Μία Ἀπόφαση Ὁρόσημο, μεῖζον κεφάλαιο στὸν Ἀγῶνα γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ἡ Συνοδικὴ Ἀπόφαση τῆς Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας, τοῦ 1998 ἔχει ξεχωριστὴ σημασία ἀνάμεσα στὰ Κείμενα - ὁρόσημα τῆς σύγχρονης Ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, τὰ ὁποῖα σφραγίζουν τὸν ἀγώνα τῆς Ἐκκλησίας νὰ διατηρήσει ἀνόθευτη τὴν «ἅπαξ παραδοθεῖσαν πίστιν» καὶ τὴν πίστη Της στὴν «Μίαν Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν».
Στὸ ἀπόηχο μιᾶς παλαιότερης ἀπόφασης τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς (Ὑπερορίου), τοῦ 1983, ἡ ὁποία καταδίκαζε τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, μὲ εἰδικότερη μάλιστα ἀναφορὰ στὴ «Θεωρία τῶν Κλάδων», ἡ ἐν λόγω Ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας εἶναι εὐρύτερου φάσματος, καθὼς θίγει ἕξι διαφορετικὲς ἐκφράσεις ἀνορθοδόξων διδαχῶν, ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ τὴν σύγχρονη Οἰκουμενικὴ κίνηση καὶ οἰκουμενικὴ διαπλοκὴ Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
Πιὸ συγκεκριμένα, ἡ Ἀπόφαση αὐτὴ ἀπορρίπτει ὀνομαστικὰ τὶς συμφωνίες τοῦ Σαμπεζὺ καὶ Μπάλαμαντ, τὴ συμφωνία ποὺ ὑπεγράφη ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Ἀντιοχείας μὲ τοὺς Μὴ-Καλχηδόνιους στὴ Συρία, τὸ 1991, τὴν υἱοθέτηση τοῦ Γρηγοριανοῦ Πασχαλίου ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Φινλανδίας ὑπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ἐπίσης ἀπορρίπτει τὴν θέση ὅτι....
τὰ Ἱερὰ Μυστήρια ὑπάρχουν ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καὶ τὶς ποικίλες ἐκφάνσεις τῆς «Θεωρίας τῶν Κλάδων», καὶ τὴν συμπροσευχὴ καὶ τέλεση μυστηρίων ἀπὸ κοινοῦ μὲ μὴ-Ὀρθοδόξους. Ἡ οὐσιώδης φύση τῆς Ἀποφάσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας, συγκεκριμένη ἀλλὰ καὶ εὐρέως φάσματος, ἀποκτᾶ πολλαπλασίως μεγαλύτερη σημασία γιὰ τὴν καθ’ ὅλου Ἐκκλησία, σήμερα, σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴ διαμόρφωση μιᾶς πανορθοδόξου ὁμοφωνίας (consensus) ἔναντί τῆς αἱρετικῆς φύσεως τοῦ συγκρητιστικοῦ οἰκουμενισμοῦ. Πόσο μᾶλλον ἐκπληκτικὸ εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι, (ἐξ’ ὅσων γνωρίζουμε), τὸ Κείμενο αὐτὸ δὲν εἶχε ποτὲ ἕως τώρα μεταφραστεῖ στὰ Ἀγγλικὰ καὶ Ἑλληνικά.
