Ἀπὸ τοὺς πρώτους χρόνους, ἀκόμα ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν ἀποστόλων, διαπιστώνονται διαφοροποιήσεις πάνω σὲ διάφορα ζητήματα πρακτικῆς ἢ ἑρμηνευτικῆς φύσεως. Κατὰ τὴν περίοδο τῶν διωγμῶν ἡ χριστιανικὴ πίστη ἔπρεπε νὰ προσδιοριστεῖ καὶ νὰ διατυπωθεῖ πρὸς τὰ ἔξω, ἀντικρούοντας τὶς μομφὲς ποὺ οἱ εἰδωλολάτρες τῆς ἐπέρριπταν. Ἔτσι οἱ Ἀπολογητὲς χρησιμοποίησαν στὰ συγγράμματά τους τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία, ὄχι γιὰ νὰ προσδώσουν στὸ χριστιανισμὸ φιλοσοφικὴ ὑφὴ καὶ νὰ τὸν περιορίσουν σὲ ἕνα ἰδεολόγημα, ἀλλὰ γιὰ νὰ μεταφέρουν τὸν Εὐαγγελικὸ λόγο μὲ μία μορφὴ πιὸ κατανοητὴ στὸν Ἑλληνικὸ (μὲ τὴν ἔννοια τοῦ πνευματικοῦ ὑπόβαθρου) κόσμο. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ὅμως ποὺ ἡ ἑλληνικὴ φιλοσοφία ἐπιχειρήθηκε νὰ ταυτιστεῖ μὲ τὴν Θεολογία, ἄρχισαν νὰ διαμορφώνονται οἱ πρῶτες αἱρέσεις, ἄλλες ἐπηρεασμένες ἀπὸ τὴν ἀριστοτελικὴ καὶ ἄλλες ἀπὸ τὴ στωικὴ φιλοσοφία.
Ἀποκορύφωμα μίας τέτοιας τάσεως ἀπετέλεσε (τὸ 318 περίπου) ἡ διδασκαλία τοῦ Ἀρείου, ποὺ ἦταν ἱερέας στὴν Ἀλεξάνδρεια. Πίστευε ὅτι ὁ Υἱός, τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, δὲν εἶναι θεὸς ἀλλὰ δημιούργημα, κτίσμα, ἐφόσον γεννᾶται ἀπὸ τὸν Πατέρα. Καὶ ὡς κτίσμα δὲν εἶναι ἄναρχος, ἀλλὰ ἔχει χρονικὴ ἀρχή. Ἔτσι ὁ Χριστὸς εἶναι ἕνα κράμμα ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸν κτιστὸ Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ τὸ ὁρατὸ ὑλικὸ σαρκικὸ σῶμα. Κατὰ συνέπεια ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν....
γιὰ τὸν ΄Ἄρειο οὔτε τέλειος Θεὸς οὔτε τέλειος ἄνθρωπος.
Πρῶτος ἀντιμετώπισε τὸν ΄Ἄρειο ὁ Ἐπίσκοπός του, ὁ Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος. Ὕστερα ἀπὸ πολλὲς ἄκαρπες συζητήσεις, συνεκάλεσε τοπικὴ σύνοδο στὴν Ἀλεξάνδρεια τὸ 321 καὶ καθαίρεσε τὸν ΄Ἄρειο. Αὐτὸς ὅμως συνέχισε νὰ διαδίδει τὴν αἵρεσή του, προξενώντας σύγχυση καὶ διχασμό. Τὸν σάλο ποὺ δημιουργήθηκε θέλησε νὰ κατασιγάσει ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος μὲ τὴ σύγκληση τῆς Πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ 325, ἡ ὁποία κατεδίκασε τὸν ΄Ἄρειο καὶ τὴν αἵρεσή του, συνέταξε δὲ καὶ τὸ πρῶτο σύμβολο τῆς Πίστεως, γνωστὸ καὶ ὡς “Σύμβολο τῆς Νικαίας”.
3. Τὸ Σύμβολο τῆς Νικαίας
“Πιστεύομεν εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα, παντοκράτορα, πάντων ὁρατῶν τὲ καὶ ἀοράτων ποιητήν. Καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ γεννηθέντα ἐκ τοῦ πατρὸς μονογενῆ, τουτέστιν ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός, Θεὸν ἐκ Θεοῦ, φῶς ἐκ φωτός, Θεὸν ἀληθινὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ γεννηθέντα, οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δὶ οὐ τὰ πάντα ἐγένετο, τὰ Τὲ ἐν τῷ οὐρανῶ καὶ τὰ ἐν τὴ γῆ, τὸν δὶ ἠμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα καὶ σαρκωθέντα καὶ ἐνανθρωπήσαντα, παθόντα καὶ ἀναστάντα τὴ τρίτη ἡμέρα, ἀνελθόντα εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἐρχόμενον κρίναι ζώντας καὶ νεκρούς. Καὶ εἰς τὸ ἅγιον Πνεῦμα.
Τοὺς δὲ λέγοντας ἢν πότε ὄτε οὐκ ἤν, καὶ πρὶν γεννηθῆναι οὐκ ἢν καὶ ὅτι ἐξ οὐκ ὄντων ἐγένετο ἢ ἐξ ἑτέρας ὑποστάσεως ἢ οὐσίας φάσκοντας εἶναι κτιστὸν ἢ ἀλλοιωτὸν τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, ἀναθεματίζει ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία.”
4. Ἡ Θεολογία τῶν Πατέρων
Ὅπως φαίνεται μέσα ἀπὸ τὸ κείμενο τοῦ Συμβόλου οἱ ΄Ἅγιοι 318 Πατέρες δὲν υἱοθέτησαν τὶς ἀπόψεις τοῦ Ἀρείου. Συγκεκριμένα ὁ Μέγας Ἀθανάσιος κατέδειξε ὅτι μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Ἀρείου, ἐκτός του ὅτι ἔχουμε εἰδωλολατρεία (ἐπειδὴ λατρεύουμε τὸν Υἱὸ ὡς κτίσμα), καθίσταται ἐπιπλέον ἀδύνατη ἡ σωτηρία καὶ θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Μόνον ὁ Θεὸς ὁ ἄκτιστος μπορεῖ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν θεώσει κατὰ χάριν. Ἔτσι λοιπὸν ὁ Υἱὸς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι κτίσμα, ἀλλὰ Θεὸς ἀληθινὸς ἀπὸ τὴν ἴδια ὑπόσταση καὶ οὐσία μὲ τὸν Πατέρα, γὶ αὐτὸ καὶ συνάναρχος καὶ συναΐδιος. Δὲν νοεῖται λοιπὸν ἀλλοίωση τῆς ὑποστάσεώς Του, εἶναι τέλειος Θεός, ἐνανθρώπησε καὶ δὲν ἐνσακώθηκε, προσέλαβε δηλαδὴ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ ὄχι μόνο τὴν σάρκα. Γιὰ τὸν καθοριστικό του ρόλο στὴν ἔκφραση τῆς ἀληθείας καὶ τὴν διατύπωση τοῦ Δόγματος τιμήθηκε μὲ τὸν μοναδικὸ τίτλο τοῦ Στύλου τῆς Ὀρθοδοξίας
5. H σωτηριολογικὴ σημασία.
Κριτήριο καὶ γνώμονας τῆς Ἁγιοπατερικῆς σκέψεως καὶ κρίσεως τῶν κακοδοξιῶν τοῦ Ἀρείου ἀπετέλεσε, ὅπως εἴδαμε, ἡ δυνατότητα τῆς σωτηρίας καὶ τῆς θέωσης τῶν ἀνθρώπων, σύμφωνα πάντα μὲ τὴν Ἁγία Γραφή. Ἂν ὁ κτιστὸς κατὰ τὸν ΄Ἄρειο Λόγος σώζει τοὺς κτιστοὺς ἀνθρώπους, τότε οἱ ἄνθρωποι θὰ μποροῦσαν νὰ σωθοῦν ἀπὸ μόνοι τους χωρὶς τὴν βοήθεια κανενὸς “θεού”. Αὐτὸ ὅμως εἶναι ἄτοπο καὶ ἀναληθές, διότι Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ μαρτυρεῖται στὸ Εὐαγγέλιο ὡς Θεὸς ἀδιαίρετος ἀλλὰ καὶ ἀσύγχυτος μὲ τὸν Πατέρα. Τὰ λόγια του Κυρίου εἶναι καταλυτικά: “ἐγὼ καὶ ὁ πατὴρ ἓν ἐσμέν” (Ἰω. ι΄, 30), “ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοὶ” (Ἰω. ἴδ΄, 11), “ὁ ἐωρακῶς ἐμὲ ἐώρακε τὸν πατέρα” ( Ἰω. ἴδ΄,9). Καταδεικνύεται ἄρα ὅτι ὁ ΄Ἄρειος δὲν πρέσβευε μία ἁπλὴ αἵρεση, μία διαφοροποίηση, ἀλλὰ στὴν οὐσία μία θεολογία ξένη πρὸς τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, ἡ ὁποία στεροῦσε ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τὴν εὐκαιρία καὶ τὴ δυνατότητα τῆς σωτηρίας. Αὐτὸ τὸ πνεῦμα καὶ αὐτὴ τὴν συνέπεια καταπολέμησαν οἱ Πατέρες, καὶ μαζί τους τὸν ἀμετανόητο καὶ ἀμετακίνητο ἀπὸ τὴν κακοδοξία τοῦ Ἀρείου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου