2 Αυγ 2012

Ὁσία Φωτεινὴ ἡ Κυπρία

Ἀνάμεσα στὸ πλῆθος τῶν ὄσιακων μορφῶν, ποὺ μὲ τοὺς ἀσκητικοὺς ἱδρῶτες, τὰ ρεύματα τῶν δακρύων τῆς κατανύξεως καὶ τοὺς λοιποὺς θεοφιλεῖς καμάτους τους, ἄρδευσαν καὶ ἁγίασαν, ἀπ' ἄκρη σ' ἄκρη, τὴν φιλάγια τῆς Κύπρου γῆ, εἶναι γνωστὴ καὶ μία μικρὴ σὲ ἀριθμὸ ὁμάδα Ἁγίων γυναικών. Καὶ γι' αὐτὲς πάλιν ἐλάχιστα κατὰ κανόνα βιογραφικὰ στοιχεῖα ἔφθασαν μέχρις ἐμᾶς, ὅσα, Προνοία Θεοῦ, διασώθηκαν ἀπὸ τὸν πανδαμάτορα χρόνο καὶ τὶς ποικίλες ἱστορικὲς περιπέτειες τοῦ πολύπαθου νησιοῦ μας. 
Ξεχωριστὴ θέση μεταξύ τους, μὲ μία παγκύπρια τιμὴ καὶ ἀκτινοβολία, κατέχει ἀναμφίβολα ἡ Ἁγία Φωτεινὴ ἡ Καρπασίτιδα, ἡ γνωστὴ στὸν λαὸ καὶ ὡς Ἁγία Φωτοὺ[2]. Ἔζησε κατὰ τὴν πρώιμη μᾶλλον βυζαντινὴ ἐποχὴ[3], ἀλλὰ δυστυχῶς δὲν γνωρίζουμε σήμερα τὰ σχετικὰ μὲ τὸν βίο της. 
Σύμφωνα μὲ τοπικὴ παράδοση, ἡ φωτώνυμη αὐτὴ Ὁσία καταγόταν ἀπὸ τὴν ἀρχαία πόλη τοῦ Καρπασίου. Αὐτὸ ποὺ εἶναι μὲ βεβαιότητα γνωστό, εἶναι ὅτι διῆλθε τὸν ἀσκητικό της βίο σ' ἕνα εὐρύχωρο λαξευτὸ ὑπόγειο σπήλαιο μέσα στὸ σημερινὸ χωριὸ Ἅγιος Ἀνδρόνικος Καρπασίας (βλ. κατωτ. εἰκόνα σελίδας 674). Τὸ σπήλαιο τοῦτο, ποὺ διατηρεῖται σὲ ἐξαίρετη γενικὰ κατάσταση μέχρι καὶ τὶς μέρες μας, εἶναι πιθανὸν νὰ προϋπῆρξε τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς, καὶ ἴσως παραπέμπει σὲ πρωτοχριστιανικοὺς ἢ καὶ πρωτοβυζαντινοὺς χρόνους. Σ' αὐτὸ ὑπάρχουν ἐσωτερικὲς προεκτάσεις, ὑπὸ μορφὴ σηράγγων, διασώζονται δὲ καὶ λαξευμένες ἐσοχὲς στὰ τοιχώματα γιὰ τὴν τοποθέτηση λύχνων. 
Ἀξίζει σ' αὐτὴ τὴ συνάφεια νὰ τονισθεῖ πὼς...