Ἔχει σημασία νὰ ἐπισημάνουμε τὰ ἑξῆς, σὲ σχέση μὲ τὴν Συνοδικὴ Ἀπόφαση τοῦ 1998, ὥστε νὰ τὴ θέσουμε στὶς πραγματικὲς ἱστορικὲς καὶ ἐκκλησιαστικὲς διαστάσεις της:??Τὸ Συνοδικὸ Κείμενο βασίστηκε στὴν ἀνάλυση καὶ μελέτη ποὺ πραγματοποίησε μία θεολογικὴ ἐπιτροπή, ἡ ὁποία ὁρίστηκε ἀπὸ τὸν Καθολικὸ-Πατριάρχη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας, Ἠλία Β’ . Ἡ ἀπόφαση, νὰ συσταθεῖ ἡ ἐπιτροπὴ καὶ νὰ ἐξετάσει τὰ προαναφερθέντα ἕξι ἐπίμαχα σημεῖα καὶ κείμενα, ἐλήφθη ὡς ἄμεσο ἐπακόλουθο μιᾶς μεγάλης, λαϊκῆς ‘ἐξέγερσης’ τῶν πιστῶν Ὀρθοδόξων της Γεωργίας, πιὸ συγκεκριμένα, τῆς μοναστικῆς κοινότητας. Συνεπῶς, ἦταν ἡ ἐγρηγοροῦσα δογματικὴ συνείδηση καὶ εὐαισθησία, ὄχι μόνον ἢ ἔστω πρωτίστως τῆς ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ τοῦ πληρώματος, ὅλων των πιστῶν, ποὺ ἐπέφερε αὐτὴν τὴν Ἀπόφαση-ὁρόσημο δημιουργώντας μείζονος σημασίας προηγούμενο πρὸς ὄφελος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας . Τὸ σημεῖο αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ ἀγνοηθεῖ καὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ ληφθεῖ σοβαρὰ ὑπόψη ἀπὸ τοὺς ἁπανταχοῦ πιστοὺς σὲ κάθε Τοπικὴ Ἐκκλησία, διότι κάθε πιστὸς εἶναι συνυπεύθυνος γιὰ τὴν διαφύλαξη τῆς Παρακαταθήκης τῆς Πίστεως ἀκεραίας καὶ ἀλωβήτου καὶ τὴν ἀπαρασάλευτη πορεία τῆς Ἐκκλησίας
Τέλος, εἶναι ἀπαραίτητο νὰ τονισθεῖ ὅτι, σὲ τελικὴ ἀνάλυση, ἡ διαδικασία αὐτοκαθάρσεως τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ αἱρετικὲς ἀντιλήψεις καὶ διδαχές, ὅπως εἶναι οἱ διαδιδόμενες στὸ πλαίσιο τοῦ συγκρητιστικοῦ οἰκουμενισμοῦ, εἶναι πρωτίστως Τοπικὸ φαινόμενο καὶ διεργασία. Κατὰ τὰ εἰωθότα στὴ σύγχρονη Ὀρθοδοξία, μία ἑκάστοτε Τοπικὴ Ἐκκλησία– κλῆρος καὶ λαὸς – καλεῖται, πρῶτα αὐτή, νὰ ἐξετάσει καὶ νὰ ἀπορρίψει τὶς τυχὸν κακόδοξες διδασκαλίες, ποὺ κηρύττονται καὶ προωθοῦνται στοὺς κύκλους τοῦ συγκρητιστικοῦ οἰκουμενισμοῦ, προτοῦ ἡ Ὀρθόδοξη Καθολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καταλήξει νὰ ἐκδώσει ὁριστικὴ δογματικὴ διατύπωση, στὸ πλαίσιο μιᾶς οἰκουμενικῆς, πανορθοδόξου Συνόδου. Γι’ αὐτὸ ἡ Ἀπόφαση αὐτὴ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας ἀποτελεῖ ἕνα ὁρόσημο, πολλὰ ὑποσχόμενο γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Ἡ διαδικασία αὐτή, ἀντιμετώπισης τῶν οἰκουμενιστικῶν προκλήσεων καὶ ἐπανεπιβεβαίωσης τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως στὴ Μία, Ἀδιαίρετη καὶ Καθολικὴ Ἐκκλησία, ἔναντί τῆς ΄καινοτόμου’ συγκρητιστικῆς οἰκουμενιστικῆς ἐκκλησιολογίας, ἐπανεκκινήθηκε οὐσιαστικὰ μὲ τὴν ἐν λόγω ρύθμιση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας, τοῦ 1998 (παρότι ἄγνωστη ἐν πολλοῖς στοὺς περισσότερους Ὀρθοδόξους). Συνεχίζεται δὲ ἕως τὶς ἡμέρες μας, μὲ ἐπίκεντρο τὴ διοργάνωση τῆς Κρήτης, ὅσον ἀφορᾶ τόσο τὶς προσυνοδικὲς ὅσο καὶ τὶς μετασυνοδικὲς διαδικασίες, οἱ ὁποῖες ἐξετάστηκαν ἀπὸ τὶς Ὀρθόδοξες Συνόδους τῆς Γεωργίας καὶ τῆς Βουλγαρίας, μὲ τὴν τελευταία νὰ ἀπορρίπτει τὴ «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, συγκεκριμένα ἐξαιτίας τῆς οἰκουμενιστικῆς ἐκκλησιολογικῆς τοποθέτησης αὐτῆς. Μὲ δεδομένη τὴν ἱστορικὴ ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας, τοῦ 1998 - ἴσως τὴν πλέον σαφῆ καὶ εὐρυφασματικὴ συνοδικὴ ἀπόφαση ποὺ ἔχει ἐκδοθεῖ ποτὲ κατὰ τοῦ συγκρητιστικοῦ οἰκουμενισμοῦ, μποροῦμε [εὔλογα] νὰ ἀναμένουμε ὅτι, σύντομα, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας θὰ ἀκολουθήσει κατὰ πόδας καὶ θὰ ἀπορρίψει ἐκκλησιολογικῶς τὴ λεγόμενη «Σύνοδο» τῆς Κρήτης.
Εἴθε αὐτὴ ἡ ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας νὰ λάβει τὴν πρέπουσα σημασία ἀπὸ τὴν Ἱεραρχία καὶ τοὺς πιστοὺς ὅλων τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἐμπνέοντάς τους νὰ ἀκολουθήσουν τὸ παράδειγμά της καὶ νὰ δηλώσουν μὲ σαφῆ τρόπο τὴν πίστη τους στὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἐναντίον τῆς νέας ἐκκλησιολογίας τοῦ συγκρητιστικοῦ οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία δυστυχῶς κρίθηκε ἀθώα καὶ ἀναβίωσε ἀπὸ τὴ λεγόμενη ‘Σύνοδο’ τῆς Κρήτης.
- Πρωτοπρεσβύτερος Peter Heers, συγγραφεὺς τοῦ ἔργου «Ἡ Ἐκκλησιολογικὴ Ἀναθεώρηση τῆς Β’ Βατικανῆς Συνόδου: Μία Ὀρθόδοξη Διαρεύνηση τοῦ Βαπτισμάτος καὶ τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὸ Διάταγμα περὶ Οἰκουμενισμοὺ
Η ΑΠΟΦΑΣΗ:
8 Ὀκτωβρίου, 1998
Πρακτικά της Συνεδριάσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου
Ἡ συνεδρίαση τῆς ἱερᾶς Συνόδου τῆς Γεωργιανῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔλαβε χώρα στὴν αἴθουσα συνεδρίων τοῦ πατριαρχείου τῆς Γεωργίας στὶς 8 Ὀκτωβρίου, 1998. Στὶς ἐργασίες τῆς συμμετεῖχαν 24 ἱεράρχες (πλήρης ἀπαρτία) τῆς Γεωργιανῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἡ Αὐτοῦ Μακαριότης καὶ Ἁγιότης ὁ Καθολικὸς-Πατριάρχης πάσης Γεωργίας, Ἠλίας ὁ Β’, ἦταν ὁ προεδρεύων τῆς συνεδριάσεως. Ὁ ἐπίσκοπός τῆς ἐπαρχίας Πότι – Grigol (Berbichashvili), ὁρίστηκε γραμματέας τῆς συνεδριάσεως.
Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος δέχθηκε τὴν ἐνημέρωση τῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς, ἡ ὁποία συστάθηκε μὲ τὶς εὐλογίες τοῦ Καθολικοῦ-Πατριάρχη πάσης Ρωσίας Ἠλία Β’, τὸν Ἰούλιο τοῦ 1997. Ἡ ἐν λόγω ἐπιτροπὴ ἐξέτασε τὰ ζητήματα ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα εἶχαν γίνει αἰτία σκανδαλισμοῦ ὁρισμένων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ Θεολογικὴ Ἐπιτροπὴ ἐξέτασε τὰ ἀκόλουθα Κείμενα καὶ ζητήματα: τὰ Κείμενα τοῦ Σαμπεζὺ καὶ τοῦ Μπάλαμαντ, τὸ προσχέδιο συμφωνίας μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιοχείας καὶ τῶν Μὴ-Καλχηδονίων ἐκκλησιῶν (τῆς Ἀνατολῆς), τὸ ὁποῖο ἔγινε ἀντικείμενο ἐπεξεργασίας τὸ 1991, τὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα ἀπὸ τὴ Φινλανδικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, σύμφωνα μὲ τὸ Γρηγοριανὸ Πασχάλιον, τὴ διδασκαλία γιὰ τὴν ὕπαρξη σωτηριώδους χάριτος, πέραν τῶν κανονικῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας, καθὼς καὶ τὴ λεγόμενη «Θεωρία τῶν Κλάδων». Ἡ θεολογικὴ Ἐπιτροπὴ ἦλθε σὲ ἐπικοινωνία μὲ τὰ πατριαρχεῖα Κωνσταντινουπόλεως, Ἀντιοχείας καὶ Ρωσίας καὶ ζήτησε νὰ ἐνημερωθεῖ ἐπὶ τῶν θέσεων τῶν διαφορετικῶν ἐκκλησιῶν, σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὰ προαναφερθέντα ζητήματα.
