19 Δεκ 2018

ΕΔΔΑ: Οἱ Ἕλληνες μουσουλμάνοι θὰ πρέπει νὰ ἐφαρμόζουν τὴ Σαρία ἐὰν τὸ ἐπιθυμοῦν καὶ ὄχι ὑποχρεωτικά

ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Δημόσια διαθήκη Ἕλληνα Μουσουλμάνου, συνταγμένη σύμφωνα μὲ τὸν Ἀστικὸ Κώδικα, μὲ τὴν ὁποία ἡ σύζυγός του κληρονομοῦσε ὅλη τὴν περιουσία. Ἐφαρμογὴ τοῦ ἰσλαμικοῦ θρησκευτικοῦ νόμου (Σαρία) ἀπὸ τὰ ἑλληνικὰ δικαστήρια ἀντίθετα μὲ τὴ βούληση τοῦ διαθέτη μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ἀπώλεια ἀπὸ τὴ χήρα τῆς κληρονομιαίας περιουσίας.
Μὴ δικαίωμα τῶν Ἑλλήνων μουσουλμάνων νὰ ἐπιλέξουν τὸ εὐνοϊκότερο καθεστὼς ποὺ παρεῖχε ὁ Ἀστικὸς Κώδικας στὸ κληρονομικὸ δίκαιο συγκριτικὰ μὲ τὴ Σαρία. Τὸ ΕΔΔΑ ἔκρινε ὅτι ἡ διαφορετικὴ μεταχείριση ποὺ ὑπέστη ἡ χήρα-προσφεύγουσα ὡς κληρονόμος δυνάμει διαθήκης ποὺ καταρτίστηκε βάσει τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικα ἀπὸ Ἕλληνα μουσουλμάνο, σὲ σχέση μὲ μία χήρα κληρονόμο βάσει διαθήκης ποὺ....
καταρτίστηκε σύμφωνα μὲ τὸν Ἀστικὸ Κώδικα, ἀλλὰ ἀπὸ Ἕλληνα μὴ μουσουλμάνο, δὲν ἦταν ἀντικειμενικὰ καὶ εὔλογα αἰτιολογημένη.
Ἡ ἄρνηση στὰ μέλη μίας θρησκευτικῆς μειονότητας τοῦ δικαιώματος νὰ ἐπιλέξουν καὶ νὰ ὠφεληθοῦν οἰκειοθελῶς ἀπὸ τὸ κοινὸ δίκαιο, δὲν συνιστοῦσε μόνο διακριτικὴ μεταχείριση, ἀλλὰ καὶ παραβίαση δικαιώματος πρωταρχικῆς σημασίας στὸν τομέα τῆς προστασίας τῶν μειονοτήτων, δηλαδὴ τοῦ δικαιώματος ἐλεύθερης αὐτοδιάθεσης. Ἡ ἐφαρμογὴ τῆς Σαρία σὲ τμῆμα πολιτῶν χωρὶς τὴ συναίνεσή τους ἦταν ἐπιζήμια γιὰ τὰ δικαιώματά τους. Παραβίαση τῆς ἀπαγόρευσης τῶν διακρίσεων σὲ συνδυασμὸ μὲ παραβίαση τοῦ δικαιώματος προστασίας τῆς περιουσίας.


ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ


Άρθρο 14


Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ


Η προσφεύγουσα, Chatitze Molla Sali, είναι Ελληνίδα υπήκοος η οποία γεννήθηκε το 1950 και ζει στην Κομοτηνή.


Μετά το θάνατο του συζύγου της, η κ. Molla Sali κληρονόμησε ολόκληρο το ακίνητο του συζύγου της βάση δημοσίας διαθήκης που συντάχθηκε ενώπιον συμβολαιογράφου.


Στη συνέχεια, οι δύο αδελφές του θανόντος αμφισβήτησαν την εγκυρότητα της διαθήκης, υποστηρίζοντας ότι ο αδελφός τους ανήκε στη μουσουλμανική κοινότητα της Θράκης και ότι οποιοσδήποτε ζήτημα κληρονομιάς στην εν λόγω κοινότητα διέπεται από το ισλαμικό δίκαιο και τη δικαιοδοσία του «μουφτή» και όχι από τις διατάξεις του ελληνικού Αστικού Κώδικα. Βασίστηκαν, συγκεκριμένα, στη Συνθήκη των Σεβρών του 1920 και στη Συνθήκη της Λωζάνης του 1923, η οποία προέβλεπε την εφαρμογή των μουσουλμανικών εθίμων και του ισλαμικού θρησκευτικού δικαίου σε Έλληνες υπηκόους μουσουλμανικής θρησκείας.