τὸ ἀσκητήριο-σπήλαιο τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς δὲν ἀποτελεῖ μεμονωμένο χῶρο ἢ γεγονός, ἀλλὰ ἐντάσσεται σὲ σύμπλεγμα ἀσκητηρίων τῆς εὐρύτερης ἐκεῖ περιοχῆς. Σ' αὐτὰ περιλαμβάνονται οἱ γνωστοὶ βυζαντινοὶ ναοὶ τῆς Ἁγίας Σολομονῆς ἔξω ἀπὸ τὴν Κῶμα τοῦ Γιαλοῦ (9ου αἰώνα), τῆς Ἁγίας Παύλης στὴν Ἁγία Τριάδα Γιαλούσας, τῆς Ἁγίας Θέκλης στὴν Γιαλοῦσα, καὶ τῆς Ἁγίας Βαρβάρας πλησίον της Κορόβειας (8ου αἰώνα). Κάτω ἀπὸ τοὺς τρεῖς πρώτους αὐτοὺς ναοὺς ὑπάρχουν λαξευτοὶ ταφικοὶ θάλαμοι μὲ ἀρκοσόλια[4], ἐνῶ πλησίον του τελευταίου (της Ἁγίας Βαρβάρας) λαξευτὰ σπήλαια, ποὺ λειτούργησαν ὡς ἀσκητήρια, ἐνδεικτικὰ πιθανώτατα τῆς κατὰ τὴ μεσοβυζαντινὴ τουλάχιστον περίοδο ἀκμῆς στὴν περιοχὴ τοῦ γυναικείου μοναχισμοῦ, ἐὰν κρίνουμε ἀπὸ τὴν ἀφιέρωση τῶν ὡς ἄνω ναῶν σὲ γυναῖκες Ἁγίες. 
Στὸ πιὸ πάνω λοιπὸν σπήλαιο (στὸ χωριὸ Ἅγιος Ἀνδρόνικος) ἀγωνίσθηκε ἀσκητικὰ ἡ Ὁσία, μὲ νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή, ἁγνότητα, ταπεινοφροσύνη, ὑπομονὴ καὶ τὶς ἄλλες εὐαγγελικὲς ἀρετές, μὲ τὶς ὁποῖες κατέστη πάμφωτο σκεῦος Θεοῦ, δοχεῖο τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, φωτοφόρα καὶ φωτομορφή. Κατάμεστη λοιπὸν τῶν καρπῶν τῆς ἁγιότητας, κοιμήθηκε ἐν Κυρίω καὶ τάφηκε στὸ ἀσκητήριό της. Ὁ τάφος της, ποὺ βρίσκεται στὸ δυτικὸ μέρος τοῦ σπηλαίου, παρέμεινε γιὰ αἰῶνες ἀγνοημένος. Γιὰ πρώτη φορὰ ἐντοπίσθηκε μετὰ ἀπὸ θεία ἀποκάλυψη κατὰ τὸ πρῶτο μισό του 15ου αἰώνα, σύμφωνα μὲ τὴ σύγχρονη μαρτυρία τοῦ γνωστοῦ Κυπρίου μεσαιωνικοῦ χρονογράφου Λεοντίου Μαχαιρά. Τοῦτο ἦταν ἀσφαλῶς οἰκονομία Θεοῦ, γιὰ νὰ παρηγορήσει τοὺς ὑπόδουλους τότε Κυπρίους ἀπὸ τὰ δεινά της παπικῆς Φραγκοκρατίας, καὶ νὰ τοὺς στηρίξει στὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Ἡ ἀναφορὰ αὐτὴ τοῦ Μαχαιρά, ποὺ ἀποτελεῖ καὶ τὴν ἀρχαιότερη γνωστὴ γραπτὴ μαρτυρία γιὰ τὴν Ὁσία Φωτεινή, ἔχει ὡς ἑξῆς (ἀποδίδουμε τὸ κείμενο σὲ μετάφραση): «Ἀκόμη βρίσκεται στὴν (περιοχὴ) Ἀκρωτίκη, στὴν κώμη τοῦ Ἁγίου Ἀνδρονίκου τῆς Κανακαριᾶς - ἔχει λίγο καιρὸ καὶ βρέθηκε μὲ ἀποκάλυψη Θεοῦ - (μία ἄλλη Ἁγία), ποὺ τὴν ὀνομάζουν Ἁγία Φωτεινή, καὶ ὁ τάφος τῆς εἶναι κάτω ἀπὸ τὴ γῆ (σὲ σπήλαιο). (Ἐκεῖ) ὑπάρχει (ἅγιο) βῆμα καὶ τελεῖται ἡ θεία Λειτουργία. Ἐπίσης ἐκεῖ ὑπάρχει νερὸ-ἁγίασμα, καὶ (στὸ πηγάδι ποὺ βρίσκεται) ἔχει πολὺ βάθος τὸ νερό, καὶ στὸ γύρισμα τοῦ φεγγαριοῦ πήζει ἐπάνω τὸ νερὸ (ἁγίασμα), ὅπως πήζει ὁ πάγος, καὶ γίνεται μία τσίππα. Καὶ τὴ βγάζουν (ἀπὸ τὸ πηγάδι) σὰν μία πλάκα πάγου. Κι ἅμα ἀρχίζει νὰ λυώνει, γίνεται λεπτὸ σὰν σκόνη, καὶ τὴν βάζουν στὰ μάτια τοὺς οἱ τυφλοὶ καὶ θεραπεύονται.»[5] 
Ἔκτοτε ἡ Ἁγία Φωτεινή, καὶ μέχρι τὶς μέρες μας, ἐνεργεῖ πλεῖστα ὅσα θαύματα σ' αὐτοὺς ποὺ μὲ πίστη προσέρχονται καὶ προσεύχονται σ' αὐτήν. Κατ' ἐξαίρεση ἔλαβε, κατὰ τὴν ἐπωνυμία της, τὴ Χάρη τῆς θεραπείας τῶν ποικίλων ὀφθαλμικῶν παθήσεων, μάλιστα τῶν τυφλώσεων, χορηγώντας ἄφθονα τὶς ἰάσεις μὲ τὸ νερὸ τοῦ ἁγιάσματός της[6]. Τὸ πηγάδι τοῦ περιωνύμου αὐτοῦ ἁγιάσματος, πού, ὅπως εἴδαμε, ἀναφέρει καὶ ὁ Λεόντιος Μαχαιρᾶς, βρίσκεται στὸ ἄκρο λαξευμένης πρὸς τὰ βόρειά του σπηλαίου σήραγγας. Σύμφωνα μὲ ἔγκυρες πληροφορίες, τὸ ἁγίασμα αὐτὸ στέρεψε τὸ 1974, μετὰ τὴν τουρκικὴ εἰσβολή, ἕνεκα τῆς βεβήλωσης τοῦ χώρου ἀπὸ τοὺς Τούρκους. 
Πέραν τῆς μαρτυρουμένης χρήσης τοῦ σπηλαίου τούτου ὡς ναοῦ ἤδη ἀπὸ τ ἃ χρόνια της στυγνῆς ὑποδουλώσεως τῆς Κύπρου μας στοὺς αἱρετικοὺς παπικοὺς Φράγκους, ἀλλὰ καὶ μέχρι πρόσφατα (τὸ ἔτος 1974), ὁ χῶρος αὐτὸς προηγουμένως λειτούργησε πιθανώτατα καὶ ὡς Μονή. Ἀργότερα (ἴσως ἐπὶ τουρκοκρατίας) λειτούργησε πάνω καὶ πέριξ του σπηλαίου μικρὴ ἀνδρώα Μονή, ποὺ διαλύθηκε περὶ τὸ τέλος τοῦ 19ου αἰώνα[7]. Ὁ ναός, ποὺ βρίσκεται σήμερα πάνω ἀπὸ τὸ σπήλαιο (βλ. Εἴκ. ἀνωτέρω), κτίσθηκε ἐπὶ ἀρχιεπισκόπου Κύπρου Χρυσάνθου (1767-1810), λειτουργοῦσε δὲ πρὸ τῆς εἰσβολῆς ὡς ὁ ἐνοριακὸς ναὸς τοῦ χωριοῦ Ἅγιος Ἀνδρόνικος[8]. 
Ἐξαιτίας τῶν ποικίλων ἱστορικῶν της Κύπρου περιστάσεων, ὁ τάφος τῆς Ὁσίας προφανῶς καλύφθηκε (ἴσως κατὰ τὴν αἱρετικὴ παπικὸ-Ἐνετοκρατία ἡ τὴν ἀλλόθρησκη Τοὺρ κ ὁ κ ρ ἃ τ ἲ ἃ ) πρὸς ἀποφυγὴ σύλησης τοῦ ἱεροῦ της λειψάνου, καὶ μὲ τὰ χρόνια καὶ πάλιν λησμονήθηκε. Γιὰ δεύτερη φορὰ ἀνευρέθη ἐπὶ ἀρχιεπισκόπου Κύπρου Σιλβέστρου (1718-1733) ἀπὸ τὸν τότε ἐπιστάτη τῆς Μονῆς τῆς Ὁσίας, οἰκονόμο Ἄνθιμο. Ἐπιθυμώντας δηλαδὴ αὐτος  να εὐρυχωρήσει τὸ σπήλαιο, ἔσκαψε πρὸς τὰ δυτικά, ὅπου βρῆκε ξανὰ τὸν τάφο καὶ τὸ ἱερὸ λείψανο τῆς Ἁγίας, πάνω στὸ ὁποῖο ὑπῆρχε μαρμάρινος σταυρός, ποὺ ἔφερε τὴν ἐπιγραφή· «Φωτεινὴ ὁσία, νύμφη Χριστοῦ». Τοῦτο ὑπῆρξε καὶ πάλιν ἔργο τῆς θείας Προνοίας, γιὰ τὴ στήριξη τοῦ Τουρκοκρατουμένου καὶ δεινοπαθοῦντος πιστοῦ λαοῦ τῆς Κύπρου. Ἀφοῦ εἰδοποιήθηκε τότε σχετικὰ ὁ ἀρχιεπίσκοπος Σίλβεστρος, πρόσταξε καὶ ἀσφάλισαν τὸ ἅγιο λείψανο μέσα στὸν τάφο. Ἀργότερα ἀνακομίσθησαν ἀπὸ ἐκεῖ τὰ ἱερὰ αὐτὰ λείψανα, κατὰ δὲ τὸ 1974 μετακομίσθηκαν στὴν ἱερὰ ἀρχιεπισκοπὴ Κύπρου.

Ναοὶ ἐπ' ὀνόματι τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς βρίσκονται καὶ σὲ ἄλλα μέρη τῆς Κύπρου, ἀλλὰ δὲν εἶναι γνωστὸ ἐὰν ἐτιμάτο ἐκεῖ ἀρχικὰ ἡ Κυπρία Ὁσία, ἡ Καρπασίτιδα ἢ ἡ ὁμώνυμη Μεγαλομάρτυς, ἡ Σαμαρείτιδα. Πιθανώτατα ὅμως στοὺς παλαιοὺς ναοὺς στὴν Ἀμμόχωστο καὶ τὸν Γερόλακκο νὰ ἐτιμάτο ἡ Κυπρία Φωτεινή, ὄπως καὶ στὸ (μεταγενεστέρως τουρκοκυπριακὸ) χωριὸ Φώττα (ἢ Φότα), ποὺ ἀρχικὰ ἐκαλεῖτο Ἁγία Φωτεινή, μετονομάσθηκε δὲ ἔτσι ἀπὸ τοὺς Τουρκοκυπρίους[9]. 
Παλαιότερη γνωστὴ φορητὴ εἰκόνα τῆς Ὁσίας εἶναι μία του ἔτους 1811, ἔργο τοῦ γνωστοῦ ζωγράφου ἱερομόναχου Λαυρεντίου, ποὺ κλάπηκε κατὰ τὴν εἰσβολὴ ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ πωλήθηκε στὴν Εὐρώπη[10]. Αὐτή, ὅπως καὶ οἱ σωζόμενες νεώτερες εἰκόνες, παριστοῦν τὴν Ἁγία μὲ μοναχικὴ ἐνδυμασία καὶ νὰ φέρει στὸ δεξί της χέρι Σταυρό.
Ἡ μνήμη τῆς Ἁγίας Φωτεινής εορταζεται στὶς 2 Αὐγούστου[11], ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία, μέχρι καὶ πρὶν τὴν τουρκικὴ εἰσβολή του 1974, ἐτελεῖτο μεγάλη πανήγυρη στὸ χωριὸ Ἅγιος Ἀνδρόνικος Καρπασίας, στὴν ὁποία μετέβαινε κατὰ κανόνα καὶ ὁ ἑκάστοτε ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου[12]. 
 Ταις τῆς φωτοφόρου καὶ φωτωνύμου Ὁσίας ἁγίαις πρεσβείαις ὁ Θεός, φώτισον καὶ ἠμῶν τὰ ὄμματα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, καὶ ἐλέησον ἠμᾶς, ὡς μόνος Οἰκτίρμων. Ἀμήν!
 Ο ΖΩΟΠΟΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2010
ΑΡ. ΤΕΥΧΟΥΣ 106-111
ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΙΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΣΤΑΥΡΟΒΟΥΝΙΟΥ
[*]  Πρωτογενείς πηγὲς ἀναφορικὰ μὲ τὸν βίο τῆς Ὁσίας Φωτεινῆς δὲν ἔχουν δυστυχῶς διασωθεῖ. Τὸ παρὸν κείμενο βασίζεται στὰ παρατιθέμενα ἀπὸ τοὺς Λεόντιο Μαχαιρὰ (στὸ Χρονικό του), Ἀκάκιο μονάχο καὶ Ἀντώνιο Τεϊρμεντζόγλου προσκυνητὴ (στὶς συντεθειμένες ἀπ' αὐτοὺς χειρόγραφες Ἀκολουθίες τῆς Ὁσίας - βλ. κατωτ.) στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα καὶ συνθέτουν τὴ βασικὴ σχετικὴ χειρόγραφη παράδοση, καθὼς καὶ σὲ παρεμφερῆ ἀξιόπιστα ἀρχαιολογικὰ δεδομένα.
 [2]  Τὸ ὄνομα αὐτὸ παραχθηκε ἀπὸ τὴν γενική του συγγενικοῦ ὀνόματος τῆς Ἁγίας, ἡ Φωτῶ (τῆς Φωτούς), ἀποτελεῖ δὲ σύνηθες γλωσσικὸ φαινόμενο ἀναγόμενο στὴ βυζαντινὴ ἐποχὴ (τῆς ἀποδόσεως δήλ. θηλυκῶν κυρίων προσηγορικῶν ὀνομάτων εἰς -οὗ, π.χ. Σωφρονού, Κυριακοῦ, Παρασκευοῦ κλπ.).
 [3]    Ὄχι μόνο ὁ χῶρος ἀσκήσεως τῆς Ὁσίας, ἄλλα καὶ ὁ τύπος τοῦ τάφου της, πού, παρὰ τὶς μεταγενέστερες (κατὰ τὶς δύο ἀνευρέσεις τοῦ) ἐπεμβάσεις, διακρίνεται ἐμφανῶς ὅτι ἦταν ἀρκοσόλιο (βλ. ἑπόμενη σήμ.). παραπέμπουν στὴν παλαιοχριστιανικὴ περίοδο.
 [4]   Ἡ λ. ἀρκοσόλιο (ἀπὸ τὸ λατινικὸ arcosolium, προερχόμενο ἀπὸ τὶς λ. arcus=τόξο καὶ solium=σορός, θήκη. τάφος), δηλώνει τοὺς τοξωτοὺς τάφους, ποὺ κατασκευάζονταν κατὰ τὴ ρωμαϊκὴ-παλαιοχριστιανικὴ περίοδο. Ὁ τάφος, ποὺ προεξεῖχε λίγο ἀπὸ τὸ δάπεδο, ἐπιστεγαζόταν ἀπὸ τοξωτὴ ὀροφή, δίνοντας ἔτσι ἕνα πλαστικὸ βάθος στὴν κατασκευή. Τὰ ἀρκοσόλια τῶν Ἁγίων διακοσμοῦνταν συνήθως μὲ ποικίλες παραστάσεις (νωπογραφίες).
 [5]   Λεοντίου Μαχαιρά. Χρονικόν, (ἔκδ.) R.M. Dawkins, Leontios Makhairas, Recital concerning the Sweet Land of Cyprus entitled 'Chronicle', Ὀξφόρδη, 1932, Vol. I, §34, σσ. 32-35. Τὰ τοῦ Μαχαιρὰ περιληπτικὰ ἀναφέρουν καὶ οἱ D. Strambaldi [Chronicha, σ. 14). Fl. Bustron {Historia. σ. 34) καὶ ἀρχιμανδρίτης Κυπριανὸς [Ἱστορία χρονολογική, σ. 352).
 [6]   Ἡ ἀπὸ τὸ ὄνομα τῆς Ὁσίας Φωτεινῆς ἀπορρέουσα θαυματουργικὴ Χάρη τῆς θεραπείας τῶν ὀφθαλμικῶν παθήσεων ἔχει ἀντίστοιχη περίπτωση τὰ μετὰ θάνατον θαύματα τῆς ὁμώνυμης Μεγαλομάρτυρος Φωτεινῆς της Σαμαρείτιδος στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου μάλιστα ὑπῆρχε καὶ ἁγίασμα, θεραπευτικὸ τῶν ἀσθενειῶν (βλ. «Ἡ εὕρεσις τῶν λειψάνων τῆς ἁγίας μεγαλομάρτυρος Φωτεινῆς καὶ μερικὴ ταύτης θαυμάτων ἐξήγησις». ἐν Fr. Halkin, Hagiographica Inedita Decem. CCSG, No. 21, Louvain, 1989. σσ. 111-125 [κείμενο], καὶ σχετικὰ σχόλια ἐν Alice-Mary Talbot, «The posthumous miracles of St. Photeine», Analecta Bollandiana. 112 [1994]. σσ. 85-104).
 [7]   Γιὰ τὴ μικρὴ αὐτὴ Μονὴ τῆς Ὁσίας βλ. ἐν Ν. Γ. Κυριαζής. Τὰ Μοναστήρια ἐν Κύπρω). Λάρνακα, 1950, σ. 99, καὶ Κωστὴς Κοκκινόφτας - Θεοχαρίδης Ἰωάννης, «Μοναστηριακὰ δεδομένα σύμφωνα μὲ τὸ Κατάστιχο Ἱ τῆς ἀρχιεπισκοπῆς Κύπρου (1825)», Ἐπετηρίδα Κέντρου Μελετῶν Ι. Μ. Κύκκου. 4, σσ. 241-309. μάλιστα Πίν. 1-3 καὶ Χάρτης 3.
 [8]   Σύμφωνα μὲ πληροφορίες τῶν ἐγχωρίων, στὴν τουρκοκυπριακὴ συνοικία (τουρκομαχαλλὰ)τοῦ Ἁγίου Ἀνδρονίκου, ὑπῆρχε ναὸς τοῦ Ἁγίου Ἀνδρονίκου, ἐρειπωμένος σήμερα.
 [9]  Τοὺς ναοὺς καὶ τὰ ἁγιώνυμα τοπωνύμια στὴν Κύπρο, Ἁγία Φωτεινὴ καὶ Ἁγία Φωτοὺ βλ. ἐν Christodoulou Menelaos and Konstantinides Konstantinos, A complete Gazetteer of Cyprus, Vol. I, Nicosia, 1987, σ. 20, καὶ Jack Goodwin, An Historical Toponymy of Cyprus, Vol. I, Nicosia, 19855. σ. 299. Ἂς σημειωθεῖ πῶς ὁ ναὸς τῆς Ὁσίας στὴν Ἀκάνθου (19ου (;) αἵ.) ἦταν ὁ κοιμητηριακός του χωριοῦ, ὑπῆρχε δὲ παλαιότερα ναός της καὶ στὴν Κυθρέα.
 [10]  Ἡ εἰκόνα αὐτὴ τῆς Ὁσίας, μαζὶ μὲ ἄλλες εἰκόνες ἀπὸ τὴν Κύπρο, κλεμμένες μετὰ τὴν εἰσβολὴ ἀπο Τούρκους ἔμπορους ἀρχαιοτήτων, παρουσιάσθηκαν σὲ ἔκθεση στὴ Γερμανία καὶ τιτλοφορήθηκαν ὠς προερχόμενες ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὅρος (!), μετὰ δὲ ἐξαφανίσθηκαν (βλ. Κατάλογο τῆς Ἐκθέσεως, Ikonen des Ostens. Kultbilder aus funf Jahrhunderten, St. Otto-Verlag Bemberg. Germany, No. 30, σ. 124, 'Heilige
Fotinia').
[11]   Παλαιότερη σωζόμενη Ἀκολουθία τῆς Ὁσίας, ποὺ ἀσφαλῶς σχετίζεται μὲ τὴν ἐπὶ ἀρχιεπισκόπου Σιλβεστρου eπανεύρεση τοῦ ἱεροῦ λειψάνου της, εἶναι ἡ συμπιληθεῖσα ὑπὸ τοῦ μοναχοῦ Ἀκακίου στο γνωστὸ τοῦ χγφ. Πεντέορτον (1732/1733), ποὺ δημοσιεύθηκε ἐν Κυπριακαὶ Σπουδαί, ΙΑ' (1947), σσ. 77-b 97. μὲ σχετικὰ προλεγόμενα στὶς σσ. κὴ'-κθ' (τὸ Συναξάριο εἶχε προδημοσιευθεῖ ἀπὸ τὸν Ἰω. Συκουτρή στα Κυπριακὰ Χρονικά. Β' [1924], σσ. 238-240). Ἡ αὐτὴ σχεδὸν Ἀκολουθία (μὲ μικρὲς διαφορὲς) βρίσκεται στο γραμμένο ἀπὸ τὸν Ἀντώνιο Τεϊρμεντζόγλου χγφ. Ι. Μητροπόλεως Κιτίου 25 (ἀρχῶν τοῦ 19ου αἵ.), σσ. 246-287. Ἀμφότερες στεροῦνται ὁποιασδήποτε πρωτοτυπίας (ὡς καὶ οἱ μεταγενέστερες ὑπὸ τῶν Μαχαιριωτῶν Ἰγνατίου [1881] καὶ Μητροφάνους [1899]). Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζει τὸ Συναξάριό τους, ποὺ στὸν Τεϊρμεντζόγλου ἀποδίδεται μὲ διαφορές, ἀλλὰ περιέχει τὰ αὐτὰ βασικὰ στοιχεῖα. Ἀξιοσημείωτο ὅτι σ' αὐτὸ (τοῦ Τεϊρμεντζόγλου) γίνεται τὸ πρῶτον ἀναφορὰ στὴν ἐπὶ Σιλβέστρου ἀνεύρεση τοῦ λειψάνου τῆς Ὁσίας - στὸν Ἀκάκιο ὑπονοεῖται, ἀλλὰ δὲν ἀναφέρεται ρητὰ - ἀπὸ τὸν οἰκονόμο Ἄνθιμο (καὶ ὄχι Νικόδημο, ὅπως βραδύτερα ἐπεκράτησε), καὶ ὅτι τότε (πέρ. τέλη τοῦ 18ου / ἀρχὲς 19ου αἵ.) τὸ λείψανο βρισκόταν ἀκέραιο μέσα στὸν τάφο. Νέα ἀσματικὴ Ἀκολουθία, ποίημα τοῦ Ὑμνογράφου Χαραλάμπους Μπούσια, περιλήφθηκε (μαζὶ μὲ τὴ σχετικὴ βιβλιογραφία) στὰ Κύπρια Μηνιαῖα, Γ (Αὔγουστος), σσ. 21-38.
 [12]   Ὡς γνωστό, μὲ τὴν Bulla Cypria τοῦ πάπα Ἀλεξάνδρου Δ' (1260) καταργήθηκε ὁ τίτλος καὶ θεσμὸς τοῦ ἀρχιεπισκόπου Κύπρου, οἱ δὲ ἐπισκοπὲς τῆς νήσου περιορίσθηκαν ἀπὸ 14 σὲ 4. Μεταξὺ τῶν ἐπισκοπῶν αὐτῶν ποὺ καταργήθηκαν ἦταν καὶ τοῦ Καρπασίου, ὅπου ἐξορίσθηκε ὁ ἐπίσκοπος Κωνσταντίας-Ἀμμοχώστου. Μὲ τὴν ἀνασύσταση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας Κύπρου μετὰ τὴν κατάληψη τῆς νήσου ἀπὸ τοὺς Τούρκους (1570/1571), ἡ ἐπισκοπὴ Καρπασίου (καθὼς καὶ ἡ τῆς Ἀμμοχώστου) περιέρχεται ὑπὸ τὴ δικαιοδοσία τοῦ ἀρχιεπισκοπικοῦ θρόνου. Πρόσφατα (2007), μὲ τὴ διεύρυνση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου, ἐξελέγη καὶ χωρεπίσκοπος Καρπασίας.

1 σχόλιο:

  1. Πολύ ωραία η ιστοσελίδα σας. Αν θέλετε γράψτε και τη βιογραφία του άγιου Αντώνιου της Αριζόνα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.