Πρέπει νὰ τονιστεῖ ὅτι, ἕνας ἀριθμὸς αὐτοκέφαλων Ἐκκλησιῶν, στὶς ὁποῖες συγκαταλέγεται καὶ ἡ Γεωργιανὴ Ἐκκλησία, οὐδέποτε ἔλαβε σαφῆ ἀπόφαση, στὸ πλαίσιο γενικῶν συνελεύσεων, ἐπὶ τῶν προαναφερθέντων ζητημάτων. Ἐπιπλέον, ὁρισμένες Ἐκκλησίες ἔχουν πράγματι ἀποφανθεῖ ἀρνητικὰ σχετικὰ μὲ αὐτά, μὲ εἰδικὴ ἀπόφαση τῆς ἱερᾶς Συνόδου [μίας ἑκάστης].
Ἐπειδὴ τὰ ζητήματα αὐτὰ ἀποτελοῦν πεδίο ἀμφιβολιῶν ἐκ μέρους τῶν πιστῶν μας, ὡς ἐκ τούτου, ἡ Θεολογικὴ Ἐπιτροπὴ τοῦ Πατριαρχείου τῆς Γεωργίας προέβη στὴ μελέτη τους καὶ ἐξέδωσε τὰ συμπεράσματά της σὲ τρία τεύχη Ἐνημερωτικῶν Δελτίων
Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Γεωργιανῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔλαβε γνώση καὶ συμφώνησε μὲ τὰ συμπεράσματα τῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Πατριαρχείου τῆς Γεωργίας. Ἡ τοποθέτηση, ποὺ περιγράφεται παρακάτω, ἐκφράζει τὴ θρησκευτικὴ κοσμοθεωρία τῆς Γεωργιανῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἡ ὁποία ἴσχυε πάντοτε.
Ἡ θέση αὐτὴ δηλώνεται καὶ ἐπαναδιατυπώνεται σαφῶς ὡς ἀκολούθως:
Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Γεωργιανῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀποφαίνεται γιὰ τὰ ἑξῆς:
1. Τὰ Κείμενα τῆς Ἐπιτροπῆς Μικτοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ Μὴ-Χαλκηδονίων ἐκκλησιῶν (τῆς Ἀνατολῆς) – οἱ λεγόμενες Συμφωνίες τοῦ Σαμπεζύ, ποὺ ἔλαβαν χώρα μεταξὺ 1990-1993 στὸ Σαμπεζὺ (τῆς Ἐλβετίας) - εἶναι ἀπαράδεκτα.
2. Τὸ σχέδιο γιὰ τὴν προκαταρκτικὴ συμφωνία μεταξὺ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιοχείας καὶ Μὴ-Χαλκηδονίων ἐκκλησιῶν (τῆς Ἀνατολῆς), τὸ ὁποῖο ἐκπονήθηκε τὸ 1991, εἶναι ἀπαράδεκτο.
3. Τὸ Κείμενο: “ Οὐνιτισμός: μέθοδος ἑνώσεως τοῦ παρελθόντος καὶ ἡ παροῦσα ἀναζήτηση τῆς πλήρους κοινωνίας (ἡ λεγόμενη ‘Συμφωνία τοῦ Μπάλαμπαντ), τὸ ὁποῖο ἔγινε δεκτὸ ἀπὸ τὴν Μικτὴ Ἐπιτροπὴ Καθολικῆς καὶ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὸ Μπάλαμαντ (Λίβανος), στὶς 23 Ἰουνίου, 1993, εἶναι ἀπαράδεκτο.
