25 Οκτ 2016

Γιατί χωρίζουν οἱ ἄνθρωποι

Γράφει ὁ Κωνσταντῖνος Γανωτὴς
Κάθε πρωὶ ποὺ ξυπνᾶμε ξαναθυμούμαστε τὸ μόνιμο καημό μας, τὸν καημὸ νὰ εὐτυχήσουμε. Καὶ ἡ εὐτυχία μας ἔχει ὡς πρώτιστο στοιχεῖο τὴν κοινωνία. Εὐτυχοῦμε ὅταν βλέπουμε ὅτι ἀγκαλιαζόμαστε καὶ ἀγκαλιάζουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Ἡ ἐκτίμηση τῶν ἄλλων ἀποτελεῖ μέτρο τιμῆς μέσα στὴν κοινωνία καὶ ἡ ἀγάπη τῶν ἄλλων στὸ πρόσωπό μας συνιστᾶ τὴν αἰτία τῆς εὐτυχίας μας.
Κι ἐκεῖ ὅπου βρίσκουμε τὴν ἐκτίμηση καὶ τὴ συμπάθεια τῶν ἄλλων, ἐκεῖ θέλουμε νὰ μένουμε καὶ μ’ ἐκεῖνο τὸ περιβάλλον εἴμαστε ἑνωμένοι. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ παιδάκι ἀποζητάει τὴν ἀγκαλιὰ τῶν γονιῶν του καὶ τὸ ἀρνάκι τρέχει πίσω ἀπὸ τὴ μάννα του.
Κι ἐνῶ τὸ ἀρνάκι χρειάζεται τὴ μάννα του, ὥσπου νὰ μπορεῖ νὰ βόσκει μόνο του, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει καὶ ψυχικὲς ἀνάγκες σ’ ὅλη τὴ ζωή του, χρειάζεται τὴ συμβίωση καὶ τὴν κοινωνία καὶ τὴν παιδεία τῶν οἰκείων του σ’ ὅλη του τὴ ζωή. Ἀκόμα καὶ τὴν κοινωνία ὁλόκληρη χρειαζόμαστε, δηλαδὴ καὶ τοὺς κοντινοὺς καὶ μακρινοὺς κατοίκους αὐτῆς τῆς γῆς· καὶ τοὺς πεθαμένους ἀκόμα χρειαζόμαστε καὶ οὐσιαστικὰ ἀπὸ τὸ ἔργο τους καὶ τὰ πλούτη, ποὺ σώρευσαν πάνω...
στὴ γῆ, ζοῦμε κι ἐμεῖς σήμερα σὲ πολὺ μεγάλο βαθμό. Μόνο μέσα στὴν ἑνότητα μὲ τὸ σύμπαν ἀναπαυόμαστε.

Κέντρο τῆς κοινωνικότητας ὅμως εἶναι ἡ κοινωνία μὲ τοὺς γονεῖς, μὲ τὰ παιδιά μας, καὶ κυριότατο κέντρο ἡ σχέση τοῦ ζευγαριοῦ. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἡ σχέση μὲ τοὺς γονεῖς καὶ τὰ παιδιὰ μας χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸ οἰκογενειακὸ δίκαιο ὡς συγγένεια, ἐνῶ τὸ ζευγάρι ἀναγνωρίζεται ὡς ἕνας ἄνθρωπος καὶ ὄχι ὡς συγγενεῖς.
Αὐτὴ εἶναι ἡ λογικὴ ἔννοια τῆς κοινωνικότητας, καὶ ὅταν ἰσχύει καὶ βιώνεται κανονικά, εἶναι ἀδιανόητος ὁ ὁποιοσδήποτε χωρισμός, ὁποιαδήποτε ἀκόμα καὶ διάσταση προσώπων. Καὶ ὅμως ἡ διάσταση καὶ ὁ χωρισμὸς παραμονεύουν στὴ ζωή μας καὶ ἐπεμβαίνουν συχνὰ καὶ διαλύουν τὶς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ὁ καημὸς γι’ αὐτοὺς τοὺς χωρισμούς, ποὺ εἶναι πολλοὶ στὴν ἐποχή μας καὶ μᾶς δηλητηριάζουν τὴ ζωὴ ἀφοῦ ματαιώνουν τὸν κυριότατο λόγο τῆς εὐτυχίας, εἶναι μεγάλος, εἶναι ἡ βαριὰ ταφόπλακα τῆς εὐτυχίας· ἰδιαίτερα αὐτὸς ὁ χωρισμὸς τῶν γονιῶν εἶναι τὸ μαῦρο σύννεφο, ποὺ μαυρίζει τὶς ψυχὲς τῶν παιδιῶν.

Τὰ ζευγάρια ποὺ χωρίζουν ἔχουν ἕτοιμο ἕνα μύθο ἀληθοφανῆ καὶ ἀπαριθμοῦν ἐπιχειρήματα, γιὰ νὰ στηρίξουν τὴ δική τους ἀθωότητα καὶ τὴν ἐνοχὴ τοῦ ἄλλου προσώπου. Τὰ παιδιὰ ὅμως ποὺ καταλαβαίνουν μὲ τὸ ἀλάνθαστο ἔνστικτο τῆς καρδιᾶς, δὲν γελιοῦνται εὔκολα. Ἡ κόλαση τῶν χωρισμένων γονιῶν ἐγκαθίσταται μέσα στὶς καρδιὲς τῶν παιδιῶν τους.
Κι ἐκεῖνο ποὺ βασανίζει περισσότερο τὰ παιδιὰ εἶναι τὸ παράλογο τοῦ θέματος. Πῶς μπορεῖ ἡ ἀγάπη ν’ ἀλλάξει, νὰ μεταμορφωθεῖ σὲ μίσος. Τὸ ἐρώτημα εἶναι ὑπαρξιακὸ καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι μένει ἀναπάντητο συγκλονίζει τὴν ψυχὴ τῶν παιδιῶν, τὴν εἰδοποιεῖ γιὰ τὴ χαμένη γιὰ πάντα εὐτυχία του καὶ τότε ἔρχεται ἡ ὥρα τῶν ναρκωτικῶν. Γι’ αὐτὸ ὅλοι σχεδὸν οἱ χρῆστες εἶναι παιδιὰ ἢ λίγο πιὸ πάνω.
Τελικὰ ποιὸς θ’ ἀπαντήσει στὸ ἐρώτημα γιατί χωρίζουν οἱ ἄνθρωποι; Καὶ μάλιστα ποιὸς θ’ ἀπαντήσει στὰ παιδιά;

Πολὺ συχνὸ εἶναι τὸ φαινόμενο οἱ ἄνθρωποι νὰ χωρίζουν, γιατί ποτὲ δὲν ἑνώθηκαν. Ἡ σχέση τους διαμορφώθηκε μὲ μία διαδικασία πορνική. Γιὰ μία σαρκικὴ ἱκανοποίηση χρησιμοποιοῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ γιὰ κάποια ἀσφάλεια κάνουν τὴ σχέση τους θεσμό. Νομίζουν ὅτι ἔτσι κάνουν μία ρυθμισμένη κοινωνία μὲ ἔντιμο πρόσωπο. Μία τέτοια οἰκογένεια ὅμως πολὺ εὔκολα διαλύεται. Τὰ ζευγάρια χωρίζουν, γιατί τὸ ζητούμενο στὴ σχέση τους, δηλαδὴ ἡ σαρκικὴ ἡδονή, βρίσκεται εὔκολα καὶ χωρὶς τὴν προσωπικὴ ἀναγνώριση. Καμμιὰ ἀναφορὰ στὴν ἱερότητα τοῦ δεσμοῦ καὶ στὴν εὐλογία δὲν ἰσχύει, γιατί μὲ τὴν περιφρόνηση τοῦ μυστηρίου, τῆς ἔνταξης τοῦ δεσμοῦ μέσα στὴ θρησκευτικὴ παράδοση, ποὺ εἶναι καὶ κοινωνική, τὸ ζευγάρι δὲν αἰσθάνεται τὴν ἱερότητα στὴ σχέση τους, εἶναι σὰν ἀκτιβιστές, ποὺ κάνουν μία ἐντυπωσιακὴ κίνηση, ποὺ δὲν ἔχει τὴ δύναμη τῆς συνέχειας.

