21 Ιουν 2011

Ὁ Ρωμηὸς - Γ. Σουρῆς

 Ρωμης
Στν καφεν π’ ξω σν μπέης ξαπλωμένος,
το λιου τς κτίνες χόρταγα ρουφ,
κα στν φημερίδων τ νέα βυθισμένος,
κανέναν δν κυττάζω, κανέναν δν ψηφ.

Σ μι καρέκλα τόνα ποδάρι μου τεντώνω,
τ λλο σ μίαν λλη, κι λίγο παρέκει
φήνω τ καπέλο, κα ρχιν μ τόνο
τος πουργος ν βρίζω κα τν πολιτική.

Ψυχή μου! τί λιακάδα! τί ορανός! τί φύσις!
χνίζει μπροστά μου καϊμακλς καφές,
κι γ κατεμπνευσμένος γι λα φέρνω κρίσεις,
κα μόνος μου τς βρίσκω μεγάλες καὶ...
σοφές.

Βρίζω γγλέζους, Ρώσους, κα ποιους λλους θέλω,
κα στρίβω τ μουστάκι μ’ γέρωχο πολύ,
κα μέσα στ θυμό μου κατ διαβόλου στέλλω
τν διον αυτό μου, κα γίνομαι σκυλί.

Φέρνω τν νο στν Διάκο κα ες τν Καραΐσκο
κατενθουσιασμένος τ γένια μου μαδ,
τν λληνα ες λα νώτερο τν βρίσκω,
κι πάνω στν καρέκλα χαρούμενος πηδ.

Τν φίλη μας Ερώπη μ πέντε φασκελώνω
πάνω στ τραπέζι τν γρόθο μου κτυπ
χύθη καφές μου, τ ροχα μου λερώνω,
κι σες βλαστήμιες ξέρω ρχίζω ν τς π.

Στν καφετζ ξεσπάω, φωτι κι κενος παίρνει.
μέσως νω κάτω του κάνω τν μπουφέ,
τν βρίζω κα μ βρίζει, τν δέρνω κα μ δέρνει,
κα τέλος δν πληρώνω… δεκάρα τν καφέ!

Γ. Σουρς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.