25 Ιαν 2016

Ἡ ὁμολογιακὴ διάσταση τοῦ Ὀρθοδόξου Μοναχισμοῦ καὶ ἡ σύγχρονη πραγματικότητα

Ἱερὰ Μητρόπολις Πειραιῶς,
 Γραφεῖο ἐπὶ τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν παραθρησκειῶν
Πολὺ συχνὰ σήμερα διατυπώνεται ἀπὸ πολλοὺς ὑψηλόβαθμους κληρικούς, πατριάρχες καὶ ἀρχιερεῖς, ἀλλὰ καὶ λαϊκοὺς καὶ ἀκαδημαϊκοὺς θεολόγους, ἡ ἀντίληψη ὅτι ἡ ἀποστολὴ τοῦ Μοναχισμοῦ εἶναι νὰ ὁδηγήσει ἐκείνους ποὺ ἀπαρνήθηκαν τὸν κόσμο καὶ ἀκολούθησαν τὴν ἀγγελομίμητη πολιτεία τῆς μοναχικῆς ζωῆς, στὴν κάθαρση, τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν θέωση. Ὅτι, οἱ μοναχοὶ θὰ πρέπει νὰ ἀσχολοῦνται μόνο μὲ τὴν νήψη καὶ τὴν προσευχή. Ποτὲ νὰ μὴν διακόπτουν τὴν ἡσυχία τους, νὰ εἶναι τέκνα τελείας ὑπακοῆς, (ἄλλωστε ἡ ἀρετὴ τῆς ὑπακοῆς εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς μοναχικῆς ζωῆς), πρὸς τοὺς ποιμένας των, ἡγουμένους, ἀρχιερεῖς, πατριάρχες, ἔστω καὶ ἂν αὐτοὶ συμβαίνει κάποτε νὰ μὴν ὀρθοτομοῦν τὸν λόγο τῆς ἀληθείας. Ἰσχυρίζονται ἀκόμη ὅτι δὲν θὰ πρέπει νὰ ἀσχολοῦνται μὲ θέματα αἱρέσεων, γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν ὁποίων εἶναι ἁρμόδιοι οἱ ἀρχιερεῖς καὶ ἄλλα κατάλληλα πρόσωπα, ποὺ ὁρίζονται ἀπὸ αὐτούς.
Τὴ νοοτροπία αὐτὴ ποὺ θέλει τὸν μοναχὸ αὐστηρὰ καὶ ἀποκλειστικὰ προσηλωμένο στὸν προσωπικό του ἀγώνα γιὰ τὸν ἁγιασμὸ τῆς ψυχῆς του εὔκολα μπορεῖ νὰ διαπιστώσει κανείς, ἰδιαίτερα στὴν ἐποχή μας, σὲ ὁμιλίες πολλῶν πατριαρχῶν καὶ ἀρχιερέων, ὅταν ἀπευθύνονται σὲ μοναχοὺς καὶ μοναχές τῆς ἐκκλησιαστικῆς των δικαιοδοσίας, ὅπως γιὰ παράδειγμα τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, ὅταν ἐπισκέπτεται τὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ ἀπευθύνεται σὲ ἁγιορεῖτες πατέρες. Οἱ λόγοι του ἔχουν σχεδὸν ἀποκλειστικὰ χαρακτήρα νουθεσίας καὶ ὑπομνήσεως γιὰ τὸ χρέος, ποὺ ἔχουν οἱ ἁγιορεῖτες μοναχοί, νὰ φθάσουν...
διὰ τῆς ἀσκήσεως στὸν ἁγιασμὸ καὶ τὴν θέωση.

