ΑΔΕΛΦΟΙ καὶ πατέρες, εἶναι καλὸ νὰ διακηρύττουμε σὲ ὅλους τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ γνωστοποιοῦμε στοὺς πλησίον μας τὴν εὐσπλαγχνία καὶ τὴν ἄφατη ἀγαθότητά του σέ μας. Ὁ θεῖος Δαβὶδ λέει: «Ἐγὼ δὲν νήστεψα, δὲν ἀγρύπνησα, δὲν κοιμήθηκα καταγῆς, ἀλλὰ ἁπλῶς ταπεινώθηκα καὶ μ' ἔσωσε ὁ Κύριος» (Ψάλμ. 116:6) Καὶ γιὰ νὰ πῶ συντομότερα: «Μόνο πίστεψα καὶ μὲ δέχθηκε ὁ Κύριος» (Ψάλμ.26:10). Διότι ἐνῶ γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς ταπεινώσεως παρεμβάλλονται πολλὰ ἐμπόδια, γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς πίστεως κανένα. Ἐὰν θελήσουμε μὲ τὴν ψυχή μας ἡ πίστη ἐνεργεῖ ἀμέσως, ἐπειδὴ εἶναι θεῖο δῶρο καὶ φυσικὸ χάρισμα -ἀφοῦ οἱ Σκύθες καὶ οἱ βάρβαροι πιστεύουν ὁ ἕνας στὰ λόγια του ἄλλου- ἐξαρτᾶται ὅμως καὶ ἀπὸ τὴν αὐτεξούσια προαίρεσή μας. Ἀλλὰ γιὰ νὰ σᾶς ἀποδείξω τὴν ἐνέργεια τῆς ἐνδιάθετης πίστεως, θὰ σᾶς διηγηθῶ πρὸς ἐπιβεβαίωση τῶν λόγων μου μία ἱστορία ποὺ...
ἄκουσα ἀπὸ στόμα ἀληθινό.
ἄκουσα ἀπὸ στόμα ἀληθινό.
Ζοῦσε στὰ χρόνιά μας στὴν Κωνσταντινούπολη ἕνας νέος, ποὺ ὀνομαζόταν Γεώργιος (1), περίπου εἴκοσι ἐτῶν. Ἦταν ὡραῖος στὴν ὄψη καὶ κάπως ἐπιδεικτικὸς στοὺς τρόπους, στὸ βάδισμα καὶ σ' ὅλη του τὴν ἐμφάνιση. Γι' αὐτὸ μερικοὶ ποὺ βλέπουν μόνο ἐξωτερικὰ καὶ κατακρίνουν τοὺς ἄλλους, εἶχαν σχηματίσει κακὴ ἰδέα γι' αὐτόν. Αὐτός, λοιπόν, γνωρίστηκε μὲ κάποιον ἅγιο μοναχό, ποὺ ζοῦσε σ' ἕνα ἀπὸ τὰ μοναστήρια τῆς πόλεως (2). Τοῦ ἐμπιστεύθηκε τὴν ψυχή του καὶ ἔλαβε ἀπ' αὐτὸν ἕνα μικρὸ πνευματικὸ κανόνα μὲ τὴν προτροπὴ νὰ μὴν τὸν ἀμελήσει. Ὁ νέος του ζήτησε καὶ κάποιο βιβλίο, ποὺ νὰ ἀναφέρεται στὴ ζωὴ τῶν μοναχῶν καὶ τὴν πρακτική τους ἄσκηση, καὶ ὁ γέροντας τοῦ ἔδωσε τὸ βιβλίο τοῦ ἀββᾶ Μάρκου τοῦ Ἀσκητοῦ "Περὶ τοῦ πνευματικοῦ νόμου". Ἐκεῖνος τὸ δέχτηκε σὰν ἀπὸ Θεοῦ καὶ ἐλπίζοντας νὰ καρπωθεῖ κάτι σπουδαῖο ἀπ' αὐτό, τὸ διάβασε ὁλόκληρο μὲ πόθο καὶ προσοχή. Ἀπ' ὅλα ὠφελήθηκε, ἀλλὰ τρία ἰδιαιτέρως κεφάλαια ἔβαλε στὴν καρδιά του. Τὸ ἕνα περιεῖχε αὐτὰ τὰ λόγια:
Ἂν θέλεις τὴ θεραπεία σου ἐπιμελήσου τὴ συνείδηση, κᾶνε ὅ,τι σου λέει καὶ θὰ βρεῖς ὠφέλεια.