Οι ισχυρισμοί των δύο αδελφών απορρίφθηκαν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Το Σεπτέμβριο του 2011, το Εφετείο Θράκης έκρινε ότι η απόφαση του αποβιώσαντος Έλληνας πολίτη μουσουλμανικού θρησκεύματος και μέλος της θρησκευτικής μειονότητας της Θράκης, να κάνει χρήση των υπηρεσιών ενός συμβολαιογράφου ώστε να συντάξει την επίσημη διαθήκη του, προσδιορίζοντας προσωπικά τα πρόσωπα στα οποία ήθελε να κληροδοτήσει την περιουσία του και μάλιστα αποφάσιζε τη σχετική διαδικασία, ήταν σύμφωνη με το νόμιμο δικαίωμά του να διαθέσει την περιουσία του μετά το θάνατό του υπό τις ίδιες συνθήκες με όλους τους άλλους Έλληνες πολίτες.


Ωστόσο, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέστειλε την απόφαση αυτή, αποφασίζοντας ότι τα κληρονομικά θέματα που εμπίπτουν και σχετίζονται με την μουσουλμανική μειονότητα έπρεπε να εξετάζονται από τον μουφτή σύμφωνα με τους κανόνες του νόμου της Σαρία.


Η υπόθεση παραπέμφθηκε τότε στο Εφετείο, το οποίο στις 15 Δεκεμβρίου 2015 αποφάσισε ότι ο νόμος που ίσχυε για την κληρονομιά του αποβιώσαντος ήταν ο μουσουλμανικός θρησκευτικός νόμος και ότι η αμφισβητούμενη διαθήκη στερούταν νομικής ισχύος. Η αναίρεση της προσφεύγουσας απορρίφθηκε στις 6 Απριλίου 2017.


ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…


Άρθρο 14 (απαγόρευση διακρίσεων) σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία της περιουσίας)


Λόγω της εφαρμογής του μουσουλμανικού κληρονομικού νόμου στην περιουσία του συζύγου της – ελληνικός νόμος, ο οποίος εφαρμοζόταν ειδικά στους Έλληνες μουσουλμάνους – η κα Molla Sali είχε στερηθεί την περιουσία, την οποία προσδιόριζε ο αποβιώσας στη διαθήκη του, σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα και, κατά συνέπεια, στερήθηκε τα τρία τέταρτα της κληρονομιάς. Είναι γεγονός ότι αν ο σύζυγός της και διαθέτης, δεν ήταν Μουσουλμάνος, η προσφεύγουσα θα είχε κληρονομήσει ολόκληρη την περιουσία του. Ως κληρονόμος με βάση διαθήκη σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα, από έναν μουσουλμάνο, η κα Molla Sali ήταν, συνεπώς, σε μια κατάσταση συγκρίσιμη με εκείνη ενός κληρονόμου εκ διαθήκης, η οποία έχει συσταθεί βάσει του αστικού κώδικα από έναν διαθέτη, ο οποίος δεν ήταν μουσουλμάνος, αλλά είχε αντιμετωπιστεί διαφορετικά βάση της θρησκείας του διαθέτη.


Η Κυβέρνηση δικαιολόγησε αυτή τη διαφορετική μεταχείριση υποστηρίζοντας ότι η πάγια νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου επιδιώκει σκοπό γενικού συμφέροντος, δηλαδή την προστασία της Μουσουλμανικής Μειονότητας της Θράκης, βασιζόμενη πρωτίστως στο καθήκον της Ελλάδας να τηρήσει τις διεθνείς της υποχρεώσεις και την ειδική κατάσταση στην οποία βρίσκονται τα μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης. Το Δικαστήριο δεν πείστηκε από την αιτιολογία της Ελλάδος σχετικά με το νόμο της Σαρία και των διεθνών υποχρεώσεών της.


Καταρχάς, οι Συνθήκες των Σεβρών και της Λωζάνης δεν επέβαλαν καμία υποχρέωση στην Ελλάδα να εφαρμόσει τον Νόμο της Σαρία. Συγκεκριμένα, η Συνθήκη της Λωζάνης δεν ανέφερε ρητά τη δικαιοδοσία του Μουφτή, αλλά εξασφάλιζε τον θρησκευτικό διακριτικό χαρακτήρα της ελληνικής μουσουλμανικής κοινότητας. Εξάλλου, υπήρχαν αποκλίσεις στη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων όσον αφορά ειδικότερα το ζήτημα του κατά πόσο η εφαρμογή του νόμου της Σαρία ήταν συμβατή με την αρχή της ίσης μεταχείρισης και με τα διεθνή πρότυπα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα οποία δημιούργησαν νομική αβεβαιότητα ασυμβίβαστη με τις απαιτήσεις του κράτους δικαίου.


Τέλος, αρκετοί διεθνείς οργανισμοί εξέφρασαν την ανησυχία τους για την εφαρμογή του νόμου της Σαρία στους Έλληνες μουσουλμάνους στη Δυτική Θράκη και τις διακρίσεις που αυτή είχε δημιουργήσει, ιδιαίτερα, κατά των γυναικών και των παιδιών, όχι μόνο εντός της μειονότητας, σε σύγκριση με τους άνδρες, αλλά επίσης και σε σχέση με τους μη μουσουλμάνους Έλληνες. Συγκεκριμένα, στην έκθεσή του σχετικά με τα δικαιώματα των μειονοτήτων στην Ελλάδα, ο Επίτροπος για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του Συμβουλίου της Ευρώπης είχε σημειώσει ότι η εφαρμογή της Σαρία αναφορικά με το δίκαιο των οικογενειακών και κληρονομικών υποθέσεων ήταν ασυμβίβαστη με τις διεθνείς υποχρεώσεις που είχαν αναληφθεί από την Ελλάδα και συνέστησε στις ελληνικές αρχές να ερμηνεύσουν τη Συνθήκη της Λωζάννης και οποιεσδήποτε άλλες συνθήκες που συνήφθησαν στις αρχές του 20ού αιώνα, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τα διεθνή και ευρωπαϊκά κείμενα για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.


Δεύτερον, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η θρησκευτική ελευθερία δεν απαιτεί από τα συμβαλλόμενα κράτη να δημιουργήσουν ένα συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο, προκειμένου να παρασχεθεί στις θρησκευτικές κοινότητες ειδικό καθεστώς με συγκεκριμένα προνόμια. Ωστόσο, ένα κράτος που είχε δημιουργήσει ένα τέτοιο καθεστώς έπρεπε να διασφαλίσει ότι τα κριτήρια, τα οποία έχουν καθορισθεί για την προστασία μίας ομάδας, εφαρμόζονταν χωρίς διακρίσεις.


Επιπλέον, δεν μπορούσε να υποτεθεί ότι ένας μουσουλμάνος διαθέτης, έχοντας συντάξει διαθήκη σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα, είχε παραιτηθεί αυτόματα από το δικαίωμά του, ή από το δικαίωμα των κληρονόμων του, να μην υφίστανται διακρίσεις λόγω της θρησκείας του. Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις ενός ατόμου δεν μπορεί να θεωρούνται ότι συνεπάγονται την άρση ορισμένων δικαιωμάτων, αν αυτές είναι αντίθετες με ένα σημαντικό δημόσιο συμφέρον.


Επίσης, το κράτος δεν θα μπορούσε να αναλάβει το ρόλο του εγγυητή της μειονοτικής ταυτότητας ενός συγκεκριμένου πληθυσμού σε βάρος του δικαιώματος των μελών της ομάδας αυτής να επιλέξουν να μην ανήκουν ή να μην ακολουθήσουν τις πρακτικές και τους κανόνες της κοινότητας.


Τέλος, η άρνηση στα μέλη μιας θρησκευτικής μειονότητας του δικαιώματος να επιλέξουν και να επωφεληθούν οικειοθελώς του κοινού δικαίου, δεν ισοδυναμούσε μόνο με διακριτική μεταχείριση, αλλά και με παραβίαση δικαιώματος πρωταρχικής σημασίας στον τομέα της προστασίας των μειονοτήτων, δηλαδή του δικαιώματος ελεύθερης αυτοδιάθεσης. Η αρνητική πτυχή αυτού του δικαιώματος, δηλαδή του δικαιώματος επιλογής να μην αντιμετωπίζεται κανείς ως μέλος μειονότητας, δεν περιορίζεται όπως η θετική πτυχή αυτού του δικαιώματος. Η εν λόγω επιλογή είναι εντελώς ελεύθερη. Πρέπει να γίνει σεβαστή και από τα άλλα μέλη της μειονότητας και από το ίδιο το κράτος. Τούτο υποστηρίχθηκε από το άρθρο 3, παράγραφος 1, της Σύμβασης-πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των εθνικών μειονοτήτων, η οποία έχει ως εξής: «δεν θα προκύψει κανένα μειονέκτημα από την επιλογή αυτή ή από την άσκηση των δικαιωμάτων που συνδέονται με την επιλογή αυτή». Το δικαίωμα στην ελεύθερη αυτοδιάθεση δεν είναι ένα ειδικό δικαίωμα στο πλαίσιο της Σύμβασης. Είναι ο «ακρογωνιαίος λίθος» του διεθνούς δικαίου για την προστασία των μειονοτήτων γενικά. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την αρνητική πλευρά του δικαιώματος. Καμία διμερής ή πολυμερής Συνθήκη ή άλλο όργανο δεν απαιτεί από οποιονδήποτε να υποβληθεί ενάντια στις επιθυμίες του σε ειδικό καθεστώς σχετικά με την προστασία των μειονοτήτων.


Επιπλέον, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η Ελλάδα ήταν η μοναδική χώρα στην Ευρώπη η οποία, μέχρι τον εν λόγω χρόνο, είχε εφαρμόσει το νόμο της Σαρία σε ένα τμήμα των πολιτών της ενάντια στις επιθυμίες τους. Αυτό ήταν ιδιαίτερα προβληματικό στην προκειμένη περίπτωση, διότι η εφαρμογή του νόμου της Σαρία δημιούργησε μια επιζήμια κατάσταση για τα ατομικά δικαιώματα της χήρας που είχε κληρονομήσει το κτήμα του συζύγου της σύμφωνα με τους κανόνες του αστικού δικαίου, αλλά και βρέθηκε τότε σε νομική κατάσταση, την οποία δεν επιθυμούσε ούτε η ίδια, ούτε ο σύζυγός της. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο επισήμανε με ικανοποίηση ότι στις 15 Ιανουαρίου 2018, ο νόμος περί καταργήσεως των ειδικών κανονισμών που επιβάλλουν την προσφυγή στη νομοθεσία της Σαρία για τη ρύθμιση των υποθέσεων οικογενειακού δικαίου στη μουσουλμανική μειονότητα είχε τεθεί σε ισχύ. Η προσφυγή σε Μουφτή για θέματα γάμου, διαζυγίου ή κληρονομιάς ήταν τώρα δυνατή μόνο με τη συγκατάθεση όλων των ενδιαφερομένων. Ωστόσο, οι διατάξεις του νέου νόμου δεν επηρέασαν την κατάσταση της προσφεύγουσας, η υπόθεση της οποίας είχε αποφασισθεί στο πλαίσιο του παλαιού συστήματος που είχε τεθεί σε εφαρμογή πριν από την εφαρμογή του εν λόγω νόμου.


Συμπερασματικά, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η διαφορετική μεταχείριση που υπέστη η προσφεύγουσα, ως κληρονόμος διαθήκης που καταρτίστηκε σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα από μουσουλμάνο διαθέτη, σε σύγκριση με έναν κληρονόμο διαθήκης που καταρτίστηκε σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα από μη μουσουλμάνο, δεν είχε αντικειμενική και εύλογη αιτιολόγηση. Συνεπώς υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος στην ισότητα (άρθρο 1) σε συνδυασμό με το δικαίωμα στην περιουσία (άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου) της ΕΣΔΑ .


Άρθρο 41 (δίκαιη ικανοποίηση)


Το Δικαστήριο έκρινε ότι το ζήτημα της αιτηθείσας αποζημίωσης κατ΄εφαρμογή του άρθρου 41 της ΕΣΔΑ δεν ήταν έτοιμο προς εξέταση και επιφυλάχθηκε να εκδώσει νέα απόφαση μελλοντικά. Το Δικαστήριο κάλεσε τους διαδίκους να υποβάλουν γραπτώς, εντός τριών μηνών τις παρατηρήσεις τους επί του ζητήματος.


Σύμφωνη γνώμη

Ο δικαστής Mits εξέφρασε μια σύμφωνη γνώμη, η οποία επισυνάπτεται στην απόφαση.

(επιμέλεια echrcaselaw.com)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.