30 Αυγ 2018

Ὁ παραπικρασμὸς καὶ ἡ κατάπαυσις τοῦ Θεοῦ

Γράφει ὁ Σάββας Ἠλιάδης, Δάσκαλος Κιλκὶς
(Ἅγιος Νικόδημος ὁ Αγιορείτης)

Στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή, στὸ τρίτο κεφάλαιο καὶ στὴν περικοπή, ἡ ὁποία ἀρχίζει ἀπὸ τὸν ἕβδομο στίχο καὶ ὁλοκληρώνεται στὸ τέλος τοῦ κεφαλαίου, ὁ καθηγητὴς Παναγιώτης Τρεμπέλας θέτει τὸν τίτλο: «Τὸ φοβερὸ παράδειγμα τῆς ἀπιστίας τοῦ Ἰσραήλ». Ἐμεῖς θὰ μείνουμε στοὺς στίχους 7 ἕως 11, ὅπως ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης τοὺς ἑρμηνεύει, διότι μᾶς ἐνδιαφέρουν οἱ δύο λέξεις: παραπικρασμὸς καὶ κατάπαυσις.

Καταρχᾶς, σύμφωνα μὲ τὸ ἔγκυρο λεξικὸ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας LIDDELL-SCOTT, οἱ δύο λέξεις σημαίνουν: 1. παραπικρασμός, ἐκ τοῦ παραπικραίνω= πικραίνω, παροργίζω καὶ παραπικρασμὸς= τὸ νὰ παραπικραίνεις κάποιον, νὰ τὸν παροργίζεις. 2. κατάπαυσις, (ἡ ἑρμηνεία μὲ τὸ πνεῦμα τῆς Κ.Δ.), παῦσις, γαλήνη, εἰρήνη, ἀνάπαυσις, ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Δύο λέξεις, ποὺ δηλώνουν καταστάσεις... ἀλληλοαναιρούμενες, στὸν ἀγώνα τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴ σωτηρία του.
«Διό, καθὼς λέγει τὸ Πνεῦμα τὸ ΄Ἅγιον· σήμερον ἐὰν τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούσητε, μὴ σκληρύνητε τὰς καρδίας ὑμῶν ὡς ἐν τῷ παραπικρασμῶ, κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ πειρασμοῦ ἐν τὴ ἐρήμω, οὗ ἐπείρασαν μὲ οἱ πατέρες ὑμῶν, ἐδοκίμασαν μέ, καὶ εἶδον τὰ ἔργα μου τεσσαράκοντα ἔτη· διὸ προσώχθισα τὴ γενεὰ ἐκείνη καὶ εἶπον· ἀεὶ πλανῶνται τὴ καρδία, αὐτοὶ δὲ οὐκ ἔγνωσαν τὰς ὁδούς μου· ὡς ὤμοσα ἐν τὴ ὀργή μου, εἰ εἰσελεύσονται εἰς τὴν κατάπαυσίν μου». (Ἑβρ.3,7-11)

Μετάφραση: «Γὶ` αὐτό, καθὼς λέει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, σήμερα, ἂν ἀκούσετε τὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ, νὰ μὴν σκληρύνετε τὶς καρδιές σας, ὅπως κατὰ τὴν ἀνταρσία, τὴν ἡμέρα τῆς δοκιμασίας στὴν ἔρημο, ὅπου οἱ πατέρες σᾶς μὲ ἔβαλαν σὲ δοκιμασία, ἂν καὶ εἶχαν δεῖ τὰ ἔργα μου ἐπὶ σαράντα χρόνια. Γὶ` αὐτὸ ἀγανάκτησα κατὰ τῆς...

γενεᾶς ἐκείνης καὶ εἶπα, πάντοτε πλανᾶται ἡ καρδιά τους, δὲν γνώρισαν τὶς ὁδούς μου. Γὶ` αὐτὸ ὁρκίστηκα στὴν ὀργή μου, ὅτι αὐτοὶ δὲν θὰ μποῦν ποτὲ στὴν ἀνάπαυσή μου».

«Ἐπειδὴ προηγουμένως εἶπε ὁ Ἀπόστολος περὶ ἐλπίδος καὶ ὅτι πρέπει οἱ Χριστιανοὶ νὰ προσμένουν μὲ βεβαιότητα νὰ πάρουν στὸν οὐρανὸ καὶ τὸν μισθὸ τῶν ἔργων τους καὶ ἀντὶ τῶν ἐδῶ κόπων καὶ τῶν ἱδρώτων τους νὰ ἀπολαύσουν ἀνάπαυση, γὶ` αὐτὸ τώρα ἐδῶ βεβαιώνει τὸν λόγο του ἀπὸ τὸν προφήτη Δαβίδ, ποὺ λέει πὼς πρόκειται νὰ μποῦν στὴν κατάπαυση ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ πιστεύουν, ὅπως ἀντίθετα, ἐκεῖνοι ποὺ δὲν πιστεύουν, δὲν θὰ μποῦν σ` αὐτήν. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο δὲν μπῆκαν οὔτε οἱ παλιοὶ Ἰσραηλίτες. Ἐπειδὴ ἀπίστησαν, δὲν μπόρεσαν νὰ μποῦν στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας καὶ νὰ ἀναπαυθοῦν. Διότι, ἀφοῦ πέρασαν τὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα καὶ πῆραν μύρια ἀγαθὰ στὴν ἔρημο ἀπὸ τὴν πρόνοια καὶ τὴν δύναμη ποὺ ἔδειξε ὁ Θεὸς σ` αὐτούς, μὲ προσταγὴ τοῦ Θεοῦ ἔστειλαν δώδεκα κατασκόπους, γιὰ νὰ ἐπιθεωρήσουν τὴν μορφὴ καὶ τὴν κατάσταση τῆς γὴς τῆς Ἱερουσαλήμ, στὴν ὁποία ἐπρόκειτο νὰ πᾶνε. Αὐτοὶ δέ, ἀφοῦ ἔφυγαν καὶ ἐπιθεώρησαν τὸν τόπο σὲ διάστημα σαράντα ἡμερῶν, ἔκοψαν ἕνα σταφύλι μεγάλο, μαζὶ καὶ ρόδια καὶ σύκα καὶ τὰ ἔφεραν στὸν Μωυσῆ καὶ στὸν λαὸ καὶ τοὺς εἶπαν πὼς ἡ γῆ τῆς Ἱερουσαλὴμ εἶναι γῆ ποὺ τρέχει γάλα καὶ μέλι. Ἔχει ὅμως ἀνθρώπους γίγαντες καὶ δυνατούς, οἱ ὁποῖοι τὴν κατοικοῦν καὶ εἶναι δύσκολο νὰ ἐκδιωχθοῦν. Οἱ Ἰσραηλίτες, ὅταν ἄκουσαν αὐτὰ τὰ λόγια τῶν δέκα κατασκόπων, (διότι ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ καὶ ὁ Χάλεβ δὲν φόβισαν τὸν λαό, ἀλλὰ μᾶλλον τὸν ἐνεθάρρυναν) φοβήθηκαν καὶ δὲν σκέφτηκαν τὴν ἀκαταμάχητη δύναμη τοῦ Θεοῦ οὔτε τὰ θαύματα ποὺ τοὺς ἔκανε στὴν Αἴγυπτο καὶ σὲ ὅλη τὴν ἔρημο. Ἄρχισαν νὰ γογγύζουν κατὰ τοῦ Μωυσῆ καὶ τοῦ Ἀαρῶν καὶ θέλησαν νὰ ἀνακηρύξουν ἄλλον ἀρχηγό τους καὶ νὰ γυρίσουν πάλι στὴν Αἴγυπτο, τὸν δὲ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ καὶ τὸν Χάλεβ, ποὺ τοὺς ἐνεθάρρυναν, θέλησαν νὰ τοὺς λιθοβολήσουν. Τότε λοιπὸν ὁ Θεός, ἀφοῦ θύμωσε ἐναντίον τους, καθὼς ἔσβησαν ἀπὸ τὴ μνήμη τους τόσο γρήγορα τὴν θύμηση τῶν πολλῶν θαυμάτων ποὺ τοὺς ἔκαμε, ὁρκίστηκε νὰ μὴν βάλει μέσα στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας ὅλην ἐκείνη τὴν ἄπιστη γενιά, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ παιδιά τους, ὅσα ἦταν εἴκοσι χρονῶν καὶ κάτω καὶ μαζί τους τὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ καὶ τὸν Χάλεβ. Ὅλα αὐτὰ εἶναι γραμμένα στὸ ἲγ΄ καὶ ἲδ΄ κεφάλαιο τῶν Ἀριθμῶν, ὅπου βρίσκονται καὶ τὰ λόγια του θεϊκοῦ ὅρκου (Ἀριθ. 14, 28-31).

