Τοῦ Δ. Μυωτέρη
Ὅλοι τὴν ξέρουμε σὰν τὴν γερόντισσα τῆς Νέας Μονῆς. Ὅλους μας ἔχει καλοδεχτεῖ στὸν ἱερὸ χῶρο ποὺ ὑπηρετεῖ τὸ Θεὸ ἀπὸ τὸ 1958. Ἐνῶ ὅμως ὅλοι τὴν ξέρουμε ἐξ ὄψεως, δὲν γνωρίζουμε σχεδὸν τίποτα γιὰ ἐκείνη. Σήμερα, μᾶς ἀποκαλύπτεται. Κι εἶναι πολὺ σημαντικὸ αὐτὸ γιατί ἐλάχιστοι τὴν ἔχουν ἀκούσει νὰ τοὺς ἐξομολογεῖται τὴν ἱστορία της, ποὺ εἶναι συνυφασμένη μὲ τὴ Νέα Μονή. Δὲν περιορίζεται βέβαια μόνο σὲ αὐτό. Μᾶς ἄνοιξε τὴν ψυχή της καὶ μᾶς ἐξέπληξε μὲ τὴν πνευματικότητα καὶ τὴν εὐρύτητα τοῦ πνεύματός της. Η γερόντισσα Μαριάμ, κατὰ κόσμο Δέσποινα Μανιού, γεννήθηκε τὸ 1922 στὸ χωριὸ Μεσαγρός, στὴ Γείρα τῆς Λέσβου. Γιῶργος o πατέρας της καὶ Μαγδαληνὴ ἡ μητέρα, ἡ ὁποία κι αὐτὴ στὰ τελευταῖα χρόνια της ἔγινε μοναχὴ καὶ ὑπηρέτησε τὴν Ὀρθοδοξία στὴ Νέα Μονή, μαζὶ μὲ τὴν κόρη της. Θεωροῦμε ὅτι...αὐτὴ ἡ παρουσίαση ἔχει ἰδιαίτερη ἀξία.
Ἡ ζωή της
Ἀρχίσαμε νὰ ξετυλίγουμε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸ κουβάρι τῆς ζωῆς της. Ὅπως μᾶς ἀποκαλύπτει, δὲν ἔγινε ἀπὸ μικρὴ καλογριά. Μεγάλη κοπέλα ἦταν ὅταν μία παρέα Μυτιληνιὲς ἀποφάσισαν νὰ γίνουν καλογριές. Ἡ τωρινὴ ἡγουμένη τοῦ Ἁγίου Ραφαήλ, Εὐγενία Κλειδαρά, πήγαινε στὸ Μεσοτόπο καὶ τὴν εὕρισκε. «Ἐκείνη εἶχε γίνει πιὸ μπροστὰ ἀπὸ μένα καλογριά. Ἐρχόταν στὰ χωριά μας, μᾶς πήγαινε ἡ μητέρα μου ἡ Μαγδαληνὴ στὸ Σκόπελο καὶ ἐκείνη μᾶς ἔκανε κηρύγματα. Σιγὰ – σιγὰ μαζευτήκαμε πολλὲς κοπέλες, γίναμε καλόγριες καὶ σκορπίσαμε ἀλλοῦ».
Στὴ Χίο
Ἦλθε στὴ Χίο τὸ 1958. Μαζὶ μὲ τὴν Εὐγενία, σημερινὴ ἡγουμένη τοῦ Ἄγ. Ραφαὴλ στὴ Μυτιλήνη. Ρηνούλα λεγόταν τότε. «Τότε ξεκινήσαμε ἀπὸ τὴ Γέρα καὶ ἤλθαμε πρῶτα στὴν Ἁγία Σκέπη. Ἀργότερα ὁ Δεσπότης Παντελεήμων Φωστίνης, ἔκανε γυναικεία μονὴ τὴ Νέα Μονὴ καὶ μᾶς ἔφερε ἐδῶ νὰ κρατήσουμε τὸ Μοναστήρι. Ἦταν ἀκόμη μερικοὶ γέροι καλόγεροι. Ὁ πάτερ Κορνήλιος, ὁ πάτερ Μελέτιος καὶ ἄλλοι.
