Τοῦ Γιώργου Μάλφα, θεολόγου
Ἑβδομήντα χρόνια μετά. Γιορτάζεις τὴν Ἐθνικὴ Ἀντίσταση τοῦ Λαοῦ μας, τραγουδᾶς «γυναῖκες Ἠπειρώτισσες», ὑψώνεις ἀμήχανα σημαῖες, χορεύεις ἀπὸ κεκτημένη συνήθεια στὶς πλατεῖες. Φέτος ὅμως, δυσκολεύεσαι νὰ πεῖς τὸ «ΟΧΙ». Δὲν εἶσαι σίγουρος, ἀμφιβάλλεις. Φοβᾶσαι τοὺς συνειρμούς, τὶς πιθανὲς παρεξηγήσεις. Τρέμεις τὶς συνέπειες.
Χρόνια τώρα, ἐπαναλάμβανες τελετουργικὰ μονότονα τὸ «ΟΧΙ» τοῦ παπποῦ σου. Καμάρωνες τὴ θυσία του, θριαμβολογοῦσες ἀδαπάνητα γιὰ τὰ κατορθώματα καὶ τοὺς ἡρωισμοὺς τῆς γενιᾶς του. Στὶς δεκαετίες ὅμως ποὺ ἀκολούθησαν κατασπατάλησες νωχελικὰ τὴν ἐλευθερία πού σου χάρισε! Ἐφτίαξες τὴ ζωή σου. Τὸ δικό σου, ἐπιτέλους, σπίτι, καὶ τὸ δικό σου ἐξοχικό. Ἔκανες ταξίδια μακρινὰ καὶ πολυδάπανα, σὲ προορισμοὺς ἐξωτικούς. Ἀγόρασες πρῶτο καὶ μετὰ δεύτερο αὐτοκίνητο. Χρεώθηκες ἀσυλλόγιστα δάνεια, δόσεις καὶ κάρτες ποὺ ἀφειδῶς σου πρόσφεραν οἱ τράπεζες. Μπούχτισες τὰ παιδιά σου φροντιστήρια καὶ ἰδιαίτερα, νὰ σπουδάσουν προσοδοφόρα ἐπαγγέλματα, νὰ γίνουν ὑψηλόβαθμα «στελέχη διοίκησης ἐπιχειρήσεων». Ἐκμεταλλεύτηκες, μὲ ὅλους τους δυνατοὺς τρόπους, τοὺς μετανάστες ποὺ εἶχαν τὴν ἀνάγκη σου, γιὰ νά...
μαζέψουν τὶς ἐλιές σου, νὰ χτίσουν καὶ νὰ καθαρίσουν τὸ σπίτι σου, νά. φυλάξουν τὰ παιδιά σου. Ἔπαιξες στὸ Χρηματιστήριο τὸ κληρονομημένο βίος τῶν γονιῶν σου καὶ ἀγόρασες «ἀέρα» πού σου πούλησαν οἱ ἀετονύχηδες τῆς ἐλεύθερης ἀγορᾶς. Συναλλάχθηκες μ' αὐτὸ τὸ ἄθλιο κράτος κάτω ἀπ' τὸ τραπέζι κάμποσες φορές, δὲν θυμᾶσαι καὶ σὺ πόσες, γιὰ τὴ στρατιωτικὴ θητεία τοῦ γιοῦ σου, τὸ διακανονισμὸ τῆς ἐφορίας, τὸ αὐθαίρετο δίπλα στὴ θάλασσα, τὸ διορισμὸ στὴν ἐπίζηλη δημοσιοϋπαλληλία, τὴ λίστα ἀναμονῆς σὲ κάποιο νοσοκομεῖο. Διασκέδασες τὴν πλήξη σου βόσκοντας ἀμέριμνα στὰ λιβάδια τῆς τηλεόρασης, κάνοντας φωτοσύνθεση μὲ τὴν προπαγάνδα καὶ τὸ γοῦστο τῶν ἀχρείων της κάθε ἐξουσίας. Ἀτίμασες τὴν ψῆφο σου ξανὰ καὶ ξανὰ γιὰ μία «ἐξυπηρέτηση», ἐκδούλευση τῶν φαύλων της κομματοκρατίας, τῶν ἐπαγγελματιῶν καὶ τῶν κληρονόμων τῆς πολιτικῆς.
Φέτος ὅμως, τὰ πράγματα δὲν εἶναι ὅπως παλιά. Ἡ γιορτὴ δὲν εἶναι πιὰ γιορτή. Μεγάλα λόγια δὲν βγαίνουν ἀπ' τὸ στόμα. Φειδωλὴ καὶ ντροπαλὴ ἡ ἐθνική σου ἀξιοπρέπεια προσποιεῖται, καμώνεται πὼς γιορτάζει κάτω ἀπ' τὸ αὐστηρὸ βλέμμα τῆς ἐπιτήρησης. Στενάχωρα ὅλα. Μέσα μας, γύρω μας, παντοῦ. «Τὸ ἀδιέξοδό της χώρας στὶς ψυχὲς τῶν κατοίκων της». Πατρίδα ὑποτελὴς καὶ ὑπόχρεη. Πατρίδα «πεδίο βολῆς φθηνό». Πατρίδα ἕρμαιο τῆς ἀπληστίας τῶν τοκογλύφων, τῶν ἰσχυρῶν του χρήματος, τῶν δανειστῶν ποὺ γυρεύουν πίσω τὰ λεφτά τους. Σὲ ὑποτιμοῦν σήμερα ἄμοιρη πατρίδα μου γιὰ νὰ σὲ ἀγοράσουν τζάμπα αὔριο.
Πεθαίνω σὰν χώρα! Ἀκοῦς τὴν κραυγή; Βλέπεις καὶ σὺ τὸ κακὸ ποῦ μᾶς βρῆκε; «Ὅποιος δὲν ἔχει δεῖ ἀνθρώπους νὰ πεθαίνουν σφυροκοπημένοι ἀπὸ ἀόρατο χέρι στοὺς δρόμους, δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει τί σημαίνει καὶ τί εἶναι ὁ θάνατος μίας χώρας.».
Πατρίδα, κατοχὴ καὶ ἀντίσταση: κι ἂν οἱ λέξεις ἀδείασαν μὲ τὰ χρόνια, δὲν φταῖνε οἱ λέξεις, οἱ ζωὲς μᾶς ἀδείασαν! Πρὶν λιποψυχήσουν οἱ λέξεις, λιποψυχεῖ τὸ φρόνημα τῶν ἀνθρώπων, ἡ θέληση τῶν λαῶν νὰ παραμείνουν ἀδούλωτοι. Ὄχι παιχνίδια μὲ τὶς λέξεις! Ποιὸς δικαιοῦται νὰ μιλάει στὴ γιορτὴ σήμερα γιὰ πατρίδα, γιὰ κατοχὴ καὶ ἀντίσταση; Οἱ πατριδοκάπηλοι ποῦ κάθε φορᾶ, τὴν κρίσιμη στιγμή, συνθηκολογοῦσαν μὲ τὸν κατακτητή; Ἢ μήπως, οἱ πολιτικὲς καὶ οἰκονομικὲς ἐλὶτ ποὺ ἐγκατέλειπαν τὴν πατρίδα καὶ τὸ λαὸ τὴν ὥρα τῆς μάχης, γιὰ νὰ ἐπιστρέψουν κατόπιν ὡς ἐθνοσωτῆρες καὶ ἐλευθερωτές;
«Ποιὸς εἶναι, λοιπόν, πατριώτης;»
Ὁ Ἄρης Βελουχιώτης, τὸ τραγικὸ αὐτὸ σύμβολο τῆς Ἀντίστασης τοῦ Λαοῦ μας, ἔχει κάτι νὰ σοὺ πεῖ: «Ποιὸς εἶναι ὁ πατριώτης; Αὐτοὶ ἢ ἐμεῖς; Τὸ κεφάλαιο δὲν ἔχει πατρίδα καὶ τρέχει νάβρει κέρδη σ' ὅποια χώρα ὑπάρχουνε τέτοια. Γι' αὐτὸ δὲ νοιάζεται κι οὔτε συγκινεῖται μὲ τὴν ὕπαρξη τῶν συνόρων καὶ τοῦ κράτους. Ἐνῶ ἐμεῖς, τὸ μόνο ποὺ διαθέτουμε, εἶναι οἱ καλύβες μας καὶ τὰ πεζούλια μας. Αὐτά, ἀντίθετα ἀπὸ τὸ κεφάλαιο ποὺ τρέχει, ὅπου βρεῖ κέρδη, δὲν μποροῦν νὰ κινηθοῦν καὶ παραμένουνε μέσα στὴ χώρα ποὺ κατοικοῦμε. Ποιός, λοιπόν, μπορεῖ νὰ ἐνδιαφερθεῖ καλύτερα γιὰ τὴν πατρίδα του; Αὐτοὶ ποῦ ξεπορτίζουνε τὰ κεφάλαιά τους ἀπὸ τὴ χώρα ἢ ἐμεῖς ποῦ παραμένουμε μὲ τὰ πεζούλια μας ἐδῶ;»
Ἐδῶ θὰ παραμείνουμε, δὲ θὰ φύγει κανείς, κυνηγημένε ἀπ' ὅλους Καπετάνιε! Ἐδῶ, νὰ φυλᾶμε τὰ πεζούλια ποὺ μᾶς ἄφησες! Θὰ μοιραστοῦμε ἂν χρειαστεῖ ἀκόμη καὶ τὴ φτώχια μας, τὴν ἀνάγκη, τὴν ὀργή μας, μὰ δὲν θὰ ἐγκαταλείψουμε. Γι' αὐτό.
«Τὰ καράβια μου καίω / δὲν θὰ πάω πουθενά. Κι ἂς μὴ μοῦ 'χεις χαρίσει ποτὲ / ἕνα χάδι ὡς τώρα / πάντα ἐδῶ θὰ γυρνῶ ἀπὸ πεῖσμα καὶ τρέλα θὰ ζῶ / σὲ τούτη τὴ χώρα / ὥσπου νὰ βρῶ νερὸ γιατί ἀνήκω ἐδῶ. Σταυρωμένη πατρίδα / μὲς στὰ μάτια σου εἶδα / τῆς ἀνάστασης φῶς».
(Τὰ καράβια μου καίω, Ν. Πορτοκάλογλου)
Πάτρα, Ὀκτώβριος 2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου