνης καὶ συμβάλλει καὶ ἀπαιτεῖ ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς του νὰ εἶναι ὀλιγαρκεῖς, λιτοὶ καὶ μὲ ἦθος. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐπισκοπικῆς του διακονίας δέχθηκε πολλὲς ταλαιπωρίες, ἐξορίες καὶ διώξεις. Τὸ συγγραφικό του ἔργο εἶναι ὀγκῶδες καὶ θεωρεῖται ὁ ρητορικώτερος τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. 

Ἡ ἐποχή, ποὺ ἔζησαν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, ἦταν περίοδος ταραχῶν καὶ ριζικῶν ἀλλαγῶν, ἂν καὶ ὁ ἀρχαῖος κόσμος παρέμενε ἀκόμα πολὺ ἰσχυρὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει τὰ βέλη καὶ τοὺς πειρασμοὺς τῶν ποικίλων αἱρέσεων. Ἡ δὲ αὐτοκρατορικὴ μοναρχία ἦταν τόσο ἰσχυρή, ποὺ εἶχε τὴ δύναμη νὰ ἀλλάζει μέσα σὲ μία μέρα ἀποφάσεις ποὺ ἀφοροῦσαν τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν Παιδεία, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ διώκονται ἅγιοι ἱεράρχες καὶ σημαντικὲς προσωπικότητες ἀπὸ τοὺς θρόνους καὶ τὶς θέσεις τους. 

Ἡ αὐτοκρατορικὴ αὐλὴ ἦταν εὐάλωτη στὶς ἐπιρροὲς κακῶν συμβούλων, ἀλλὰ καὶ ἱεραρχῶν, ποὺ ἤθελαν μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο νὰ ὑπηρετήσουν τὰ ἰδιοτελῆ συμφέροντά τους. Τὸ κλίμα αὐτὸ δὲν δίστασαν νὰ στηλιτεύσουν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, καὶ ἰδιαιτέρως ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ποὺ δέχθηκε περισσότερο ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους τὸν πόλεμο τῶν αὐλοκολάκων. Πέραν τούτου, οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες εἶχαν νὰ ἀντιμετωπίσουν καὶ τοὺς φανατικοὺς χριστιανούς, ποὺ δημιουργοῦσαν προβλήματα καὶ προχωροῦσαν σὲ βανδαλισμοὺς ἐναντίον εἰδωλολατρικῶν ναῶν ἢ στὸ κάψιμο βιβλίων ἀρχαίων συγγραφέων. 

Εἰδικά, ὁ Μέγας Βασίλειος κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια νὰ τιθασεύσει μερικοὺς μοναχούς, ποὺ ἐπιδίδονταν σὲ τέτοιου εἴδους καταστροφές, διότι ὡς ἄριστος γνώστης τῆς ἀρχαίας γραμματείας ἤξερε ὅτι ἡ παιδεία τῆς ἐποχῆς του ἦταν στηριγμένη στὰ κείμενα τῶν ἀρχαίων συγγραφέων. Ἑπομένως, ἐκεῖνο ποὺ χρειαζόταν δὲν ἦταν ἡ σύγκρουση καὶ ἡ ἀπόρριψη, οὔτε καὶ ἡ πλήρης ἀποδοχή, ἀλλὰ ἡ διάκριση, ἡ ἀνάλυση καὶ ἡ ἀφομοίωση τοῦ ἀρχαίου κόσμου, ὄχι ὡς περιεχομένου, ἀλλὰ ὡς ἐνδύματος τοῦ ὀρθοδόξου χριστιανικοῦ λόγου. 

Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες ἔβλεπαν ὅτι τὴν ἐποχή, ποὺ ἔζησαν, ἡ ἀρχαιοελληνικὴ παράδοση ἦταν ζῶσα καὶ πραγματική, ὄχι μόνο γιὰ τοὺς εἰδωλολάτρες, ἀλλὰ καὶ γιὰ πολλοὺς χριστιανούς, ποὺ αἰσθάνονταν κληρονόμοι τῶν δύο πολιτισμῶν, τοῦ ἑλληνικοῦ καὶ τοῦ χριστιανικοῦ καὶ ἤθελαν νὰ παραλάβουν ἀπὸ τὸν ἑλληνισμὸ ἕνα περίλαμπρο ἔνδυμα κι ἀπὸ τὸν χριστιανισμὸ μία ὑψηλὴ θρησκευτικὴ καὶ ἠθικὴ διδασκαλία. Μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ἀτμόσφαιρα, οἱ Καππαδόκες Πατέρες, καὶ εἰδικὰ ὁ Μέγας Βασίλειος, προσέφεραν τὸ μέτρο τῆς διακρίσεως, ποὺ προέτρεπε μὲν τοὺς χριστιανοὺς νὰ σπουδάζουν τὴ φιλοσοφία καὶ τὶς συναφεῖς ἐπιστῆμες, ἀλλὰ νὰ προφυλάγονται ἀπὸ τὴν κενὴ ἀπάτη τῶν εἰδώλων, ἔχοντας γιὰ ὁδηγὸ τους τὴν ἀποκάλυψη τῆς ἐν Χριστῷ ἀλήθειας. 

Ἡ φιλοσοφία μποροῦσε νὰ εἶναι ἕνα ὄργανο ἐπεξεργασίας καὶ διατύπωσης τῶν θεολογικῶν καὶ ἠθικῶν ἀντιλήψεων, ἀλλὰ τὸ ζητούμενο ἦταν ἡ διατήρηση τῆς σχέσης μὲ τὸν ἕνα καὶ μόνο Θεό. Ἡ χρησιμοποίηση τῶν ὅρων καὶ μεθοδολογίας τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας θεωρήθηκε ἀναγκαία, γιὰ νὰ διατυπωθεῖ καὶ νὰ κατανοηθεῖ σὲ ὅρους δογματικοὺς ἡ χριστιανικὴ πίστη. Ἀξίζει ἐδῶ νὰ προσέξουμε τὸ ἑξῆς: 

Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες δὲν ἔπαιρναν, ὅπως πολλοὶ πιστεύουν, ὅ,τι τοὺς ἄρεσε ἀπὸ τὴν ἀρχαία γραμματεία γιὰ νὰ τὸ προσαρμόσουν στὴ χριστιανικὴ πίστη. Οὔτε καὶ συνέχισαν τὸ ἔργο μερικῶν ἀπολογητῶν, ποὺ ὑποστήριζαν ὅτι κάποια ἀρχαία κείμενα προετοίμαζαν τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ. Ἀντιθέτως, ἔχοντας ξεκάθαρη ἄποψη, ἀντιμετώπισαν τὸν ἀρχαῖο κόσμο στὸ σύνολό του. Καὶ ἔχοντας ὡς ἀφετηρία τὸν βαθὺ συγκλονισμὸ ποὺ ἔνοιωθαν οἱ Ἕλληνες ἀπέναντι στὸ ἀπρόβλεπτο τῆς ζωῆς, τὸ ὁποῖο τοὺς ἐνέπνεε τὴν αἴσθηση τῆς τραγωδίας, ἀντιπρότειναν στὴν ἐποχή τους ὡς λύση τὸ ἀπέραντο ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος σαρκώθηκε γιὰ νὰ προσλάβει τὴ ζωὴ καὶ νὰ θεραπεύσει τὴν ἱστορία.  

Στὸν τομέα τῆς παιδείας, οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες ἀναδεικνύονται πρωτοπόροι ἀφοῦ, σὲ μία ἐποχὴ συγκρούσεων καὶ ταραχῶν, εἶχαν τὸ σθένος καὶ τὴν τόλμη νὰ ὑποστηρίζουν καὶ νὰ ἐπιμένουν ὅτι θὰ πρέπει νὰ μορφώνονται ὅλοι, ἀνεξαρτήτως τάξεως καὶ ὄχι μόνο οἱ ἀνώτερες τάξεις τοῦ λαοῦ. Κατάφεραν, λόγω τῆς προσωπικότητάς τους, τῆς μεγάλης ἀκαδημαϊκῆς μόρφωσης καὶ τῆς εὐρύτητας τοῦ πνεύματός τους, νὰ καθορίσουν τὴν παιδεία τῆς ἐποχῆς τους. 

Ἔτσι στὰ σχολεῖα διδάσκονταν καὶ ἀρχαιοελληνικὰ κείμενα καὶ συγγραφεῖς, ὅπως ὁ Ὅμηρος, οἱ ἀρχαῖοι τραγικοὶ Αἰσχύλος, Σοφοκλῆς καὶ Εὐριπίδης, ἱστορικοὶ καὶ ρήτορες, ἀκόμα καὶ μερικὲς κωμωδίες τοῦ Ἀριστοφάνη. Πολλοὶ ἐρευνητὲς συμφωνοῦν ὅτι τὰ κείμενα αὐτὰ δὲν θὰ σώζονταν, ἐὰν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες δὲν τὰ ἐνέτασσαν στὴν ἐκπαίδευση. Καὶ ἂν σήμερα θεωροῦνται προστάτες τῆς παιδείας καὶ τῶν γραμμάτων, εἶναι γιατί, ὄχι μόνο διέσωσαν τὰ ἀρχαία γράμματα σὲ μία ἐποχὴ φανατισμοῦ καὶ μισαλλοδοξίας, ἀλλὰ καὶ γιατί ἡ βαθιά τους πίστη τοὺς ἐπέτρεψε νὰ εἶναι ἐπιλεκτικοί, διακριτικοί, ἀνοικτοὶ καὶ κριτικοὶ πρὸς κάθε κατεύθυνση. 

Γνώριζαν δηλαδή, ὅτι ἡ γνώση δὲν ἀρκεῖ ἀπὸ μόνη της γιὰ νὰ κατευθύνει τοὺς νέους πρὸς τὴν ὁδὸ τῆς ἀλήθειας. Ἐπιθυμοῦσαν νὰ διαμορφώσουν τοὺς νέους μὲ τρόπο ὥστε νὰ ἀναπτύξουν τὸ δῶρο τῆς ἐλευθερίας ποὺ εἶχαν ἀπὸ τὸν Θεὸ δημιουργικὰ κι ὄχι φοβισμένα καὶ καχύποπτα, γιατί μόνο ἔτσι θὰ μποροῦσαν νὰ ἀγαπήσουν πραγματικὰ τὸν Δημιουργὸ καὶ τὸ δημιούργημά Του, τὸν ἄνθρωπο. Ἤθελαν τὰ παιδιὰ νὰ εἶναι μέτοχοι τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐκβάλει ἔξω κάθε φόβο, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νὰ αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ διακονεῖ τὸν ἀδελφό του καὶ ὄχι νὰ τὸν ὑποτάσσει. Ἔτσι, οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες εἶδαν τὴν παιδεία ὡς καλλιέργεια τῆς ψυχῆς καὶ κοινωνία μὲ τὸν Θεό, ὡς διαμόρφωση καλῶν καὶ ἐνάρετων χαρακτήρων καὶ ὁμαλὴ ἔνταξή τους στὴν κοινωνία. Γιατί, ὅπως λέει ἀφοπλιστικὰ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, «οἱ ἄνθρωποι πρέπει νὰ ζοῦν ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο καὶ ὅλοι γιὰ ὅλους». 