Ἐπειδὴ λοιπὸν ὕστερα ἀπὸ πολλὰ χρόνια ὁ Προφήτης Δαβὶδ μιλώντας, ἔλεγε στοὺς Ἑβραίους ὅτι σήμερα ἂν ἀκούσετε τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ μὴν σκληρύνετε τὶς καρδιές σας, γιὰ νὰ μὴν πάθετε κι ἐσεῖς ἐκεῖνα ποὺ ἔπαθαν στὴν ἔρημο οἱ προπάτορες καὶ πρόγονοί σας καὶ χάσετε τὴν κατάπαυση ἐκείνη ποὺ σᾶς ἔταξε ὁ Θεός, ἐπειδὴ τὰ ἔλεγε αὐτά, εἶναι φανερὸ πὼς πρόκειται γιὰ κάποια ἄλλη κατάπαυση, τὴν ὁποία ὀφείλουμε ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ νὰ τὴν κληρονομήσουμε. Διότι, ἂν οἱ Ἑβραῖοι κληρονόμησαν τὴν ἀληθινὴ κατάπαυση, ποιὰ ἀνάγκη ὑπάρχει, ὥστε νὰ λέει πάλι ὁ Δαβίδ, ὅτι μὴν σκληρύνετε τὶς καρδιές σας, ὅπως τὶς σκλήρυναν οἱ προπάτορές σας στὴν ἔρημο, γιατί δὲν θὰ μπορέσετε νὰ μπεῖτε στὴν κατάπαυση; Ποιὰ δὲ ἄλλη κατάπαυση εἶναι, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, τῆς ὁποίας ἦταν εἰκόνα καὶ τύπος ἡ καταπαύσιμη ἡμέρα τοῦ Σαββάτου καὶ ἡ εἴσοδος τῶν παιδιῶν τῆς γενεᾶς πού ἀπίστησε στὴ γῆ τῆς Ἱερουσαλήμ; Διότι τρεῖς εἶναι οἱ καταπαύσεις: Πρώτη ἡ τοῦ Σαββάτου, κατὰ τὴν ὁποία κατέπαυσε ὁ Θεὸς ἀπὸ ὅλα τὰ ἔργα του, καθὼς εἶναι γραμμένο: «καὶ κατέπαυσε (ὁ Θεὸς) τὴ ἡμέρα τὴ ἑβδόμη ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ, ὧν ἐποίησε». (Γέν. 2,2), γιὰ τὴν ὁποία κατάπαυση δὲν φαίνεται νὰ μιλάει ἐδῶ ὁ Δαβίδ, ἐπειδὴ καὶ αὐτὴ ἦταν πολὺ παλιά, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου. Δεύτερη κατάπαυση εἶναι ἡ εἴσοδος στὴ γῆ τῆς Ἱερουσαλήμ, στὴν ὁποία, ὅταν μπῆκαν οἱ Ἰσραηλίτες, ἐπρόκειτο νὰ ἀναπαυθοῦν ἀπὸ τοὺς πολέμους καὶ ἀπὸ τὴν πλάνη καὶ τὰ παραπατήματα ποὺ ἔκαναν στὴν ἔρημο, τρέχοντας πάνω κάτω σαράντα ὁλόκληρα χρόνια. Ἀλλὰ καὶ γὶ` αὐτὴν τὴν κατάπαυση δὲν μιλάει ἐδῶ ὁ Δαβίδ, καθόσον ἡ Ἱερουσαλὴμ τὴν ἐποχὴ τοῦ Δαβὶδ κατοικοῦνταν ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους. Γὶ` αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ μιλοῦσε γὶ` αὐτήν, σὰν νὰ ἦταν μία Ἱερουσαλὴμ ποὺ δὲν ὑπῆρχε καὶ δὲν τὴν κατοικοῦσαν. Φαίνεται λοιπὸν ὅτι εἶναι ἄλλη κατάπαυση, γιὰ τὴν ὁποία μιλάει ἐδῶ ὁ Δαβὶδ καὶ στὴν ὁποία ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ δὲν μπόρεσε νὰ βάλει τὸν Ἰσραηλιτικὸ λαό. Ποιὰ εἶναι δὲ αὐτὴ ἡ κατάπαυση, παρὰ αὐτὴ ποὺ βρίσκεται στοὺς οὐρανούς, ἡ ὁποία εἶναι τρίτη στὴ σειρὰ καί: «ἔνθα ἀπέδρα ὀδύνη καὶ λύπη καὶ στεναγμός»;(Ἤσ. 51,11).

Δεῖξτε προθυμία καὶ βιασύνη λοιπόν, Χριστιανοί, λέει ὁ Παῦλος, νὰ μὴν χάσετε τὴν κατάπαυση αὐτὴ ἐξαιτίας τῆς ἀπιστίας σας, ὅπως τὴν ἔχασαν οἱ πρόγονοί σας οἱ Ἑβραῖοι. Αὐτὸ εἶναι λοιπὸν ὅλο τὸ νόημα τῶν παραπάνω λόγων τοῦ Δαβίδ, ποὺ ἔχουν καὶ μεγάλη ἔκταση. Ἐκτὸς αὐτῶν προσθέτουμε καὶ κάτι ἀκόμη, ὅτι ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ δὲν πρέπει νὰ κρίνουμε καὶ νὰ κατηγοροῦμε τὸν Θεὸ ἀλλά, καὶ ὅταν μᾶς χαρίζει τὴν θεία του Πρόνοια καὶ ὅταν μᾶς ἐγκαταλείπει πάλι, ἐμεῖς πρέπει πάντοτε νὰ πιστεύουμε καὶ νὰ ἐλπίζουμε σ` αὐτόν. Ἐπειδὴ ἔχουμε παράδειγμα τοὺς παλιοὺς Ἑβραίους, ποὺ γὶ` αὐτὸν τὸ λόγο τοὺς κατηγόρησε ὁ Θεός, διότι τὸν ἐπείραζαν καὶ γόγγυζαν ἐναντίον του, δηλαδή, δὲν στήριζαν τὴν ἐλπίδα τους τελείως σ` αὐτόν, ὅτι μπορεῖ νὰ τὰ κάνει ὅλα καὶ τίποτε δὲν εἶναι ἀδύνατο σ` αὐτόν». 

Σάββας Ἠλιάδης
Δάσκαλος
Κιλκίς, 29-8-2018

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.