Γιὰ νὰ μὴν ἐνοχλοῦνται οἱ ἄνθρωποι μὲ αὐτὲς τὶς ἀνευλόγητες σχέσεις καὶ νὰ μὴ φοβοῦνται αὐτὸν ποὺ νομοθετεῖ καὶ συντηρεῖ τὴν ἔγγαμη συμβίωση, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἔχασαν τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ ντροπὴ τῶν ἀνθρώπων. Ἔχουν χάσει καὶ τὴ μνήμη τοῦ βαπτίσματός τους, ἔγιναν ξένοι γιὰ τὸ Θεὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία. Σὲ παλιότερες γενιὲς δὲν ἄνοιγαν οἱ γείτονες τὰ παράθυρά τους ποὺ ἔβλεπαν πρὸς τὸ σπίτι τοῦ ἀστεφάνωτου ἀντρόγυνου. Τοὺς ἐνέπνεε φρίκη. Βέβαια αὐτὴ ἡ ἀντιμετώπιση ἀποτελοῦσε ἠθικολογία, ἀλλὰ λειτουργοῦσε ἀποτρεπτικὰ γιὰ τὴ μίμηση ἀπὸ ἄλλους.

Τὸ κρυφὸ κι ἀνομολόγητο δράμα τῶν γάμων χωρὶς εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅτι ἐφόσον τὸ πλησίασμα τοῦ ζευγαριοῦ ἀποσκοπεῖ μόνο στὴ σαρκικὴ ἡδονή, τότε πρέπει ἡ διάθεση καὶ ἡ σκέψη νὰ γυρίζει μόνο γύρω ἀπ’ αὐτό. Ἔτσι ὁ καθένας αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ βρίσκεται σὲ διαρκῆ ἐρωτικὴ διέγερση. Αὐτό, ἐκτός τοῦ ὅτι κουράζει ψυχικὰ καὶ σωματικά τούς ἀνθρώπους, τοὺς ἀφαιρεῖ καὶ ἕνα ἀνάλογο μικρὸ ἢ μεγάλο μέρος τῆς ἡδονῆς κατὰ τὴ σαρκικὴ ἐπαφή. Καὶ τότε πέφτει τὸ ἐξωτικὸ ὄνειρο σὲ ρουτίνα. Καὶ νὰ σκεφτεῖ κανεὶς πόσον ἀγώνα καὶ πόσες θυσίες ἔκαναν οἱ ἄνθρωποι, γιὰ νὰ στεργιόσουν αὐτὸν τὸ δεσμό!

Οἱ πιὸ ἀνώριμοι καταλήγουν στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ ἡδονὴ ζωηρεύει ἀπὸ τὸ αἴσθημα τῆς ἁμαρτίας, ἐπειδὴ αὐτὸ ἦταν τὸ ἀρχικὸ αἴσθημα· νομίζουν ὅτι ὅσο ὑποτάσσονται σ’ ἕνα νόμιμο τρόπο, τόσο ἀτονεῖ τὸ ἐρωτικὸ αἴσθημα. Δὲν ὑποπτεύονται ἢ δὲν ἀξιολογοῦν ὅτι τὸ πρῶτο αἴσθημα τῆς ἐρωτικῆς σχέσης ἦταν ἡ αἴσθηση τῆς ἁμαρτίας ποὺ τὴ συνόδευε καὶ ὅτι χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουν ἀπολάμβαναν τὴν ἴδια τὴ γεύση τῆς ἁμαρτίας. Κι ὅσο ἡ σχέση γίνεται πιὸ νόμιμη καὶ ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὴν κοινωνία, τόσο πιὸ ἄχρωμη γίνεται.
Κι αὐτὸ θεωροῦν ὡς αἰτία τῶν πολλῶν διαλύσεων, ποὺ γίνονται σ’ αὐτὴ τὴ φάση τῆς ζωῆς τοῦ ζευγαριοῦ. Ἡ αἰτία εἶναι ὅμως ποὺ βάζουν στόχο τὴν ἴδια τὴν ἐπιδίωξη τῆς ἁμαρτίας.