Ἡ κοινωνικὴ εὐαισθησία τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν εἶναι ὑποδειγματικὴ καὶ ἀξεπέραστη σὲ εὖρος καὶ δημιουργικότητα. Πρῶτοι οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες τόνισαν ὅτι, παράλληλα μὲ τὴν ἀσκητικὴ καὶ ἡσυχαστικὴ ζωή, θὰ ἔπρεπε νὰ λειτουργεῖ καὶ ἡ διακονία πρὸς τὸν συνάνθρωπό μας, δηλαδὴ ἡ συμπαράσταση καὶ ἡ βοήθεια πρὸς κάθε πάσχοντα, ἀνεξαρτήτως φυλῆς, χρώματος καὶ θρησκείας. Εἶναι γνωστὰ τὰ ὀργανωμένα συσσίτια τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, στὰ ὁποῖα προσέρχονταν καὶ Ἑβραῖοι καὶ Ἀρειανοί, καθὼς εἶναι γνωστὴ καὶ ἡ κριτική, ποὺ ἀσκοῦσε στοὺς τοκογλύφους καὶ ὅσους ἐκμεταλλεύονταν τοὺς ἀνθρώπους στὴ δουλειά. 

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος σημειώνει ὅτι κανένας δὲν εἶναι ἐκ φύσεως δοῦλος, ἀνατρέποντας τὴ σχετικὴ ἄποψη, τόσο τοῦ ἀρχαίου, ὅσο καὶ τοῦ ἰουδαϊκοῦ κόσμου. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μὲ τὴ σειρὰ του παραχωρεῖ ἐκκλησία στοὺς Γότθους, γιὰ νὰ τελοῦν τὴ λατρεία στὴ δική τους βαρβαρικὴ γλώσσα. Ὅλα αὐτὰ δείχνουν ἁγίους, ποὺ ἐφάρμοζαν στὴν πράξη καὶ στὴν κυριολεξία τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ἤσαν χριστιανοὶ κατ’ ὄνομα, ἀλλὰ κατ’ οὐσίαν.

Ἡ οἰκουμενικότητα τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν εἶναι ὑποδειγματικὴ ἀφοῦ συνδιαλέγονταν μὲ ὅλα καὶ μὲ ὅλους, χωρὶς νὰ ἀποκλίνουν ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἡ ζωὴ τους ἦταν διαποτισμένη ἀπὸ μία οἰκουμενικὴ ἀντίληψη, ἡ ὁποία ἀποτυπώθηκε καὶ στὸ ἀπολυτίκιό τους, τὸ ὁποῖο λέει: «τοὺς τὴν οἰκουμένην ἀκτίσι δογμάτων θείων πυρσεύσαντας». Δηλαδοί, οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες εἶναι αὐτοί, ποὺ ἔδωσαν φῶς σ’ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη, μὲ τὶς ἀκτίνες τῶν θείων δογμάτων. 

Ἡ ἐποχὴ τους ἦταν ἐποχὴ πολυπολιτισμικότητας, ὅπως θὰ λέγαμε σήμερα. Οἱ ἴδιοι μαθήτευσαν σὲ ἐθνικοὺς καὶ ἰουδαίους δασκάλους καὶ ἔτσι ἀπὸ νωρὶς ἀντιλήφθηκαν ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι οἰκουμενικὴ καὶ ὅτι ὁ ἀληθινὸς Θεὸς ἔπρεπε νὰ γίνει κατανοητὸς σὲ ὅλον τὸν κόσμο, ὅλους τούς ἀνθρώπους ἀνεξαρτήτως καταγωγῆς, θρησκείας, φύλου, χρώματος ἢ κοινωνικῆς θέσης. Τὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως, τῆς νίκης κατὰ τοῦ θανάτου, ἔπρεπε νὰ φτάσει σὲ κάθε γωνιὰ τῆς γῆς. Ἡ οἰκουμενικότητα τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὴ σημερινὴ παγκοσμιότητα, ποὺ ἰσοπεδώνει τὰ πάντα, γιατί ἐκείνη ἦταν θεμελιωμένη στὴν ἐλευθερία καὶ τὸν σεβασμὸ τῆς διαφορετικότητας. Γιὰ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες ἡ οἰκουμενικότητα δὲν ἦταν σχῆμα λόγου ἀλλὰ πράξη καινοδιαθηκική. Ὁ πλησίον εἶναι ὁ ἀδελφός μου, τὸ ἄλλο μου μισό. Ἔτσι, μποροῦμε χωρὶς ὑπερβολὴ νὰ ποῦμε ὅτι οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες εἶναι αὐτοί, ποὺ ἕνωσαν τὴν Ἀνατολὴ μὲ τὴ Δύση καὶ τὸν ἀρχαῖο κόσμο μὲ τὸν νέο κόσμο τῆς χριστιανικῆς πίστης.  

Ἡ σκέψη τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ἀποτελεῖ σήμερα τὸ κλειδὶ γιὰ τὴν ἑλληνικὴ παιδεία. Διότι προσφέρει τὸ οἰκουμενικὸ μήνυμα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς συνδιαλλαγῆς, ἀλλὰ καὶ προβάλλει τὸν ἄνθρωπο ὡς κέντρο τῆς δημιουργίας, ποὺ ἔχει τὴν εὐθύνη τῆς διαχειρίσεως τοῦ κτιστοῦ κόσμου ἀλλὰ καὶ τὴ δυνατότητα νὰ συνομιλεῖ καὶ νὰ κοινωνεῖ μὲ τὸν Θεό, ὡς πρόσωπο ἀνεπανάληπτο καὶ μοναδικό.

Τελειώνοντας, θὰ ἤθελα νὰ ἀναφερθῶ καὶ στὴ τεράστια συμβολὴ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου στὴ θεία λατρεία, μὲ τὴ διαμόρφωση τοῦ τυπικοῦ τῆς θείας Λειτουργίας, ποὺ εἶναι τὸ κορυφαῖο λατρευτικὸ γεγονὸς τῶν χριστιανῶν, τὸ ὁποῖο κορυφώνεται μὲ τὴν τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ἡ θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ποὺ εἶναι προγενέστερη ἐκείνης τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, εἶναι μεγαλοπρεπὴς καὶ μακροσκελὴς καὶ τελεῖται δέκα φορὲς τὸν χρόνο. Ἐνῶ ἡ θεία Λειτουργία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου εἶναι στηριγμένη στὴν ἀποστολικὴ θεία Λειτουργία, ποὺ ἀποδίδεται στὸν Ἰάκωβο τὸν Ἀδελφόθεο, ἀλλὰ ἀποτελεῖ καὶ μία συνοπτικότερη ἀπόδοση τῆς θείας Λειτουργίας τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. 

Εὔχομαι, ἡ χάρη καὶ ἡ βοήθεια τῶν ἁγίων αὐτῶν Πατέρων, νὰ εἶναι πάντα μαζὶ μὲ ὅσους ἀγωνίζονται τὸν καλὸ ἀγώνα τῆς παιδείας, δασκάλους καὶ μαθητές. Ἡ ἐποχή μας, μὲ τὸν ἔντονο συγκρητισμό, τὴν παγκοσμιοποίηση, τὴ συνύπαρξη τῶν πιὸ ἀντιφατικῶν πολιτιστικῶν στοιχείων, θυμίζει σὲ πολλὰ τὴ δική τους ἐποχή. Γι’ αὐτό, ἡ παρουσία τους εἶναι καὶ σήμερα ἐπίκαιρη, ὅπως ἦταν στὴ δική τους ἐποχή. Εἴθε τὸ παράδειγμα, ἡ διδασκαλία τους, ἀλλὰ κυρίως ἡ μεσιτεία τους πρὸς τὸν Χριστό, νὰ βοηθοῦν ὅλους μας νὰ δοῦμε κι ἐμεῖς «τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.