23 Ιουλ 2013

Οἱ ξενισμοὶ στὴ γλώσσα μας

Γράφει ὁ Δημήτρης Νατσιός, Δάσκαλος -Κιλκὶς
Ξενισμὸς εἶναι ἡ γλωσσικὴ ξενομανία, ἡ γλωσσική μας ἐξάρτηση ἀπὸ τὶς ξένες γλῶσσες –μακροπρόθεσμα ἡ πιὸ ἐπικίνδυνη- κυρίως ἀπὸ τὴν Ἀγγλική. Ὁ μεγάλος μας ποιητὴς Γ. Σεφέρης εἶχε ἐπισημάνει τὸ πρόβλημα ἀπὸ πολὺ παλιά, ὅταν ἔλεγε πώς «….στὰ χρόνιά μας, πρέπει νὰ μὴν τὸ ξεχνᾶμε, τὸ ζήτημα δὲν εἶναι πιὰ ἂν θὰ γράφουμε καθαρεύουσα ἢ δημοτική. Τὸ τραγικὸ ζήτημα εἶναι ἂν θὰ γράφουμε, ἢ ὄχι, ἑλληνικά». Ποιοὶ εἶναι ὅμως οἱ λόγοι ποῦ ὁδηγοῦν στὴν ἅλωση τῆς γλώσσας μας ἀπὸ τοὺς ξενισμούς; Ποῦ ὀφείλεται αὐτὴ ἡ ἀδικαιολόγητη χρήση ξένων λέξεων καὶ φράσεων; Ἐν τάχει ἀπαριθμοῦμε κάποιους ἀπ’ αὐτούς.
Πρῶτον: Ἡ κάμψη τῶν παραγωγικῶν καὶ ἀφομοιωτικῶν ἱκανοτήτων τῆς γλώσσας μας. Δεῖγμα εὐρωστίας μίας γλώσσας εἶναι νὰ ἐντάσσει καὶ νὰ προσαρμόζει στὸ δικό της κλιτικὸ σύστημα ξένες λέξεις ἢ νὰ πλάθει ἑλληνολεκτικὰ ἀντίστοιχα στοιχεῖα. Χάρις στὸν παλαιότερο ἀφομοιωτικὸ δυναμισμὸ τῆς γλώσσας μιλοῦμε σήμερα γιὰ καουμπόηδες, χίπηδες, βιταμίνες, γκοφρέτες, πλατφόρμα, φλερτάρω, καφετζής, ρουσφέτι, μπελάς, μουσαφίρης, λιντσάρω καὶ....
ἑκατοντάδες ἐξελληνισμένες ὀνομασίες ξένων πόλεων, ποταμῶν, χωρῶν. (Βρυξέλλες, Λονδίνο, Παρίσι, Βολταῖρος, κλπ). Ἔξοχα δείγματα τῆς ἱκανότητας τῆς λόγιας κυρίως γλώσσα νὰ πλάθει νέες λέξεις, ἀντλώντας ἀπὸ τὰ ἀστείρευτα γλωσσικά μας κοιτάσματα, καὶ νὰ ἀντικαθιστᾶ ξένες, ἔχουμε σὲ πάμπολλες περιπτώσεις. Ἔτσι  ἡ πόστα ἔγινε ταχυδρομεῖο (ταχύς+δρομος), ὁ μίνιστρος ἔγινε ὑπουργὸς (ὑπο+έργο), ὁ ἀβοκάτος ἔγινε δικηγόρος (δίκη+αγορευω), τὸ σπιτάλι ἔγινε νοσοκομεῖο (νόσος+ κομῶ=φροντίζω), ἡ γαζέτα ἔγινε ἐφημερίδα (ἐπὶ +ἡμέρα), ὁ κόνσολος ἔγινε πρόξενος (προ+ξένος), τὸ καπιτάλι ἔγινε κεφάλαιο, τὸ ρομάντσο ἔγινε μυθιστόρημα, τὸ γκουβέρνο ἔγινε κυβέρνηση, καὶ χιλιάδες ἄλλες. 
Ἡ ἀποκοπή μας ἀπὸ τὴν ἀρχαία γλώσσα, ἡ περιθωριοποίηση τῆς λεγόμενης καθαρεύουσας, ποὺ ταυτίστηκε μὲ τὸν στεῖρο συντηρητισμὸ (ἂν καὶ συνιστοῦσε μία ἕτοιμη δανειοληπτικὴ γλωσσικὴ δεξαμενὴ) κατάντησαν τὴν νεοελληνικὴ “νὰ ἐκλιπαρεὶ” τὶς ξένες γλῶσσες, γιὰ νὰ καλύψει τὴν ἀνεπάρκειά της καὶ νὰ μεταφυτεύει, ἀνεξέλεγκτα καὶ ἀθρόα, ξένα στοιχεῖα, χωρίς, ἐπαναλαμβάνουμε, νὰ τὰ ἐξελληνίζει ἢ νὰ τὰ προσαρμόζει στὸ δικό της τυπικό.
Δεύτερον: Ἡ συμπλεγματικὴ ἐπίδειξη «ξενογλωσσίας» ἀπὸ παντοίους θεράποντες τοῦ καλάμου, διανοούμενους, δημοσιογράφους, διαφημιστὲς καὶ λοιποὺς κενολόγους. Πολλοὶ ἔχουν τὴν ἐντύπωση πὼς τὸ διάνθισμα τῆς γλώσσας τοὺς (γραπτῆς ἢ προφορικῆς) μὲ ποικίλους ξενισμούς, τοὺς χαρίζει περιωπὴ καὶ κύρος ἢ ἀξιοπιστία στὰ διαφημιζόμενα προϊόντα τους. Μία τυχαία δειγματοληπτικὴ καταγραφὴ ἀποδεικνύει τοῦ λόγου τὸ ἀληθές. Ἔτσι ἀκοῦμε νὰ μιλοῦν πολλοὶ γιά: ντόπινγκ κοντρὸλ ἀντὶ γιὰ ἔλεγχο ἀναβολικῶν, ρέκορντμαν ἀντὶ γιὰ πρωταθλητή, ριπλέι γιὰ ἐπανάληψη, πρέσινγκ γιὰ πίεση, τάνκερ γιὰ δεξαμενόπλοιο, καμεραμὰν γιὰ εἰκονολήπτη, σὲτ γιὰ σύνολο, σπῆκερ γιὰ ἐκφωνητή, ἀβαντὰζ γιὰ πλεονέκτημα, τεραὶν γιὰ γήπεδο, πρὲς κόμφερανς γιὰ συνέντευξη τύπου, πρὲς ροὺμ γιὰ γραφεῖο τύπου καὶ ἑκατοντάδες ἄλλες περιπτώσεις.
Τρίτον: Ὅπου καὶ νὰ στρέψεις σήμερα τὸ βλέμμα σου, σὲ βιβλία καὶ περιοδικά, σὲ δρόμους καὶ προθῆκες, σὲ ἀντικείμενα καὶ σώματα ἀνθρώπινα, σὲ παιχνίδια καὶ ἐργαλεῖα, καθὼς καὶ σὲ τεχνικὲς ἐπικοινωνίας καὶ ἠλεκτρονικὰ συστήματα πληροφοριῶν, συναντᾶς σχεδὸν ἀποκλειστικὰ τὴν ξενογραφὴ ἢ ξενόγλωσση διατύπωση. Ἔτσι ἀργὰ ἀλλὰ σταθερὰ ἐξοικειώνεσαι μαζί της, ἐθίζεσαι σ’ αὐτήν, τὴν ἀποδέχεσαι σὰν αὐτονόητο εἰκαστικὸ στοιχεῖο τῆς καθημερινῆς ζωῆς. (Ὅλα αὐτὰ καλλιεργοῦν τὸ ἔδαφος, χωρὶς νὰ γίνονται κατ’ ἀνάγκη γι’ αὐτὸ τὸ σκοπό, γιὰ τὴν ἀντικατάσταση τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου μὲ τὸ λατινικό). Μπορεῖ σήμερα νὰ μιλᾶμε γιὰ τὴν ἀπειλὴ τῆς παγκοσμιοποίησης καὶ τὸν κίνδυνο τοῦ ἐξαμερικανισμοῦ, ἀλλὰ νὰ ἔχουμε ὑπ’ ὄψιν πὼς τὰ προκεχωρημένα τοῦ φυλάκια εἶναι αὐτὰ ποὺ ἐπηρεάζουν τὸ ἦθος καὶ τὸν ψυχισμό μας, ὅπως ἡ μουσική, ἡ μόδα, τὰ τρόφιμα, ὁ χορός, ὁ κινηματογράφος. Ἂν καὶ ὑπάρχει νόμος τοῦ κράτους ἀπὸ τὸ 1984, ποὺ ἐπιβάλλει πλάι στὴν ξενόγλωσση ἐπιγραφὴ νὰ ἀναγράφεται καὶ ἡ ἑλληνική, ὡς συνήθως, ὁ νόμος πετάχτηκε στὸν κάλαθο τῶν ἀχρήστων. Εἶναι πιὸ «πολιτισμένο», ἐπικοινωνιακὸ καὶ προοδευτικὸ νὰ ὀνομάζεις τὸ προϊόν σου «ΣΕΡΓΑΛ» καὶ ὄχι μὲ τὴν σαφέστατη ὀνομασία «Σερραϊκὸ Γάλα». Τὸ νὰ σὲ λένε Τζῶν Καλημέρη καὶ ὄχι Γιάννη, σοὺ προσπορίζει κύρος καὶ ἀρχοντιὰ (γαρνιρισμένη βέβαια μὲ ἀρκετὲς δόσεις χωρατιᾶς).
Τί φταίει: Ἡ παρεχόμενη παιδεία. Τὰ γλωσσικὰ ἐγχειρίδια τοῦ Δημοτικοῦ εἶναι ἐλλιπέστατα, ἀναχρονικά, ποὺ ὑποτιμοῦν τὴν νοημοσύνη, τὴν προσληπτικότητα καὶ τὶς ἀνάγκες τῶν μαθητῶν. Βιβλία μὲ φτωχότατο λεξιλόγιο, ἀπὸ τὰ ὁποία ἀπουσιάζουν προκλητικὰ οἱ ἐπιφανεῖς χειριστὲς τῆς γλώσσας μας καὶ διαιωνίζουν, τὴν γλωσσικὴ ἀκαταστασία.  Εἶναι δυνατὸν νὰ διδάσκεται ἡ γλώσσα μας, παρέχοντας στοὺς μαθητὲς ἐγχειρίδιο Γραμματικῆς, ποῦ γράφτηκε οὐσιαστικὰ πρὶν ἀπὸ 60 χρόνια; Εἶναι δυνατὸν τὸ σπάταλο κράτος νὰ μὴν παρέχει δωρεὰν στοὺς μαθητὲς τοῦ Δημοτικοῦ ἕνα ὀρθογραφικό, ἑρμηνευτικό, συνωνύμων, παραγώγων καὶ ἀντιθέτων λεξικό; Εἶναι δυνατὸν νὰ ἀπουσιάζει ἡ ἐτυμολογία ἀπὸ τὴν ὕλη, τὸ πιὸ γοητευτικὸ κομμάτι τῆς γλώσσας μας; ἐτυμολογία, ἡ ὁποία θὰ διδάξει στὸν μαθητὴ τὴν διαχρονικότητα τῆς γλώσσας μας καὶ θὰ τοῦ ἀνοίξει διάπλατα μπροστά του τὴν ἀκένωτη  γλωσσικὴ πηγὴ ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ ἀντλεῖ συνεχῶς. (Οἱ ξένοι αὐτὸ ἐφαρμόζουν. Ὅταν ἐφευρίσκουν κάτι καὶ ἀμήχανοι σκέφτονται πῶς θὰ τὸ ὀνομάσουν, προσφεύγουν στὴν ἀρχαιοελληνικὴ καὶ λύνουν τὸ πρόβλημά τους).
Ὁ μαθητής, δὲν ἔρχεται νὰ ἐπαναλάβει στὸ σχολεῖο αὐτὸ ποὺ ἤδη γνωρίζει ἀπὸ τὴν αὐθόρμητη ἐμπειρία τῆς ἐξωσχολικῆς καθημερινότητας, ἀλλὰ νὰ ἐμπλουτίσει τὸ λεξιλόγιό του μὲ καινούργιες λέξεις νὰ δέσει, ἑνιαία καὶ ὀργανικά, μέσω τῆς γραμματικῆς, τὰ διάφορα σκόρπια στοιχεῖα τῆς γλώσσας ποὺ μιλάει. Τὰ γλωσσικὰ βοηθήματα τοῦ Δημοτικοῦ εἶναι κατάλληλα μᾶλλον γιὰ ξενόγλωσσους καὶ ἕνας μέσος μαθητὴς δὲν χρειάζεται παραπάνω ἀπὸ 15-20 λεπτὰ γιὰ νὰ συμπληρώσει τὶς ὑπάρχουσες σ’ αὐτὸ ἀσκήσεις. Γι’ αὐτὸ καὶ τοῦ εἶναι βαρετά. (Γιὰ Συντακτικὸ οὔτε καν γίνεται λόγος. Οἱ παρατηρούμενες σήμερα ἀσυνταξίες καὶ ἀσυναρτησίες, οἱ σολοικισμοὶ καὶ οἱ βαρβαρισμοί, ὀφείλονται στὸ ὅτι κανεὶς πλέον δὲν διδάσκει ἔστω καὶ στοιχειώδη στοιχεῖα τοῦ Συντακτικοῦ. Ἕνα ἁπλό, εὔχρηστο καὶ εὔκολο γιὰ τὸν μαθητὴ τῆς Ε’ καὶ ΣΤ’ τάξης Συντακτικό, θὰ ἦταν μία «κάποια λύσις». Στὴν χώρα ὅμως ποὺ σπαταλᾶ 30 δὶς γιὰ τελετὲς καὶ πανηγύρια ἔναρξης  ἢ λήξης, εἶναι ἀστεῖο νὰ μιλᾶς γιὰ σοβαρὴ προσπάθεια ἀναμόρφωσης τῆς περιρρέουσας γλωσσικῆς ἀθλιότητας). Τὸ θέμα εἶναι τεράστιο καὶ δὲν ἐξαντλεῖται μὲ μία σύντομη περιγραφή του. Θὰ ἦταν πολὺ ἐνδιαφέρον νὰ δημοσιεύσουμε γνῶμες  ἀνθρώπων ποὺ σὺν-πονοῦν τὴν γλώσσα μας.
Θὰ κλείσουμε τὴν παροῦσα περιδιάβαση στὸ πρόβλημα τῶν ξενισμῶν, πάλι μὲ τὸν Σεφέρη, μὲ τὸν ἀφυπνιστικὸ τοῦ λόγο:«Ὁ Θεὸς μᾶς χάρισε μία γλώσσα ζωντανή, εὔρωστη, πεισματάρα καὶ χαριτωμένη, ποὺ ἀντέχει ἀκόμη, μολονότι ἔχουμε ἐξαπολύσει ὅλα τὰ θεριὰ γιὰ νὰ τὴν φάνε, ἔφαγαν ὅσο μπόρεσαν, ἀλλὰ ἀπομένει μαγιά. Ἔτσι θὰ ἔλεγα παραφράζοντας τὸν Μακρυγιάννη. Δὲν ξέρω πόσο θὰ βαστάξει ἀκόμη τοῦτο. Ἐκεῖνο ποὺ ξέρω εἶναι ὅτι ἡ μαγιὰ λιγοστεύει καὶ δὲ μένει πιὰ καιρὸς γιὰ νὰ μένουμε ἀμέριμνοι. Δὲν εἶναι καινούργια τὰ σημεῖα ποὺ δείχνουν πὼς  ἂν συνεχίσουμε τὸν ἴδιο δρόμο, ἂν ἀφεθοῦμε μοιρολατρικὰ στὴ δύναμη τῶν πραγμάτων, θὰ βρεθοῦμε στὸ τέλος μπροστὰ σὲ μία γλώσσα ἐξευτελισμένη, πολυσπερμη καὶ ἀσπόνδυλη.»
(‘’Ἀλφαβητάρι τοῦ Νεοέλληνα’’,σέλ.133 “Πατάκης’’).
Ἡ συχνοχρησία τοῦ “κάνω”
Ἀπὸ τοὺς πιὸ ὕπουλους καὶ ἐπιβλαβεῖς ξενισμούς, ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ἀποπτωχεύουν τὴν γλώσσα μας, εἶναι ἡ συχνοχρησία τοῦ ρήματος κάνω. Μία σειρὰ ἀπὸ καίριες λέξεις τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ἔχουν ὑποκατασταθεῖ στὴ χρήση τους ἀπὸ τὸ ρῆμα κάνω. Ἐνῶ ἡ νεοελληνικὴ γλώσσα παρουσιάζει τὸ μέγιστο πλεονέκτημα , νὰ διαθέτει δύο ἢ καὶ περισσότερες λέξεις γιὰ τὸ ἴδιο πράγμα, γεγονὸς ἀπότοκό της μακραίωνης καὶ δημιουργικῆς της διαδρομῆς, ἐντούτοις, παρατηρεῖται σήμερα τὸ φαινόμενο νὰ ἐγκαταλείπονται σωρηδὸν λέξεις μὲ σαφήνεια καὶ ἐκφραστικὴ καθαρότητα καὶ νὰ χρησιμοποιεῖται « κατὰ κόρον», ἡ λέξη-τσίχλα, τὸ ρῆμα κάνω.
Ἔτσι, παραδείγματος χάριν, λέμε στὴν Νεοελληνική:
Κάνω σπίτι ἀντὶ χτίζω σπίτι,
κάνω οἰκογένεια ἀντὶ δημιουργῶ οἰκογένεια,
κάνω λεφτὰ ἀντὶ ἀποκτῶ λεφτά,
κάνω παιδιὰ ἀντὶ ἀποκτῶ παιδιά,
κάνω ἐγχείρηση ἀντὶ ἐγχειρίζομαι,
κάνω ἐρώτηση ἀντὶ ἐρωτῶ,
κάνω τὸν τρελὸ ἢ καλὸ ἢ κακὸ ἀντὶ προσποιοῦμαι ἢ ὑποδύομαι τὸν τρελό,
κάνω πίσω ἀντὶ ὀπισθοχωρῶ,
κάνω ζημιὰ ἀντὶ προκαλῶ ζημιά,
κάνω μπάνιο ἀντὶ κολυμπῶ,
κάνω τραπέζι ἀντὶ τραπεζώνω,
κάνω ἐκλογὲς ἀντὶ διεξάγω ἐκλογές,
κάνω ἐντύπωση ἀντὶ ἐντυπωσιάζω,
κάνω τσιγάρο ἀντὶ καπνίζω,
κάνω κάτι γνωστὸ ἀντὶ γνωστοπoιῶ
κάνω γυμναστικὴ ἀντὶ γυμνάζομαι.
Ἔτσι ἀκοῦμε ἀκαλαίσθητες καὶ ὁμοιόμορφες προτάσεις ὅπως:
Ὁ γιατρὸς μ’ ἔκανε καλά, ἀντὶ μὲ θεράπευσε.
Ἔκανε πολλοὺς ἀγῶνες γιὰ νὰ κερδίσει… ἀντὶ ἀγωνίστηκε ἢ διεξήγαγε πολλοὺς ἀγῶνες…
Τὸ τσιγάρο κάνει πολλὴ ζημιά, ἀντὶ τὸ τσιγάρο προξενεῖ ἢ προκαλεῖ πολλὴ ζημιά.
Νὰ σημειώσουμε πὼς ἡ λεξιλογικὴ αὐτὴ ἰσοπέδωση εἶναι κατὰ κανόνα μεταφορὰ στὴν γλώσσα μας τῆς παγκοσμιοποιημένης λέξης «do», ποὺ ἔχει εἰσαχθεῖ στὴν ἑλληνικὴ μέσα ἀπὸ ἄθλιες ὡς πρόχειρες καὶ κακοπληρωμένες μεταφράσεις, ἀπὸ ξενικὲς μιμήσεις καὶ πονηρὲς διαφημίσεις. (Τὸ θέμα γλώσσα καὶ τηλεόραση καὶ οἱ ὀλέθριες ἐπιπτώσεις ποὺ ἔχει ἡ τηλεόραση-ἡ προσφυῶς ἐπονομαζόμενη καὶ «τρίτος γονέας»- στὸ γλωσσικὸ αἰσθητήριο τῶν παιδιῶν, ἐπειδὴ εἶναι τεράστιο, θὰ τὸ διαπραγματευτοῦμε στὴν ἑπόμενη ἔκδοση τοῦ ἐνθέτου).
Πῶς μπορεῖ νὰ ἀντιμετωπιστεῖ ἡ καλπάζουσα αὐτὴ ἐπέκταση  τῶν ξενισμῶν στὴν γλώσσα μας; Δύο χῶροι μποροῦν νὰ λύσουν ἢ νὰ ἁπαλύνουν τουλάχιστον τὸ πρόβλημα, τὸ σχολεῖο  καὶ τὰ μέσα μαζικῆς ἐνημέρωσης, μαζὶ μὲ τὸν ἔντυπο γενικὰ λόγο (βιβλία, περιοδικά, ἐφημερίδες). Τὸ σχολεῖο καὶ δὴ τὸ δημοτικὸ εἶναι φύσει καὶ θέσει ὁ θεματοφύλακας τῶν τιμαλφῶν ἀξιῶν τοῦ Γένους μας καὶ κυρίως τοῦ γλωσσικοῦ μας πλούτου. Ἀντὶ ὅμως ἡ ἐκπαίδευση νὰ εἶναι θύλακας ἀντιστάσεως στὴν γλωσσικὴ ὑποβάθμιση, ἀποβαίνει σιγὰ σιγὰ συντελεστής της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.