Ἐκεῖνοι μᾶς εἶπαν ὅτι ἐδῶ ὑπῆρχαν πολλοὶ πλούσιοι τάφοι, ἔρχονταν μεγιστάνες ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, τοὺς διακονοῦσαν καὶ τοὺς κήδευαν ἐδῶ. Ὅμως, δὲν ξέρω πού».
Τότε ζοῦσαν στὴ Νέα Μονὴ 17 καλόγριες. Ἡ Ματρώνα ἡ Χάλακα, ἦταν ἡ τελευταία ποὺ ζοῦσε μαζί της ἕως πρὶν λίγα χρόνια. Μυτιληνιὰ κι ἐκείνη, ἀπὸ τὸ Πλωμάρι. Ἡ Θεοκτίστη ἡ Βολάκη, ἡ ἄλλη Θεοκτίστη ποὺ δὲν ἔβλεπε, κι ἄλλες ἀρκετές, πέρασαν μαζὶ πολλὰ χρόνια του μοναχικοῦ βίου τους.
Ἡ Εὐγενία
«Ἡ Εὐγενία ὕστερα ἔφυγε ἀπὸ ἐδῶ, πῆγε καὶ σπούδασε. Τὸ γιατί ἔφυγε εἶναι μεγάλη ἱστορία. Ἂς σᾶς τὴν πεῖ ἐκείνη. Ἔβγαλε τὴν Παντεῖο, πῆγε καὶ σὲ ἄλλα μοναστήρια, ἔχει γίνει πιὰ μεγάλη ἡγουμένη, ἔχει γράψει βιβλία, ἔχει κάνει μεγάλα ἔργα. Ἐγὼ μπροστά της δὲν ἔχω κάνει τίποτα. Ἐκείνη ἐφτίαξε τὴ Μονὴ τοῦ Ἄγ. Ραφαὴλ» Ἡ γερόντισσα τὴ θυμᾶται καὶ συγκινεῖται, ὁλοφάνερα.
Τίποτα
Ὅπως λέει, δὲν τῆς ἔχει λείψει τίποτα ἕως τώρα στὴ ζωή της ἀπὸ τὰ ἐγκόσμια. Θέλει ὅμως νὰ βρεῖ τὴν παρρησία καὶ τὴν ἀγαθὴ τύχη στὴν ἄλλη ζωή, νὰ ζήσει κοντὰ στὸ Χριστό. «Αὐτὴ εἶναι ἡ εὐτυχία. Νὰ μᾶς ἐλεήσει ὁ Κύριος νὰ βροῦμε μία θέση στὸ πλάι του. Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ξέρετε τί ἔλεγε σὲ ἕναν πονηρὸ ποὺ τὸν πείραζε καὶ τοῦ ἔλεγε: «Ἀντώνιε, ἐσὺ τώρα εἶσαι πιὰ στὸν παράδεισο;» Τοῦ ‘λέγε, «κάτσε πρῶτα νὰ βάλω τὸ ποδάρι μου καὶ θὰ σοὺ πῶ μετά». Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ ὅτι ἔχει ἐξασφαλισμένο τὸν παράδεισο, ὅτι εἶναι μέσα στὸν παράδεισο. Μόνο ὅταν πᾶμε ἐκεῖ θὰ τὸ μάθουμε».
Νέα Μονὴ
Ἔζησε καὶ ζεῖ τὴ Νέα Μονὴ σὲ καλὲς καὶ κακὲς ἐποχές. Τώρα ζεῖ τὴν ἐγκατάλειψη. Ζεῖ στὸ χῶρο μαζὶ μὲ τὸν πάτερ Διονύσιο. «Ἀγαπῶ τὴ Νέα Μονή. Εἶναι ἡ ζωή μου. Τὴν γνωρίζω πετραδάκι – πετραδάκι. Θὰ ζήσει αἰῶνες ἀκόμη. Ἡ Νέα Μονὴ κάθε μέρα μᾶς ἀποκαλύπτεται. Ὑπῆρχε πολὺ πρὶν ἀπὸ τὸν Κωνσταντῖνο Μονομάχο. Ἐκεῖνος ἁπλὰ τὴν ἀξιοποίησε καὶ τὴν ἀνέδειξε, τὴ μεγάλωσε. Ἐδῶ ζοῦσαν 800 καλόγεροι καὶ χωριστὰ οἱ δόκιμοι ποὺ κατοικοῦσαν στὰ ἐξωτερικὰ κτίσματα. Ἂν δὲν τοὺς δοκίμαζαν τρία χρόνια, δὲν τοὺς βάζανε μέσα στὴ Μονή. Ζοῦσαν καλλιεργώντας τὰ χωράφια ἔξω».
Ἡ πίστη
Μὴ σᾶς φανεῖ παράξενο. Κι ὅμως ἡ Γερόντισσα εἶναι ἐνημερωμένη γιὰ ὅ,τι συμβαίνει στὸν ἔξω κόσμο. Δίνει, βέβαια, τὴ δική της ἑρμηνεία. Σὲ ἕνα μεγάλο καλάθι εἶναι στοιβαγμένος ὁ τοπικὸς τύπος κι ὄχι μόνο. Διαβάζει πολὺ ἐπιμελῶς τὰ νέα. Γιὰ ὅ,τι συμβαίνει αὐτὸ τὸ τελευταῖο διάστημα στὴν Ἐκκλησία, κι εἰδικὰ στοὺς Ἁγίους Τόπους, ὑποστηρίζει ἁπλοϊκότατα ὅτι εἶναι δάκτυλος τοῦ Ἀντιχρίστου. «Ὅμως ἐπέτρεψε τὰ πάντα ὁ Κύριος γιατί δοκιμάζει τοὺς πάντες».
Διαισθάνεται ὅτι ὑπάρχει σχέδιο τῶν ἐχθρῶν της Ὀρθοδοξίας νὰ μᾶς κάνουν νὰ τὴν ἐγκαταλείψουμε καὶ νὰ γίνουμε ἕνα μὲ τὶς ἄλλες Ἐκκλησίες. Ὅπως τονίζει ὅμως, αὐτὸ δὲν εἶναι ἀρεστό. «Ἐμεῖς ἀπὸ μίας ἀρχῆς πιστεύουμε τὸ σωστό. Ὅ,τι δίδαξαν οἱ Ἀπόστολοι. Ὅτι λένε οἱ εὐχὲς τῆς Ὀρθοδοξίας ποὺ διαβάζονται ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς στὸ νάρθηκα τῆς Ἐκκλησίας».
Τὰ οὐράνια
Εἶναι ἄυλα τὰ Οὐράνια, μᾶς ὑπενθυμίζει. Μᾶς μιλάει γιὰ τοὺς ἑπτὰ οὐρανούς, ποὺ εἶναι ἀπὸ πάνω μας. «Ὅταν οἱ ἄνθρωποι καταλάβουν τί εἶναι οἱ ἑπτὰ οὐρανοί, θὰ λυτρωθοῦν».
Ἡ ἴδια δὲν πιστεύει ὅτι οἱ ἄνθρωποι πῆγαν στὸ φεγγάρι. «Εἶναι ἀδύνατον. Ποῦ νὰ τὸ βροῦν τὸ φεγγάρι; Πῆγαν σὲ ἕνα βράχο γυαλιστερό, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔχει δισεκατομμύρια ἡ γῆ. Σὲ ἕναν τέτοιο πῆγαν καὶ εἶπαν πὼς εἶναι τὸ φεγγάρι. Ἡ γῆ ἔχει πάνω της ἑκατομμύρια εἴδη βράχων κι ἄστρα κι ἄλλα σώματα οὐράνια. Ὅμως ὅλα τὰ ἐξουσιάζει ὁ Χριστὸς κι ὄχι ὁ ἄνθρωπος.
Ὅλοι εἴμαστε καλεσμένοι ἀπὸ τὸ Χριστὸ γιὰ νὰ πᾶμε στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Δὲν ὑπάρχει θάνατος. Μόνο στὸ σημερινό μας σῶμα φαίνεται. Θὰ ζήσουμε ἐδῶ. Δὲν μᾶς ἐμποδίζει κανένας νὰ φᾶμε καὶ νὰ πιοῦμε ὅ,τι εἶναι εὐλογημένο».
Ἡ φιλοσοφία της
Μᾶς ὑπενθυμίζει κάτι ποὺ εἶναι μία ὁλόκληρη φιλοσοφία. «Ἡ γέννα εἶναι εὐλογημένη ἀπὸ τὸ Θεό. Γεννιέται τὸ παιδί, παπὰς τὸ διαβάζει. Γίνεται σαράντα ἡμερῶν, τὸ πάνε στὴν Ἐκκλησία. Τὰ ἀγοράκια στὴν Ἁγία Τράπεζα, τὰ κοριτσάκια στὸ εἰκόνισμα τῆς Παναγίας. Ἡ Ἐκκλησία εὐλογεῖ βάπτισμα, κοινωνία, στεφάνωμα.
Ὅταν κάποιος γεννιέται, εἶναι καὶ τὰ λεπτὰ ποὺ θὰ ζήσει γνωστὰ καὶ μετρημένα. Λένε ὅταν χτυπήσει κάποιος, ὅταν πεθαίνει, ὅτι δὲν πρόλαβε νὰ κάνει πολλά. Κι ὅμως, ἔκανε ὅ,τι ἦταν γραμμένο νὰ κάνει. Τὴν ὥρα τοῦ θανάτου γίνεται ὁ ἀπολογισμὸς τῆς ἐγκόσμιας ζωῆς καὶ κλείνει τὸ ἐπίγειο ταμεῖο».
Οἱ… φευγάτοι
Χαρακτηρίζει τὸ σημερινὸ κόσμο πολὺ φευγάτο. Ἰδιαίτερά τους νέους πού, ὅπως λέει, νομίζουν οἱ περισσότεροι ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν ἄνθρωπος σὰν κι ἐμᾶς. «Ὅ,τι λένε οἱ Πατέρες κι οἱ 7 Σύνοδοι εἶναι ἀληθινά. Τὸ πιστεύω μας, τὰ εὐαγγέλια εἶναι ἡ πίστις μας ἡ ἀληθινή, ἡ Ὀρθοδοξία».
Δὲν διστάζει νὰ τὰ βάλει καὶ μὲ τὶς τελετὲς τῆς Ὀλυμπιάδας. «Δὲν μποροῦν σήμερα νὰ καταλάβουν τὸ λάθος ποὺ κάνουν. Ἀκόμη καὶ στὴν Ὀλυμπιάδα ἦταν ὅλες οἱ τελετὲς εἰδωλολατρικές. Ἐπικαλοῦνταν τὸν Ἀπόλλωνα οἱ ἱέρειες στὴν Ὀλυμπιάδα. Ἐγὼ πῆρα τηλέφωνο καὶ τὸ Δήμαρχο καὶ τὸ εἶπα. Ἦταν λάθος ὁ τόσο ἐκτεταμένος εἰδωλολατρισμός. Ἡ Ὀρθοδοξία ἔλειπε ἀπὸ παντοῦ».
Τονίζει ὅτι ὅλα αὐτὰ δὲν καλαρέσουν τοῦ Χριστοῦ μας. «Γι’ αὐτὸ ἔχουν γίνει ὅλα ἄνω κάτω. Τίποτα δὲν εἶναι τυχαῖο. Ὁ Κύριος λέει ὅτι οὔτε μία τρίχα ἀπὸ τὴν κεφαλή μας δὲν πέφτει, οὔτε ἕνα στρουθίον ἀπὸ τὴ στέγη, ἂν δὲν τὸ ξέρει, ἂν δὲν τὸ ἐγκρίνει ὁ ἐπουράνιος Πατήρ μας. Ἀρνηθήκαμε καὶ πάλι τὸ Χριστό, ἀναδείξαμε τὸν Ἀπόλλωνα πάλι, ἐπικαλεστήκαμε τὴ φλόγα, κι ἡ φλόγα ἔφερε στὴ συνέχεια ὅλα τὰ προβλήματα. Ἀκόμη καὶ τῆς Ἐκκλησίας τὰ πρόσφατα. Ὅλη τὴν ἀνακατωσούρα. Παπάδες, Δεσποτάδες, Πατριάρχες ἀνακατεύτηκαν κι ἡ Ἐκκλησία κλονίστηκε.
Ὅλοι οἱ χριστιανοὶ Ὀρθόδοξοι ποὺ ἔρχονται ἐδῶ, μοῦ λένε ὅτι μιλάω σωστά. Ὅμως, ὅλοι τρέχανε πίσω ἀπὸ τὴ φλόγα. Ἄλλοι ἀπὸ περιέργεια, ἄλλοι ἀπὸ μισαλλοδοξία. Κραυγάζανε. Δὲν ἐννοοῦν νὰ καταλάβουν ὅτι ὅλοι εἴμαστε θνητοί. Κι οἱ πρωταθλητὲς πόσο θὰ ζήσουν; Καὶ τὰ ἀρχαία χρόνια ὑπῆρχαν πρωταθλητές. Ζεῖ κανένας; Πόσοι τοὺς γνωρίζουν; Ἔχουν μείνει ὅμως στὴν ἱστορία κι εἶναι γνωστοὶ ὅσοι ἀγωνίστηκαν γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴν πατρίδα».
Ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν
Μᾶς ὁδηγεῖ ἐκείνη ὅπου θέλει. Μᾶς περνάει σὲ ἄλλες σφαῖρες. Ἰσχυρότατη προσωπικότητα.
«Πρέπει μὲ κάθε τρόπο νὰ κερδίσουμε μία θέση στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν Εἶπε ὁ κύριος ὅτι καλεῖ τοὺς πάντες στὴ σωτηρία, δὲν καλεῖ μόνο τοὺς ἐκλεκτούς. Καλεῖ τοὺς πάντες. Τὸ διαβάζουμε κάθε ὥρα καὶ στιγμή, ἐν παντὶ καιρῶ.
Ὁ Χριστὸς εἶναι ζωντανὸς κι εἶναι ἀνάμεσά μας. Εἶναι ὁλοφάνερος. Ἐγὼ τὸν εἶδα ὁλοφάνερο. Τὸν εἶδα πάνω ἀπὸ τὸ κελί μου. Εἶχε τὴ λάμψη τοῦ φεγγαριοῦ, τὸ τετράγωνο πλαίσιο μέσα στὸ ὁποῖο καθόταν. Εἶχε ἕνα γαλήνιο πρόσωπο, τόσο ποὺ δὲν τὸ ἔχει ἀποδώσει καμία εἰκόνα, σὰν τὸν Ἅγιο Μαντήλιο. Γαλήνη ξεχυνόταν ἀπὸ τὸ πρόσωπό του, ἕνα χαμόγελο, ἕνα βλέμμα ἀξέχαστο ποὺ μὲ κοίταξε… Σὰν ἀκτίνες κατέβαιναν κάτι φωτεινὲς λάμψεις πρὸς ἐμένα, σὰν νὰ μοῦ ἔλεγε, μὴν ἀμφιβάλλεις ὅτι εἶμαι ζωντανός. Ὅποιος πιστεύει δὲν ἀμφιβάλλει.
Κάποιοι ποῦ ἀμφισβητοῦν τὴν παρουσία του, λένε γιατί ὁ Χριστὸς ἐπιτρέπει νὰ γίνονται σεισμοί, λιμοί, καταποντισμοί; Αὐτὰ τὰ κάνουν οἱ ἁμαρτίες μας. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μου λέγανε παλιὰ ὅτι ἡ ψυχὴ ποὺ πηγαίνει πάνω ἀπὸ τέτοια γεγονότα, δὲν παθαίνει τίποτα. Πηγαίνει ἴσια στοὺς ἀνοικτοὺς οὐρανούς».
Η …. ἄλλη Ἁγία Τριάδα
Ὑψώνει τὴ φωνὴ καὶ τονίζει ὅτι πρέπει νὰ σωθοῦν ἡ πίστη, ἡ ὀρθοδοξία κι ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα. Θυμᾶται ἕνα περιστατικὸ μέσα στὸ ναό, τὸ ζωσμένο μὲ τὶς σκαλωσιές. «Ἦλθαν δύο ξένοι. Νόμιζα ὅτι δὲν θὰ συνεννοηθῶ μαζί τους. Ξαφνικά μου λέει ὁ ἕνας: «Ἀνέλθω εἰς κλίμακαν;» «Οὐχὶ» τοῦ λέει ὁ ἄλλος καὶ τοῦ κάνει νόημα ὅτι δὲν ἐπιτρέπεται. Οἱ ξένοι ξέρουν ἀρχαία ἑλληνικὰ καὶ κάποιοι Ἕλληνες θέλουν νὰ τὰ καταργήσουν. Χωρὶς ἀρχαία Ἑλληνικὰ τί θὰ γίνει; Θὰ καταργήσουν τὰ Εὐαγγέλια, τὶς Ἁγίες Γραφές;» Καὶ στὸ τέλος προσθέτει: «Ἐγὼ εἶμαι μία ἀγράμματη καὶ ζητάω συγνώμη γιὰ ὅ,τι λέω καὶ ὅπως τὰ λέω. Εἶμαι τοῦ Δημοτικοῦ καὶ μιλῶ ἀπὸ τὴν καρδιά μου».
Ὁ συνεχιστὴς
Ἀναπόφευκτα ἡ κουβέντα ὁδηγήθηκε καὶ στὸν ἄνθρωπο ποὺ θὰ εἶναι ὁ συνεχιστής της.
Ἀναγνωρίζει ὅτι ὁ πάτερ Διονύσιος, μὲ τὸν τρόπο τοῦ ἔχει τραβήξει πολὺ κόσμο κοντὰ στὸ μοναστήρι, ἔχει κάνει πολλοὺς νὰ ἐνδιαφερθοῦν, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας πάντα ποὺ βοηθᾶνε. «Ἂν δὲν βοηθοῦσε, δὲν θὰ μπορούσαμε τόσα χρόνια νὰ καθόμαστε ἐδῶ. Ἀπὸ αὐτὸ τὸ μοναστήρι περάσανε κόρες, Ἅγιοι, Πατριάρχες. Ὁ Ἅγιος Νικηφόρος, ὁ Ἅγιος Νεκτάριος τῆς Αἴγινας ἔζησε ἐδῶ τρία χρόνια. Ἐπειδὴ ἦταν μορφωμένος, ἦταν δάσκαλος κι ἤξερε γράμματα, τὸν εἶχαν γραμματέα». Ποιὸς τὸ ἤξερε αὐτό; Ἀπὸ ἐδῶ πέρασε κι ὁ Ἅγιος Παρθένιος.
Ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
Μᾶς ἐξήγησε καὶ τὸ γιατί κατὰ τὴν ἄποψή της καλόγεροι καὶ καλόγριες πηγαίνουν καὶ ζοῦν στὰ μοναστήρια καὶ προσπαθοῦν μὲ νηστεία καὶ προσευχὴ νὰ κατεβάσουν τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἡ ἁγιοσύνη, σώζει τὴν ψυχή τους. «Οἱ ἄνθρωποι τρέχουν στὰ μοναστήρια στενοχωρημένοι καὶ θλιμμένοι καὶ φεύγουν ἀνακουφισμένοι. Γιατί ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατεβαίνει. Κι ὅταν κατέβει σκιάζει τὸ μοναστήρι καὶ μὲ αὐτὴν τὴ δύναμη θαυματουργοῦν οἱ εἰκόνες. Ἔρχονται λαϊκοὶ καὶ κάνουν παρακλήσεις, ἀφήνουν τάματα. Ὅλα αὐτὰ εἶναι πόνος καὶ δύναμη ψυχῆς. Εἶναι πίστη καὶ ἀγάπη. Δίνουν καὶ εἰσπράττουν ἀγάπη.»
Τὰ λεφτὰ
Ἡ γερόντισσα δὲν ἀποφεύγει τὶς κακοτοπιές. Ἔτσι, δὲν ἀποφεύγει νὰ μιλήσει μὲ τὸ δικό της τρόπο καὶ γιὰ ὑλικὰ βάσανα τῆς Ἐκκλησίας. «Λένε ὅτι οἱ παπάδες κι οἱ Δεσποτάδες ἔχουν πολλὰ λεφτά. Τοὺς κατηγοροῦν γι’ αὐτό». Ἐκείνη τὸ ἀντιστρέφει, καὶ λέει τὸ ἄλλο. «Ἐσεῖς οἱ λαϊκοί, γιατί πάτε καὶ τοὺς τὰ δίνετε; Ἔρχονται ἄνθρωποι, ποὺ ἐνῶ παπὰς ἀρνεῖται νὰ πάρει τὰ δῶρα τους, πιέζουν πολὺ καὶ παρακαλοῦν νὰ τὰ πάρουν, γιατί λένε ὅτι ἀλλιῶς δὲν θὰ πιάσει τὸ τάμα. Καὶ μετὰ πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς βγαίνουν καὶ κατηγοροῦν τοὺς παπάδες γιατί παίρνουν λεφτά».
Μὲ ὑπερηφάνεια λέει, ὅτι στὴ Νέα Μονὴ δὲν παίρνει κανένας χρήματα. Συμβουλεύει μάλιστα ὅλους ὅσους συμμετέχουν σὲ τέτοιες διαδικασίες, «νὰ τὰ βάλουν ὅλα κάτω πιά, νὰ τὰ βροῦν, νὰ τὰ μαζέψουν καὶ νὰ χτίσουν τὸ τάμα ποὺ ἔχουν κάνει».
Δὲν μποροῦν
Ἡ ἐπικοινωνία μᾶς ὁλοκληρώνεται μὲ μία πολὺ ἰδιαίτερη ἐπισήμανσή της.
«Κάποιοι λένε ὅτι μποροῦν νὰ πιστεύουν καὶ πιστεύουν, ἀλλὰ εἶναι δύσκολο νὰ πιστέψουν ὅπως οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν τὴ δύναμη νὰ ἀφιερωθοῦν στὸ Θεό. Δὲν μποροῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ γίνουν καλόγεροι, δὲν πρέπει ὅμως κιόλας. Ὅ,τι μπορεῖ ὁ καθένας κάνει κι ὁ Χριστὸς τοὺς δέχεται ὅλους, ἐκτιμᾶ ὅ,τι μπορεῖ νὰ Τοῦ προσφέρει ὁ καθένας μας».
Τὰ ἔργα καὶ ἡ τύχη τῆς Μονῆς
Ἡ ἴδια λέει ξεκάθαρα ὅτι δὲν ἤθελε νὰ γίνουν αὐτὰ τὰ ἔργα ποὺ ἔχει ξεκινήσει ἡ Ἀρχαιολογία στὴ Μονή. Τελικὰ ὁ πάτερ Διονύσιος βρῆκε τὴ λύση καὶ μετέτρεψε προσωρινὰ σὲ ἱερὸ τὸν ξενώνα. Τώρα, τῆς ἀρέσει ποὺ προχωρᾶνε κι ἔρχεται πολὺς κόσμος καὶ θαυμάζει τὸ μοναστήρι. «Εἶμαι ἱκανοποιημένη γιατί ξέρω πιὰ ὅτι ὅταν φύγω, ἀφήνω πίσω μου κάποιους ἀνθρώπους ποὺ θὰ συνεχίσουν τὸ ἔργο ποὺ πρέπει».
Προσθέτει μάλιστα ὅτι οἱ ὑψηλὰ ἱστάμενοι ἔπρεπε νὰ εἶχαν φροντίσει νὰ φέρουν νέους καλόγερους ἀπὸ ἀλλοῦ, νὰ βάλουν νέους ἡγουμένους, νὰ στηρίξουν καλὰ τὰ μοναστήρια ποὺ σβήνουν. «Ἂν δὲν γίνει ἔτσι, θὰ μᾶς τὰ πάρουν κάποια στιγμή. Ἡ πολιτεία θὰ τὰ κάνει κοσμικά. Πρέπει νὰ μπαίνουν ἡγούμενοι, ποὺ εἶναι οἱ στηλοβάτες τῶν μοναστηριῶν. Ἐδῶ, τώρα ὑπάρχει ὁ πάτερ Διονύσιος, στὰ Ψαρὰ εἶναι ὁ πάτερ Ἰωακείμ, στὸ Μερσινίδι ὁ πάτερ Βικέντιος, αὐτὰ τὰ μοναστήρια θὰ συνεχίσουν νὰ ὑπάρχουν. Δὲν θὰ χαθοῦν οἱ περιουσίες τους. Ἡ πνευματικὴ καὶ ὑλική τους δύναμη. Πολλοὶ ἐποφθαλμιοῦν νὰ πάρουν τὶς περιουσίες τῶν μοναστηριῶν ἀλλὰ δὲν θὰ τὸ καταφέρουν ὅσο ζεῖ κι ἕνας μοναχός, μία καλόγρια μέσα σὲ αὐτά».
ἀπὸ τὴν ἐφημερίδα “Πολιτης” της Χίου
01/08/2005
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου