30 Ιουλ 2012

Ἀναφορὰ στὴν Θεολογία τοῦ Γέροντος Σοφρωνίου

«Εἶναι ἀνάγκη διὰ πάντας ἠμᾶς, ὅπως διέλθωμεν διὰ τοῦ μυστηρίου τοῦ θανάτου χάριν τελειοτέρας ἐξομοιώσεως πρὸς τὸν Χριστόν.» (σ. 63)
«Ἡ ψυχὴ βλέπει ἑαυτὴν ἐρριμμένην εἰς τὸ σκότος τοῦ θανάτου. Ὁ φόβος ἐκ τοῦ σκότους τούτου εἶναι μαρτυρικός, διότι τοῦτο δὲν ὑπάρχει μόνον πέριξ ἐμοῦ, ἀλλ’ ἑδρεύει ἐν ἐμοί. Ὅταν ὅμως τὸ ἄκτιστον Φῶς ἀποδεσμεύη ἐμὲ ἐκ τοῦ ἐσωτερικοῦ μου ἅδου, τότε ἀπέρχεται ἀπ’ ἐμοῦ πᾶν πάθος» (σ. 78)
«Ἐνσυνειδήτως κατερχόμεθα εἰς τὸν ἄδην, διότι, ἀφ’ ἢς στιγμῆς ἀποκαλύπτεται εἰς ἠμᾶς ἡ εἰκὼν τοῦ προαιωνίου Ἀνθρώπου, ζῶμεν ὀξύτερον τὸ βάθος τοῦ σκοτασμοῦ ἠμῶν. Μεγάλη θλίψις πλήττει ὅλον τὸ εἶναι ἠμῶν. Τὰ ἐξωχρονικὰ παθήματα τοῦ πνεύματος ὑπερβαίνουν πάντα φυσικὸν πόνον. ... «Ἐλθὲ καὶ ἴασαι μὲ ἐκ τοῦ συνέχοντος μὲ θανάτου ...» (σ. 102)
Τινὲς ἐκ τῶν πιστευόντων εἰς τὸν Κύριον, ἀκολουθοῦντες Αὐτόν, ὁδηγοῦνται μέχρι τοῦ χείλους τῆς ἀβύσσου, ἤτις ἀπροσδοκήτως διανοίγεται ἔμπροσθεν αὐτῶν, ἄνευ τῆς δυνατότητος ὀπισθοχωρήσεως. ... Δία τὴν πτῆσιν ἐπάνω της ἀβύσσου ταύτης ἔχομεν χρείαν τῆς δυνάμεως τῆς εὐλογημένης ἀπογνώσεως ... Τὸ Φῶς διαφαίνεται μακρόθεν. Ἑλκυόμενοι πρὸς αὐτὸ ὑπὸ...

μυστηριώδους δυνάμεως, ἀποφασίζομεν νὰ ριφθῶμεν εἰς τὸ ἄγνωστον, ἐπικαλούμενοι τὸ Ἅγιον Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ Σωτῆρος. Καὶ τί συμβαίνει τότε; Ἀντὶ νὰ συντριβὴ ἡ κεφαλὴ ἠμῶν ἐπὶ τῶν κεκρυμμένων εἰς τὸν γνόφον ὑφάλων, ἀόρατος τὶς χεὶρ ἐμφανίζεται, στοργικῶς κρατοῦσα ἠμᾶς ἐπάνω της ἀβύσσου. Ἄνευ αὐτῆς τῆς φιλικῆς χειρὸς τοῦ Ζῶντος Θεοῦ οὐδεὶς ἄνθρωπος δύναται νὰ ἀντεπεξέλθη εἰς τὰς συνθήκας τῶν ἀντιξόων περιστάσεων.» (σ. 107)
Ἐὰν αἳ ρίζαι δὲν εἰσέδυον εἰς τὰ σκοτεινὰ ἔγκατα τῆς γὴς -ἴσως τοσούτον βαθέως, ὅσον ὑψοῦται καὶ ἡ κορυφή-, ἐὰν ὁ ὄγκος τῶν ριζῶν καὶ ἡ ἰσχὺς αὐτῶν δὲν ἀνταπεκρίνοντο εἰς τὸν ὄγκον καὶ τὸ βάρος τοῦ ὁρατοῦ τμήματος τοῦ δένδρου, τότε δὲν θὰ ἠδύναντο αὖται οὔτε νὰ τρέφουν, οὔτε νὰ στηρίζουν τὸ δένδρο· καὶ ἀσθενὴς τὶς ἄνεμος θὰ ἀνέτρεπεν αὐτό. ... Ἡ κίνησις πρὸς τὰ κάτω, πρὸς τὸ σκότος τὰ ἐξώτερον, εἶναι ἀπαραίτητος εἰς πάντας ἠμᾶς, ἴνα παραμείνωμεν σταθεροὶ ἐν τῷ πνεύματι τῆς αὐθεντικῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Τοῦτο ἐκφράζεται ἐν τὴ συνεχεῖ μνήμη τῆς ἐξ ἀρχῆς μηδαμινότητος ἠμῶν διὰ τῆς πλέον αὐστηρᾶς αὐτομεμψίας εἰς πάντα. Καὶ ὅσον βαθύτερον ταπεινοῦται ὁ ἄνθρωπος διὰ τῆς αὐτοκαταδίκης, τοσούτον μᾶλλον ὑψοῦται ὑπὸ τοῦ Θεοῦ.» (σ. 121)
«Ὁ Γέροντας ὁρίζει τὴν προσευχὴ ὡς ἀτελεύτητη δημιουργία, γιατί μὲ αὐτὴν δίνεται στὸν ἄνθρωπο τὸ προνόμιο νὰ γίνει συνεργὸς Θεοῦ γιὰ τὴν ὁλοκλήρωσή του ὡς προσώπου. Δέχεται τὸ χάρισμα νὰ ἀναδειχθεῖ ὁ ἴδιος αὐτουργὸς τῆς τελειώσεως τῆς ὑποστατικῆς του ἀρχῆς. ... Τὸ ἔργο τοῦ ἀγώνα αὐτοῦ εἶναι γεμάτο σοφία καὶ ἔμπνευση, κάλλος καὶ μεγαλεῖο· εἶναι ὑψηλὸ καὶ δημιουργικό. ... Ὅλος ὁ ἀγώνας τῆς προσευχῆς στοχεύει στὴν ἀνεύρεση καὶ κατάκτηση τῆς καρδιᾶς. Τὴν ὁδὸ πρὸς αὐτὴν φράζει μόνο ἡ κενοδοξία.»[1]
Ἀπορρίπτομεν ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἐθεωροῦμεν κατὰ τὸ παρελθὸν ὡς πλοῦτον ἠμῶν. Ἀπογυμνούμεθα ἀπὸ πασῶν τῶν γηΐνων προσκολλήσεων καὶ γνώσεων, ἔτι δὲ καὶ ἀπὸ τοῦ ἰδίου θελήματος. Πτωχεύομεν καὶ «κενούμεθα». ... Ἡ πνευματικὴ πτωχεία, ὁμοὺ μετὰ τῆς ὀδύνης τῆς Θεοεγκαταλείψεως, βυθίζει ἠμᾶς εἰς ἀπόγνωσιν. ... Συνειδητοποιοῦντες ἐναργὼς τὸ ἄπελπί της καταστάσεως ἠμῶν, ἀρχόμεθα νὰ μισῶμεν ἑαυτοὺς ὡς εἴμεθα. ... Δὲν κατανοοῦμεν τὴν ἐν ἠμὶν ἐνέργειαν Αὐτοῦ, ἀλλ’ ἐν τούτοις διὰ τῆς δυνάμεως Αὐτοῦ σμικρυνόμεθα μέχρι τοῦ μηδενός· καὶ τοῦτο εἶναι δὶ’ ἠμᾶς φρικτὸν ... Δὶ’ αὐτοῦ του τρόπου ἐπιτελεῖται ἡ κάθαρσις ἠμῶν ἐκ τῆς «κατηραμένης» κληρονομίας (σ. 195) ... Ἐπιστρέφοντες εἰς τὸ μηδὲν γινόμεθα «ὕλη», ἐξ ἢς ἴδιον εἰς τὸν Θεὸν ἠμῶν εἶναι νὰ δημιουργῆ. ... Ἀναζητῶ λόγους, ἴνα ἐκφράσω μυστήριον ἀπολεσθὲν ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων. (σ. 196)
Μὴ ὄντες ἐλεύθεροι ἐκ τῶν καταλοίπων τοῦ ἐν ἠμὶν ἐνεργοῦντος νόμου τῆς ἁμαρτίας, αὐτοκαταδικαζόμεθα μετ’ ὀργῆς καὶ αὐτομίσους νὰ κατακαυθῶμεν εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· διότι δὲν ὑπάρχει ἄλλο πῦρ. ὅπερ θὰ ἐσθέννυε τὴν ἐν ἠμὶν ἐνέργειαν τῶν παθῶν. (σ. 123)
Δία τῆς αὐτομεμψίας καταβαίνομεν εἰς ζοφώδη χάσματα, διότι, ἀφ’ ἢς στιγμῆς ἐν Χριστῷ καὶ δὶ’ Αὐτοῦ ἀποκαλύπτεται εἰς ἠμᾶς ἡ εἰκὼν τοῦ Ἀνθρώπου, καθὼς ὑπάρχει προαιωνίως ἐν τῷ δημιουργικῶ νοΐ τοῦ Θεοῦ, κατανοοῦμεν τὴν ἄβυσσον τοῦ σκοτασμοῦ ἠμῶν. Ὡς ἡ ἀστραπὴ φωτίζει τὴν νύκτα, ὅταν δὲ αὔτη σβεσθῆ, τὸ σκότος γίνεται πλέον ἀδιαπέραστον, κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον ἡ ἐμφάνισις τοῦ Φωτὸς τῆς Θεότητος ἐπιτρέπει νὰ ἴδωμεν τὸ ἐν ἠμὶν σκότος ὅμοιον πρὸς συμπεπυκνωμένην μάζαν ἀπεχθοῦς ἀκαθαρσίας. (σ. 254)
«Ἡ καρδιὰ καὶ ὁ νοῦς κατὰ τὴν ἱερὰ ἡσυχία ζοῦν ἀποκλειστικὰ «ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὴ ἐντολὴ Αὐτοῦ». Ἔχουν ἐντελῶς ἰδιαίτερη ἐσωτερικὴ αἴσθηση, ποὺ ἐλέγχει ἀκόμη καὶ τὴν περιοχὴ τοῦ ὑποσυνειδήτου.» (ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ Ἀρχιμ. Ζαχαρία. σ. 232)
«Ἡ ἐμπειρικὴ γνώση τῆς ταπεινῆς αὐτῆς ἀγάπης (τοῦ Χριστοῦ) ὁδήγησε τὸν Γέροντα Σωφρόνιο στὴν πρωτότυπη διατύπωση τῆς θεωρίας τῆς «ἀνεστραμμένης πυραμίδος», θεωρίας ποὺ ἐξηγεῖ μὲ τὸν καλύτερο τρόπο τὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ καὶ πῶς αὐτὴ ἐνεργεῖ ἢ πάσχει μέσα στὸν κόσμο αὐτόν, ὁ ὁποῖος «ἐν τῷ πονηρὼ κεῖται».
Στὴν θεωρία αὐτὴ παρουσιάζεται ὅλο τὸ ἀνθρώπινο εἶναι δομημένο σὰν πυραμίδα. Ἡ ἱεράρχηση σὲ ἀνώτερη καὶ κατώτερη τάξη ἀνθρώπων, ὅπως καὶ κάθε διαίρεση καὶ ἀνισότητα ἀνάμεσά τους, εἶναι συνέπεια τῆς πτώσεως τῶν πρωτοπλάστων. Αὐτοὶ ποὺ βρίσκονται στὴν κορυφὴ τῆς πυραμίδας κατακυριεύουν καὶ κατεξουσιάζουν τοὺς κατώτερους, ἐνῶ ἡ δικαιοσύνη, ὡς ἀπαίτηση τοῦ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ πνεύματος τοῦ ἀνθρώπου, δὲν ὑπάρχει. Γιὰ νὰ θεραπεύσει ὁ Χριστὸς ὅλο τὸν ἄνθρωπο, νὰ λύσει τὸ ἀδιέξοδό της ἀδικίας του καὶ νὰ ὑψώσει πρὸς τὰ ἄνω ὅλους ἐκείνους ποὺ εἶναι ταπεινωμένοι στὴ γῆ, ἀνατρέπει αὐτὴ τὴν πυραμίδα τοῦ εἶναι, θέτοντας τὴν κορυφή της πρὸς τὰ κάτω, καὶ ἔτσι ἐγκαθιστᾶ τὴν ἐσχάτη τελειότητα. Κορυφὴ τῆς πυραμίδας εἶναι ἀσφαλῶς ὁ Ἴδιος ὁ Χριστὸς ὡς κεφαλὴ τοῦ σώματος τῆς «καινῆς κτίσεως».
... Στὸν πυθμένα τῆς ἀνεστραμμένης πυραμίδας βασιλεύει τὸ ταπεινὸ καὶ σωτήριο πνεῦμα τοῦ ἐσταυρωμένου Χριστοῦ, ποὺ συνέφερε νὰ ἀπολεσθεῖ «ὑπὲρ τοῦ λαοῦ». Ἐκεῖ, «ἐνεργεῖται ὅλως ἰδιαιτέρα ζωή, φανεροῦται ὅλως ἰδιαίτερον φῶς καὶ πνέει ἰδιαιτέρα εὐωδία».[2]
Ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι φυσικὸ ἰδίωμα τοῦ «ψυχικοῦ» ἀνθρώπου, ἀλλὰ τὸ ὀντολογικὸ περιεχόμενο τῆς μακαρίας Ζωῆς τῶν θείων Ὑποστάσεων. Ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι δεδομένο γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὁ Χριστὸς τὸν καλεῖ μὲ τὶς ἐντολὲς τῆς ἀγάπης νὰ ὑψωθεῖ στὸ Φῶς τῆς θείας Ἀγάπης τῶν Ὑποστάσεων, Ἀγάπης ἡ ὁποία «δὲν εἶναι ἐκ τῆς γής, ἀλλὰ ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ». Ἡ κλήση αὐτὴ τοῦ Κυρίου ἀπευθύνεται στὴν καρδιά, «τὸ πνευματικὸν κέντρον τοῦ προσώπου», ποὺ κατέχει τὴν ἱκανότητα νὰ προσλάβει τὴν αἰωνιότητα καὶ «νὰ γνωρίζη τὸ ἀρχέτυπον αὐτῆς, τὸν Ζῶντα Θεόν».
Ὅταν ἔλθει ρῆμα Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο καὶ τὸ ἀποδεχτεῖ, τὸ μυστήριο αὐτὸ (τὸ μυστήριο τοῦ σταυροῦ) γίνεται ἐνεργὸ καὶ ἡ θεία ἀγάπη ὡς «πῦρ» διαπερνᾶ τὴν καρδιά του. (σ. 75)
Ἡ ἐπαφὴ τοῦ πυρὸς αὐτοῦ μὲ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ἐπιφέρει θαυμαστὴ ἀλλοίωση ὅλου του εἶναι του ... Ἡ ἄμωμη αὐτὴ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἀποκαλύπτει ποιὸς θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ὁ ἀληθινὸς ἄνθρωπος, πῶς δημιουργήθηκε κατ’ ἀρχὴν καὶ πῶς φανερώθηκε ἐν Χριστῷ. (σ. 76)
Ἡ «εἰς τέλος» ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ στὴν καρδιὰ τοῦ θεράποντά της μετατρέπεται σὲ τέλεια ἀγάπη μέχρι αὐτομίσους. Στὴν κατάσταση αὐτὴ τοῦ αὐτομίσους πείθεται ὁριστικὰ ὅτι, «ἐὰν ὁ Θεὸς εἶναι τοιοῦτος, ὡς ἐφανέρωσεν Αὐτὸν ὁ ἐσταυρωμένος Χριστός, τότε πάντες ἠμεῖς καὶ μόνον ἠμεῖς εἴμεθα ὑπεύθυνοι διὰ πάντα τὰ κακά, τὰ πληροῦντα ἅπασαν τὴν ἱστορίαν τῆς ἀνθρωπότητος». (σ. 77)
Ἡ κατάσταση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, «ὃς πάντας θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν», μεταδίδεται στὸν ἄνθρωπο μαζὶ μὲ τὴ συνείδηση τῆς παγκοσμιότητος τοῦ Χριστοῦ.
Στὴν προσευχὴ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο ὁ ἄνθρωπος «ἀγαπᾶ» καὶ «ζῆ πάσαν τὴν ἀνθρωπότητα ὡς Ἕνα ἄνθρωπον». (σ. 79)
Μετὰ τὴν προπατορικὴ ἁμαρτία τὸ σκότος τῆς κολάσεως ἀποτελεῖ ἀναπόσπαστο μέρος τῆς ὅλης ὑπάρξεως. Ἑπομένως ἡ καθολικὴ γνώση τοῦ μυστηρίου τῆς ὑπάρξεως εἶναι ἀνεπίτευκτη χωρὶς τὴν κατάδυση τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος «εἰς τὰ κατώτατα μέρη τῆς γής». Ἡ κάθοδος αὐτὴ γίνεται ἑκούσια καὶ ἐμπνέεται ἀπὸ τὴ θαυμαστὴ θεωρία τῆς ἐν Χριστῷ κλήσεως. (σ. 168)
Φερόμενος τότε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο κατακρίνει μὲ ἀποστροφὴ τὴν παρὰ φύση αὐτὴ ὑποδούλωσή του στὴν ἁμαρτία καὶ δέχεται αὐτοπροαιρέτως ὡς ἄξια καὶ δίκαιη ἀνταπόδοση τὴν τιμωρία τῆς κολάσεως. Ἡ στάση αὐτὴ τοῦ ἀνθρώπου ἐνώπιόν του Θεοῦ εἶναι ἡ μόνη ἀληθινή. .. ἐπιρρίπτει ἐπάνω του τὸ πταῖσμα τῆς παραβάσεως. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ γίνεται ἀληθινὸς καὶ ἑλκύει τὸ Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας νὰ κατοικήσει μέσα του. Ἔτσι δέχεται τὴν ἀπαιτούμενη ἀνδρεία νὰ ὑπομείνει τὸ μεγάλο πόνο τῆς ἑκούσιας καταβάσεως στὸ ζοφερὸ ἅδη καὶ τὴ γέεννα τοῦ ἀσβέστου πυρός, χωρὶς νὰ ἀπολεσθεῖ. Τὸ παντοδύναμο αὐτὸ πῦρ κατακαίει τὴν ἐνέργεια τῶν παθῶν μέσα στὸν ἄνθρωπο, τοῦ ὁποίου τὸ πνεῦμα καὶ τὰ σπλάγχνα φλέγονται ἀπὸ πύρινη προσευχή.
Ἡ ἑκούσια κάθοδος τοῦ πνεύματος τοῦ ἀνθρώπου στὸν ἅδη, ποὺ νικᾶ τὴν ὑπερηφάνεια, προδιαθέτει ταπεινὰ τὴν καρδιά του γιὰ ἕνα πλῆρες ἄνοιγμα στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. (σ. 169)
Ἡ διπλὴ αὐτὴ ἐμπειρία, τῆς καταβάσεως τοῦ πνεύματος τοῦ ἀνθρώπου στὰ καταχθόνια καὶ τῆς ἀναβάσεώς του στὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ, εἶναι τὸ «σημεῖο» ποὺ φανερώνει ὅτι ἔχει διανυθεῖ ὅλη ἡ ὁδὸς τοῦ Θεοῦ, ὅσο αὐτὸ εἶναι ἐφικτὸ πάνω στὴ γῆ, καὶ ἀποβαίνει πιὰ ἡ διόπτρα διὰ μέσου της ὁποίας θεωροῦνται ὅλα τὰ μυστήρια τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὸ μέτρο μὲ τὸ ὁποῖο κρίνονται ὅλα τὰ πράγματα τῆς γής. Τότε ἀκριβῶς ὁ ἄνθρωπος γίνεται «ἄρτιος, πρὸς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἐξηρτισμένος» καὶ «πνευματικός», κατέχοντας τὸ μυστήριο τῆς γνώσεως τῶν ὁδῶν τῆς σωτηρίας γιὰ τὸν ἴδιο καὶ γιὰ τοὺς ἀδελφούς του. (σ. 171)
Ὁ ἀγώνας τῆς καταδύσεως τοῦ «ἡγεμονικοῦ νοῦ» στὴν καρδιά, τὸ ἀόρατο κέντρο τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ποὺ διεξάγεται μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, μολονότι εἶναι ὁ πιὸ δύσκολος, εἶναι ὡστόσο ταυτόχρονα καὶ θαυμαστός. Ὁδηγεῖ στὸ ἔσχατο δυνατὸ ὅριο θεογνωσίας πάνω στὴ γῆ. Ὡς τρόπος ζωῆς ἦταν ἐν μέρει γνωστὸς καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. (σ. 226-227)
γ) Φαντασία καὶ αὐτοθέωση
Ὁ φυσικὸς νοῦς εἶναι «ἐπιρρεπὴς εἰς τὴν φαντασίαν» καὶ «ἀκατάλληλος διὰ τὴν θεολογίαν». Χωρισμένος ἀπὸ τὴν καρδιὰ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὸ χῶρο τοῦ Πνεύματος καὶ εἶναι διασκορπισμένος μὲ τὴ φαντασία σὲ ὅλη τὴν κτίση.