Χαριτωμένη ἡ σχέση τοῦ ζευγαριοῦ ποὺ μὲ ἀγάπη ἀφοσιώνεται στὰ ἔργα τῆς οἰκογένειας καὶ τοῦ ἐπαγγέλματος κι ἀφίνουν τὴν ἐρωτικὴ διάθεση νὰ κοιμᾶται ὡς τὴν ὥρα τῆς κοινῆς ἀνάπαυσης καὶ τότε ἡ εὐχαρίστηση εἶναι γεμάτη. Εἶναι ζυγιασμένη καὶ συνδυασμένη μὲ τὴν ψυχικὴ καὶ μὲ τὴ σωματικὴ ἐπαφὴ συγχρόνως. Τότε ὅλα εἶναι ἐξευγενισμένα σ’ αὐτὴ τὴ σχέση. Τότε μποροῦν νὰ ὀνειρευτοῦν οἱ δυό τους καὶ τὰ παιδιά τους, ποὺ ἔρχονται, καὶ τὶς θυσίες, ποὺ εἶναι ἕτοιμοι νὰ κάνουν ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον, καὶ τὰ κοινὰ ἰδανικά, ποὺ τοὺς ἐνώνουν. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἔρωτας τοῦ χριστιανικοῦ ζευγαριοῦ, ποὺ δὲν φοβᾶται χωρισμοὺς καὶ διαζύγια.

Δὲν φτάνει ὅμως κανεὶς σ’ αὐτὴ τὴν ἁρμονικὴ σχέση τοῦ χριστιανικοῦ γάμου μόνο μὲ σκέψη καὶ θέληση. Ὁ σωστὸς βίος εἶναι μία ἐκστρατεία. Οἱ νεοσύλλεκτοι χρειάζονται ἄσκηση. Ἡ ζωὴ τοῦ ζευγαριοῦ εἶναι μία διαρκῆς ἄσκηση στὶς ἀρετὲς τῆς ζωῆς. Πρέπει νὰ ξέρουν ὅτι ἡ ὑπέροχη σχέση τους εἶναι διαρκῶς στὸ στόχαστρο τῶν ὅπλων τοῦ διαβόλου. Τὰ σκάνδαλα εἶναι συνεχόμενα καὶ ἀποσκοποῦν στὴν καταβαράθρωση τῆς καθαρότητας τῆς ψυχῆς, τῆς πλούσιας ἀγάπης καὶ τῆς ταπείνωσης ποὺ εἶναι σὰν κῆποι μέσα στοὺς ὁποίους μόνο φυτρώνουν κι εὐωδιάζουν τὰ ἄνθη τῆς συζυγικῆς εὐτυχίας.

Οἱ ἀρετὲς ἀπὸ τοὺς ἠθικολόγους χαρακτηρίζονται ὡς κατακτήσεις τοῦ ἀνθρώπου. Ἀπὸ μία ἄποψη βέβαια εἶναι κατακτήσεις τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν κατάκτησή τους εἶναι ἡ προσευχή. Ἂν κατορθώναμε τὶς ἀρετές μας μὲ τὴν ἠθική μας δύναμη, ὅπως πιστεύουν οἱ εἰδωλολάτρες, ποιὸς θὰ μᾶς γλύτωνε ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια; Αὐτὸς εἶναι ὁ πιὸ μεγάλος πειρασμός. Τώρα ὅμως ποὺ θεωροῦμε τὶς ἀρετὲς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ, μποροῦμε ν’ ἀνέβουμε πολὺ ψηλὰ χωρὶς νὰ χάσουμε τὴν ταπείνωσή μας.

Ὁ σημερινὸς κόσμος πρέπει νὰ ξεπεράσει τὸν πειρασμὸ τοῦ Ὀρθολογισμοῦ, γιὰ νὰ βρεῖ λύσεις στὰ προβλήματά του. Δὲν μπορεῖς νὰ σώσεις τὴν ἑνότητα στὴν οἰκογένεια καὶ σὲ κάθε καλὴ σχέση χωρὶς νὰ ξεκινᾶς ἀπὸ τὴν ἑνότητα τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ τὴν ἑνότητα τοῦ καθενός μας μὲ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλες οἱ προσπάθειες ἔξω ἀπὸ αὐτὰ εἶναι ἁπλὲς ἠθικολογίες. Ὁ κόσμος χωρίζει γιατί εἶναι χωρισμένος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ὁ Θεὸς ἐπεμβαίνει θαυματουργικὰ καὶ συντηρεῖ τὴν ἑνότητα τῶν ζευγαριῶν. Κάνει τὰ πρόσωπα νὰ νιώθουν εὐτυχισμένα μὲ τὴν ἑνότητά τους καὶ νὰ αἰσθάνονται εὔκολη κι εὐχάριστη κάθε θυσία γι’ αὐτήν.

Ὄχι μόνο τὴν ἀγαπητικὴ ἑνότητα τοῦ ζευγαριοῦ σώζει ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἄσκηση, ἀλλὰ καὶ κάθε ἄλλης σχέσης τὴν ἑνότητα. Ὅλη ἡ κτίση δημιουργήθηκε καὶ ὑπάρχει σὲ μία ἀπέραντη ἑνότητα καὶ συλλειτουργία. Ἡ «καταφθαρεῖσα φύσις τοῦ γένους ἠμῶν» ἔφερε τὴ διάσπαση μέσα στὸν κόσμο, καὶ τώρα ὅσο ξαναδένεται ὁ κόσμος μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ὅσο ξαναγαπιοῦνται οἱ ἄνθρωποι, τόσο ξανασμίγουν τὰ ὄντα, τὰ ἄψυχα καὶ τὰ ἔμψυχα, καὶ ἡ φύση ξαναγυρίζει στὸ «κατὰ φύσιν» της. Τὸ βλέπουμε αὐτὸ στὸ παράδειγμα τῶν ἁγίων μας σὰν τὸν ἅγιο Παΐσιο, τὸν ἅγιο Πορφύριο καὶ ἄλλους, ποὺ μέρωναν τ’ ἀγρίμια, μιλοῦσαν μὲ τὰ πουλιά, ἄκουγαν τὰ λουλούδια, γλύκαιναν μὲ τρυφερότητα τὴ φύση γύρω τους. Κι αὐτὸ γιατί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ξανάφερνε στὴν κτίση τὸν Παράδεισο.

Ἔτσι καὶ τὰ παιδιὰ μας ξαναγυρίζουν στὶς ἐγκαταλελειμμένες οἰκογένειες, ξανασμίγουν τὰ ζευγάρια, συνεννοοῦνται οἱ συνέταιροι, εἰρηνεύουν τὰ ἔθνη, ἡσυχάζουν τὰ συνδικάτα, ὅλα σὲ τέτοιο βαθμό, σὲ ὅσο βαθμὸ ἡ μετάνοια καὶ ἡ προσευχὴ γίνονται ἡ ἀναπνοὴ τῶν ἀνθρώπων. Ὅταν λείψει ἡ ἀνάσα τοῦ «Κύριε ἐλέησον», τὰ πάντα θὰ χωρίζουν, καὶ τὰ ζευγάρια, οἱ οἰκογένειες, οἱ λαοὶ καὶ τὰ ζωντανά, ὅλα θὰ τρώγονται. Κύριε ἐλέησον.

2 σχόλια:

  1. Γιατί κυριαρχεῖ τό κυνήγι της ἠδονῆς καί ὄχι ἡ οίκογένεια,ἡ σύμπραξη,ἡ κοινή ζωή,
    ἡ σύζευξις.....γιατί κοιτᾶμε καθείς ''τά ἐαυτοῦ του''.....
    Καλλιόπη

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Οι άνθρωποι χωρίζουν από τη φιληδονία τους και από τον εγωισμό τους. Από τίποτε άλλο. Όλους τους άλλους λόγους τους εμπνέονται εκ των υστέρων για να δικαιολογήσουν τους εαυτούς τους. ( Γέροντας Παΐσιος)

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.