4. Ὁ ἑορτασμὸς τοῦ Πάσχα ἀπὸ τὴν Αὐτόνομη Ἐκκλησία τῆς Φινλανδίας, σύμφωνα μὲ τὸ Γρηγοριανὸ Πασχάλιον, δὲν συνάδει μὲ τὴν ἀπόφαση τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, στὴ Νίκαια, σχετικὰ μὲ τὴν ἡμερομηνία [τὸν χρόνο] ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα. Ὡστόσο πρέπει νὰ τονιστεῖ ὅτι, μὲ βάση τὴ γενικὴ Ὀρθόδοξη θέση ἐπὶ τοῦ θέματος, τὸ γεγονὸς αὐτὸ θεωρήθηκε ὡς παραβίαση Κανόνων καὶ ὄχι ὡς αἵρεση. Ἑπομένως, ἀπ’ αὐτὴν τὴν ἄποψη εἶναι σημαντικὸ ὅτι τὸ πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως (στὴ δικαιοδοσία τοῦ ὁποίου συμπεριλαμβάνεται καὶ ἡ Αὐτόνομη Φινλανδικὴ Ἐκκλησία), εἶναι ἀρνητικὰ προδιατεθειμένο σχετικὰ μὲ τὴν παραπάνω Κανονικὴ παραβίαση καὶ θεωρεῖ ὅτι τὸ Πάσχα πρέπει νὰ ἑορτάζεται σύμφωνα μὲ τὴν ἀπόφαση τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Νικαίας (βλ. ἐπιστολὴ 1214/1997 τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως).
5. Ἡ αἱρετικὴ ἐκκλησιολογικὴ διδασκαλία, ποὺ ἀναπτύχθηκε στὰ βάθη τῆς μὴ-Ὀρθόδοξης, μοντερνιστικῆς, θεολογίας, ἀναφορικὰ μὲ τὴν ὕπαρξη σωτηριώδους [μυστηριολογικὴς] χάριτος, πέραν τῶν Κανονικῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καὶ ἡ ἀκραία ἐκδήλωσή της - ἡ λεγόμενη ‘Θεωρία τῶν Κλάδων’, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία οἱ ποικίλοι χριστιανικοὶ κλάδοι ποὺ ὑπάρχουν σήμερα, θεωροῦνται διαφορετικοὶ καὶ ἰσότιμοι κλάδοι τῆς Ἀληθινῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ – εἶναι ἀπαράδεκτη.
6. Τέλος, τόσο ἡ συμπροσευχή, ὅσο καὶ ἡ μετοχὴ στὰ Μυστήρια, ἀπὸ κοινοῦ μὲ μὴ-Ὀρθοδόξους, εἶναι ἀπαράδεκτες, ὅπως αὐτὸ ἐπαναβεβαιώθηκε στὸ τελικὸ Κείμενο, τὸ ὁποῖο ἀπεδέχθη ἡ Διορθόδοξη Σύναξη ὅλων τῶν Κανονικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, (Θεσσαλονίκη, 29 Ἀπριλίου – 2 Μαΐου, 1998). Σύμφωνα μὲ τὸ ἄρθρο 13, παράγραφος β’ τοῦ Κειμένου αὐτοῦ: «Οἱ Ὀρθόδοξες ἀντιπροσωπεῖες δὲν θὰ συμμετέχουν στὶς οἰκουμενικὲς Ἀκολουθίες, τὴν κοινὴ προσευχὴ καὶ λατρεία τοῦ Θεοῦ, οὔτε σὲ ἄλλες θρησκευτικὲς τελετὲς τῆς Συνάξεως»..
Σήμ. Ἐκτενὴς ἀνάλυση τῶν προαναφερθέντων ζητημάτων παρέχεται ἐπίσης στὰ ἐνημερωτικὰ δελτία (υπ' ἀριθμ. 1,2,3) τῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Πατριαρχείου τῆς Γεωργίας.
[μετάφραση: Χαρὰ-Ἀνδριάνα Λιαναντωνάκη, γιὰ τὸ Orthodoxethos]
Βιβλιοπαρουσίαση:
ΑπάντησηΔιαγραφή"Η Εκκλησία της Ρώμης και ο Επίσκοπός της στα Πρακτικά και στις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων".
Πρωτοπρεσβυτέρου Ἀναστασίου Γκοτσοπούλου.
http://www.greekorthodoxbooks.com/437F31C7.el.aspx