 Ὡστόσο ἡ ἀντίληψη αὐτή, ὅσο καὶ ἂν φαίνεται εὐλογοφανὴς γιὰ ὅσους δὲν γνωρίζουν τὸν πραγματικὸ χαρακτήρα τοῦ Μοναχισμοῦ, δὲν μπορεῖ νὰ δικαιωθεῖ οὔτε ἀπὸ τὰ συγγράμματα τῶν ἁγίων Πατέρων μας, οὔτε ἀπὸ τοὺς βίους τῶν ὁσίων τῆς Ἐκκλησίας μας, οὔτε γενικότερα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία. Πρὸ πάντων ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ θεμελιωθεῖ οὔτε στὴ διδασκαλία τοῦ Κυρίου μας, ὁ ὁποῖος ἐζήτησε ἀπὸ ὅλους τούς μαθητές του νὰ ὁμολογοῦν μὲ παρρησία τὸ ὄνομά του. Οἱ μοναχοὶ ὀφείλουν βέβαια νὰ εἶναι τέκνα ὑπακοῆς, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι εἶναι ἄλογα πρόβατα καὶ ἄβουλα ὄντα. Ὡς γνήσια τέκνα ὑπακοῆς στὶς εὐαγγελικὲς ἐντολές, ποτὲ δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ἀκολουθήσουν ποιμένα «μὴ εἰσερχόμενον διὰ τῆς θύρας εἰς τὴν αὐλὴν τῶν προβάτων, ἀλλὰ ἀναβαίνοντα ἀλλαχόθεν», δηλαδὴ αἱρετικὰ φρονοῦντα, διότι τὸν θεωροῦν «κλέπτην καὶ ληστὴν» (πρβλ. Ἰω.10,1), ἀλλὰ καὶ διότι ἔχουν πρὸ ὀφθαλμῶν τὴν σαφή ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ: «ἀλλοτρίω δέ, [δηλαδὴ αἱρετικὰ φρονοῦντα], οὐ μὴ ἀκολουθήσωσιν, ἀλλὰ φεύξονται ἀπ’ αὐτοῦ» (Ἰω. 10,5).

Ἕνα ἁπλὸ ξεφύλλισμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ἱστορίας καὶ τῶν βίων τῶν ἁγίων, εἶναι ἀρκετὸ γιὰ νὰ μᾶς πείσει τὸν καθένα, ὅτι οἱ μοναχοὶ δὲν ἀγωνίστηκαν μόνο γιὰ τὸν προσωπικό τους ἁγιασμό, ἀλλὰ παράλληλα θεώρησαν χρέος τους, νὰ ἀγωνιστοῦν ἐναντίον τῶν αἱρέσεων τῆς ἐποχῆς των καὶ νὰ θυσιαστοῦν ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Σὲ πολλὲς μάλιστα περιπτώσεις ὑπῆρξαν οἱ κύριοι, ἢ καὶ ἀποκλειστικοὶ ὑπέρμαχοί της. Καὶ γιὰ νὰ μιλήσουμε ἀκριβέστερα, οἱ μοναχοί, σὲ μὲν περιόδους εἰρήνης ἀγωνίζονταν τοὺς ἀσκητικοὺς των ἀγῶνες γιὰ νὰ κατορθώσουν τὶς ἀρετές, σὲ περιόδους ὅμως ποὺ ἡ ἐκκλησία ἐπολεμεῖτο ἀπὸ αἱρέσεις, ἀγωνίζονταν μὲ διάκριση καὶ ταπείνωση, μὲ ἐκκλησιαστικὸ ἦθος καὶ φρόνημα, ἀλλὰ καὶ μὲ ζῆλο καὶ πνεῦμα αὐτοθυσίας, γιὰ νὰ μὴν νοθευτεῖ ἀλλὰ νὰ παραμείνει ἀπαραχάρακτη ἡ «ἅπαξ παραδοθεῖσα τοῖς ἁγίοις πίστις» (Ἰουδ.3).

Ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, γνωστὸς γιὰ τοὺς ἀσκητικούς, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ἀντιαιρετικούς του ἀγῶνες καὶ τοὺς διωγμούς, ποὺ ὑπέμεινε κατὰ τὴν περίοδο τῆς αἱρέσεως τῆς εἰκονομαχίας, ἐδίδασκε σχετικὰ μὲ τὸ ζήτημα αὐτό: «Εἶναι ἐντολὴ Κυρίου νὰ μὴν σιωποῦμε, ὅταν ἡ πίστη κινδυνεύει ἀπὸ αἱρέσεις. Διότι λέγει “νὰ ὁμιλεῖς καὶ νὰ μὴν σιωπᾶς” καὶ “ἐὰν ὑποστέλληται (ὑποχωρήσει), οὐκ εὐδοκεῖ, (δὲν εὐαρεστεῖται) σ’ αὐτὸν ἡ ψυχή μου” (Ἑβρ.10,38), καὶ “ἐὰν οὗτοι σιωπήσωσι οἱ λίθοι κεκράξονται”, (Λουκ.19,40). Ὥστε ὅταν ὁ λόγος εἶναι περὶ πίστεως, δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε: Ἐγὼ ποιὸς εἶμαι; Ἱερεύς; Οὐδέποτε. Ἄρχων; Οὔτε καὶ αὐτό. Στρατιώτης; Ἀπὸ ποῦ; Γεωργός; Ἀλλὰ οὔτε καὶ αὐτό. Πτωχὸς προμηθευόμενος μόνο τὴν ἐφήμερη τροφή. Δὲν μοῦ πέφτει λόγος οὔτε φροντίδα γιὰ τὸ προκείμενο ζήτημα. Ἀλίμονο οἱ λίθοι θὰ κραυγάσουν καὶ ἐσὺ θὰ μείνης σιωπηλὸς καὶ ἀμέριμνος;… Ὥστε καὶ αὐτὸς ὁ πτωχὸς εἶναι ἐστερημένος ἀπὸ κάθε ἀπολογία τὴν ἥμερά της κρίσεως ἐπειδὴ τώρα δὲν ὁμιλεῖ καὶ ἄξιος κατακρίσεως καὶ μόνο γι’ αὐτὸν τὸν λόγο» (PG 99,1321A-C).

Ὅπως σημειώνει πολὺ ὡραία ὁ ἀείμνηστος ἀρχ. π. Γεώργιος Καψάνης, πρώην Ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Γρηγορίου ἁγίου Ὅρους, ὁ ἀγώνας τῶν μοναχῶν δὲν εἶναι ἁπλὰ ἀντιαιρετικός. «Εἶναι ἀγὼν νὰ πραγματωθῆ στοὺς ἑαυτούς τους καὶ νὰ φανερωθῆ τὸ πλήρωμα τῆς Ἀληθείας καὶ τῆς Ζωῆς ποὺ ἔχει ἡ Ἐκκλησία… Νὰ μὴ κενωθῆ ὁ λόγος τοῦ Σταυροῦ. Νὰ μὴ νοθευθῆ τὸ Εὐαγγέλιο. Νὰ μὴ θεολογοῦμε κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, ἀριστοτελικὰ (σχολαστικά), ἀλλὰ ἁλιευτικὰ (ἀποστολικά). Νὰ μὴ χάσουμε τὴν δυνατότητα τῆς θεώσεως καὶ τοῦ Ἀκτίστου Φωτός, δεχόμενοι κτιστὴ Χάρι. Νὰ μὴ ἐκπέσει ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ σῶμα Χριστοῦ σὲ ἀνθρωποκεντρικὴ ὀργάνωσι.» («Ὀρθόδοξος Μοναχισμὸς καὶ Ἅγιον Ὅρος, σελ.45).

Τὴν θυσιαστικὸ ἦθος τῶν μοναχῶν, τὸν ἠρωϊσμὸ καὶ τὴν αὐτοθυσία τους, τὰ βασανιστήρια καὶ τὶς ἐξορίες ποὺ ὑπέμειναν γιὰ τὴν καταπολέμηση τῶν αἱρέσεων καὶ τέλος τοὺς μαρτυρικοὺς των θανάτους, μποροῦμε νὰ ἀντιπαραβάλουμε μὲ τὰ μαρτύρια τῶν ἀρχαίων μεγάλων μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τοὺς τρεῖς πρώτους αἰῶνες τῶν διωγμῶν. Ἡ διαφορὰ ἔγκειται στὸ γεγονὸς ὅτι τώρα οἱ διῶκτες δὲν εἶναι πλέον οἱ εἰδωλολάτρες Ρωμαῖοι αὐτοκράτορες, ἀλλὰ «χριστιανοί». Εἶναι αἱρετικοὶ αὐτοκράτορες, στρατιωτικοί, κληρικοί, ἐπίσκοποι, ἀκόμη καὶ πατριάρχες! Ὁ ἀγώνας εἶναι ἐναντίον «χριστιανῶν».

Παρὰ κάτω ἀναφέρουμε μερικὲς μόνο περιπτώσεις, (ἀπὸ τὶς πάμπολλες), ὁσίων καὶ πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας ποὺ παράλληλα μὲ τοὺς ἀσκητικοὺς των ἀγῶνες, ἀγωνίστηκαν μὲ μεγάλο ζῆλο καὶ πνεῦμα αὐτοθυσίας ἐναντίον τῶν αἱρέσεων. Καὶ τοῦτο γιὰ νὰ φανεῖ καὶ ἡ ἄλλη διάσταση τοῦ Μοναχισμοῦ, ἡ ὁμολογιακή, ἡ ὁποία ἐπιμελῶς ἀποσιωπᾶται ἀπὸ τοὺς οἰκουμενιστικοὺς κύκλους, (προφανῶς γιὰ λόγους εὐνοήτους), ἐνῶ προβάλλεται μονομερῶς καὶ κατὰ κόρον μόνον ἡ ἀσκητική του διάσταση.

Ἀρχίζουμε μὲ τὸν Μέγα Ἀντώνιο, (4ος αἰώνας), ὁ ὁποῖος συχνὰ κατέβαινε στὴν Ἀλεξάνδρεια γιὰ νὰ ἐνισχύσει τὸν ἀντιαιρετικὸ ἀγώνα τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τῆς φοβερῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου. Θεωροῦσε καθῆκον του καὶ ὑποχρέωσή του νὰ ἀφήσει κατὰ μέρος τὴν προσωπική του ἄσκηση καὶ νὰ ἑνώσει τὶς δυνάμεις του, μὲ τὶς δυνάμεις τῶν λαϊκῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τὴ διαφύλαξη τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ποὺ ἔγραψε καὶ τὸν βίο του: «Ὅταν οἱ Ἀρειανοὶ διέδωσαν ψευδῶς, ὅτι καὶ αὐτὸς ἔχει τὰ ἴδια φρονήματα μὲ αὐτούς, ἀγανακτοῦσε καὶ θύμωνε ἐναντίον τους. Κατόπιν κατὰ παράκληση τῶν ἐπισκόπων καὶ ὅλων τῶν ἀδελφῶν, κατέβηκε ἀπὸ τὸ ὅρος. Ἀφού λοιπόν πῆγε στὴν Ἀλεξάνδρεια, ἀπεκήρυξε τοὺς Ἀρειανοὺς λέγοντας, ὅτι ἡ αἵρεσις αὐτὴ εἶναι ἡ χειρίστη καὶ πρόδρομος τοῦ Ἀντιχρίστου» (Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ὁσίου πατρὸς ἠμῶν Ἀντωνίου, PG26,909Β-912Β).

Στὴν περίοδο ποὺ στὸν θρόνο τῆς Ἀλεξανδρείας ἦταν ὁ Ἀρειανὸς πατριάρχης Γρηγόριος ὁ Καππαδόκης, οἱ διωγμοὶ τῶν Ὀρθοδόξων εἶχαν φθάσει στὸ ἀποκορύφωμά τους. Ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος σὲ ἐγκύκλια ἐπιστολή του: «Ἅγιες καὶ ἁγνὲς παρθένοι ξεγυμνώνονταν καὶ ὑφίσταντο ἀνεπίτρεπτη μεταχείριση. Ἐὰν μάλιστα προέβαλαν ἀντίσταση, ἔθεταν σὲ κίνδυνο καὶ αὐτὴ τὴν ζωή τους. Μοναχοὶ κατεπατοῦντο καὶ πέθαιναν καὶ μερικοὶ ρίχνονταν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ἄλλοι δὲ φονεύονταν μὲ ξίφη καὶ ρόπαλα καὶ ἄλλοι πάλι τραυματίζονταν» (ΒΕΠΕΣ, τόμ. 30, σέλ.196-197).

Στὴν περίοδο ποὺ στὸν θρόνο τῆς Ἀλεξανδρείας ἦταν ὁ Ἀρειανὸς πατριάρχης Λούκιος, πολλοὺς διωγμοὺς ὑπέφεραν οἱ μοναχοὶ ποὺ ζοῦσαν στὰ μοναστήρια καὶ τὶς σκῆτες ποὺ βρίσκονταν γύρω ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια.  Ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ μοναχοὶ εἶχαν τόσο θερμὴ πίστη καὶ τόσο ἀκμαῖο ὁμολογιακὸ φρόνημα, ὥστε ἐὰν «παρουσιαζόταν ἀνάγκη, προτιμοῦσαν μὲ προθυμία περισσότερο τὸν θάνατο, παρὰ νὰ ἀποδεχθοῦν κάποια ἀλλοίωση σὲ ἔστω καὶ ἕνα ἀπὸ τὰ Ὀρθόδοξα δόγματα τῆς Συνόδου τῆς Νικαίας» (Νικηφόρου Καλλίστου Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, PG146,653B-D).

Στὴν ἴδια ἐκείνη περίοδο ἡγέτης στὴν Καππαδοκία καὶ στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τῆς Ἀνατολῆς στὸν ἀντιαιρετικὸ ἀγώνα κατὰ τοῦ Ἀρειανισμοῦ ἀναδείχθηκε ὁ Μέγας Βασίλειος μὲ συνεργοὺς του τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Νύσσης καὶ τὸν ἅγιο Εὐσέβιο Σαμοσάτων. Ὁ Μέγας Βασίλειος, ἔχοντας ὁ ἴδιος τὴν ἐμπειρία τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς μοναχικῆς ζωῆς, ἔτρεφε ἰδιαίτερη ἀγάπη καὶ ἐκτίμηση πρὸς τοὺς μοναχούς, τοὺς ὁποίους σὲ διάφορες ἐπιστολὲς του ἐπαινοῦσε καὶ προέτρεπε νὰ ὑπομένουν μὲ γενναιότητα τοὺς διωγμοὺς καὶ τὶς δοκιμασίες ἀπὸ τοὺς Ἀρειανούς.

Σὲ μία τέτοια ἐπιστολή του πρὸς τοὺς μοναχούς τῆς Βεροίας, ἔγραφε: «Στέναξα ὅταν ἄκουσα πὼς ξεσηκώθηκε ἐναντίον σας ὁ ἄγριος ἐκεῖνος διωγμὸς καὶ ὅτι οἱ “εἰς κρίσεις καὶ μάχας νηστεύσαντες” (Ἤσ.58,4), ἐπιτέθηκαν ἀμέσως μετὰ τὸ Πάσχα ἐναντίον τῶν σκηνωμάτων σας καὶ παρέδωσαν στὶς φλόγες τοὺς κόπους σας»  (PG 32, 944Α).

Σὲ ἄλλους μοναχοὺς ἔγραφε: «Σᾶς παρακαλοῦμε πάνω ἀπὸ ὅλα νὰ θυμάστε τὴν πίστη τῶν Πατέρων καὶ νὰ μὴν κλονίζεσθε, ἀπὸ ὅσους προσπαθοῦν νὰ διαταράξουν τὴν ἡσυχία σας. Γνωρίζετε καλὰ ἄλλωστε, ὅτι οὔτε ἡ ἀκριβὴς πολιτεία θὰ εἶναι ὠφέλιμη μόνη της, ἐὰν δὲν εἶναι φωτισμένη ἀπὸ τὴν ὀρθὴ πίστη στὸν Θεό, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἡ Ὀρθόδοξος ὁμολογία θὰ μπορέση νὰ σᾶς παρουσιάσει στὸν Κύριο, ἐὰν στερῆται ἀπὸ ἀγαθὰ ἔργα. Ἀντιθέτως πρέπει νὰ συνυπάρχουν καὶ τὰ δύο γιὰ νὰ εἶναι ἄρτιος ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μὴ χωλαίνει ἡ ζωὴ μᾶς λόγω ἐλλείψεως» (PG32,1040Α).

Ὁ ἀββὰς Θεόδωρος τῆς Φέρμης δίδασκε, ὅτι πρέπει νὰ βοηθοῦμε αὐτοὺς ποὺ πέφτουν σὲ αἵρεση γιὰ νὰ ἐπιστρέψουν στὴν ὀρθὴ πίστη. Ἐὰν ὅμως δὲν τὰ καταφέρουμε, νὰ μὴ ἔχουμε πλέον φιλία μαζί τους, γιὰ νὰ μὴ μᾶς συμπαρασύρουν στὴν πλάνη τους (Τὸ Γεροντικὸν σελ.39).  Ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος ἀποδοκίμαζε τὶς αἱρέσεις τοῦ Σαβελλίου καὶ τοῦ Ἀρείου «καὶ κατεπολέμησε ἐπίσης τόσο πολὺ τὸ παράλογο δόγμα τοῦ Ἀπολλιναρίου, ὥστε ἔκανε τὸ πᾶν γιὰ νὰ τὸ ξεριζώση ἀπὸ κάθε χριστιανκὴ ψυχή. Ἔφραξε ἀκόμη καὶ τὰ ἀπύλωτα στόματα τῶν αἱρετικῶν ἀνομοίων μὲ πολλὰ ἐπιχειρήματα καὶ ἁγιογραφικὰ χωρία» (Ἐγκώμιον εἰς τὸν ὅσιον πατέρα Ἐφραίμ, PG 46,825C-828A). 

Ἀπὸ τοὺς ὁσίους ποὺ ἀγωνίστηκαν ἐναντίον τοῦ Νεστοριανισμοῦ μνημονεύουμε τὸν ὅσιο Ὑπάτιο, τὸν ὅσιο Δαλμάτιο, τὸν ὅσιο Ἰσίδωρο τὸν Πηλουσιώτη, τὸν ἅγιο Μάρκο τὸν ἀσκητή, τὸν ἅγιο Κασσιανὸ τὸν Ρωμαῖο, τὸν ἅγιο Νεῖλο τὸν σοφὸ κ.α.
Ἀπὸ τοὺς ἀγῶνες τῶν μοναχῶν κατὰ τὴν περίοδο τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ μνημονεύουμε τὸν ὅσιο Αὐξέντιο, τὸν ὅσιο Εὐθύμιο τὸν Μέγα, τὸν ὅσιο Σάββα, τὸν ὅσιο Γελάσιο, τὸν ὅσιο Συμεὼν τὸν Στυλίτη, τὸν ὅσιο Δανιὴλ τὸν  Στυλίτη κ.α.
Ἀπὸ τοὺς ἀγῶνες τῶν μοναχῶν κατὰ τὴν περίοδο τοῦ Μονοθελητισμοῦ μνημονεύουμε τὸν ἅγιο Σωφρόνιο, τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν ὁμολογητὴ κ.α.
Ἀπὸ τοὺς ἀγῶνες τῶν μοναχῶν κατὰ τὴν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας τὸν ἅγιο Γερμανὸ Πατριάρχη Κων/πόλεως, τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό, τὸν ἅγιο ὁσιομάρτυρα Ἀνδρέα τὸν ἐν τῇ Κρίσει, τὸν ἅγιο ὁσιομάρτυρα Στέφανο τὸν Νέο, τὸν ὅσιο Θεοστήρικτο τὸν ὁμολογητή, τὴν ὁσία Ἀνθοῦσα, τὸν ὅσιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη, τὸν ὅσιο Θεοφάνη τῆς Σιγγριανῆς, τοὺς ὁσίους Θεόδωρο καὶ Θεοφάνη τοὺς Γραπτούς, κ.α.

Ἀπὸ τοὺς ἀγῶνες τῶν μοναχῶν κατὰ τοῦ Παπισμοῦ, μνημονεύουμε τοὺς ἁγίους ὁσιομάρτυρες ἁγιορεῖτες Πατέρες τοὺς ἐπὶ τοῦ λατινόφρονος Πατριάρχου Βέκου μαρτυρήσαντας. Τὸ Ἅγιον  Ὅρος τὴν ἐποχὴ αὐτή, (13ος αἰών), γίνεται ὁ ἰσχυρὸς κυματοθραύστης τῆς λαίλαπας τοῦ ἐκλατινισμοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας. Λίγο ἀργότερα, (14ος αἰών), ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, γίνεται ὁ μεγάλος πρόμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας κατὰ τῆς ἐπηρμένης δυτικῆς ὀφρύος τοῦ Παπισμοῦ καὶ ὁ ἀκατάβλητος ὑπερασπιστὴς τῆς Ὀρθοδόξου ἡσυχαστικῆς μας Παραδόσεως. Τὸν 15ον αἰώνα ἐμφανίζεται ὁ Ἅγιος Μάρκος ἐπίσκοπος Ἐφέσου ὁ Εὐγενικός, ὁ ὁποῖος καὶ αὐτός, προερχόμενος ἀπὸ τὶς τάξεις τῶν μοναχῶν, ἔδωσε τὴ μεγάλη μάχη κατὰ τοῦ Παπισμοῦ κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἐργασιῶν τῆς ψευδοσυνόδου Φεράρας – Φλωρεντίας, (1438-1439) καὶ ἀργότερα ἀπὸ τὶς Μονές, ὅπου ἦταν ἐξόριστος, γιὰ τὴν μὴ ἐφαρμογὴ τῶν προδοτικῶν ἀποφάσεων τῆς ἐν λόγω ψευδοσυνόδου.

Στοὺς μαύρους χρόνους τῆς τουρκοκρατίας, ὅπου ἀφ’ ἑνὸς μὲν ὁ ἐξισλαμισμὸς καὶ ἀφ’ ἑτέρου ὁ ἐκλατινισμὸς ἀπὸ τοὺς πολυάριθμους «μισιοναρίους» τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ ἔκανε θραύση, τὰ Ὀρθόδοξα Μοναστήρια μας ὑπῆρξαν οἱ ἰσχυρὲς ἀντιστάσεις γιὰ τὴ διαφύλαξη τῆς Ὀρθοδοξίας μας. Ὁ ἐθνομάρτυς καὶ ἰσαπόστολος ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, (1714-1779), ἄφησε τὴν ἡσυχία τοῦ ἁγίου Ὅρους καὶ βγῆκε στὸν κόσμο γιὰ νὰ βοηθήσει τὸ δοκιμαζόμενο Γένος μας, τὸ ὁποῖο κινδύνευε ἀπὸ τὸν ἐξισλαμισμὸ καὶ τὸν ἐκλατινισμό. Βγῆκε νὰ καταγγείλει, ὅτι ὅλες οἱ πίστεις εἶναι κάλπικες, ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου.

Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγὸ ἐπακολούθησε μία γιγαντιαία ἐπιχείρηση γιὰ τὸν ἐκδυτικισμὸ τῆς Ὀρθόδοξης πατρίδας μας μὲ πρωταγωνιστὲς τοὺς ξενόφερτους Βαυαροὺς ἡγεμόνες, παπικοὺς καὶ προτεστάντες, ποὺ ἦρθαν ἀπὸ τὴν Βαυαρία, (σημερινὴ νότια Γερμανία), στὴν καθημαγμένη ἀπὸ τοὺς ἀγῶνες γιὰ τὴν λευτεριὰ πατρίδα μας γιὰ νὰ τὴν κυβερνήσουν. Καὶ ἐπειδὴ ἔβλεπαν ὅτι στὴν ἐπιχείρησή τους αὐτὴ τὸ μεγάλο ἐμπόδιο ἦταν τὰ Μοναστήρια, ἔδωσαν ἐντολὴ καὶ ἔκλεισαν 450 Ἱερὲς Μονὲς στὴν τότε ἐλευθερωμένη Ἑλλάδα!

Ἀξίζει ἐπίσης νὰ ἀναφέρουμε, τὸν σπουδαιότατο ρόλο ποὺ ἔπαιξαν τὰ Ὀρθόδοξα Μοναστήρια στὴν πάλαι ποτὲ Σοβιετικὴ Ἕνωση καὶ γενικότερα στὶς χῶρες τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης, ὅπου κυριάρχησε ἕνας ἀπὸ τοὺς φοβερότερους διωγμούς, ποὺ γνώρισε ἡ Ἐκκλησία στοὺς τελευταίους αἰῶνες. Στὰ δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια τῆς μαρξιστικῆς λαίλαπας, τὰ Μοναστήρια ὑπῆρξαν τὰ προπύργια τῆς Ἐκκλησίας, τὰ καταφύγια τῶν διωκόμενων πιστῶν ἀπὸ τοὺς αἱμοσταγεῖς ἀθέους μαρξιστές. Ἀναφέρουμε τὴν περίπτωση τοῦ μεγάλου ἁγίου καὶ Ὁμολογητοὺ τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας, Ἰουστίνου Πόποβιτς, ὁ ὁποῖος, ἐξόριστος καὶ ἀπομονωμένος στὴν Μονὴ Τσέλιε τῆς νοτίου Σερβίας, ἔδωσε τὴ μάχη κατὰ τοῦ ἀθεϊσμοῦ καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.

Τέλος στὸν ἀγώνα κατὰ τῆς τελευταίας μεγάλης αἱρέσεως ποὺ ἐμφανίστηκε κατὰ τὸν 20ον αἰώνα καὶ συνεχίζει νὰ μαστίζει μέχρι σήμερα τὴν Ἐκκλησία, τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καὶ πάλι οἱ μοναχοὶ ἦταν οἱ κύριοι ὑπέρμαχοί της. Ἤδη μνημονεύσαμε παρὰ πάνω τὸν ἅγιο Ἰουστίνο τὸν Πόποβιτς, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε ὁ πρῶτος ἰσχυρὸς ἀντίπαλός της. Ἀναφέρουμε ἐπίσης τὸν ἅγιο Παΐσιο τὸν ἁγιορείτη, τὸν ὅσιο Φιλόθεο τὸν Ζερβάκο, τὸν ἀείμνηστο π. Ἀθανάσιο τὸν Μητιληναῖο, τὸν ἀείμνηστο ἀρχ. π. Γεώργιο Καψάνη κ.α. Ἰσχυρὴ ἐπίσης ὑπῆρξε ἡ ἀντίσταση τοῦ ἁγιορείτικου Μοναχισμοῦ κατὰ τῆς ἐν λόγω αἱρέσεως κατὰ τὴν τριετία 1970-1973, κατὰ τὴν ὁποία ὀκτὼ ἁγιορείτικες Μονές, ὅλες οἱ σκῆτες καὶ τὰ περισσότερα κελιά, διέκοψαν τὴν μνημόνευση τῶν Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα, (καὶ ἀργότερα τοῦ Δημητρίου), παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ τὴν ἀντικανονικὴ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων τὸ 1965 καὶ ἄλλα οἰκουμενιστικὰ ἀνοίγματά του πρὸς τὸν Παπισμὸ καὶ τὸν Προτεσταντισμό.   

Μὲ πόνο ψυχῆς διαπιστώνουμε, ὅτι δυστυχῶς, ἡ ἀγωνιστικότητα τῶν μοναχῶν ὑποβαθμίστηκε σημαντικὰ τὶς τελευταῖες δεκαετίες. Σήμερα ποὺ ἡ φοβερὴ αὐτὴ αἵρεση βρίσκεται στὸ ἀποκορύφωμά της καὶ μὲ πολλὴ λαχτάρα περιμένουν οἱ οἰκουμενιστὲς τὴν συνοδικὴ ἐπικύρωση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, (ἀντὶ τῆς καταδίκης του), ἀπὸ τὴν μέλλουσα νὰ συνέλθει «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο», σήμερα ποὺ ὁ ἀγώνας θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχε ἐνταθεῖ καὶ ἰσχυροποιηθεῖ ἀκόμη περισσότερο, συμβαίνει δυστυχῶς τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο.

Τώρα ποὺ τὰ βλέμματα τοῦ πιστοῦ λαού τοῦ Θεοῦ εἶναι στραμμένα μὲ ἀγωνία στὸ Ἅγιον Ὅρος, ὡς τὴν ἀκρόπολη τῆς Ὀρθοδοξίας, προσδοκώντας τὸν θρίαμβο κατὰ τῆς αἱρέσεως, μὲ πολλὴ θλίψη καὶ ἀπογοήτευση διαπιστώνουν ὅτι οἱ ἁγιορεῖτες Πατέρες, (ἐκτὸς ὀλίγων ἐπαινετῶν ἐξαιρέσεων), φαίνεται νὰ ἔχουν καταθέσει τὰ ὄπλα. Δὲν βλέπουμε ὀργανωμένο ἀγώνα ἀπὸ Ἱερὲς Μονὲς τοῦ ἁγίου Ὅρους. Οἱ Ἡγούμενοι τῶν Μοναστηριῶν, φοβούμενοι προφανῶς μήπως ὑποστοῦν διωγμοὺς καὶ καθαιρέσεις, σιωποῦν ἐνόχως. Ἀλλὰ καὶ ἡ Ἱερὰ Κοινότητα τοῦ ἁγίου Ὅρους κρατᾶ μία στάση δυστυχῶς ἀνοχῆς, ἂν ὄχι συντάξεως μὲ τὸν Οἰκουμενισμό, πιεζόμενη ἀπὸ τὶς ἀπειλὲς καὶ τὶς φοβέρες τῶν πατριαρχικῶν.

Τὸ χειρότερο εἶναι ὅτι προχωρεῖ ἀκόμη καὶ σὲ διώξεις ἁγιορειτῶν μοναχῶν, ὅπως τοῦ π. Σάββα τοῦ Λαυρεώτου κ.α., ἐπειδὴ τολμοῦν νὰ ἐκδηλώσουν τὴν ἀντίθεσή τους  στὴν ἔνοχη σιωπὴ τῶν Ἱερῶν Μονῶν καὶ τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ ἁγίου Ὅρους. Ἡ ἴδια κατάσταση ἐπικρατεῖ καὶ στὴν πλειονότητα τῶν Ἱερῶν Μονῶν στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο. Βεβαίως δὲν μποροῦμε νὰ ἀγνοήσουμε τὸν ἀντιοικουμενιστικὸ ἀγώνα, ποὺ δίδει ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια ἡ ἄτυπη «Σύναξη Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν», στὴν ὁποία συμμετέχουν πολλοὶ μοναχοὶ καὶ κληρικοὶ μὲ ὁμολογιακὸ φρόνημα. Ὅπως ἐπίσης δὲν μποροῦμε νὰ ἀγνοήσουμε τοὺς ἐλάχιστους ὁμολογητὲς ἱεράρχες ποὺ ἀγωνίζονται κατὰ τῆς αἱρέσεως.

Κλείνοντας παρακαλοῦμε θερμά τούς σεβαστούς μας μοναχοὺς καὶ μοναχὲς νὰ συνειδητοποιήσουν τὴν ἐπιτελική τους θέση μέσα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ ἀναλογισθοῦν τὶς εὐθύνες τους. Νὰ συνειδητοποιήσουν τὴν ὁμολογιακὴ διάσταση τοῦ Ὀρθοδόξου Μοναχισμοῦ. Νὰ ἐννοήσουν, ὅτι, ὅταν ὁ Μοναχισμὸς περιορίζεται μόνο στὴν ἀσκητική του διάσταση, δὲν διαφέρει σὲ τίποτε ἀπὸ τὸν Γκουρουϊσμό, ὅπως πολὺ ὡραία τονίζει συνεχῶς ὁ ὁμότιμος καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν  π. Γεώργιος Μεταλληνός.

Τοὺς παρακαλοῦμε νὰ βαδίσουν πάνω στὰ χνάρια τῆς πατερικῆς καὶ μοναστικῆς μας παραδόσεως καὶ νὰ γίνουν οἱ συνεχιστὲς τῶν ὁμολογητῶν μοναχῶν τοῦ παρελθόντος, διότι οἱ καιροί, ποὺ ζοῦμε εἶναι κάτι περισσότερο ἀπὸ πονηροί. Εἶναι τραγικοί!

Ἐκ τοῦ Γραφείου ἐπὶ τῶν Αἱρέσεων καὶ τῶν Παραθρησκειῶν

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.