16 Ιουλ 2016

Οἱ πραγματικὲς ἐγγενεῖς ἀντιφάσεις τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου

Ἱερὰ Μητρόπολις Πειραιῶς, γραφεῖο ἐπὶ τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν παραθρησκειῶν
Ἕνα ἀπὸ τὰ πλέον ἀξιοπρόσεκτα δημοσιεύματα, σχετικὰ μὲ τὴν διοργάνωση τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, ὑπῆρξε καὶ αὐτὸ τοῦ γνωστοῦ καθηγητῆ καὶ θεολόγου κ. Χρήστου Γιανναρᾶ, ὡς ἐπιφυλλίδα στὴν ἐφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ» (18-6-2016), μὲ τίτλο: «“ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ”: Η ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΕΓΓΕΝΗΣ». Σὲ αὐτὸ ὁ διακεκριμένος θεολόγος καὶ στοχαστής, παραθέτει, κατὰ τρόπο, ὅπως πάντα, περιεκτικό, τὶς ἀπόψεις του, γιὰ τὸ ὕψιστο γεγονὸς τῆς συγκροτήσεως τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, στὸ Κολυμπάρι τῆς Κρήτης.
Μελετώντας τὴν μελέτη αὐτὴ μὲ ἰδιαίτερη προσοχή, διαπιστώσαμε κατ’ ἀρχὰς πὼς ἀντηχεῖ τοὺς προβληματισμοὺς καὶ τοὺς φόβους τῆς συντριπτικῆς πλειοψηφίας τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος, καθ’ ὅτι καὶ ὁ ἴδιος ἀποτυπώνει στὴν μονογραφία του τὶς τρομακτικὲς ἐλλείψεις, παραλήψεις...
ἀλλὰ καὶ τὶς ἐμφανεῖς σκοπιμότητες τῶν διοργανωτῶν τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου. Ὅμως διαπιστώσαμε καὶ ἀδυναμίες στὸ κείμενό του, τὶς ὁποῖες θὰ παραθέσουμε καὶ θὰ κριτικάρουμε στὴ συνέχεια. Σημειώνουμε ὅτι τὸ σχόλιό μας αὐτὸ δὲν ἔχει σκοπὸ νὰ μειώσει τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ἐκτίμησή μας στὸ πρόσωπό του, τοῦ ὁποίου τιμοῦμε τὸ ἔργο στὴ Θεολογία (παρ’ ὅλες τὶς ἐπὶ μέρους διαφωνίες μας) καὶ τὴν συμβολή του στὴν πνευματικὴ πορεία τοῦ τόπου μας.    

Ἀρχίζει μὲ τὴν τραγικὴ διαπίστωση τῆς ἔλλειψης, ἐνημέρωσης τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος, ἀλλὰ καὶ ὅσων εἶχαν τὴν εὐθύνη τῆς ἐνημέρωσής του, τῶν Ἐπισκόπων, τῶν καθηγητῶν, τῶν δημοσιογράφων. «Πρὶν δέκα περίπου μέρες, τὸ πρῶτο κανάλι τῆς κρατικῆς τηλεόρασης θέλησε νὰ ἐνημερώσει τὴν ἑλληνικὴ κοινὴ γνώμη γιὰ τὴν «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο τῶν ἀνὰ τὸν κόσμο Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν». […] Κάλεσε τὸ κανάλι γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸν σὲ συζήτηση δύο πανεπιστημιακοὺς καθηγητὲς (διεθνολόγους ἢ περίπου) καὶ δύο δημοσιογράφους – μὲ ἕναν τρίτο, ἐξειδικευμένον στὴ δημοσιογραφικὴ ἐκκλησιαστικὴ εἰδησεογραφία, ποὺ παρενέβαινε ἀπὸ τὸ ἐξωτερικό. 

Στόχος ἦταν νὰ πληροφορηθεῖ ἡ ἑλλαδικὴ κοινωνία γιὰ ποιὰ αἰτία καὶ μὲ ποιὸ σκοπὸ συγκαλεῖται αὐτὴ ἡ σύνοδος, κατὰ τί ἐνδιαφέρουν ἡ σύγκλησή της καὶ οἱ στόχοι της τὸν σημερινὸ ἄνθρωπο, ποιὲς συνέπειες μπορεῖ νὰ προκύψουν γιὰ τοὺς ὀρθόδοξους χριστιανικοὺς πληθυσμοὺς καὶ τὶς σχέσεις τους μὲ τὴν ὑπόλοιπη Χριστιανοσύνη». Καὶ συνεχίζει: «Παίρνοντας τὸν λόγο καθένας ἀπὸ τοὺς παρόντες στὸ στούντιο καλεσμένους δήλωνε, εἰλικρινῶς καὶ εὐθαρσώς, ὅτι ἀγνοεῖ πλήρως τὸ θέμα, τὰ ἐνδιαφέροντά του ἐντοπίζονται σὲ ἐντελῶς διαφορετικὰ πεδία. Δὲν ἐξηγοῦσε, ὡστόσο, γιατί δέχθηκε νὰ μετάσχει σὲ αὐτὴ τὴν «ἐνημερωτικὴ» συζήτηση καὶ πῶς ἀντιλαμβάνεται τὴν εὐθύνη γιὰ τὴν ἐκφορὰ δημόσιου λόγου ἐπὶ θεμάτων ποὺ ὁμολογημένα (καὶ ἐμφανέστατα) ἀγνοεῖ. Κραυγαλέα, γι’ αὐτὸ καὶ ἐπαγγελματικὰ ἀσυχέρητη, ἦταν καὶ ἡ ἄγνοια τοῦ δημοσιογράφου ποὺ ἀποπειράτο νὰ διευθύνει τὴ συζήτηση. Δὲν ἤξεραν οἱ συζητητὲς τί ἀκριβῶς συζητᾶνε: 

Μπέρδευαν, σὲ καταστροφικὴ τῶν νοημάτων σύγχυση, τὴν Ἐκκλησία μὲ τὴ θρησκεία. Ἀπέκλειαν καὶ ἀπὸ τὶς δύο λέξεις κάθε σχέση μὲ τὴ μεταφυσικὴ ἀναζήτηση τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ὑπαρξιακό του πρόβλημα, συζητοῦσαν μόνο μὲ χρηστικὲς κατηγορίες – ποιὰ ὠφελιμότητα μποροῦν νὰ ἔχουν γιὰ τὸν ἄνθρωπο θεσμοὶ ὅπως ἡ «ἐκκλησία», μία διεθνὴς «σύνοδος» ἐκκλησιαστικῶν ἀξιωματούχων κ.α.α.». Αὐτὴ τὴν σημαντικὴ πτυχὴ τῆς πλημμελοῦς ἐνημέρωσης τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος εἶχε ἐπισημανθεῖ καὶ τονισθεῖ στὴν Θεολογικὴ καὶ Ἐπιστημονικὴ Ἡμερίδα γιὰ τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο τὸν περασμένο Μάρτιο στὸ Στάδιο Εἰρήνης καὶ Φιλίας. Οἱ λεγόμενες προσυνοδικὲς ἐπιτροπὲς ἐργαζόταν μυστικά, γεγονὸς τὸ ὁποῖο ἐνόχλησε ἀκόμη καὶ πολλοὺς Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας μας. 

Ὅλο αὐτὸ διάστημα, ποὺ ἀσχοληθήκαμε μὲ τὴν διοργάνωση καὶ τὴ λειτουργία τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, διαπιστώσαμε τὴν ἀπαίτηση τοῦ πιστοῦ λαοῦ νὰ ἔχει ἐνημέρωση πάνω σὲ αὐτὸ τὸ κορυφαῖο γεγονός. Ἄλλωστε ἡ ἴδια ἡ ἐκκλησιαστική μας ἱστορία μᾶς βεβαιώνει ὅτι τὸ ἐκκλησιαστικὸ πλήρωμα (κλῆρος καὶ λαὸς) ἦταν αὐτὸ ποὺ ἀπαιτοῦσε τὴν σύγκληση τῶν Συνόδων, διότι ἔβλεπε τὴν σώζουσα ὀρθόδοξη πίστη νὰ κινδυνεύει, μὲ τὴ νόθευσή της ἀπὸ τὴν πλάνη. Οἱ Ἐπίσκοποι ποὺ λάμβαναν μέρος στὶς Συνόδους, ἐκπροσωποῦσαν τὸ ποίμνιό τους καὶ ἐξέφραζαν τὴν θέλησή του. Ἡ μαρτυρία τῶν Ἐπισκόπων δὲν ἦταν προσωπική, ἀλλὰ ἐκκλησιαστικὴ καὶ γι’ αὐτὸ εἶχε ἁγιοπνευματικὸ χαρακτήρα. Ἀντίθετα, στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο ἔλαβαν μέρος καὶ Ἐπίσκοποι χωρὶς ποίμνιο. Αὐτοί, ποιοῦ ποιμνίου ἐξέφρασαν τὴν θέληση; Ἀναμφίβολα τὴ δική τους!  

Ἐδῶ βεβαίως ὁ Καθηγητὴς κ. Χ. Γιανναρᾶς θέτει τὸ γενικότερο πρόβλημα τῆς ἔλλειψης κατήχησης τῶν βασικῶν ἀρχῶν τῆς χριστιανικῆς μας πίστεως. Δὲν εἶναι μόνο οἱ διεθνολόγοι, δημοσιογράφοι καὶ καθηγητὲς ἄλλων εἰδικοτήτων, οἱ ὁποῖοι ἀγνοοῦν αὐτὲς τὶς ἀρχές, ἀλλὰ καὶ πρόσωπα ἐκκλησιαστικά, κληρικοί, θεολόγοι καὶ πιστοί. Εἶναι ἐμφανὲς ἕνα τρομακτικὸ ἔλλειμμα, τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ μᾶς προβληματίσει ὅλους.

Στὴ συνέχεια ὁ Καθηγητὴς προσπαθεῖ νὰ παρουσιάσει τὴν λαθεμένη ἀντίληψη γιὰ τὸ τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία. «Στὴν καλύτερη περίπτωση λογαρίαζαν (σ.σ. στὴν τηλεοπτικὴ ἐκπομπὴ) τὴν Ἐκκλησία σὰν κοινωφελῆ ἀποκλειστικὰ θεσμό, κάτι σὰν ἀποτελεσματικότερο (λόγω ἐθελοντισμοῦ) IKA, ποὺ ἐξασφαλίζει “κοινωνικὴ συνοχὴ” καὶ (ὑπονοεῖται) “χρηστὰ ἤθη”. Οὔτε ἡ παραμικρὴ ὑποψία ἢ ἐρώτημα, πῶς εἶναι δυνατὸ ἕνας θεσμὸς ὠφελιμιστικῶν σκοπιμοτήτων νὰ ἔχει γεννήσει μέσα στὴν Ἱστορία ἰλιγγιώδη ποίηση, κορυφαία μουσικὴ – ζωγραφικὴ – ἀρχιτεκτονικὴ ἐκφραστική, συναρπαστικὴ δραματουργία, διαχρονικὰ γονιμότατο φιλοσοφικὸ λόγο. H τηλεοπτικὴ συζήτηση ἦταν ἄσχετη, προσβλητικὰ νηπιώδης, τυπικὸ δεῖγμα θλιβεροῦ ἐπαρχιωτισμοῦ». Δὲν θὰ διαφωνήσουμε. Δυστυχῶς ἔχει δίκιο. Ὑπάρχει τεράστιο κενὸ ἐνημέρωσης, κύρια μὲ εὐθύνη τῆς Ἐκκλησίας, στὸ πολὺ κόσμο, ὁ ὁποῖος θεωρεῖ τὴν Ἐκκλησία ὡς ἕνα σωματεῖο, τὸ ὁποῖο ταυτίζεται μὲ τὸν κλῆρο!

Ἂς μᾶς ἐπιτρέψει ὅμως νὰ ὑπερβοῦμε καὶ τὴ δική του θεώρηση στὸ ὅτι ἡ Ἐκκλησία «ἔχει γεννήσει μέσα στὴν Ἱστορία ἰλιγγιώδη ποίηση, κορυφαία μουσικὴ – ζωγραφικὴ – ἀρχιτεκτονικὴ ἐκφραστική, συναρπαστικὴ δραματουργία, διαχρονικὰ γονιμότατο φιλοσοφικὸ λόγο». Βεβαίως ἰσχύει αὐτό, ἀλλὰ κύριος σκοπὸς καὶ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι νὰ γεννᾶ πολιτισμὸ καὶ φιλοσοφικὸ λόγο, ἀλλὰ νὰ σώζει, νὰ ἀλλάζει τὸν κόσμο καὶ τὴν ἱστορία, νὰ ἐκβάλλει τὸ παρείσακτο κακὸ καὶ τὸ διάβολο ἀπὸ τὴν δημιουργία τοῦ Θεοῦ. Νὰ «χριστοποιεῖ» τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν ὑλικὴ κτίση. Νὰ ἐργάζεται γιὰ τὴν ἐσχατολογικὴ προοπτική τοῦ κόσμου, ποὺ εἶναι ἡ κατὰ χάριν θεοποίηση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς κτιστῆς δημιουργίας. Δὲν εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ὅπως ὀρθὰ τονίζει καὶ ὁ ἴδιος, «θεσμὸς ὠφελιμιστικῶν σκοπιμοτήτων», ἀλλὰ τὸ τεθεωμένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖο μετέχει τοῦ Ἀκτίστου καὶ τοῦ Κτιστοῦ, γιὰ νὰ σώσει τὸ κτιστὸ καὶ κύρια τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ δουλεία τῆς ἁμαρτίας, τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο.

Δυστυχῶς, διαβάζοντας τὰ σύγχρονα κείμενά του στὴν συγκεκριμένη ἐφημερίδα, διαπιστώνουμε ἕνα ἔλλειμμα θεολογικό. Συγκρίνοντας τὰ τωρινά του συγκριμένα κείμενα, διαπιστώνουμε ὅτι ἀπέχουν ἀπὸ τὰ παλαιότερά του, στὰ ὁποῖα ἔλεγε τὰ «πράγματα μὲ τὸ ὄνομά τους». Ὡς διαπρεπὴς θεολόγος δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ δώσει ἔστω καὶ ἕνα σύντομο ὁρισμὸ τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ πληροφορηθοῦν οἱ ἀναγνῶστες του γιατί διαφωνεῖ μὲ τὴν λαθεμένη, τοῦ κόσμου, ἀντίληψη περὶ Ἐκκλησίας;

Στὴ συνέχεια, θέλοντας νὰ τονίσει τὶς «ἐγγενεῖς ἀντιφάσεις» τῆς Μεγάλης Συνόδου, ἀναφέρεται στὸ γεγονὸς τῆς ἀρνήσεως τῶν τεσσάρων Πατριαρχείων νὰ συμμετάσχουν σὲ αὐτή. Καὶ ἐδῶ, κατὰ τὴ γνώμη μας, ὁ κ. Καθηγητὴς ἔκαμε λαθεμένη θεώρηση. Γράφει: «Οἱ λόγοι ποὺ προβλήθηκαν, θὰ μποροῦσαν νὰ συνοψιστοῦν σὲ τρεῖς κύριες συντεταγμένες: Στὴν ἀπαίτηση νὰ διευθετηθοῦν, πρὶν ἀπὸ τὴ Σύνοδο, διαφωνίες καὶ ἔριδες γιὰ τὰ γεωγραφικὰ ὅρια δικαιοδοσίας τῶν πατριαρχείων Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων (μὲ ἀφορμὴ τὸ Κατάρ), Σερβίας καὶ Ρουμανίας (μὲ ἀφορμὴ τὴν περιοχὴ Τιμόκ). Στὶς συγκαλυμμένες, ἀλλὰ πεισματικὲς ἀπόπειρες τοῦ πατριαρχείου Μόσχας νὰ ἀμφισβητηθεῖ ποικιλοτρόπως τὸ πρωτεῖο οἰκουμενικῆς εὐθύνης καὶ διακονίας τοῦ πατριάρχη τῆς Κωνσταντινούπολης».

Βεβαίως ὑπῆρξαν καὶ λόγοι «γιὰ τὰ γεωγραφικὰ ὅρια δικαιοδοσίας τῶν πατριαρχείων», ὅμως ἀποσιωπᾶ τὸν κυριότερο λόγο: τὴν ἀπαίτηση γιὰ ἀπάλειψη  συγκεκριμένων θέσεων, οἱ ὁποῖες, δὲν ἦταν ἁπλὰ «προβληματικές», ἀλλὰ προσέβαλλαν εὐθέως τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, ὅπως τὸ περιβόητο κείμενο γιὰ τὶς σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τὸν λοιπὸ χριστιανικὸ κόσμο, τὸ ὁποῖο ἀναγνώριζε (καὶ δυστυχῶς ἔγινε δεκτὸ καὶ ἀναγνώρισε τὴν ὀνομασία τους καὶ κατὰ συνέπεια τὴν ὕπαρξή τους) ὡς «ἐκκλησίες» τοὺς κατεγνωσμένους καὶ συνοδικὰ καταδικασμένους, αἱρετικοὺς (παπικούς, προτεστάντες, ἀγγλικανούς, μονοφυσίτες, κλπ). Αὐτὸ τὸ ἀγνοοῦσε ὁ κ. Καθηγητής; Σαφῶς καὶ ὄχι! Γιατί τὸ ἀποσιώπησε; Γιατί ἀναίρεσε τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό, ἀφοῦ στὰ παλαιότερα κείμενά του τοὺς χαρακτήριζε ὡς αἱρετικούς; Δὲν ὄφειλε νὰ πάρει θέση καὶ νὰ σταθεῖ στοὺς οὐσιαστικοὺς λόγους μὴ προσέλευσης τῶν τεσσάρων Ἐκκλησιῶν στὴ Σύνοδο;

Στὴ συνέχεια ἀναφέρει ὡς μία ἀπὸ τὶς «ἐγγενεῖς ἀντιφάσεις» τῆς Μεγάλης Συνόδου τὴν «ἀπαίτηση αὐτοαποκαλούμενων “συντηρητικῶν” ἐπισκόπων, μέσα σὲ κάθε (σχεδὸν) Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, νὰ ἀποφασίσει ἡ Σύνοδος τὴν πλήρη, στεγανὴ ρήξη τῶν Ὀρθοδόξων μὲ κάθε ἄλλη χριστεπώνυμη ἐκκλησία, ὁμολογία, παράδοση». Ἀδυνατοῦμε καὶ πάλι νὰ κατανοήσουμε τὴ συγκριμένη θέση καὶ φρασεολογία του, συγκρίνοντάς το μὲ τὰ παλαιά του κείμενα. Στεκόμαστε στὴ φράση του «ρήξη τῶν Ὀρθοδόξων μὲ κάθε ἄλλη χριστεπώνυμη ἐκκλησία, ὁμολογία, παράδοση». Ποιὸς στ’ ἀλήθεια ζήτησε ρήξη; Κανένας! Αὐτὸ ποὺ ζητήθηκε μετ’ ἐπιτάσεως ἦταν ὁ ἐπανακαθορισμὸς τῶν σχέσεων τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας μας μὲ τὶς ἄλλες χριστιανικὲς κοινότητες, ὅπως ἔκαναν οἱ θεοφόροι Πατέρες ἐδῶ καὶ δύο χιλιετίες. Κλήση γιὰ τὴν ἔνταξή τους στὴν Μία Ἐκκλησία καὶ ὄχι ἀναγνώρισή τους ὡς «ἐκκλησίες» στὶς αἱρετικές τους πλάνες.

 Ἀξιολόγηση καὶ ἐπανακαθορισμὸ τῶν ὡς τώρα ἀτέρμονων, ἀναποτελεσματικῶν καὶ δυστυχῶς, ζημιογόνων γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας, θεολογικῶν διαλόγων. Ὄχι ρήξη, ἀλλὰ πλησίασμα, μὲ ἀγάπη καὶ ἀλήθεια, γιὰ τὴν ἔνταξή τους στὴ σωστικὴ ἀγκαλιὰ τῆς Ὀρθοδοξίας μας, τῆς μίας ἀδιαίρετης καὶ ἀληθινῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἔπρεπε νὰ γίνει παγκόσμια διακήρυξη ὅτι ἡ μόνη ἀληθινὴ Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη καὶ πὼς μόνον αὐτὴ παρέχει τὴ δυνατότητα τῆς σωτηρίας, σὲ ἀντίθεση μὲ τὶς ποικιλώνυμες πλάνες, οἱ ὁποῖες ὁδηγοῦν στὴν ἀπώλεια. Φυσικὰ τίποτε δὲν ἔγινε ἀπὸ ὅλα αὐτά! Ρωτᾶμε καὶ πάλι τὸν κ. Καθηγητή: Δὲν θὰ ἔπρεπε καὶ ὁ ἴδιος, ὡς διαπρεπὴς θεολόγος καὶ συνεχιστὴς τῶν παλαιῶν περὶ Ἐκκλησίας, ἀπόψεών του, νὰ ἀναφερθεῖ σὲ αὐτὴ τὴν ἀλήθεια; Γιατί ὀνομάζει «ρήξη» τὴν αὐτονόητη ὁμολογία τῶν «συντηρητικῶν» Ἐπισκόπων;

Συνεχίζοντας τὴν  κριτική του στοὺς «συντηρητικοὺς Ἐπισκόπους», κάνει τὸν ἑξῆς, λαθεμένο, κατὰ τὴ γνώμη μας, συσχετισμό: «Ὅταν ἀκούει κανεὶς σήμερα στὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τοὺς “συντηρητικούς” ἐπισκόπους νὰ πολεμᾶνε μὲ μανιασμένο πάθος τοὺς “οἰκουμενιστές” (ἐν Χριστῷ ἀδελφούς τους), πιστοποιεῖ ὅτι κοπιάρουν πιστά τούς ὑπέρμαχους κάθε “ὀρθοδοξίας” (μαρξιστικῆς, φροϋδικῆς, ἢ ὅποιας ἄλλης ἰδεοληψίας): Λειτουργοῦν μὲ τὴ στυγνὴ ἐξουσιαστικὴ λογική, δηλαδὴ μὲ τὴ βασανιστικὴ ἀνασφάλεια ποὺ ἔτρεφε καὶ τὸν ναρκισσισμὸ ἑνὸς Λουναρτσάσκι ἢ ἑνὸς Ζντάνοφ. Καὶ στὸν πισώπλατο πόλεμο τῆς Μόσχας ἐνάντια στὴν Κωνσταντινούπολη, ψηλαφεῖ ὁ ἀπροκατάληπτος τὸ ἀκριβὲς ἀνάλογο τῆς ἐξουσιολαγνείας στὶς μεσαιωνικές, βαρβαρικὲς αὐλὲς τῶν παπῶν ἢ στὸ σοβιετικὸ πολιτ-μπιρό».

Εἰλικρινὰ δὲν περιμέναμε μία τόσο ἁπλοποιημένη θεώρηση ἀπὸ τὸν κ. Καθηγητή. Ὁ «πισώπλατος πόλεμος Μόσχας ἐνάντια στὴν Κωνσταντινούπολη» δὲν μπορεῖ νὰ ἑρμηνεύσει τὴν, σχεδὸν καθολική, ἀντίδραση, ὄχι μόνον τῶν «συντηρητικῶν Ἐπισκόπων», ἀλλὰ τοῦ συνόλου σχεδόν, τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος σὲ ὅλο τὸν κόσμο. Ἴσως δὲν ἔχει ἀφουγκραστεῖ τὴν κοινὴ γνώμη, ὅλον αὐτὸν τὸν καιρό, γιὰ νὰ καταλάβει ὅτι οἱ ἀντιδράσεις κατὰ τῶν κειμένων τῆς Μεγάλης Συνόδου, ἀπέχουν παρασάγγας ἀπὸ τὴν «κοινωνιολογικὴ» θεώρησή του. Ἀπὸ τὴν τάση τῆς «στυγνῆς ἐξουσιαστικῆς λογικῆς», ἀπὸ τὴν «ἐξουσιολαγνεία».

Ἂς κάνει τὸν κόπο νὰ μελετήσει, μὲ νηφαλιότητα καὶ ἀντικειμενικότητα μελέτες καὶ ἀνακοινώσεις, τῶν «συντηρητικῶν Ἐπισκόπων», ὅπως τῶν Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτῶν: Ναυπάκτου κ. Ἰεροθέου, Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, Γόρτυνος κ. Ἱερεμία, Κυθήρων κ. Σεραφείμ, Λεμεσοῦ κ. Ἀθανασίου, Μόρφου κ. Νεοφύτου, Λόβετς (Βουλγαρίας) κ. Γαβριήλ, κ.α. γιὰ νὰ διαπιστώσει τὴν παντελῆ ἀπουσία κανενὸς εἴδους «ἐξουσιολαγνείας», ἀλλὰ μία κραυγὴ ἀγωνίας, ἕνα αἴσθημα τεράστιας εὐθύνης, μία πράξη αὐτονόητης ἔκφρασης ὁμολογίας γιὰ τὴ διαφύλαξη τῆς «Παρακαταθήκης», τὴν ὁποία ὑποσχέθηκαν νὰ διαφυλάξουν κατὰ τὴ χειροτονία τους! Δὲν ἔκαναν τίποτε περισσότερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἔκαναν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας στὸ δισχιλιόχρονο διάβα Της, τὴν  ἐπιβεβλημένη προάσπιση τῆς σώζουσας ὀρθοδόξου πίστεως! Ὅσο γιὰ τὴν ἔκφρασή του: «μανισμένο πάθος τους (πρὸς) “οἰκουμενιστές” (ἐν Χριστῷ ἀδελφούς τους)», θεωροῦμε ὅτι εἶναι ἀτυχὴς καὶ νομίζουμε ὅτι πραγματικὰ ἀδικεῖ τὸν ἴδιο τὸν κ. Καθηγητή! Τέτοιου εἴδους, ὅμως, «μανιασμένα πάθη», ἔσωσαν τὴν αὐτοσυνειδησία τῆς Ἐκκλησίας μας στὴ δισχιλιόχρονη πορεία της καὶ αὐτὸ τὸ γνωρίζει καλλίτερα ἐκεῖνος ἀπὸ τὸν καθένα!

Ἀκολούθως ὁ κ. Καθηγητὴς ἀναφέρει τὰ ἑξῆς χαρακτηριστικά: «Οἱ ἄνθρωποι ποὺ γεννηθήκαμε, μεγαλώσαμε, σπουδάσαμε, ζοῦμε, σκεπτόμαστε, ἐνεργοῦμε μὲ τὴ νοο-τροπία καὶ τὶς πρακτικὲς ἑνὸς ὁλοκληρωτικὰ κυρίαρχου, ἄτεγκτα ἀτομοκεντρικοῦ «παραδείγματος» (κατεστημένου “τρόπου” τοῦ βίου ἢ “πολιτισμοῦ”), θέλουμε νὰ πραγματοποιήσουμε “σύνοδο” Ἐκκλησιῶν ἔχοντας ἀπολέσει καὶ τὴν ἐπίγνωση καὶ τὴν ἐμπειρία τόσο τῆς συνόδου ὅσο καὶ τῆς Ἐκκλησίας». Συμφωνοῦμε γιὰ τὴν σύγχρονη ἀλλοτρίωση, ἀλλὰ κάνει καὶ ἐδῶ τὸ λάθος νὰ γενικεύει ἐπικίνδυνα τὰ πράγματα. Θέλει νὰ λησμονεῖ πὼς σὲ αὐτὴ τὴν σύγχρονη ἀλλοτρίωση ὑπάρχει τὸ «Λείμμα», τὸ ὁποῖο, δὲν ἔχει ἀλλοτριωθεῖ καὶ δὲν «ἀτομοκρατεῖται». Αὐτὸ δὲν ἀπώλεσε «τὴν ἐπίγνωση καὶ τὴν ἐμπειρία τόσο τῆς συνόδου ὅσο καὶ τῆς Ἐκκλησίας», γιατί εἶναι ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ὁδηγεῖται «εἰς πάσαν τὴν ἀλήθειαν» (Ἰωάν.16,13), ἀπὸ τὸ ἐν Αὐτὴ ἐνδημοῦν Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτὸ τὸ «Λείμμα» διασώζει τὴν ἀλήθεια καὶ τὴ γνησιότητα. Αὐτὸ εἶναι ποὺ ἀντέδρασε μὲ αὐτὸν τὸν ζωντανὸ τρόπο στὶς «ἐγγενεῖς ἀντιφάσεις» τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, ὅπως ἀντιδροῦσε καὶ στὸ παρελθόν. Αὐτὸ τὸ «Λείμμα» θὰ ἀποφασίσει ἐν τέλει ἂν ἡ Σύνοδος τοῦ Κολυμβαρίου θὰ εἶναι ὄντως Ἁγία καὶ Μεγάλη! Γιατί λοιπὸν ἀποσιώπησε αὐτὴ τὴ σημαντικὴ πτυχή; 

Στὴ συνέχεια ὁ κ. Καθηγητὴς παραθέτει τὶς «ἐγγενεῖς ἀντιφάσεις» τῆς Συνόδου: «Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμή, ἡ σύλληψη, ἡ ὀργανωτικὴ λογική, οἱ πρακτικὲς προετοιμασίας τῆς Συνόδου ἦταν ἐξόφθαλμα παγιδευμένες στὸ (αὐτονόητο σήμερα) ἀτομοκεντρικὸ “παραδειγμα”: Νὰ ἐξασφαλιστοῦν ἴσα δικαιώματα ἔκφρασης ἀπόψεων καὶ χρόνου ὁμιλίας, ὀρθολογικοὶ κανόνες πειθάρχησης τῶν προβληματισμῶν καὶ λειτουργίας τῶν “ὁμάδων ἐργασίας”, καθορισμένος ἀριθμὸς καὶ εἶδος συνοδῶν ἐμπειρογνωμόνων, κ.λπ. κ.λπ. Καμία ρωγμὴ δυνατότητας νὰ ξεπηδήσει τὸ ἀπρόβλεπτο, τὸ χαρισματικό, ἡ ἔκπληξη».

Ἐδῶ δὲ θὰ διαφωνήσουμε μαζί του. Ἡ «ἄψογη ὀργανωτικὴ διαδικασία», λειτούργησε, κατὰ τὴ γνώμη μας, σὲ βάρος τῆς ἀλήθειας, ἀφοῦ κατὰ τὸν ἴδιο: «Ἐπιβλήθηκαν, αὐτονόητα καὶ ὁμόφωνα, οἱ ἀξιωματικὲς σταθερές τοῦ ἀτομοκεντρικοῦ “τρόπου”». Ἡ ἀλήθεια στὴ Σύνοδο ἔγινε ὄντως «ἀντικειμενικὴ βεβαιωμένη ὀρθότητα … ἡ πίστη δὲν σημαίνει πιὰ ἐμπιστοσύνη, καρπὸ ἐμπειρίας τῆς σχέσης. Σημαίνει ἀτομικὴ “πεποίθηση”, ἰδεολόγημα ἀτομικῆς προτίμησης καὶ ἐπιλογῆς – ἀφοῦ καὶ ἡ ἐλευθερία, στὸ ἀτομοκεντρικὸ “παραδειγμα”, εἶναι μόνο δικαίωμα ἐπιλογῆς, καθόλου κατόρθωμα αὐθυπέρβασης. H κατοχὴ τῆς “ἀλήθειας”, τῆς γνήσιας, ἀνόθευτης “Ὀρθοδοξίας”, γίνεται ὅπλο γιὰ νὰ ἐξουσιάζεις τοὺς παρεκκλίνοντες ἢ πλανημένους, νὰ θωρακίζεις τὸ ἐγώ σου μὲ “ἑξαγιασμένον” ἀπὸ τοὺς σκοπούς του, ἀκόρεστο ναρκισσισμό, νὰ αὐτοχρίεσαι αὐτεπάγγελτος εἰσαγγελέας τῶν “ἐλάχιστων ἀδελφών” σου».

Δὲ μποροῦμε νὰ «ἀποκρυπτογραφήσουμε» πλήρως τὶς φράσεις του. Σὲ ποιῶν τὰ χέρια γίνεται ἡ «ἀνόθευτη Ὀρθοδοξία» ὅπλο ἐξουσίας πρὸς τοὺς «παρεκκλίνοντες ἢ πλανημένους»; Σὲ ποιῶν τὰ χέρια γίνεται  θωράκιση τοῦ «ἐγώ τους μὲ “ἑξαγιασμένον” ἀπὸ τοὺς σκοπούς τους, ἀκόρεστο ναρκισσισμό, νὰ αὐτοχρίονται αὐτεπάγγελτοι εἰσαγγελεῖς τῶν “ἐλάχιστων ἀδελφών” τους»; Προφανῶς ἐδῶ ἐννοεῖ καὶ πάλι τοὺς «συντηρητικοὺς» Ἐπισκόπους καὶ πιστούς, οἱ ὁποῖοι ἐμμένοντας στὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ παράδοση καὶ μὴ θέλοντας νὰ παρεκκλίνουν καὶ νὰ κάνουν παραχωρήσεις στὶς ἐγνωσμένες πλάνες, θεωροῦνται ἀπὸ τὸν κ. Καθηγητὴ ὡς «ἐξουσιαστὲς τῶν πλανημένων», «ναρκισσιστὲς τοῦ ἐγώ τους» καὶ «εἰσαγγελεῖς τῶν ἐλάχιστων ἀδελφῶν τους»!

Ἂν ἔτσι θεωρεῖ ὁ κ. Καθηγητὴς τοὺς σύγχρονους «συντηρητικούς», τότε θὰ ἔπρεπε νὰ συμπεριλάβει σ’ αὐτοὺς καὶ τοὺς ἁγίους Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ἐπέμεναν νὰ διαφυλάξουν τὴν ἀνόθευτη Ὀρθοδοξία! Θὰ ἔπρεπε νὰ συμπεριλάβει καὶ τὸν ἅγιο Μάρκο Εὐγενικό, ὁ ὁποῖος τὰ «ἔσπασε» κυριολεκτικὰ στὴν ψευδοσύνοδο Φεράρας – Φλωρεντίας (1438-1439), διασώζοντας τὴν σώζουσα ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀλλάζοντας ταυτόχρονα τὸν ροῦ τῆς παγκόσμιας ἱστορίας!

Κλείνοντας τὸ σχόλιό μας στὸ ἄρθρο τοῦ Καθηγητῆ κ. Χρήστου Γιανναρᾶ, θέλουμε νὰ ἐκφράσουμε τὴν πικρία μας, διότι θὰ περιμέναμε ἀπὸ αὐτόν, τὸν διαπρεπῆ θεολόγο καὶ στοχαστή, μία πιὸ «βαθειὰ» θεώρηση καὶ κριτικὴ ἀνάλυση τῶν «ἐγγενῶν ἀντιφάσεων» καὶ ἀδυναμιῶν περὶ τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο, ἡ ὁποία πλέον πέρασε στὴν ἱστορία. Μελετώντας μὲ προσοχὴ τὸ ἄρθρο του, διαπιστώνουμε μία σημαντικὴ μετατόπιση ἀπὸ τὰ παλιὰ περισπούδαστα (παρ’ ὅλες τὶς ἀδυναμίες τους) ἔργα του,  στὰ ὁποῖα καθόριζε ἐπακριβῶς τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν αἱρέσεων.

Ὀφείλουμε νὰ ἀναγνωρίσουμε ὅτι εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς κυριότερους σύγχρονους θεολόγους, ὁ ὁποῖος (στὸ παρελθὸν)  κατάδειξε τὴν θεολογικὴ γύμνια καὶ πενία τῆς δυτικῆς χριστιανοσύνης καὶ τὸν ἀστείρευτο πλοῦτο καὶ τὴ γνησιότητα τῆς Ὀρθοδοξίας. Μὲ ἀπογοήτευση διαπιστώσαμε πὼς δὲν στάθηκε συνεχιστὴς καὶ ὑπερασπιστὴς τῶν παλαιῶν του αὐτῶν ἀπόψεων στὸ συγκεκριμένο ἄρθρο του, ὅσον ἀφορᾶ τὴ σύγκληση τῆς Μεγάλης Συνόδου, ἀλλὰ ἀρκέστηκε σὲ μία ἄγονη, κατὰ τὴ γνώμη μας, κριτική, κοινωνιολογικοῦ στοχασμοῦ, ἀπόλυτα ἀνίκανη νὰ συμβάλλει θετικὰ στὸ μεγάλο γεγονὸς τῶν ἡμερῶν καὶ νὰ διαφωτίσει ἐπαρκῶς τοὺς ἀναγνῶστες του.


Ἐκ τοῦ Γραφείου ἐπὶ τῶν Αἱρέσεων καὶ Παραθρησκειῶν

1 σχόλιο:

  1. Ο αναφερόμενος πανεπιστημιακός καθηγητής, έχει πέσει δημόσια και σε άλλες πλάνες, σχετικά με τις προγαμιαίες σχέσεις.

    Εγώ προσωπικά έχω σταματήσει, πολλά χρόνια, να διαβάζω τα κείμενα του καθηγητή.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.