Στὸ σημεῖο αὐτό, τὴν καρδιά, ἀποκαλύπτεται ἡ ἀπειρότητα τοῦ Κυρίου καὶ συγκεντρώνεται τὸ προσευχόμενο πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου. Ἐκεῖ «χωρεῖται ... τὸ ὕψος τῆς ὁράσεως καὶ τὸ βάθος τῆς γνώσεως». Ἡ αὐθεντικὴ θεωρία καὶ γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀναπόσπαστη ἀπὸ τὴν αἴσθηση τῆς βαθιᾶς καρδιᾶς. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ βεβαιώνει ὅτι «ὁ κρυπτός της καρδίας ἄνθρωπος» εἶναι «ἐνώπιόν του Θεοῦ πολυτελής». (σ. 227-228)
Ἡ ἔσχατη πλάνη στὴν ὁποία μπορεῖ νὰ ὁδηγηθεῖ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐκείνη τῆς αὐτοθεώσεως, κατὰ τὴν ὁποία ἀναγνωρίζει θεία ἀρχὴ στὴν κτιστὴ φύση του καὶ προσχωρεῖ στὴν αἵρεση τοῦ πανθεϊσμοῦ, φυσικὴ θρησκεία τοῦ ἀνθρώπινου λογικοῦ. (σ. 228-229)
Ὁ ἐπαιρόμενος μὲ τὴ φαντασία νοῦς καὶ ἡ νεκρωμένη ἀπὸ τὰ πάθη καρδιὰ βρίσκονται σὲ κατάσταση, ποὺ εἶναι ἐνάντια στὸ νόμο τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ.
Γιὰ νὰ γίνουν λοιπὸν τὸ σῶμα καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου τόπος ἐμφανείας τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, χρειάζεται ὁ ἀσώματος νοῦς νὰ ἐπιστρέψει καὶ νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸ σῶμα, καὶ μάλιστα μὲ τὸ «ἐνδότατον σῶμα» τοῦ σώματος, δηλαδὴ τὴν καρδιά. (σ. 229)
Ἡ ἐργασία αὐτή, ποὺ ἐπιτελεῖται ἀρνητικὰ μὲ τὴν ἀπόθεση κάθε ἀλλοτρίου νοήματος ἀπὸ τὸ νοῦ καὶ θετικὰ μὲ τὴ συσσώρευση θείας ἐνέργειας στὴν καρδιά, ὀνομάζεται νοερὰ ἡσυχία. (σ. 231)
Ἡ φαντασία, ὡς λειτουργία τοῦ νοῦ, συνδέεται κατ’ ἀρχὰς μὲ τὴν ἐνέργεια τῶν χονδρῶν σαρκικῶν παθῶν.
Τὸ δεύτερο εἶδος φαντασίας ὀνομάζεται ὀνειροπόληση-ρεμβασμός. (σ. 236)
Τὸ τρίτο εἶδος φαντασίας ἔχει χαρακτήρα διανοητικὸ καὶ βασίζεται περισσότερο στὶς παραστάσεις τῆς μνήμης καὶ στὴ διαδικασία τῆς σκέψεως. ... χρήσιμο γιὰ τὴ λύση ἐνδοκοσμίων προβλημάτων καὶ πολύτιμο γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ τεχνικοῦ πολιτισμοῦ ...
Τὸ τέταρτο εἶδος φαντασίας, εἶναι καὶ τὸ πιὸ ἐπικίνδυνο γιὰ τὸν ἄνθρωπο τῆς προσευχῆς. Ἡ ἀνθρώπινη λογικὴ προσπαθεῖ νὰ συλλάβει τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀναπληρώσει ἐκεῖνα ποὺ τὴν ξεπερνοῦν. ... θρησκευτικὴ φαντασία. Ἂν καὶ πολλοὶ τὸ ἐκτιμοῦν σὲ σημεῖο, ὥστε νὰ τὸ ἀποκαλοῦν «θεολογικὴ δημιουργία», γιὰ τὸν Γέροντα δὲν εἶναι παρὰ ἡ ὁδὸς πρὸς τὴν πλάνη. ... πλάθει τὸν Θεὸ κατὰ τὴν ἀνθρώπινη εἰκόνα καὶ ὁμοίωση. (σ. 237)
Ὁ προσευχόμενος ἔχει ὡς δεδομένο πίστεως ὅτι ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο, γι’ αὐτὸ χωρὶς ἀνθρώπινες ἐπινοήσεις στρέφεται πρὸς τὸν Θεὸ μὲ ἀνείδεη προσευχή, ὡσότου Ἐκεῖνος εὐδοκήσει νὰ τοῦ χαρίσει τὴ γνώση τοῦ Ἑαυτοῦ Του. Ἡ γνώση αὐτὴ μεταδίδεται ὡς κατάσταση καὶ αὐτὴν ὁ Γέροντας ὁρίζει ὡς ἀληθινὴ θεολογία.
Ἂν στὴ συνέχεια ἡ γνώση αὐτὴ ἐκφράζεται μὲ ἀνθρώπινα λόγια, ὡστόσο πληροφορεῖ μὲ χάρη καὶ ἐμπνέει προφητικά. ... Τὸ λογικὸ κτίσμα ἀνεβαίνει στὸν Θεὸ ὄχι μὲ φιλοσοφικὸ στοχασμὸ ἢ διανοητικὴ ἀφαίρεση, ἀλλὰ μὲ τὴ νοερὰ προσευχή, διὰ μέσου της ὁποίας ἀποσπᾶται ἀπὸ κάθε εἰκόνα καὶ ἔννοια τῶν κτιστῶν, γιὰ νὰ παρασταθεῖ γυμνὸ ἐνώπιόν του Θεοῦ, πρόσωπο μὲ Πρόσωπο. Ἡ ἀπόσπαση δὲν γίνεται ἀπὸ καταφρόνηση πρὸς τὸν κτιστὸ κόσμο, ἀλλὰ ἀπὸ πόθο καὶ ἀγάπη νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν ζῶντα καὶ ἀληθινὸ Θεό... (σ. 238)
Χωρὶς τὴν ὁρμητικὴ αὐτὴ ἔφεση ἡ φαντασία κρατᾶ τὸν ἄνθρωπο στὸν κόσμο τῶν «φασμάτων» τῆς ἀλήθειας, καὶ γίνεται ἀγωγὸς δαιμονικῆς ἐνεργείας. Ἡ ἐνέργεια αὐτή, ὅταν γίνει ἀποδεκτὴ καὶ συσσωρευθεῖ, ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὸν ἑωσφορικὸ πειρασμὸ τῆς αὐτοθεώσεως, ἀναγνωρίζοντας δηλαδὴ θεία ἀρχὴ στὴν κτιστὴ φύση του. ... τὸ ἀνθρώπινο λογικὸ ἀγόμενο ἀπὸ τὴ δαιμονικὴ φαντασία καταλήγει μοιραία σὲ φυσικὲς θρησκεῖες[3] πανθεϊστικοῦ χαρακτήρα. (σ. 239)
Ὁ νοῦς δὲν εἶναι ἑνωμένος μὲ τὴν καρδιά, ἀλλὰ εἶναι συγκεντρωμμένος στὸν ἐγκέφαλο. Ὁ ἄνθρωπος ὑποκύπτει στὸν πειρασμὸ νὰ στηριχθεῖ στὴ λογικὴ καὶ μὲ τὴ διάνοιά του νὰ εἰσχωρήσει ἀκόμη καὶ στὰ μυστήρια τῆς θείας ὑπάρξεως. Ἡ στάση αὐτὴ τοῦ διανοουμένου μολύνεται ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια, ποὺ τὸν ὁδηγεῖ στὴ διαστροφὴ τοῦ ὀρθολογισμοῦ. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς μπορεῖ ἴσως νὰ ὑπερβεῖ τὸν ἐννομικὸ συλλογισμὸ καὶ νὰ καλλιεργηθεῖ διανοητικά, ὥστε νὰ κατέχει καὶ τὸν ἀντινομικὸ συλλογισμό, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν εἶναι ἀκόμη ἡ ἀληθινὴ πίστη οὔτε ἡ αὐθεντικὴ θεωρία τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ὀρθολογιστὴς θεολόγος ὅσο ψηλὰ καὶ ἂν ἀνεβεῖ καὶ ὅσο «μυστικὸ» βάθος καὶ ἂν πετύχει, ἐπειδὴ προτάσσει τὸν κτιστὸ νοῦ του, ἡ ἐμπειρία τοῦ «εἶναι κατ’ οὐσίαν ἐμπειρία «πανθεϊστικῆς» τάξεως». ... Τὰ ἔσχατα ὅρια, στὰ ὁποῖα μπορεῖ νὰ φθάσει, εἶναι κάποια μορφὴ «φωτοειδοῦς αὐτοθεωρίας». Βλέπει τὴ νοερὴ τοῦ ὡραιότητα, τὸ φυσικὸ φῶς τοῦ νοῦ, ποὺ εἶναι κτισμένος κατ’ εἰκόνα Θεοῦ. (σ. 240)
Ὅταν ἡ κτιστὴ ἐλευθερία τῆς θελήσεως στρέφεται αὐτοερωτικὰ πρὸς τὸν ἑαυτό του, τότε ὁ ἄνθρωπος μένει κλειστὸς στὴν ἐνέργεια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ καταστρατηγεῖ τὴν οὐσία καὶ τὸ νόημα τῆς ὑποστατικῆς του ἀρχῆς, ποὺ ὀφείλει νὰ τελειωθεῖ στὴν κοινωνία της μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ νὰ ἀναφέρει στὸν Θεὸ ὅλη τὴν κτίση.
Τὸ πάθος τῆς ὑπερηφάνειας αὐξάνει τὴν ἐνέργεια τῆς φαντασίας, ἐνῶ ἡ ταπείνωση καὶ ἡ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Θεὸ τὴν ἀναχαιτίζει. (σ. 241)
δ) Ταπείνωση καὶ ἀποκάλυψη
Οἱ πνευματικὲς θεωρίες δίνονται στὸν ἄνθρωπο, ὄχι ὅταν τὶς ἐπιδιώκει καὶ συνεπῶς θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἄξιο γι’ αὐτές, ἀλλὰ ὅταν ἔχει σταυρωμένο τὸ νοῦ του σὲ βυθὸ ταπεινώσεως καὶ αἰσθάνεται χειρότερος ἀπὸ κάθε κτίσμα. (σ. 241)
Ἡ οὐσία ἢ ἡ φύση τοῦ Θείου Ὄντος[4] ὑπερβαίνει κάθε γνώση καὶ σύλληψη τοῦ κτιστοῦ. Ἡ ἐνέργεια ὅμως τῆς φύσεώς Του ἀποκαλύπτεται στὰ λογικὰ δημιουργήματα ὡς χάρη, ἀγάπη, δύναμη, ζωή, φῶς κ.α., καὶ εἶναι μεθεκτὴ ἀπὸ αὐτά. Ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἑνιαία καὶ ἁπλή. Κατὰ τὰ χαρίσματα καὶ τὰ ἐνεργήματά της ὅμως εἶναι «ποικίλη» καὶ ἔχει ἀπειρία ὀνομάτων. Ὅταν στὴν πατερικὴ γραμματεία ὀνομάζεται Φῶς, ἢ καὶ ἄκτιστο Φῶς, δηλώνει τὸν συγκεκριμένο χαρακτήρα τῆς ἐμπειρίας της ὡς ζώσης αἰσθήσεως, ποὺ μετέχεται ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸ σῶμα, στὸ ὁποῖο παρέχει τὸν ἁγιασμό. Δείχνει ἐπίσης ὅτι ἡ ὅραση τοῦ Φωτὸς εἶναι ἐμπειρία πληρωματική, καὶ γι’ αὐτὸ ὀρᾶται ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς νοεροὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς σωματικοὺς ἀκόμη ὀφθαλμούς. Αὐτὸ γίνεται ὅταν ἔχει προηγηθεῖ ὁ ἁγιασμὸς καὶ ἡ ἐνίσχυση τοῦ σώματος, ὅπως καὶ τοῦ ψυχισμοῦ τοῦ πιστοῦ ἀπὸ τὴν ἄκτιστη χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἡ θεία ἐνέργεια ἢ τὸ ἄκτιστο Φῶς μετέχεται αἰσθητῶς ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, δὲν σημαίνει ὅτι τὸ ἄκτιστο μεταβάλλεται σὲ κτιστὸ ἢ τὸ κτιστὸ σὲ ἄκτιστο. Παρὰ τὴ στενότατη ἕνωση τῶν δύο, ἡ διάκριση παραμένει αἰώνια καὶ ἀσύγχυτη, ὅπως στὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ... (σ. 275)
Τὸ Φῶς ἀποκαλύπτει κατ’ ἀρχὰς τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ἐξαχρείωση τοῦ ἀνθρώπου. Παρέχει τὴ συναίσθηση τοῦ σκότους ποὺ τὸν περιβάλλει. Ἡ ἐμφάνιση τοῦ Φωτὸς φέρει τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀληθινὴ αὐτογνωσία. ... «συμπεπυκνωμένην μάζαν ἀπεχθοῦς ἀκαθαρσίας». ... Οἱ ἐπισκέψεις αὐτὲς φέρουν τὸν ἄνθρωπο σὲ ἀπερίγραπτη ταπείνωση[5], διότι κατανοεῖ τὸ προαιώνιο σχέδιο τοῦ Δημιουργοῦ γι’ αὐτὸν καὶ τὴν ἀπόστασή του ἀπὸ τὴν ἐκπλήρωσή του. Ταυτοχρόνως οἱ ἐλλάμψεις αὐτὲς θεραπεύουν τὴ φύση του καὶ ἁγιάζουν τὸ σῶμα του. (σ. 283)
Ὁ ἄνθρωπος, ὅταν «ἐκ βαθέων» μετανοεῖ, γίνεται μύστης ὅλων τῶν φαινομένων τοῦ πνευματικοῦ κόσμου μεταξὺ τῶν δύο αὐτῶν πόλων. {Στον κατώτερο πόλο συναντᾶται ὁ ἅδης ἢ τὸ «σκότος τὸ ἐξώτερον» (ὄζει ἡ ὀσμὴ τῆς φιλαυτίας καὶ τῆς ἐγωκεντρικότητος μέχρι τοῦ μίσους πρὸς τὸν Θεό), ἐνῶ στὸν ἀνώτερο θεωρεῖται ἡ «Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυία ἐν δυνάμει» (πνέει ἡ αὔρα τῆς ἀγάπης γιὰ τὸν Θεὸ μέχρι τοῦ αὐτομίσους)}. Ἡ γνώση τοῦ ἐκτείνεται ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ ἅδη καὶ φθάνει ὡς τὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ. Εὐρύνει ἄρρητα τὸ περιεχόμενο τοῦ εἶναι του. (σ. 289-290)
Στὴν πράξη τῆς ζωῆς ἡ ταπείνωση εἶναι ἡ μόνη ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὴ νίκη τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου.[6] Ἡ ἑωσφορικὴ ὑπερηφάνεια ἀπολιθώνει καὶ ἀποκρύπτει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο «τὴν βαθείαν καρδίαν», ποὺ εἶναι ὁ τόπος τῆς πνευματικῆς προσευχῆς, καὶ δημιουργεῖ πάντοτε ἀδιέξοδα. Ἀπεναντίας, ἡ ταπείνωση συνοδεύεται μὲ χαρά, κατάνυξη καὶ φῶς, τὰ ὁποία ἐξαφανίζουν τοὺς πονηροὺς λογιμοὺς καὶ καθαίρουν τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά. (σ. 303)
Ὁ γέρ. Σωφρόνιος ὑπενθυμίζει τὸ λόγο τοῦ ἁγίου Μαξίμου, ὅτι εἶναι ἡ ἐπίγνωση τοῦ ἀνθρώπου ὅτι ἔχει «τὸ εἶναι δεδανεισμένον» ἀπὸ τὸν Θεό. ... Ἔτσι μπορεῖ νὰ ὁλοκληρωθεῖ ὡς ὑπόσταση μὲ θεανθρώπινο πλήρωμα. (σ. 305)
«Γιὰ νὰ «μετασχηματισθῆ» τὸ ἐξουθενημένο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία σῶμα καὶ νὰ καταστεῖ «συμμορφον τῷ σώματι τῆς δόξης τοῦ Κυρίου», ἀπαιτεῖται μακροχρόνιος ἀγώνας νηστείας καὶ μετανοίας. Τὸ σῶμα προερχόμενο ἀπὸ τὴ γῆ φέρεται πρὸς τὰ κάτω καὶ ἐπιβαρύνει τὸ πνεῦμα μὲ τὴ φθαρτότητα καὶ τὴ θνητότητά του.» (σ.315)
Στὴ βαθιὰ καρδιὰ ὁ χριστιανὸς ἀνακαλύπτει ὅτι ὁ ὕπαρξή του εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μὲ τὸ εἶναι ὅλης της ἀνθρωπότητος. ... Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ παρέχει σὲ αὐτὸν τὴν αἴσθηση ὅτι ὅλο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἀναπόσπαστο μέρος τῆς ὑπάρξεώς του. ... Βλέπει τὸν κόσμο ἐν πνεύματι, ὅπου καὶ ἂν βρίσκεται, καὶ ζεῖ βαθιὰ τὰ παθήματά του. Ἔχει ἀπέναντι στὸν κόσμο τὰ ἴδια αἰσθήματα ποὺ ἔχει καὶ ὁ Θεὸς καὶ ἐμπνέεται ἀπὸ τὴν ἴδια ἀγάπη. ... Πάσχει ὁ ἴδιος ὑπὲρ ὅλου του κόσμου καὶ προσεύχεται γι’ αὐτὸν μὲ τὴ συνείδηση ὅτι «ὁ ἀδελφὸς ἠμῶν εἶναι ἡ ζωὴ ἠμῶν». (σ. 333)

«Ὁ Γέροντας ὁρίζει τὴν προσευχὴ ὡς ἀτελεύτητη δημιουργία, γιατί μὲ αὐτὴν δίνεται στὸν ἄνθρωπο τὸ προνόμιο νὰ γίνει συνεργὸς Θεοῦ γιὰ τὴν ὁλοκλήρωσή του ὡς προσώπου. Δέχεται τὸ χάρισμα νὰ ἀναδειχθεῖ ὁ ἴδιος αὐτουργὸς τῆς τελειώσεως τῆς ὑποστατικῆς του ἀρχῆς. ... Τὸ ἔργο τοῦ ἀγώνα αὐτοῦ εἶναι γεμάτο σοφία καὶ ἔμπνευση, κάλλος καὶ μεγαλεῖο· εἶναι ὑψηλὸ καὶ δημιουργικό. ... Ὅλος ὁ ἀγώνας τῆς προσευχῆς στοχεύει στὴν ἀνεύρεση καὶ κατάκτηση τῆς καρδιᾶς. Τὴν ὁδὸ πρὸς αὐτὴν φράζει μόνο ἡ κενοδοξία.» (ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ Ἀρχιμ. Ζαχαρία. σ. 314.)
«Ὁ ὅσιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος παρατηρεῖ ὅτι ἡ ἀμοιβὴ τοῦ Θεοῦ «οὐ τὴ ἐργασία δίδοται, ἀλλὰ τὴ ταπεινώσει» (ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ Ἀρχιμ. Ζαχαρία. σ. 295, ὑποσημείωση.). «Ἐκεῖνος ποὺ δὲν παραδίνει τὸν ἑαυτὸ τοῦ αὐτοπροαιρέτως στὸ σταυρὸ μὲ φρόνημα ταπεινώσεως καὶ ἐξουδενώσεως καὶ δὲ ρίχνει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ κάτω ἀπ’ ὅλους νὰ καταπατεῖται καὶ νὰ ἐξουδενώνεται καὶ νὰ καταφρονεῖται καὶ νὰ καταγελᾶται καὶ νὰ ἐμπαίζεται καὶ ὅλα αὐτὰ νὰ τὰ ὑπομένει μὲ χαρὰ καὶ διόλου νὰ μὴν ἐπιδιώκει τὰ ἀνθρώπινα, δόξα ἢ τιμὴ ἢ ἔπαινο ἢ ἡδονὴ φαγητοῦ ἢ ποτοῦ ἢ ἐνδύματος, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἀληθινὸς χριστιανός.
Ἡ θεωρία τῆς «ἀνεστραμμένης πυραμίδος»
«Ἡ ἐμπειρικὴ γνώση τῆς ταπεινῆς αὐτῆς ἀγάπης (τοῦ Χριστοῦ) ὁδήγησε τὸν Γέροντα Σωφρόνιο στὴν πρωτότυπη διατύπωση τῆς θεωρίας τῆς «ἀνεστραμμένης πυραμίδος», θεωρίας ποὺ ἐξηγεῖ μὲ τὸν καλύτερο τρόπο τὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ καὶ πῶς αὐτὴ ἐνεργεῖ ἢ πάσχει μέσα στὸν κόσμο αὐτόν, ὁ ὁποῖος «ἐν τῷ πονηρὼ κεῖται».
Στὴν θεωρία αὐτὴ παρουσιάζεται ὅλο τὸ ἀνθρώπινο εἶναι δομημένο σὰν πυραμίδα. Ἡ ἱεράρχηση σὲ ἀνώτερη καὶ κατώτερη τάξη ἀνθρώπων, ὅπως καὶ κάθε διαίρεση καὶ ἀνισότητα ἀνάμεσά τους, εἶναι συνέπεια τῆς πτώσεως τῶν πρωτοπλάστων. Αὐτοὶ ποὺ βρίσκονται στὴν κορυφὴ τῆς πυραμίδας κατακυριεύουν καὶ κατεξουσιάζουν τοὺς κατώτερους, ἐνῶ ἡ δικαιοσύνη, ὡς ἀπαίτηση τοῦ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ πνεύματος τοῦ ἀνθρώπου, δὲν ὑπάρχει. Γιὰ νὰ θεραπεύσει ὁ Χριστὸς ὅλο τὸν ἄνθρωπο, νὰ λύσει τὸ ἀδιέξοδό της ἀδικίας του καὶ νὰ ὑψώσει πρὸς τὰ ἄνω ὅλους ἐκείνους ποὺ εἶναι ταπεινωμένοι στὴ γῆ, ἀνατρέπει αὐτὴ τὴν πυραμίδα τοῦ εἶναι, θέτοντας τὴν κορυφή της πρὸς τὰ κάτω, καὶ ἔτσι ἐγκαθιστᾶ τὴν ἐσχάτη τελειότητα. Κορυφὴ τῆς πυραμίδας εἶναι ἀσφαλῶς ὁ Ἴδιος ὁ Χριστὸς ὡς κεφαλὴ τοῦ σώματος τῆς «καινῆς κτίσεως».
... Στὸν πυθμένα τῆς ἀνεστραμμένης πυραμίδας βασιλεύει τὸ ταπεινὸ καὶ σωτήριο πνεῦμα τοῦ ἐσταυρωμένου Χριστοῦ, ποὺ συνέφερε νὰ ἀπολεσθεῖ «ὑπὲρ τοῦ λαοῦ». Ἐκεῖ, «ἐνεργεῖται ὅλως ἰδιαιτέρα ζωή, φανεροῦται ὅλως ἰδιαίτερον φῶς καὶ πνέει ἰδιαιτέρα εὐωδία». (ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ Ἀρχιμ. Ζαχαρία. σ. 72-73.)
Ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι φυσικὸ ἰδίωμα τοῦ «ψυχικοῦ» ἀνθρώπου, ἀλλὰ τὸ ὀντολογικὸ περιεχόμενο τῆς μακαρίας Ζωῆς τῶν θείων Ὑποστάσεων. Ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι δεδομένο γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὁ Χριστὸς τὸν καλεῖ μὲ τὶς ἐντολὲς τῆς ἀγάπης νὰ ὑψωθεῖ στὸ Φῶς τῆς θείας Ἀγάπης τῶν Ὑποστάσεων, Ἀγάπης ἡ ὁποία «δὲν εἶναι ἐκ τῆς γής, ἀλλὰ ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ». Ἡ κλήση αὐτὴ τοῦ Κυρίου ἀπευθύνεται στὴν καρδιά, «τὸ πνευματικὸν κέντρον τοῦ προσώπου», ποὺ κατέχει τὴν ἱκανότητα νὰ προσλάβει τὴν αἰωνιότητα καὶ «νὰ γνωρίζη τὸ ἀρχέτυπον αὐτῆς, τὸν Ζῶντα Θεόν».
Ὅταν ἔλθει ρῆμα Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο καὶ τὸ ἀποδεχτεῖ, τὸ μυστήριο αὐτὸ (τὸ μυστήριο τοῦ σταυροῦ) γίνεται ἐνεργὸ καὶ ἡ θεία ἀγάπη ὡς «πῦρ» διαπερνᾶ τὴν καρδιά του. (σ. 75)
Ἡ ἐπαφὴ τοῦ πυρὸς αὐτοῦ μὲ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ἐπιφέρει θαυμαστὴ ἀλλοίωση ὅλου του εἶναι του ... Ἡ ἄμωμη αὐτὴ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἀποκαλύπτει ποιὸς θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ὁ ἀληθινὸς ἄνθρωπος, πῶς δημιουργήθηκε κατ’ ἀρχὴν καὶ πῶς φανερώθηκε ἐν Χριστῷ. (σ. 76)
«Ὁ ὀρθολογιστὴς θεολόγος ὅσο ψηλὰ καὶ ἂν ἀνεβεῖ καὶ ὅσο «μυστικὸ» βάθος καὶ ἂν πετύχει, ἐπειδὴ προτάσσει τὸν κτιστὸ νοῦ του, ἡ ἐμπειρία τοῦ «εἶναι κατ’ οὐσίαν ἐμπειρία «πανθεϊστικῆς» τάξεως». ... Τὰ ἔσχατα ὅρια, στὰ ὁποῖα μπορεῖ νὰ φθάσει, εἶναι κάποια μορφὴ «φωτοειδοῦς αὐτοθεωρίας». Βλέπει τὴ νοερὴ τοῦ ὡραιότητα, τὸ φυσικὸ φῶς τοῦ νοῦ, ποὺ εἶναι κτισμένος κατ’ εἰκόνα Θεοῦ. (σ. 240)
Ὅταν ἡ κτιστὴ ἐλευθερία τῆς θελήσεως στρέφεται αὐτοερωτικὰ πρὸς τὸν ἑαυτό του, τότε ὁ ἄνθρωπος μένει κλειστὸς στὴν ἐνέργεια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ καταστρατηγεῖ τὴν οὐσία καὶ τὸ νόημα τῆς ὑποστατικῆς του ἀρχῆς, ποὺ ὀφείλει νὰ τελειωθεῖ στὴν κοινωνία της μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ νὰ ἀναφέρει στὸν Θεὸ ὅλη τὴν κτίση.» (ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ Ἀρχιμ. Ζαχαρία. σ. 241.)
Ὑποσημειώσεις
[1] Ἀναφορὰ στὴ Θεολογία τοῦ Γέροντα Σοφρωνίου, Ἀρχιμ. Ζαχαρία. σ. 314.
[2] Ἀναφορὰ στὴ Θεολογία τοῦ Γέροντα Σοφρωνίου, Ἀρχιμ. Ζαχαρία. σ. 72-73.
[3] Ὁ Αὐγουστίνος στὶς Retractationes (Ἀναδρομές), ποὺ ἔγραψε στὸ τέλος τῆς ζωῆς του, λέει: Αὐτὸ ποὺ σήμερα ὀνομάζεται χριστιανικὴ θρησκεία ὑπῆρχε καὶ στοὺς ἀρχαίους, ἀπὸ τότε ποὺ ἀρχίζει νὰ ὑπάρχει ἡ φυλὴ τῶν ἀνθρώπων μέχρι τὴν ἔλευση καὶ τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ἡ ἀληθινὴ θρησκεία, ποὺ ἤδη ὑπῆρχε, ἄρχισε νὰ ὀνομάζεται χριστιανικὴ (Retractationes, 1.12.3) ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ (μέτ. Φραγκίσκη Ἀμπατζοπούλου) ἔκδ. ΠΑΤΑΚΗ τόμ. Ἅ? σ. 43
[4] Κάθε μία Ὑπόσταση φέρει τὸ πλήρωμα τῆς Φύσεως καὶ τῆς ἐνεργείας. Ἡ Ὑπόσταση μὲ τὴν Οὐσία ἢ τὴν Φύση ταυτίζονται ἀπόλυτα, ἀλλὰ καὶ διακρίνονται ἀπόλυτα. Ἡ φύση καὶ ἡ ἐνέργεια κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ταυτίζονται πλήρως, ἀλλὰ καὶ διακρίνονται πλήρως. Τὸ Θεῖον Εἶναι, λέει ὁ Γέροντας, εἶναι ἀπολύτως ἐνεργοποιούμενον καὶ συνεπῶς ὁρίζεται ὡς καθαρὴ Ἐνέργεια «Actus Purus». Ἡ καθαρὴ ἐνέργεια ἐδῶ δὲν πρέπει νὰ θεωρηθεῖ μὲ τὴν ἀριστοτελικὴ ἢ τὴν θωμιστικὴ ἔννοια, διότι ἐκφράζει τὴν θέση τῆς ὀρθόδοξης διδασκαλίας γιὰ τὴν δυνατότητα μετοχῆς καὶ γνώσεως τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Ἡ Ἁγία Τριάδα ἀποκαλύπτει μία τέλεια ἁπλότητα καὶ ἑνότητα μὲ τρεῖς διακρίσεις (σ. 274)
[5] Ὅλες οἱ ἀρετὲς ποὺ μετέρχεται, ὅπως εἶναι ἡ νηστεία, ἡ ἐγκράτεια, ἡ ἀγρυπνία, ἡ ἡσυχία, ἡ μετάνοια, ἡ αὐτομεμψία, ἡ ἀποδοχὴ τῆς Πρόνοιας τοῦ Θεοῦ καὶ ἄλλες, ἀποβλέπουν στὴν ταπείνωση καὶ ἀντλοῦν ἀπὸ αὐτὴν τὴν δύναμή τους. (ΥΠ. Καὶ ὁ Ὅσιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος παρατηρεῖ ὅτι «ἡ ἀμοιβὴ τοῦ Θεοῦ οὐ τὴ ἐργασία δίδοται, ἀλλὰ τὴ ταπεινώσει» (Ἀναφορὰ στὴ Θεολογία τοῦ Γέροντα Σοφρωνίου, Ἀρχιμ. Ζαχαρία. σ. 295)
Μὲ ἄλλα λόγια ἡ ταπείνωση αὐτὴ εἶναι ἀπερίγραπτη, διότι ἀποτελεῖ φυσικὸ ἰδίωμα τῆς ἀληθινῆς Ὑποστάσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ (σ. 303)
[6] Ἡ ἥττα αὐτὴ τοῦ κοσμικοῦ κακοῦ, ποὺ πραγματοποιεῖται στὴν καρδιὰ ἔστω καὶ μεμονωμένων προσώπων, ἐπενεργεῖ εὐεργετικὰ στὰ πεπρωμένα ὅλου του κόσμου καὶ ἁπλώνει τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ σὲ ὁλόκληρη τὴ γῆ (σ. 334)
users.uoa.gr

2 σχόλια:

  1. ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΟ ΑΡΘΡΟ !!! Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΣΟΦΡΩΝΙΟΣ ΗΤΑΝ ΑΠ ΤΙΣ ΜΕΓΑΛΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ !! Ο ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΒΑΘΥΣ Κ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΙΚΟΣ !! ΜΠΡΑΒΟ ΣΑΣ ! ΠΟΛΥ ΚΑΛΗ ΕΠΙΛΟΓΗ !!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Γνωρίζετε τί έγραφε για τη θεολογία του γέροντος Σοφρωνίου του Έσσεξ ο Οσίπωφ, καθηγητής της θεολογικής Ακαδημίας της Μόσχας;

    Παραπέμπω για έκπληξη:
    Πρακτικά διορθοδόξου επιστημονικού συνεδρίου, Γέροντας Σωφρόνιος ο Θεολόγος του ακτίστου φωτός, 2008, ΙΜΜ Βατοπαιδίου 2008 και σελίδα 563

    http://www.markoseugenikos.gr/index.php?name=o.rosos.voudistes

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.