Τὸ δεύτερο ἔλεγε:
Ὅποιος ἐπιζητεῖ τὶς ἐνέργειες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πρὸ τῆς ἐργασίας τῶν ἐντολῶν μοιάζει μὲ δοῦλο, ποὺ μόλις τὸν ἀγόρασαν ἐπιδιώκει ἀμέσως τὴν ἀπελευθέρωση.
Καὶ τὸ τρίτο:
Εἶναι τυφλὸς αὐτὸς ποὺ κράζει καὶ λέει: «Υἱὲ Δαβὶδ ἐλέησον μὲ» [Μάρκ.10:47-48], καὶ προσεύχεται σωματικὰ χωρὶς νὰ ἔχει ἀκόμη γνώση πνευματική. Αὐτὸς ὅμως ὁ πρώην τυφλός, ἀφοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια του καὶ εἶδε τὸν Κύριο, δὲν τὸν ὀνομάζει πιὰ υἱὸ Δαβὶδ ἀλλὰ τὸν ὁμολογεῖ Υἱὸ Θεοῦ καὶ τὸν προσκυνεῖ [Ἰω.9:38].
Διαβάζοντας τὰ αὐτὰ ὁ νέος θαύμασε καὶ θαυμάζοντας πίστεψε ὅτι ἐπιμελούμενος τὴ συνείδηση θὰ βρεῖ ὠφέλεια, μὲ τὴν ἐργασία τῶν θείων ἐντολῶν θὰ κατανοήσει τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ μὲ τὴ χάρη του θὰ ἀναβλέψει νοερῶς καὶ θὰ δεῖ τὸν Κύριο, ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὸν πόθο τοῦ ὁποίου πληγώθηκε ἡ καρδιά του καὶ ἐπιζητοῦσε μὲ ἐλπίδα τὸ πρῶτο καὶ μὴ φαινόμενο κάλλος.
Τίποτε ἄλλο δὲν ἔκανε, ὅπως μὲ βεβαίωσε μὲ ὅρκο, παρὰ μόνο κάθε βράδυ τὸν μικρὸ ἐκεῖνο κανόνα, ποὺ τοῦ ὅρισε ὁ γέροντας καὶ μετὰ κοιμόταν στὸ κρεβάτι του. Ὅταν δὲ ἡ συνείδηση τὸν προέτρεπε: «Κᾶνε κι ἄλλες μετάνοιες, πρόσθεσε μερικοὺς ψαλμοὺς ἀκόμη, λέγε περισσότερες φορὲς τὸ 'Κύριε ἐλέησον' μπορεῖς», πρόθυμα καὶ ἀδίστακτα τὴν ὑπάκουε, σὰν νὰ τοῦ τὸ ἔλεγε ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἀπὸ τότε ποτὲ δὲν κοιμήθηκε ἂν τὸν ἔλεγχε ἡ συνείδηση καὶ τοῦ ἔλεγε: «Γιατί δὲν τὸ ἔκανες αὐτό;». Ἐκεῖνος λοιπὸν τὴν ἀκολουθοῦσε πιστὰ καὶ ἐκείνη μέρα μὲ τὴ μέρα πρόσθετε νέες ἐντολές. Ἔτσι σὲ λίγο καιρὸ αὐξήθηκε πολὺ ἡ ἑσπερινή του ἀκολουθία.
Τὴν ἡμέρα διηύθυνε τὸν οἶκο ἑνὸς πατρικίου στοῦ ὁποίου τὸ παλάτι πήγαινε κάθε πρωΐ φροντίζοντας γιὰ τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαία. Ἔτσι κανεὶς δὲν γνώριζε τὴ μυστική του ἐργασία. Αὐτὸς ὅμως κάθε βράδυ ἔκανε ὅλο καὶ περισσότερες μετάνοιες πέφτοντας μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ, ἐνῶ δάκρυα κυλοῦσαν ἀπὸ τὰ μάτια του. Ὅταν στεκόταν σὲ προσευχὴ εἶχε τὰ πόδια ἑνωμένα μεταξύ τους καὶ ἀμετακίνητα. Διάβαζε μὲ πόνο, μὲ στεναγμοὺς καὶ δάκρυα προσευχὲς πρὸς τὴ Θεοτόκο. Πρόσπεφτε στὰ ἄχραντα πόδια τοῦ Κυρίου σὰν νὰ τὸν ἔβλεπε παρόντα σωματικὰ καὶ σὰν τυφλός του ζητοῦσε νὰ τὸν ἐλεήσει γιὰ ν' ἀναβλέψει ψυχικά. Καὶ καθὼς ἡ προσευχὴ αὔξανε κάθε βράδυ, διαρκοῦσε μέχρι τὰ μεσάνυχτα, χωρὶς αὐτὸς καθόλου νὰ ραθυμεῖ ἢ νὰ χαλαρώνει τὴν προσοχὴ τοῦ κατὰ τὴ διάρκειά της. Κανένα μέλος τοῦ σώματός του δὲν σάλευε τελείως, οὔτε τὰ μάτια τοῦ ἔστρεφαν δεξιὰ-ἀριστερὰ ἢ πάνω, ἀλλὰ στεκόταν ἀκίνητος σὰν ἄγαλμα ἢ σὰν ἀσώματος.
Ἁρπαγὴ μέσα στὸ Φῶς
ΚΑΠΟΙΑ νύχτα λοιπόν, ποὺ ἔλεγε τὸ «Ὁ Θεὸς ἰλασθήτι μοὶ τῷ ἁμαρτωλῶ» μὲ τὸν νοῦ μᾶλλον παρὰ μὲ τὰ χείλη, φάνηκε ξαφνικὰ ἀπὸ ψηλὰ πλούσια θεία ἔλαμψη καὶ γέμισε ὅλος ὁ τόπος. Μόλις ἔγινε αὐτό, ὁ νέος δὲν καταλάβαινε πιὰ ἂν βρισκόταν μέσα σὲ σπίτι καὶ κάτω ἀπὸ στέγη. Φῶς μόνο ἔβλεπε παντοῦ καὶ δὲν αἰσθανόταν καν ἂν πατοῦσε στὴ γῆ, ἀλλ' οὔτε φοβόταν μήπως πέσει. Δὲν σκεπτόταν καθόλου τὸν κόσμο οὔτε τοῦ ἄγγιζε τὸν λογισμὸ τίποτε ἀπ' ὅσα πειράζουν τοὺς ἀνθρώπους ποὺ φοροῦν σάρκα. Ἦταν ὅλος μέσα σ' ἕνα ἄϋλο φῶς καὶ νόμιζε πὼς ἔγινε κι ὁ ἴδιος φῶς. Λησμόνησε ὅλο τὸν κόσμο, ἐνῶ πλημμύρισε ἀπὸ δάκρυα ἀνέκφραστης χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως. Ἔπειτα ὁ νοῦς τοῦ ἀνέβηκε στὸν οὐρανὸ καὶ εἶδε ἄλλο φῶς λαμπρότερο ἀπ' τὸ πρῶτο. Κοντὰ σ' αὐτὸ τὸ φῶς βλέπει μὲ ἔκπληξη νὰ στέκεται ἐκεῖνος ὁ ἅγιος καὶ ἰσάγγελος γέροντας, ποὺ τοῦ ἔδωσε τὸν κανόνα καὶ τὸ βιβλίο.
Ἀκούγοντας τὸ ἐγὼ αὐτό, σκέφτηκα ὅτι ἡ πρεσβεία τοῦ ἁγίου ἐκείνου εἶχε συνεργήσει πολύ, ὥστε νὰ ἀξιωθεῖ ὁ νέος τέτοιας ἐλλάμψεως καὶ ὅτι ἔτσι τὰ οἰκονόμησε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ τοῦ φανερώσει σὲ ποιὸ ὕψος ἀρετῆς εἶχε φθάσει ὁ ἅγιος γέροντάς του.
Ὅταν πέρασε ἡ θεωρία καὶ ἦρθε πάλιν στὸν ἑαυτό του, τὸν συνεῖχε χαρὰ καὶ ἔκπληξη καὶ δάκρυα ἀνέβλυζαν ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ γεμάτα γλυκύτητα. Τέλος ξάπλωσε στὸ κρεβάτι του, ἐνῶ ἐκείνη τὴν ὥρα λάλησε ὁ πετεινὸς φανερώνοντας ὅτι εἶναι μεσάνυχτα. Μετὰ ἀπὸ λίγο ἐκκλησίες σήμαναν τὸν Ὄρθρο. Κι αὐτὸς σηκώθηκε νὰ ψάλλει κατὰ τὴ συνήθειά του, χωρὶς νὰ ἔχει οὔτε καν ἔννοια γιὰ ὕπνο ἐκείνη τὴ νύχτα.
Αὐτὰ ἔγιναν μὲ τὴ θέληση καὶ τὴν ἀπόλυτη κρίση τοῦ Θεοῦ, χωρὶς ὁ νέος νὰ κάνει τίποτα περισσότερο, παρὰ μόνο ὅσα ἀκούσατε, μὲ ὀρθὴ πίστη καὶ ἀδίστακτη ἐλπίδα.Ἂς μὴν πεῖ λοιπὸν κανεὶς ὅτι ἔπραξε αὐτὰ δοκιμαστικῶς. Κάτι τέτοιο οὔτε καν ἀπὸ τὸ λογισμὸ τοῦ πέρασε -γιατί αὐτὸς ποὺ δοκιμάζει καὶ ἐκπειράζει, πίστη δὲν ἔχει ἀποκτήσει- ἀλλὰ ἀπορρίπτοντας κάθε ἄλλη ἐμπαθῆ καὶ φιλήδονη ἔννοια φρόντιζε, ὅπως μὲ βεβαίωνε, μόνο γιὰ ὅσα τοῦ ἔλεγε ἡ συνείδηση, ὥστε ἦταν σὰν νεκρὸς γιὰ τὰ αἰσθητὰ πράγματα τοῦ βίου κι οὔτε καν τὴν τροφὴ καὶ τὸ νερὸ ἐπιζητοῦσε συχνὰ καὶ ἐνήδονα.
Τὸ Φῶς καρπὸς τῆς πίστεως
ΑΚΟΥΣΑΤΕ ἀδελφοί μου, πόσα κατορθώνει ἡ πίστη στὸν Θεό, ὅταν ἐπισφραγίζεται μὲ ἔργα; Είδατε ὅτι οὔτε ἡ νεότητα εἶναι ἀπόβλητη, ἀλλ' οὔτε καὶ τὰ γηρατειὰ εἶναι ὠφέλιμα, ὅταν λείπει ἡ σύνεση καὶ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ;Βεβαιωθήκατε ὄτι ουτε τὸ κέντρο τῆς πόλεως δὲν μᾶς ἐμποδίζει νὰ ἐργαζόμαστε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ἂν εἴμαστε πρόθυμοι καὶ ἄγρυπνοι, οὔτε ἡ ἀναχώρηση ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἡ ἡσυχία ὠφελοῦν ἂν ραθυμοῦμε καὶ ἀμελοῦμε;
Ἀκοῦμε ὅλοι γιὰ τὸν Δαβὶδ τὸν θαυμάζουμε καὶ λέμε: «ἕνας εἶναι ὁ Δαβὶδ καὶ ἄλλος δὲν εἶναι», καὶ νὰ ἐδῶ περισσότερο ἀπὸ τὸν Δαβίδ. Γιατί ἐκεῖνος πῆρε τὴ μαρτυρία ἀπὸ τὸν Θεό, χρίσθηκε προφήτης καὶ βασιλιάς, ἔλαβε Πνεῦμα Ἅγιο καὶ εἶχε πολλὲς περὶ Θεοῦ ἀποδείξεις. Ὅταν ἁμάρτησε λοιπὸν καὶ στερήθηκε τὴ χάρη τοῦ Πνεύματος καὶ τοῦ ἀφαιρέθηκε τὸ προφητικὸ χάρισμα καὶ ἀποξενώθηκε ἀπὸ τὴ συνήθη κοινωνία μὲ τὸν Θεό, τί τὸ ἀξιοθαύμαστο ἂν αὐτὰ πάλι τὰ ἀναζήτησε, λαχταρώντας τὴ χάρη ἀπὸ τὴν ὁποία ξέπεσε;
Ἐνῶ αὐτὸς ὁ νέος ὄντας προσκολλημένος μόνο στὰ κοσμικὰ καὶ στραμμένος στὰ πρόσκαιρα καὶ ἔχοντας διάνοια ποὺ δὲν φαντάσθηκε ποτὲ τίποτε ψηλότερα ἀπὸ τὰ γήϊνα -ὢ τῶν κριμάτων σου Κύριε!- ἄκουσε μόνο γι' αὐτὰ κι ἀμέσως πίστεψε. Τόσο πολύ, ὥστε ἔκανε καὶ ἔργα ἄξια της πίστεως, ἀπὸ τὰ ὁποία ἡ διάνοιά του πῆρε φτερὰ κι ἔφτασε στοὺς οὐρανούς. Κέρδισε τὴ συμπάθεια τῆς Μητέρας τοῦ Χριστοῦ καὶ μὲ τὴν πρεσβεία τῆς ἐξιλέωσε τὸν Θεό. ΄Ἕλκυσε μέσα τοῦ τὴ χάρη τοῦ Πνεύματος καὶ αὐτὴ τὸν ἐνίσχυσε νὰ φθάσει μέχρι τὸν οὐρανὸ καὶ τὸν καταξίωσε τῆς θέας τοῦ φωτὸς ἐκείνου, ποὺ ὅλοι ποθοῦν ἀλλὰ πολὺ λίγοι τὸ ἀξιώνονται.
Αὐτὸς ὁ νέος, ποὺ οὔτε νήστεψε πολλοὺς χρόνους, οὔτε ποτὲ κοιμήθηκε καταγῆς, οὔτε φόρεσε τρίχινα ἐνδύματα, οὔτε εἶχε καρεῖ μοναχός, οὔτε ἀπομακρύνθηκε σωματικὰ ἀπὸ τὸν κόσμο ἀλλὰ μόνο πνευματικά, μὲ λίγη ἀγρυπνία ἀναδείχθηκε ἀνώτερος ἀπὸ τὸν Λὼτ τὸν ξακουστὸ στὰ Σόδομα. Ἢ μᾶλλον, ἀναδείχθηκε ἔνσαρκος ἄγγελος, ψηλαφητὸς καὶ ἀψηλάφητος, βλεπόμενος ἀλλ' ὄχι περιοριζόμενος, ἄνθρωπος φαινομενικὰ ἀλλ' ἄσαρκος πραγματικά, «γενόμενος τοῖς πάσι τὰ πάντα» (Ἃ' Κόρ. 9:22) καὶ ὄντας μόνος μὲ μόνο τὸ Θεὸ ποὺ γνωρίζει τὰ πάντα. Γι' αὐτὸ μὲ τὴ δύση τοῦ αἰσθητοῦ ἥλιου τὸν καταύγασε τὸ γλυκὸ φῶς τοῦ νοητοῦ ἥλιου, προαναγγέλλοντας καὶ προμηνύοντας τὸ ἀνέσπερο φῶς τοῦ μέλλοντος αἰῶνος ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ἀπολαύσει. Καὶ δικαίως. Γιατί ἡ ἀγάπη τοῦ ποθουμένου Χριστοῦ τὸν ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀπὸ τὴ φύση καὶ ἀπ' ὅλα γενικὰ τὰ πράγματα καὶ τὸν ἀνέδειξε πνευματικὸ καὶ φωτεινό. Καὶ ὅλα αὐτὰ ἐνῶ κατοικοῦσε μέσα στὴν πόλη, εἶχε τὴν ἐπιστασία σπιτιοῦ, φρόντιζε γιὰ δούλους καὶ ἐλεύθερους καὶ μεριμνοῦσε γιὰ ὅλα ὅσα εἶναι ἀναγκαῖα σ' αὐτὴν τὴ ζωή.
Ἀρκοῦν αὐτὰ καὶ γιὰ ἔπαινο τοῦ νέου καὶ γιὰ νὰ σᾶς παρακινοῦσαν σὲ πόθο καὶ μίμησή του ἢ μήπως θέλετε νὰ σᾶς πῶ κι' ἄλλα ἀκόμη μεγαλύτερα, ποῦ ἴσως οὔτε ἡ ἀκοή σας θὰ τὰ ἀνεχόταν; Ὅμως τί ἀνώτερο ἢ τί τελειότερο μπορεῖ νὰ βρεθεῖ ἀπ' αὐτό; (3) Τίποτε, καθὼς βεβαιώνει καὶ ὁ Θεολόγος Γρηγόριος:
Ἡ ἀρχή, λέει, τῆς σοφίας εἶναι ὁ φόβος τοῦ Κυρίου [Παροιμ. 1:7]. Γιατί ὅπου φόβος ἐκεῖ τήρηση τῶν ἐντολῶν. Καὶ ὅπου τήρηση τῶν ἐντολῶν κάθαρση σαρκός, δηλαδὴ τοῦ νέφους ποὺ ἐμποδίζει τὴν ψυχὴ καὶ δὲν τὴν ἀφήνει νὰ δεῖ καθαρὰ τὴ θεία ἀκτίνα. Καὶ ὅπου κάθαρση, ἔλλαμψη. Ἔλαμψη δὲ εἶναι ἡ ἐκπλήρωση τοῦ πόθου ἐκείνων ποὺ ποθοῦν σφοδρὰ τὰ μέγιστα ἢ τὸ μέγιστο ἢ ὑπὲρ τὸ μέγα. (4)
Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια φανερώνει ὅτι τὸ ἀτέλειωτο τέλος κάθε ἀρετῆς εἶναι ὁ φωτισμὸς τοῦ Πνεύματος, στὸν ὁποῖο ὅποιος ἔφθασε κατέκτησε τὸ τέλος καὶ πέρας ὅλων τῶν αἰσθητῶν καὶ βρῆκε τὴν ἀρχὴ τῆς γνώσεως τῶν πνευματικῶν.
Πίστη καὶ ἔργα
ΑΥΤΑ εἶναι, ἀδελφοί μου, τὰ θαυμάσια του Θεοῦ. Γι' αὐτὸ ἂν καὶ κρύβονται οἱ ἅγιοι ὁ Θεὸς τοὺς φανερώνει, ὥστε ἄλλοι μὲν νὰ τοὺς μιμοῦνται, ἄλλοι δὲ νὰ εἶναι ἀναπολόγητοι. Καὶ ὅσοι ζοῦν μέσα στοὺς θορύβους ἢ σὲ κοινόβια ἢ σὲ ὅρη ἢ σὲ σπήλαια, ἂν πολιτεύονται καθὼς πρέπει, νὰ σώζονται καὶ νὰ ἀξιώνονται μεγάλων ἀγαθῶν ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ τὴν πίστη τοὺς μόνο. Ὅσοι ὅμως ἀπὸ ραθυμία χάνουν τὴ σωτηρία τους νὰ εἶναι ἀναπολόγητοι κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Εἶναι ἀψευδής, ἀδελφοί μου, αὐτὸς ποὺ ὑποσχέθηκε νὰ μᾶς σώζει μόνο γιὰ τὴν πίστη μᾶς σ' αὐτόν.
Ἐλεῆστε λοιπὸν τοὺς ἑαυτούς σας καὶ ἐμένα ποὺ σᾶς ἀγαπῶ καὶ πολλὲς φορὲς θρηνῶ γιὰ σᾶς καὶ χύνω δάκρυα -γιατί τέτοιους μᾶς θέλει ὁ συμπαθὴς καὶ ἐλεήμων Θεὸς- πιστέψτε ὁλόψυχα στὸν Κύριο, ἀπαρνηθεῖτε τὴ γῆ καὶ ὅλα ὅσα παρέρχονται, προσέλθετε καὶ προσκολληθεῖτε σ' αὐτόν. Σὲ λίγο ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ θὰ παρέλθουν. Χωρὶς ἐκεῖνον δὲν ὑπάρχει τέρμα οὔτε ὅριο στὴν πτώση τῶν ἀνθρώπων. Διότι ὁ Θεὸς εἶναι ἀχώρητος καὶ ἀκατάληπτος. Ποῦ νὰ βρεθεῖ λοιπὸν τόπος -πές μου ἂν μπορεῖς- γιὰ ὅσους ἐκπέσουν ἀπὸ τὴ βασιλεία του;
Μοῦ ἔρχεται νὰ θρηνῶ, πονάει ἡ καρδιά μου καὶ λειώνω γιὰ σᾶς, ὅταν σκέπτομαι ὅτι ἔχουμε τόσο μεγαλοδῶρο καὶ φιλάνθρωπο Δεσπότη, ὁ ὁποῖος μόνο γιὰ τὴν πίστη μᾶς σ' αὐτὸν μας χαρίζει τέτοια ἀγαθά, ποὺ ὑπερβαίνουν νοῦν, ἀκοὴ καὶ διάνοια καὶ ποὺ «δὲν ἀνέβηκαν ποτὲ σὲ καρδιὰ ἀνθρώπου» [Ἃ' Κόρ. 2:9]. Ἐμεῖς ὅμως σὰν ἄλογα ζῶα προτιμοῦμε τὴ γῆ καὶ τὰ γήινα, ποὺ μᾶς προσφέρει ἡ μεγάλη του εὐσπλαγχνία γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ σώματος, γιὰ νὰ τρεφόμαστε δηλαδὴ μὲ μέτρο ἀπ' αὐτά. Ἐνῶ ἡ ψυχὴ μᾶς τρεφόμενη μὲ τὴ νοερὴ τροφὴ τοῦ Πνεύματος πρέπει νὰ πορεύεται ἀνεμπόδιστα πρὸς τὰ ἄνω κατὰ τὸ μέτρο τῆς καθάρσεως καὶ τῆς ἀναβάσεως.
Νὰ τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος καὶ νὰ γιατί δημιουργηθήκαμε: Ἀφοῦ ἀπολαύσουμε ἐδῶ κάποιες μικρὲς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν εὐγνωμοσύνη καὶ τὴν πρὸς αὐτὸν ἀγάπη νὰ ἀπολαύσουμε ἐκεῖ πάνω τὰ μεγαλύτερα καὶ τὰ αἰώνια. Ὅμως ἀλλοίμονο, ὄχι μόνο δὲν φροντίζουμε καθόλου γιὰ τὰ μέλλοντα, ἀλλὰ εἴμαστε ἀχάριστοι καὶ γιὰ τὰ παρόντα καὶ γινόμαστε ἔτσι ἴδιοι μὲ τοὺς δαίμονες ἢ καὶ χειρότεροι ἴσως γιὰ νὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια. Γι' αὐτὸ εἴμαστε ἄξιοι περισσότερης τιμωρίας, ὅσο περισσότερο εὐεργετηθήκαμε μὲ τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔγινε γιὰ χάρη μᾶς ὅμοιος μὲ μᾶς ἐκτὸς μόνο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, γιὰ νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν πλάνη καὶ νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.
Ἀλλὰ τί νὰ πῶ; Σὲ ὅλα αὐτὰ πιστεύουμε μόνο μὲ λόγια, ἐνῶ μὲ τὰ ἔργα τὰ ἀρνούμαστε. Δὲν ὁμολογεῖται παντοῦ ὁ Χριστὸς στὶς πόλεις, στὰ χωριά, στὰ κοινόβια, στὰ ὅρη; Κοίταξε ὅμως καὶ ἐρεύνησε ἂν τηροῦν τὶς ἐντολές του. Μετὰ βίας θὰ βρεῖς μέσα σὲ χιλιάδες καὶ μυριάδες ἕναν, ποὺ νὰ εἶναι μὲ ἔργα καὶ λόγια χριστιανός. Δὲν εἶπε στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο ὁ Κύριος καὶ Θεός μας,
«ὅποιος πιστεύει σὲ μένα θὰ κάνει ἔργα ποὺ κάνω κι ἐγὼ καὶ ἀκόμη μεγαλύτερα» [Ἰω. 14:12];
Ποιὸς ὅμως ἀπὸ μᾶς τολμάει νὰ πεῖ, «ἐγὼ κάνω τὰ ἔργα τοῦ Χριστοῦ καὶ πιστεύω πιστὰ στὸν Χριστό»; Δὲν βλέπετε, ἀδελφοί, ὅτι θὰ βρεθοῦμε ἄπιστοι τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως καὶ θὰ ὑποστοῦμε δριμύτερη κόλαση ἀπὸ ἐκείνους ποῦ δὲν γνώρισαν καθόλου τὸν Κύριο; Διότι ἕνα ἀπὸ τὰ δύο εἶναι ἀναπόφευκτο νὰ συμβεῖ, ἢ ἐμεῖς νὰ κατακριθοῦμε ὡς ἄπιστοι ἢ νὰ ἀποδειχθεῖ ὁ Χριστὸς ψεύτης, πράγμα ποὺ εἶναι ἀδύνατον, ἀδελφοί μου, ἀδύνατον.
________________________________________
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ἐδῶ ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος ἀναφέρεται συγκεκαλυμμένα στὴν ἀρχὴ τῆς δικῆς του πνευματικῆς πορείας. Γεώργιος φαίνεται πὼς ἦταν τὸ κοσμικό του ὄνομα.
2. Πρόκειται γιὰ τὴ φημισμένη Μονὴ Στουδίου καὶ γιὰ τὸν ὀσιώτατο μοναχὸ Συμεὼν τὸν Εὐλαβῆ, πνευματικὸ πατέρα καὶ γέροντα τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου.
3. Ἐννοεῖ τὴ θεία ἔλλαμψη.
4. 'Μέγιστα' ἐδῶ ἐννοεῖ ὁ Θεολόγος τὰ τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, 'μέγιστο' τὴ Θεότητα τὴν ὁποία χαρακτηρίζει καὶ μὲ τὸν ὄρο 'ὑπὲρ τὸ μέγα' ἐπειδὴ δὲν προσδιορίζεται ἀπὸ καμμία ποσότητα ἢ μέγεθος, (κατὰ τὸν Νικήτα Σερρῶν -βλ. Καὶ Διονυσίου Ζαγοραίου "Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου τὰ Εὑρισκόμενα", Ἔκδ. Β.Ρηγοπούλου, Θὲσ/κῆ 1977, σήμ. Σέλ.284).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου